Labels

Thursday, June 4, 2015

Στην Πάτμο, αδερφές μου, στην Πάτμο! (στάση β΄ - Μονή Ιωάννου του Θεολόγου)


«Εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού. Εγενόμην εν πνεύματι εν τη Κυριακή ημέρα και ήκουσα οπίσω μου φωνήν ως σάλπιγγος λεγούσης: ό βλέπεις γράψον εις βιβλίον και πέψον ταις επτά Εκκλησίαις» (Αποκάλυψη α , 9). 

Αν δεν το θέλεις πολύ να πας στην Πάτμο, δεν πας. Αν πας δεν μπορεις να φύγεις. Η Πάτμος θα σ' ακολουθεί, όχι γιατί σου έδωσε το ωραίο ταξίδι, αλλά γιατί η ίδια είναι το ταξίδι. Ταξίδι, αφετηρία και προορισμός. Όνειρο και όραμα. Τόπος ενσάρκωσης των ονείρων και των οραμάτων.
Αφήνω στο ξεονοδοχείο τα πράγματά μου κι ανεβαίνω στην Ιερά Μονή Ιωάννου του Θεολόγου. Απ' αυτήν ξεκινά η Πάτμος και σ' αυτήν τελειώνει. Δεν τελειώνει ποτέ. Διασχίζω σοκάκια στριφτά σαν τα τσουρέκια της μαμάς μου, ασπρισμένα σπίτια και δρομάκια κόκκινα  απ' τα κραγιόνια των Φαραώ της Αιγύπτου που η προχθεσινή βροχή έφερε κι ως εδώ. Μαγαζάκι μικρά με χειροποίητους αγγέλους, κεραμικά πολύχρωμα, κολιε από χάντρες που κρεμασμένα  προσεύχονται στις βιτρίνες. Σκάλες κι άλλες σκάλες πασπαλισμένες άχνη καλοκαιρινή τον ασβέστη τους. Μπροστά από την είσοδο του μοναστηριού ένα μπαλκόνι κοιτάζει το Θεό. 
Η σκεπαστή σκιερή είσοδος ανακουφίζει τον οδοιπόρο μετά την ανάβαση. Το περικυκλωμένο απ' τα κελιά και το Ναό αίθριο θυμίζει εσωτερικές αυλές σπιτιών της Γρανάδας. Ίσως και του Λορκα, του ποιητή του Ματωμένου Γάμου. Μαλακές γραμμές, καμπυλωτές αψίδες, ανάγλυφη τοιχοποιϊα σχηματίζουν μια παιδική φωλια φτιαγμένη μ' επιμέλεια και γνώση, αγάπη περισσή για την ξενητεμένη σου καρδιά. 
Πού βρίσκεσαι; Πού ήρθες; Γιατί θαρρείς πως ήσουν από πάντα εδώ, όπως όταν ερωτεύεσαι και νομίζεις πως γνωρίζεις τον αγαπημένο χρόνια πριν; Φοβάσαι να μπεις στο ναό. Κοντοστέκεσαι. Κλεφτά κοιτάζεις μέσα. Μες στο σκοτάδι τ' ασημοκάντηλα αστραφτοκοπούν. Πλήθος κρεμασμένα ασημοκάντηλα. Τι τάματα, τι προσευχές, θαύματα μυστικά. Η πίστη των ανθρώπων συνταιριασμένη με του Θεού τη συγκατάβαση σφυρηλατούνται στα καντήλια αυτά που κρέμονται από την οροφή. Έφτασες ως εδώ. Προχώρα. 
Κόκκινος ο νάρθηκας σαν φλογισμένος. Ποτέ δεν είδες τόσο συμπυκνωμένο κόκκινο. Τόσο φλογερό. Ούτε στα πιο πορφυρά ηλιοβασιλέματα. Αυτό θα 'ναι το κόκκινο της Αποκάλυψης. Κάποιος ξεναγεί μια γνωστή του που ήρθε από την Αμερική και σε φωνάζει ν' ακούσεις. Ακούς και δεν ακούς. Αυτός λέει και δε λέει. Έμαθε κάποτε την πατριδογνωσία του και την επαναλαμβάνει άψυχα και γρήγορα. Εξηγεί τις μικρογραφικές παραστάστεις του σκαλιστού τέμπλου τόσο γρήγορα που το μάτι δεν προλαβαίνει να τις δει. Τον αφήνεις να νομίσει πως μιλά, πως κάτι περιγραφει, κάτι σου μαθαίνει. Τον αφήνεις να νομίζει πως τον ακούς και τον ακολουθείς. Οι λέξεις του είναι ίδιες σαν να επαναλαμβάνει συνέχεια την ίδια λέξη. Σαν να μη λέει καμιά λέξη. Σαν να άδειασαν όλες οι λέξεις με το που ανέβηκαν στο στόμα του. Κι όμως κι απ' τον πιο ανελπιστο άνθρωπο μπορείς να δεις οφελος. Σκύβει και βουτά βαμβάκι στο λάδι του καντηλιού του αγίου Ιωάννη. Δίνει ένα στη φίλη του, δίνει και σ' εμένα. Στέκεται και στέκομαι. Δε μιλω. Θέλετε κι άλλο; Δεν ξέρω ν' ααντήσω. Δεν απαντώ. Μου δίνει άλλο ένα. Τον ευχαριστώ. Δεν ξέρω για ποιον προορίζεται το δεύτερο, μα είμαι σίγουρη πως για να μυ το δώσει για κάποιον προορίζεται. Θα φανεί.
Φεύγει και μένω μόνη. Οι εκκλησίες είναι ωραίες γεμάτες κόσμο τις ώρες των ακολουθιών, ωραίες κι όταν είναι άδειες, τις ώρες που δε συμβαίνει τίποτα, δεν είναι κανείς, όλοι λείπουν. Και είναι όλοι εκεί όπως στα μνήματα. Όλοι παρόντες με τον πιο διακριτικο μα αισθητό τρόπο.

