Αχός βαρύς ακούγεται, μα δεν είναι ντουφέκια
Η φύση ανταριάζεται, σωριάζονται πελέκια
Σπούνε πέτρες μαρμάρινες, μνημεία ξεκλειδώνουν
Κυπάρισσοι αναρριγούν, χλωμιάζουν, χαμηλώνουν
Το χώμα αναμοχλεύεται δίχως να νιώσει φτυάρι
"Τα σπλάχνα μου ποιος τάραξε", ρωτά, "πού το στυλιάρι"
Φτεροκοπούνε τα πουλιά, οι πέρδικες μακραίνουν
Τα μαύρα νέφη σκιάζονται, λύνονται και μικραίνουν
"Ποιος τους νεκρούς μας ξύπνησε" ρωτούνε οι ανθρώποι
"Πώς σάρκες ντύνονται ξανά; Ξένοι τούτοι οι τρόποι
Μην Ηρακλής τους ξύπνησε; Μη τάχα ο Οδυσσέας;
Μα και οι δυο κοιμόντανε δίχως πνοής παρέας"
Πουλάκια τι ακούσατε, ποτάμια μου, μιλήστε
Βοριά, Νοτιά μου, πείτε μου, το στόμα ξεσφραγείστε
Σιγούνε ποταμών νερά και τα πουλάκια τρέμουν
Οι άνεμοι σωπαίνουνε και δε μου αποκραίνουν
Μα πριν με πιάσει απελπισιά για τούτη την αντάρα
Μια παπαρούνα πλάι μου, "λύθηκε η κατάρα"
Μου λέει κι είναι κόκκινη σαν αίμα η θωριά της
Τα πέταλα μεταξωτά, μετάξι κι η καρδιά της
"Ο των αιώνων Λέοντας ξύπνησε κι αφυπνίζει
Τους απ' αιώνων δίκαιους, ζωή ξαναχαρίζει
Ξεγέλασε τον Χάροντα, τον Διάβολο, τον Άδη
Το Μίσος, τον Αρχέκακο τον φίμωσε και άδει:
Πέθανες τώρα Θάνατε, ήρθε η δική σου ώρα
Της φυλακής σου τα δεσμά, εσένα δένουν τώρα
Έπινες αίμα ζωντανών, χόρταινες την κοιλιά σου
Και νόμιζες ότι θα πιεις κι εμένα, μα αλιά σου
Τον Γιο του Πλάστη δεν χωράς, Θεό δε θα χωνέψεις
Μήτε θα φας, μήτε θα πιεις, μήτε και θα χορέψεις
Σαν το ραβδάκι ο Σταυρός θα σε μεταμορφώσει
Σε Ύπνο από Θάνατο κι όσους πια θα καρφώσει
Η σκοτεινή ρομφαία σου πρόσκαιρα θα κοιμούνται
Ως να ξανάρθω κάποτε και τότε αφυπνούνται
Οι δίκαιοι κι οι άδικοι κι όλοι τους θα κριθούνε
Κι αν την αγάπη χώρεσαν αυτοι θα αποκριθούνε"
Αυτά είπε και σώπασε πάλι η παπαρούνα
Κι είδα να κλαίει πλάι της μαύρη μία κουρούνα
Κι ειδα μετά στους ουρανούς να ανοίγει χρυσή πύλη
Σκάλα είδα ολόχρυση και πάνω της οι φίλοι
Να ανεβαίνουν του Χριστού λάμποντας σαν αστέρια
Προπορευόταν ο Χριστός με το Σταυρό στα χέρια
Οι άγγελοι φτερούγιζαν, ψάλλαν Χριστός Ανέστη
Ελπίδα, φως ουράνιο σ' όλη τη γη επέστη
Τα κυπαρίσσια όρθωσαν ξανά την κεφαλή τους
Τα αηδόνια ψέλνανε γλυκά και η φωνή η καλή τους
Πάνω στη ράχη του Βοριά και του Νοτιά καλπάζει
Στα πέρατα, στα σύμπαντα, σ' όλη τη γη φωνάζει
Χριστός Ανέστη αληθώς! Άψυχα, ψυχωμένα
Χαρείτε, αναγαλλιάσετε, είμαστε λυτρωμένα
Ο φόβος τότε μέριασε, τα πόδια μου φτερώσαν
Στην εκκλησιά μ' οδήγησαν κι εκεί πλέον μερώσαν
Μέσα σε πλήθος χριστιανών άναψα το κεράκι
Και έγειρα στην αγκαλιά εικόνας σαν παιδάκι
Το ένα χέρι του Αδάμ, της Εύας τ' άλλο χέρι
Επιασα να με πάρουνε μαζί τους, να με φέρει
Κατόπι τους ο Κύριος στη Θεία Βασιλεία
Μιας κι είμαι εγγονάκι τους, δική τους αλιεία
Κανείς δε μου αρνήθηκε τη θάρρητα και πάλι
Χριστός Ανέστη ψάλαμε και ο Ωραίος Κάλλει
Μας έλουσε μέσα στο φως της Αναστάσεώς Του
Χριστός Ανέστη, αδερφοί! Πάντα μέσα στο Φως Του!