Labels

Monday, June 1, 2015

Στην Πάτμο, αδερφές μου, στην Πάτμο! (στάση α - Πυθαγόρειο)


Είχα λησμονήσει πως ο χρόνος διατηρεί στενή σχέση με τον τόπο σαν ένα ζευγάρι όπου ο ένας είναι πλασμένος για τον άλλο. Άλλοι τόποι όμως στην πορεία της σχέσης τους με τον χρόνο καταστρέφουν την αρμονία και η ευθύνη είναι καθαρά δική τους. Τον συρρικνώνουν σαν σπείρα που σου τρυπά το στομάχι. Άλλοι όμως καταφέρνουν να συμπορεύονται μαζί του αρμονικά και νηφάλια. Τον ξεδιπλώνουν σαν βρεγμένο σεντόνι να στεγνώσει στον ήλιο. Είχα λησμονήσει πως η ψυχή είναι δέντρο που εκτός από κλαδιά, φύλλα, λουλούδια και καρπούς, έχει και ρίζες. Κι ακόμα λησμόνησα πως όταν ο χρόνος συμβιώνει αρμονικά με έναν τόπο, εσύ μπορείς να νιώσεις τις ρίζες της ψυχής σου να ξειδιπλώνονται όπως το σώμα μετά από έναν ξεκούραστο ύπνο.
Στην άκρη του αρχαιότερου τεχνητού λιμανιού της Μεσογείου κάθησα να πιω έναν καφέ ατενίζοντας τις βαρκούλες να νανουρίζουν τη θάλασσα. Καμιά φορά συμβαίνει κι αυτό. Νανουρίζουν οι βάρκες τη θάλασσα και όχι το αντίθετο. Ο καφετζής, αφού μου φέρνει τον καφέ, μπαίνει στο καφενείο και μελετάει μπουζούκι. Παίζει απλά και γλυκά, όπως οι ταπεινές βάρκες με τη θάλασσα. Οι ταπεινοί άνθρωποι κρατούν τη μουσική μέσα τους όπως οι βάρκες τη θάλασσα.

Στη Σάμο βρέθηκα και στο αγεωμέτρητο  χωριό του Πυθαγόρα ξεκουράζεαι η αγεωμέτρητη ψυχή μου. Παλια το έλεγαν Τηγάνι, μα οι εραστές του σπουδαίου μαθηματικού και φιλοσόφου απέδωσαν τα του Πυθαγόρα τω Πυθαγόρα (οι υπογεγραμμένες εννοούνται). 
Στενάκια, καλντερίμια, πλακόστρωτα κατηφορίζουν στο λιμάνι. Όλα γλιστρουν προς τη θάλασσα όπως ο άνθρωπος στα σωτήρια πάθη του. Δάφνες κόκκινες, βουκαμβίλιες μαβιές, συκιές στο ίδιο πάντα χρώμα, σχίνοι και πεύκα, ανακαμειγνύουν το άρωμά τους μ' αυτό της θάλασσας -ίδιο του πρώτου παιδικού μας έρωτα- κι οι ρίζες της ψυχής αναδεύουν.
Με καλησπερίζουν οι κυράδες στα μπαλκόνια διακόπτοντας το απογευματινό τους μουχαμπέτι. Η ησυχία επιτρέπει στα πουλιά ν' ακούγονται, στις κουβέντες των γυναικών να βγαίνουν στρογγυλές, στα κοκόρια να περηφανεύονται και στο θαλασσινό φλοίσβο να προδίδει τα ανείπωτα. 
Προς τα πού είναι αυτό το ξενοδοχείο, ρωτώ έναν παππού που όλο φωνάζει "Μανώλ, ε Μανώλ...". Στέκεται και σκέφτεται. "Πάνω απ' τον άη Νικόλα, δεξιά, μμμ... αυλίζεται από κάτω ή μόνο από πάνω; Αυλίζεται, ναι, δεξιά". Τον ευχαριστώ επαναλαμβάνοντας ασυναίσθητα τη λέξη "αυλίζεται", ενώ εκείνος συνεχίζει το βιολί του "Μανώλ, πού 'σαι ρε Μανώλ..." Μια μπουκιά άνθρωπος με φωνή καμπάνα.

