Ξεκινώ κάθε απόγευμα κατά τις εφτά από το σπίτι. Κατεβαίνω περπατώντας στην παραλία επιλέγοντας κάθε φορά κι άλλη διαδρομή. Ανακαλύπτω στενά, σπίτια κρυμμένα στα σοκάακια, σκαλάκια μυστικά γεμάτα γλάστρες, παιδιά που πάζουν καθισμένα σε κουρελούδες με τις κούκλες τους. Ανακαλύπτω τραγούδια που ακούγονται απ' τα ανοιχτά παράθυρα, γριές που ανηφορίζουν στηριγμένες στο μπαστούνι τους, συκιές που τώρα ωριμάζουν τους γλυκείς καρπούς τους. Μυρωδιές, σκιές, πρόσωπα άγνωστα, παρέες να πίνουν το κρασάκι τους, ζωή που δεν παύει στιγμή να ξεδιπλώνει την πολύχρωμη βεντάλια της δίνοντας στην ψυχή αέρα, χρώματα, σχέδια μοναδικά κι ανεπανάληπτα.
Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται κι ο νους μου απ' την αγάπη δε συμμαζώνεται. Διασχίζω την παραλία απ' τον Λευκό Πύργο μέχρι το Μακεδονία Παλλάς. Καρότσες μαύρες, καρότσες λευκές, άλογα μαύρα, άλογα λευκά, κουδουνάκια. Οι καλύτεροι λουκουμάδες της Ελλάδας μόνο μ' ένα ευρώ, φωνάζει ο λουκουματζής. Ελλάδα, γεμίζει το στόμα σου να λες τ' όνομά της. Σαν λουκουμάς είναι η γεύση της βουτηγμένος στο μέλι. Πασατέμπο, μαλλί της γριάς, καραβάκια. Ένας γέρος ελαφρύς βάζει στο κασετόφωνο μουσική στο φουλ και παίρνει το μικρόφωνο. Παριστάνει τον Καζαντζίδη μπροστά στις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου. Καθισμένα νεαροί στο πατάρι, τον ακούν και τον χειροκροτούν όταν τελειώνει. Ποδήλατα πάνε κι ερχονται, δρομείς, περιπατητές. Νέοι, γέροι, πλούσιοι, φτωχοί, Έλληνες και ξένοι. Όλους τους χωρά η παραλία της Θεσσαλονίκης. Όλους τους φιλοξενεί και σ' όλους χαρίζεται. Ξαπλωμένα αγόρια στις αγκαλιές των κοριτσιών τους, κορίτσια στις αγκαλιές των αγοριών. Κάτω απ' το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο γρασίδι, μια μεγάλη παρέα τραγουδά, ένας παίζει κιθάρα. "Τα πιο ωραία παραμύθια απ' όσα μου 'χεις διηγηθεί, αχ, είναι κείνα που μιλούσαν για τα παιδιά που 'χουν χαθεί". Πάγκοι με χειροποίητα κοσμήματα, ομπρέλες ζωγραφισμένες στο χέρι, μικρά παιδιά που θέλουν να κάνουν μπάνιο, ερασιτέχνες ψαράδεες που ρίχνουν το καλάμι τους και περιμένουν.
Ο ήλιος αποσύρεται αθόρυβα. Όλη του η μεγαλοπρέπεια βρίσκεται στην αθόρυβη αποχώρησή του, όχι στα μαγευτικά ροδαλά του χρώματα. Σέλφι ο ένας, σέλφι ο άλλος, τα νέα παιδιά αυτοφωταγραφίζονται στο ηλιοβασίλεμα για ν' ανεβάσουν τη φωτογραφία τους στο φέϊσμπουκ. Κανείς δε σου ζητά να τον τραβήξεις φωτογραφία. Δε σε χρειάζεται κανείς. Μπορεί και μόνος του. Κρίμα, γιατί έχεις τη διάθεση να το κάνεις και θα 'βγαιναν και καλύτερες.
Ο ήλιος αποσύρεται αθόρυβα. Όλη του η μεγαλοπρέπεια βρίσκεται στην αθόρυβη αποχώρησή του, όχι στα μαγευτικά ροδαλά του χρώματα. Σέλφι ο ένας, σέλφι ο άλλος, τα νέα παιδιά αυτοφωταγραφίζονται στο ηλιοβασίλεμα για ν' ανεβάσουν τη φωτογραφία τους στο φέϊσμπουκ. Κανείς δε σου ζητά να τον τραβήξεις φωτογραφία. Δε σε χρειάζεται κανείς. Μπορεί και μόνος του. Κρίμα, γιατί έχεις τη διάθεση να το κάνεις και θα 'βγαιναν και καλύτερες.