Το βλέμμα κολυμπάει στα μπλε και στα κόκκινα του φόντου. Συλλαβίζει τα ονόματα, κάθεται στο στασίδι κατάντικρυ του αγαπημένου μαθητή του Χριστού. Του ποιητή. Του παιδιού. Του μόνου. Πάντα ελαφρώς σκυμμένος μπροστά, πάντα με κεφάλι ελαφρώς γυρτο στο πλάι, εδώ μ' ένα βλέμμα που διεισδύει στην καρδια των νοημάτων. Και λίγο λυπημένο. Θαρρείς βουρκωμένο. Τεκνία αγαπάτε αλλήλοις. Πάλι και πάλι. Τεκνία αγαπάτε αλλήλοις. Αναρίθμητες φορες τα ίδια λογια μέχρι να κοιμηθεί στην Έφεσο την αρχαία σχεδόν εκατονταετής. Ε, δάσκαλε, φτάνει, πες μας και τίποτα άλλο. Φτάνει γέροντα, άλλο δεν έχει; ρωτούν οι μαθητές, οι καλόγεροι, οι άνθρωποι του τότε και του σήμερα που επινοούν ερωτήματα, θαρρούν πως υπάρχουν σοβαρά ζητήματα. Πλήθος, μεγάλα, άλυτα, ανυπέρβλητα, τραγικά. Τεκνία αγαπάτε αλλήλοις. Τίποτα άλλο. Αυτό είναι αρκετό. Δε μας βολεύει. Θέλουμε λόγια. Πώς θα γεμίσει το κενό; Πολλά λόγια. Πώς θα αποδειχθεί η αξία των κηρύκων;  Πολλές συμβουλές που κανείς δε θα εφαρμόσει στην πράξη, αλλά θα γίνουμε κάτι περισσότερο επειδή τις ακούσαμε, κάποιος ασχολήθηκε μαζί μας, κάτι σοφό μας είπε και το είπε σ' εμάς, όχι σε κανέναν άλλον. Αυτό είναι το σπουδαιότερο. Θέλουμε οδηγίες, κανόνες, απαγορεύσεις. Πεθαίνουμε για συνθήματα, διακηρύξεις, δικαιώματα. Ζητιανεύουμε ένα μαστίγιο, έναν οδηγό, έναν δικτάτορα σε κάθε μας στιγμή. Δεν αντέχουμε την ελευθερία ης αγάπης. Την αγάπη δεν την αντέχουμε. Γι' αυτό όλο μιλάμε γι' αυτήν, γι' αυτό την αναλύουμε, την εξηγούμε, την απαιτούμε. Πάντα απ' τους άλλους. Παιδιά μου ν' αγαπιέστε. Είναι αρκετό. Για τ' αλλου μην ελπίζετε.

