Τον δεύτερο του προ Χριστού αιώνα, τον αρχαίο
Αντίοχος ο τέταρτος, Επιφανής, στο ωραίο
Συρίας το βασίλειο, μα και στην Παλαιστίνη,
βασίλευε, και στο ναό του Σολομώντα στήνει
πάνω στο θυσιαστήριο ειδώλών μια θυσία
για να προσβάλλει το ναό, μα και την ανταρσία
που Ιουδαίοι έκαναν γιατί ήταν σκλαβωμένοι
Σφάζει χιλιάδες είκοσι κι οι άλλοι, επιμένει,
έναντι στο Μωσαϊκό το νόμο που τηρούσαν,
για την παιδαγωγία του που τόσο αγαπούσαν,
να φάνε κρέας χοιρινό, να τους εξευτελίσει.
Τον γέρο Ελεάζαρο που νόμο είχε τηρήσει
σαν φλογερός διδάσκαλος και υπερασπιστής του,
τον κάλεσε ο Αντίοχος και του 'πε της πιστής του
ζωής όλο το παρελθόν, πάραυτα να ξεχάσει,
να φάει κρέας χοιρινό μα και να θυσιάσει.
"Τώρα στα ενενήντα μου ν' αλλάξω τον το Θεό μου,
Αυτόν, που μου 'δώσε το φως κι αυτόν τον εαυτό μου;
Εσύ να αλλάξεις, βασιλιά, κι αν οχι, κανονίζεις
Κάνε σε μένα το φτωχό ό,τι εσύ νομίζεις."
Προσπάθησε ο βασιλιάς τη γνώμη να αλλάξει
του γέροντα, μα μάταια. Έτσι θα διατάξει
φρικτά βασανιστήρια που και οι δήμιοί του
τον πόνεσαν κι επέμεναν ν' αλλάξει τη ζωή του
και να χαρεί τα γηρατειά σ' όση ζωή του μένει.
Ακλώνητος ο γέροντας στην κάμινο πεθαίνει
Μπροστά του η Σολομονή με τα εφτά παιδιά της
Τον είχανε διδάσκαλο, και το παραάδειγμά της
το βλέπει με υπομονή πως όλα υπομένει
Και αντρειεύει η πίστη της, στέκει αποφασισμένη
Φωνάζει ο Αντίοχος, τότε τον πρώτο γιο της
μα ο Αβείμ προσεύχεται με πίστη στο Θεό της
και στου δασκάλου το Θεό, με θέρμη να στηρίξει
τον ευσεβή του λογισμό κι Αυτός να τον κρατήσει
Αλέθουνε το σώμα του στην κυριολεξία
Η μάνα και τ' αδέρφια του εύχονται η αξία
της πίστης του προς τον Θεό ν' αντέξει μέχρι τέλους
Έτσι παθαίνει ο Αβείμ και ύστερα κάθε μέλους
της ίδιας οικογένειας, αυτής των Μακαββαίων
τους παίρνει πια κατά σειρά, ώστε των Ιουδαίων
να εξαλείψει το Θεό. Αντώνιο, Γουρία
τους παίρνει πια κατά σειρά, ώστε των Ιουδαίων
να εξαλείψει το Θεό. Αντώνιο, Γουρία
Αχείμ και Ελεάζαρο, Ευσεβωνά, μωρία
του βασιλια τον οδηγεί. Τους αποκεφαλίζουν
του βασιλια τον οδηγεί. Τους αποκεφαλίζουν
Στον έκτο πώς μπερδεύονται, λάθος υπολογίζουν
πως τούτο το μικρό παιδί σίγουρα θα δειλιάσει
"Άλλαξε, λέει ο βασιλιάς, ώστε να σε χορτάσει
η αγκαλιά της μάνας σου." "Εγώ να προσκυνήσω;"
του λέει το μικρό παιδί. "Θέλω ν' ακολουθήσω
τ' αδέρφια και το δάσκαλο." Τον αποκεφαλίζουν.
Είναι σειρά του Μάρκελλου, νήπιο σε ηλικία
Τον καλοπήρε ο βασιλιάς. "Άλλαξε, κι η οικία
σε περιμένει η γλυκιά κι η αγκαλιά της μάνας"
"Πάω κι εγώ στ' αδέρφια μου να παίξω στης αλάνας
του ουρανού που καρτερώ τα ωραία μου παιχνίδια
Εγώ τον βλέπω τον Θεό, τη Χάρη Του την ίδια
Βλέπω αγγέλους, στέφανα και τους προπάτορές μου
Με τι ν' αλλάξω, βασιλιά, ετούτες τις χαρές μου;"
Με τι ν' αλλάξω, βασιλιά, ετούτες τις χαρές μου;"
Κλονίστηκε ο βαισλιάς μα πώς να φανερώσει
τον κλονισμό; Διέταξε κι αυτό να το σκοτώσει
μετά απ' τα μαρτύρια ο δήμιος στο τέλος.
Η χήρα η Σολομονή, στου Θάνατου το έλος
αντίκριζε εφτά παιδιά, τα σπλάχνα της, να πλέουν
Εχει στα στήθη της χαρά, τα μάτια της κι ας κλαίουν
"Τίποτα δε λυπήθηκες, τουλάχιστον λυπήσου
τον εαυτό σου κι άλλαξε. Την πίστη σου αρνήσου"
"Πατρίδα, τέκνα, δάσκαλος, εκεί που αγαπάω
βρίσκονται τώρα, βασιλιά. Τι άλλο να ζητάω
εκτός από το θάνατο που τώρα θα με πάει
κοντά τους μα και στο Θεό που τόσο μ' αγαπάει;"
Τα έχασε ο βασιλιάς κι ενώ είχε ανάψει
καμίνι, να την απειλεί, εκεί πως θα την κάψει
"Εσύ να μην κολάζεσαι" του λέει,"παραπάνω.
Εγώ πηγαίνω μόνη μου στους ουρανούς επάνω"
Κι ορμάει η Σολομονή ίσια μες στο καμίνι
και η ψυχή της γίνεται περιστερά που σμήνη
εφτά περιστερών παιδιών αμέσως απαντάει
στο δρόμο προς τον ουρανό που τόσο λαχταράει
Ο μέγας ο Χρυσόστομος εγκώμια θα πλέξει
Στων Μακκαβαίων τα παιδιά το πρώτο θα διαλέξει
δεύτερο στη μανούλα τους, στον δάσκαλο κατόπι
Και έτσι, οι πολύτεκνοι που 'ναι αγγέλων τόποι
τους έχουν για προστάτες τους μα και για βοηθούς τους
μέσα στους χαλεπούς καιρούς για όλους τους καημούς τους.
Βασισμένο στο συναξάρι των Αγίων από το βιβλίο "Φθινοπωρινό συναξάρι" τόμος Β΄ του αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη
Εκδ. Ακτή, Λευκωσία, 2009
No comments:
Post a Comment
Σχόλια