Θα μπορούσατε να μου πληρώσετε τώρα τον καφέ ή να τον βάλω στο δωμάτιο; με ρωτά το ευγενικό γκαρσόνι φέρνοντάς μου τον καφέ. Με βλέπει κάθε απόγευμα τις τελευταίες μέρες, μ' έμαθε πια. Στο δωμάτιο; Μα δε μένω εδώ, ποιο δωμάτιο; Συγνώμη, νόμιζα πως μένετε εδώ. Εδώ μένω, θέλω να διορθώσω, αλλά το γκαρσόνι έχει ήδη φύγει. Εδώ, αλλά όχι στο Μακεδονία Παλλάς, στη θάλασσα μένω. Στη θάλασσα που θέλω να την εξαντλήσω μέχρι σταγόνας, την ανεξάντλητη. Να ρουφήξω την απεραντοσύνη της τη γαλανή, τους σκοτεινούς βυθούς της, τα καράβια της και περισσότερο απ' όλα τον ήλιο της που απσύρεται μεγαλοπρεπής σαν καλόγερος στο κελί του. Στη θάλασσα μένω κι όταν κάθομαι εδώ να πιω τον καφέ μου, το κάνω μόνο και μόνο για να μπορώ και εργάζομαι σαν ελεύθερο πουλί πότε πετώντας από πάνω της και πότε βουτώντας στα νερά της. Γι' αυτήν φορώ λευκά τούτες τις μέρες. Μόνο τα λευκά της ταιριάζουν. Θέλω μ' αυτόν τον τρόπο να την εξευμενίσω, να την φλερτάρω, να την γοητεύσω. Όταν παύει να μου αντιστέκεται αυτή, παύουν να μου αντιστέκονται και οι λέξεις. Οι ώρες περνούν δίχως να το καταλάβω. Όταν σταματώ κοντεύουν πια μεσάνυχτα.
Τα καφέ των δύο ωραίων ξενοδοχεία της πόλης, του Ηλέκτρα Παλάς και του Μακεδονία Παλλάς, μου προσφέρουν την πολυτέλεια να ταξιδεύω δουλεύοντας και να δουλεύω ταξιδεύοντας. Το ένα από ψηλά, το δεύτερο μπροστά στη θάλασσα, με καθίσματα αναπαυτικά και μεγάλες μαρμάρινες ροτόντες που απέχουν ικανοποιητικά η μία από την άλλη και είναι στο σωστό ύψος τραπεζιού για να μπορείς να γράφεις, χωρίς κάποια μουσική να σε αποσπά. Η καρδιά ησυχάζει, το μυαλό φωτίζεται, τα πνευμόνια αναπνέουν και τα μάτια χαίρονται τους περαστικούς που περνοδιαβαίνουν.
Τα καφέ των δύο ωραίων ξενοδοχεία της πόλης, του Ηλέκτρα Παλάς και του Μακεδονία Παλλάς, μου προσφέρουν την πολυτέλεια να ταξιδεύω δουλεύοντας και να δουλεύω ταξιδεύοντας. Το ένα από ψηλά, το δεύτερο μπροστά στη θάλασσα, με καθίσματα αναπαυτικά και μεγάλες μαρμάρινες ροτόντες που απέχουν ικανοποιητικά η μία από την άλλη και είναι στο σωστό ύψος τραπεζιού για να μπορείς να γράφεις, χωρίς κάποια μουσική να σε αποσπά. Η καρδιά ησυχάζει, το μυαλό φωτίζεται, τα πνευμόνια αναπνέουν και τα μάτια χαίρονται τους περαστικούς που περνοδιαβαίνουν.
Επιστρέφοτνας μέσα στη νύχτα, στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζουν μόνο τα φωτάκια των καραβιών σαν διαμάντια, οι άνθρωποι ακόμα περπατούν ή ξαπλώνουν ή κάθονται, κι εγώ προχωρώ για το σπίτι. Το βράδυ στον ύπνο μου όλο όνειρα σαν παραμύθια βλέπω με πειρατές και θάλασσες, φουρτούνες και καράβια, και κάτι παράξενα πλάσματα που βγαίνουν μέσα απ' τα κύματα και μοιάζουν με γοργόνες. Στο καφέ του Μακεδονία Παλλάς χρωστώ τις διορθώσεις του νέου μεγάλου βιβλίου που ετοιμάζω.
Δωμάτιο: Θερμαϊκός . Βάλτε τον καφέ στον λογαρριασμό παρακαλώ. Και σας ευχαριστώ όσο δεν φαντάζεστε.
Δωμάτιο: Θερμαϊκός . Βάλτε τον καφέ στον λογαρριασμό παρακαλώ. Και σας ευχαριστώ όσο δεν φαντάζεστε.
Με το καλό το νέο σου βιβλίο! Θα το δούμε όταν βγει ή μήπως υπάρχει περίπτωση και για νωρίτερα;
ReplyDeleteΕυχαριστώ πολύ! Μάλλον θα το δεις πριν βγει... πρόκειται για συλλογή διηγημάτων...
ReplyDelete