Στου Κωνσταντίνου, ήτανε, τα χρόνια, του Μεγάλου
κοντά στα Ιεροσόλυμα, του τόπου αυτού που άλλου
ως πλέον αγιότερου, δεν γνώρισε η πλάση,
ένας παπάς, ονόματι Λουκιανός, θα δράσει
Ζούσε σε μια κωμόπολη κοντά και λειτουργούσε
Μια νύχτα μες στον ύπνο του, τον άγιο π' αγαπούσε,
τον Στέφανο, σε όνειρο τον βλέπει να ζητάει
να γίνει η ανακομικδή λειψάνων του. Και πάει
στον πατριάρχη ο παπάς και, το και το, του λέει.
Είναι ο άγιος Στέφανος, ο πρωτομάρτυς! Κλαίει
παπάς και όσοι τον ακούν, κλαίει κι ο πατριάρχης
Παίρνει τη συνοδεία του ως άξιος ιεράρχης
και βγάζοντας το λείψανο του Αρχιδιακόνου
σεισμός μεγάλος γίνεται και ευωδία κλώνου
σαν γιασεμιών ξεχύνεται κι οι ουρανοί ανοίγουν
Αγγέλοι και Αρχάγγελοι υμνούν Κύριο, ήγουν,
"Δόξα στον Ύψιστο Θεό, σ' ανθρώπους ευδοκία"
Είναι κοντά και μακριά η άγια τους χορεία
Παίρνουν το άγιο λείψανο και στη Σιών το πάνε
Λαός προστρέχει ταπεινά κι όλοι το προσκυνάνε
Λίγο καιρό αργότερα ένα ναό του χτίζει,
Συγκλητικός, ο Αλέξανδρος, και μάλιστα ορίζει
όταν η ώρα κι η στιγμή θα έρθει να πεθάνει,
πλάι στον Άγιο Στέφανο, κάποιος κι αυτόν να βάνει
Πέντε χρονάκια πέρασαν και ο ευλογημένος
αρρώστησε και πέθανε, μα πρώτα ο φωτισμένος
λειψανοθήκη έφτιαξε του Αγίου να τον βάλει
Κάπως παρόμοια έφτιαξε και για τον ίδιο πάλι
σαν έπεσε κι αρρώστησε, και για τον εαυτό του.
Τον έθαψαν ως ήθελε. Θρηνώντας το χαμό του
η όμορφη γυναίκα του, δεν άφηνε το μνήμα
Πονούσε που τον έχασε και της ζωής το νήμα
κόπηκε τόσο γρήγορα του νέου του αντρός της
Τη λάρνακα αποφάσισε να πάρει, κι ας ομπρός της
είχε ταξίδι δύσκολο, να φτάσει ως την Πόλη
απ' όπου καταγότανε, και η φαμίλια όλη
που είχε θα τη στήριζε. Μα παίρνει κατά λάθος
το λείψανο του μάρτυρα, απ' το πολύ της πάθος
και Θεία παραχώρηση. Σ' ονάριο φορτώνει
τον δρόμο παίρνει κλαίγοντας κι όσο κοντοζυγώνει
και φτάνει στην Ασκάλωνα που 'τανε στη Φοινίκη
στο δρόμο της οι δαίμονες φωνάζανε: "η νίκη
Στεφάνου πρωτομάρτυρα, καίει και μαστιγώνει"
Η ευωδιά ξεχείλιζε όποιον τον ανταμώνει
Αμέτρητα τα θαύματα, κι όταν πλοίο μισθώνει
φτάνοντας στην Ασκάλωνα, η χήρα, για την Πόλη
κι άλλα θαύματα γίνονται κι οι επιβάτες όλοι
τη χάρη του τη νιώθουνε και την ομολογούνε
Όταν στην Πόλη φτάνουνε, τρέχουν, παροϋπαντούνε,
ο Κωνσταντίνος ο τρανός, ο πατριάρχης κι όλοι
το ιερό το λείψανο κι αγάλλονται κι οι θόλοι
των ουρανών! Βασιλικό άρμα του ετοιμάζουν
Μπροστά πηγαίνει ο βασιλιας κι αφού το ανεβάζουν
το λείψανο στο άρμα του, αυτό ακολουθάει
Ακολουθάει κι ο λαός, για το παλάτι πάει
Όμως στις Κωνστανιές το άρμα πώς παγώνει;
Δεν προχωρά με τίποτα όσο κι αν μαστιγώνει
ηνίοχος τα άλογα. Σαν Βαρλαάμ η όνος:
"Γιατί χτυπάς ηνίοχε; Δε βλέπεις πια, πως μόνος
ο άγιος αποφάσισε εδώ να παραμείνει;"
Εκεί λοιπόν, σταμάτησαν, κι ο Κωνσταντίνος τείνει
τα χέρια προς τον άγιο και πάλι προσκυνάει
Λαμπρό ναό χτίζει εκεί, ώστε να τον τιμάει
ο ίδιος κι όλος ο λαός στης Παναγιάς την Πόλη
Πόλη τη Θεοσκέπαστη, του Κωνσταντίνου πόλη.
Βασισμένο στο βιβλίο "Φθινοπωρινό συναξάρι" τόμος Β΄ του αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη
Εκδ. Ακτή, Λευκωσία, 2009
No comments:
Post a Comment
Σχόλια