Χθες βράδυ έριξε κόκκινη βροχή. Μια βροχή δυνατή που έφερε ως εδώ όλα τα κόκκινα κραγιόνια των Φαραώ της Αιγύπτου. Πρωί πρωί με τις μάνικες οι καταστηματάρχες πλένουν το πλακόστρωτο του λιμανιού, οι ταξιτζήδες τα ταξί, εγώ τις ρίζες της ψυχής μου.
Ο ταξιτζής μού δείχνει το Μοναστήρι της Παναγίας της Σπηλιανής ψηλά στο βουνό καθώς με φέρνει από το αεροδρόμιο στο Πυθαγόρειο. Αφήνω στο μικρό κατάλευκο ξεονοδοχείο με τα μπλε ξύλινα μπακλόνια τη βαλίτσα μου για να πάρω το βουνό. Μοιάζει περισσότερο με θεατρικό σκηνικό ξενοδοχείου παρά με ξενοδοχείο χτισμένο. "Ό,τι θέλετε να πάρετε απ' την κουζίνα μετά γράψτε το σ' ένα απ' αυτά τα χαρτάκια. Πάρτε και το κλειδί της εισόδου γιατί εμείς δεν είμαστε βέβαια συνέχεια εδώ. Να μπαινοβγαίνετε ελεύθερα" μου λέει ο ξενοδόχος. Λαχανί μπλουζάκι, λαχανί παντελόνι και κόκκινο μπουφάν. Θα 'ναι γύρω στα πενήντα πέντε. Ευγενής, ήπιος, σεμνός, ψηλός, ασπρομάλλης. "Το δωμάτιό σας είναι ο Ποσειδώνας". 
Στο δρόμο ρωτώ πού βρίσκεται το πρακτορείο απ' όπου θα προμηθευτώ τα ακτοπλοϊκά εισητήρια για Πάτμο και για Κω. Άλλα μου λέει ο ένας κι άλλα ο άλλος. "Μόνο ο μανάβης ξέρει" μου λέει μια ψηλή ηλικιωμένη κυρία που διατηρεί μπουτίκ λινών φορεμάτων. Ο μανάβης πετάγεται όρθιος και με κάθε ακρίβεια μου απαντά. Στην επιστροφή περνώ απ' την κυρία. "Πράγματι ο μανάβης ήξερε". "Μα όλοι αυτόν ρωτάμε". Θα πρέπει να είναι ο σοφός του χωριού.
Από τότε που οι άνθρωποι κυκλοφορούν με τ' αυτοκίνητα απώλεσαν την αίσθηση του χρόνου που απαιτείται για να διανύσεις μια απόσταση με τα πόδια. "Δέκα λεπτά είναι το μοναστήρι" ο ένας, "άντε ένα τέταρτο, το πολύ είκοσι λεπτά" ο άλλος. Η απώλεια της αίσθησης του χρόνου προς τη συντόμευσή του είναι για μένα λυτρωτική. Πες μου πως θα φτάσω γρήγορα κάπου κι ας κάνω μια μέρα, δε με νοιάζει. Ας το σκέφτομαι σαν λίγο κι ας είναι πολυ. Δεν το νιώθω. Ανηφορίζω προς το βουνό για σαράντα λεπτά. Το μοναστήρι δεσπόζει. Κατσίκες και τράγοι στο δρόμο. Ο ζεστός αέρας με τυλίγει γεμάτος αρώματα του βουνού. Χαρά Θεού. 
Δάφνες, τριανταφυλλιές, βασιλικοί στις γλάστρες του μοναστηριού κι η οροφή της σπηλιας να στάζει, το έδαφος να γλιστρά, στο βάθος το γαλάζιο εκκλησάκι να τους περιμένει όλους δίχως να περιμένει κανέναν. Ο ηλικιωμένος καλόγερος κρατά μόνος του τον ευλογημένο τόπο. Υποδέχεται τους προσκυνητές, τους περίεργους, τους δικούς μας, τους ξένους. Δεμένα τα σχοινιά των καμπάνων μπροστά στο πέλαγος που στραφταλίζει κάτω απ' τον Μαγιάτικο ήλιο.
"Γεια σας", χαιρετώ τον μαυρισμένο απ' τον ήλιο και τσαλακωμένο απ' το χρόνο βοσκό κατηφορίζοντας. Δεν απαντά. Με κοιτά. Χάσκει. Θα 'ναι μουγγός, σκέφτομαι. "Ααα..., μπρ..., εεε...." ακούω πίσω μου καθώς απομακρύνομαι. Τι χαζομάρα με δέρνει. Βοσκός και μουγγός γίνεται; Δε γινεται. Αλλά πάλι ποιος ξέρει; Γυρίζω και τον κοιτώ. Κουτσαίνει. Όχι, δεν είναι μουγγός. Ο Ποσειδώνας είναι. Βρε, βρε, πώς γέρασε... θα τον κούρασε η θάλασσα κι είπε να γίνει βοσκός. 
Ο καφετζής σταμάτησε τη μελέτη του μπουζουκιού κι έβαλε ξένα στα μεγάφωνα. Να φύγω τώρα που ήρθε ο θόρυβος, να φύγω πριν φύγει το φως. Αύριο το πρωί το καταμαράν θα με πάει στην Πάτμο. Μα υπάρχει πράγματι αυτό το νησί; Μήπως είναι αόρατο σαν τα όνειρα, τον έρωτα, το απόλυτο κάλλος; Τι είναι η Πάτμος; Αφετηρία ή άφιξη; Από κει ξεκίνησε ο κόσμος ή εκεί θα τελειώσει; Την κατοικούν άνθρωποι ή άγγελοι; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν πας στην Πάτμο αν δεν το θέλεις πολύ. Είναι τόσο δύσκολο να φτάσεις και να φύγεις από κει, που δεν το αποφασίζεις αν δεν το θέλεις πολύ. Σήμερα που μπορεις να φτάσεις σχεδόν παντού εύκολα, αυτό έχει αξία. Αν δεν το θέλεις πολύ δεν το κάνεις. Και αυτό έχει σημασία.






Παναγία Σπηλιανή









No comments:

Post a Comment

Σχόλια