Μένω μόνη στο ναό. Μόνη μαζί με όλα τα τεκνία του αγίου της αγάπης. Του μόνου μαθητή που άκουσε το χτυποκάρδι του Χριστού. Μένω μόνη και ειμαι πλήρης. Ευτυχής. Τόσοι άγιοι εδώ, ασκητές, ερημίτες, μαθητές, άγγελοι μέσα στα κόκκινα και στα μπλε των αιώνων. Αυτά δεν είναι τα βασικά; Κόκκινο, μπλε και το χρυσό της Αναστάσεως. 

Έξω απ' το ναό το γκρουπ των ξένων ξεναγείται σε μια γλώσσα στ' αφτιά μου ακατανόητη. Ακούν για να καταλάβουν, φωτογραφίζουν για να θυμούνται. Τίποτα δεν καταλαβαίνουν και τίποτα δε θα θυμούνται. Ενδέχεται όμως μία μέρα κάτι απ' τα μπλε και τα κόκκινα να εισχωρήσει στον ύπνο τους και τότε ν' αφυπνιστούν και ν' ασημώσουν κι ένα καντήλι για να το φέρουν ως εδώ. Ενδέχεται επίσης το χρυσό της Αναστάσεως να προηγηθεί κι από τα κόκκινα κι από τα μπλε αν το θεωρήσει απαραίτητο.

Οι κουφοί φωτογράφοι μπαίνουν στο ναό κι εγώ βγαίνω. Κατευθύνομαι προς το μουσείο. Ανεβοκατεβαίνω σκαλίτσες, περνώ κάτω από καμάρες, κοιτάζω το αίθριο του Ματωμένου Γάμου. Κάθε γάμος είναι ματωμένος. Καλύτερα να το γνωρίζεις πριν παντρευτείς. Κάθε γάμος είναι ματωμένος. Γι' αυτό αξίζει να παντρευτείς.

Ο Ιωάννης κοιμάται στην Έφεσο γύρω στο 100. Την Πάτμο την ξεχνούν όλοι για οχτακόσια χρόνια. Τόσα θέλει να χωνέψει η πέτρα τη φρικτή στιγμή που η φωνή του Κυριου της έσχισε στα δύο. Τόσα θέλει για να φυλάξει όσα άκουσε και να βρει το κουράγιο να κάνει το επόμενο βήμα για να ξαναμπεί στην ιστορία το νησί της Αποκάλυψης της Μεταϊστορίας του κόσμου.

"Το 904 μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους κουρσάρους του Λέοντα του Τριπολίτη, οι αιχμάλωτοι Θεσσαλονικείς προσορμίσθηκαν στο νησί. Ο Βυζαντινός ιστορικός Ιωάννης Καμενιάτης, που έγραψε το χρονικό της τραγωδίας εκείνης, σημειώνει τα ακόλουθα:«Ούτω φερόμενοι κατηντήσαμεν είς τινα νήσον, Πάτμον καλουμένην, ένθα δή και προσεμείναμεν εξ ημέρας, παντός χαλεπού πείραν εν αυτή καθυπομένοντες, ανύδρου γαρ όντος του τόπου εληΐζετο τους αιχμαλώτους η δίψα».

Το έρημο νησί άρχισε να εποικίζεται στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, όταν ο μοναχός Όσιος Χριστόδουλος από τη Βιθυνία έλαβε από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Α' τον Κομνηνό (1081 – 1118) την άδεια να ιδρύσει στην Πάτμο τη Μονή Ιωάννου του Θεολόγου επί υψώματος ψηλότερα από του σπηλαίου της Αποκαλύψεως ακριβώς επί του αρχαίου βωμού της Θεάς Αρτέμιδος.

Η εν λόγω περίτειχη Μονή κτίσθηκε σε μορφή μεσαιωνικού κάστρου με επάλξεις και τείχη επιστήριξης με καθολικό στο κέντρο αυτής, μικρό μεν, αλλά περίλαμπρο στην τέχνη, καθώς και με άλλα πέριξ κτίσματα και κελιά, καθώς και δεξαμενές. Πέριξ της Μονής άρχισαν να εγκαθίστανται πλην μοναχών και κοσμικοί με τις οικογένειές τους ανεγείροντας οικίες και έχοντας ως άσυλο την εν είδει κάστρου οχυρωμένη Μονή σε περίπτωση κινδύνου πειρατικής επιδρομής. Έτσι η Μονή συνδέθηκε με την ιστορία και την ανάπτυξη του νησιού."





















No comments:

Post a Comment

Σχόλια