Labels

Saturday, December 26, 2009

"Το Συμβάν" - κεφ.7ο (Προδημοσίευση)





7.


Συχνά αναρωτιόμουν: Τι μου συμβαίνει; Γιατί ενώ ήθελα τόσο πολύ να δω ολόγυμνο αυτό το κορμί που λάτρευα, ενώ καιγόμουν από επιθυμία να το γεμίσω φιλιά, να το κάνω δικό μου και να του δοθώ ολοκληρωτικά, γιατί δεν το έκανα; Γιατί με το πρώτο φιλί μ’ έπιανε τέτοιο χτυποκάρδι που παρέλυε το σώμα μου; Ήμουν δειλός; Είχα τόσο βαθιά ριζωμένο μέσα μου το φόβο της αμαρτίας όπως την διδασκόμασταν στο σπίτι, στο σχολείο και στην εκκλησία; Με τρόμαζε το άγνωστο; Φοβόμουν μην της κάνω κακό; Μήπως αν θα καιγόμουν απ’ τον κεραυνό της; Ή μήπως η απέχθειά μου για τη βία είχε κάποια σχέση με την προσπάθειά μου να συγκρατήσω την σωματική ορμή μου; Τι φοβόμουν; Τι ήμουν; Δεν ήξερα. Δεν μπορούσα να βρω ικανοποιητική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα που κατέτρωγαν τις νύχτες το μυαλό μου. Αυτό που ήξερα ήταν πως όλη αυτή η αδυναμία μου ή το φράγμα που συγκρατούσε μέσα μου το χείμαρρο του πόθου μου, ύστερα ξεχείλιζε στο χαρτί. Όλο το πάθος μου γινόταν λέξεις. Θαρρείς και τελικά αυτό που φοβόμουν ήταν πως αν της δοθώ θα χάσω τις λέξεις μου. Μα όχι, ήταν αδύνατον να αγαπώ τις λέξεις μου περισσότερο απ’ την Ελισώ.


Τον Ιούλη του ’68 και πιθανόν την ημέρα των γενεθλίων μου, έγραψα το πρώτο μου ποίημα. Μόλις είχαμε επιστρέψει από τη θάλασσα και είχα αφήσει την Ελισώ στο σπίτι της. Τόσο δεν χωρούσαν στην καρδιά μου όλα αυτά που ένιωθα, που κάθισα κι έγραψα ένα ποίημα για την θάλασσα των ματιών της. Την αστραφτερή μαύρη θάλασσα των δυο ματιών της. Μετά το πέρασμα τόσων χρόνων, ένας Θεός μόνο ξέρει τι απέγινε αυτό το ποίημα που η μνήμη μου τώρα δε με βοηθά καθόλου να θυμηθώ.

Μόλις τέλειωσα το ποίημα, έτρεξα και το έδωσα στον παππού μου. Το διάβασε κι ύστερα σηκώθηκε από την κουνιστή του πολυθρόνα. Μ’ έσφιξε δυνατά μέσα στην πλατιά αγκαλιά του, με φίλησε στο μέτωπο και σαν να είδα τα μάτια του να γυαλίζουνε λίγο.

- Δε θα γίνω αστροφυσικός παππού, θα γίνω ποιητής, του είπα όλος καμάρι, αλλά και με λίγη συστολή. Ίσως να κοκκίνισα κιόλας, όπως την πρώτη φορά που φίλησα την Ελισώ στο στόμα.

- Να γίνεις ό, τι τραβά η ψυχή σου γιε μου, απάντησε. Ποιητής θέλεις, ποιητής να γίνεις, αστροφυσικός θέλεις αστροφυσικός να γίνεις, καπετάνιος θέλεις, καπετάνιος να γίνεις. Μα ό, τι γίνεις να το αγαπάς και ό, τι αγαπάς να γίνεις. Κι αν τύχει ποτέ να γίνεις κάτι που δεν το διάλεξες εσύ, αλλά, μια μοίρα αντί για σένα, κι αυτό να το αγαπήσεις. Αλλιώς δε γίνεται. Αλλιώς θα σε φάει το μαράζι κι εμάς αυτό δε μας ταιριάζει. Άφησέ το για τους άλλους αυτό. Εμείς έχουμε άλλη φτιαξιά: γεννηθήκαμε λεύτεροι.

- Τι θα πει αυτό παππού; Τι θα πει γεννηθήκαμε λεύτεροι;

- Θα πει πως, είτε επιλέξαμε μόνοι μας τα δεσμά μας είτε μας επέλεξαν αυτά, εμείς αποφασίσαμε να τα σηκώσουμε παλικαρίσια...

Κάθισε πάλι στην κουνιστή του πολυθρόνα κι ενώ εγώ αναρωτιόμουν τι σχέση έχουν τα δεσμά με την ελευθερία, εκείνος γύρισε το κεφάλι στο ανοιχτό βορινό παράθυρο που έφερνε δροσερό το νυχτερινό βοριαδάκι και κοιτάζοντας πέρα μακριά έναν ελαιώνα, συμπλήρωσε τις σκέψεις του παίρνοντας μια βαθιά ρουφηξιά καπνού απ’ την αγαπημένη του φιλντισένια πίπα:

-Ποιος ξέρει... ίσως να μη γίνεσαι ποιητής... ίσως να γεννιέσαι... τι επιλέγουμε άραγε και τι μας επιλέγει... αχ, γιε μου, δεν ξέρω... γράφε όμως, συνέχισε να γράφεις όσο το θέλεις κι όσο το μπορείς κι εγώ θα είμαι περήφανος για σένα ό, τι και να κάνεις...


Πάντα την αλήθεια μού έλεγε ο παππούς. Γι’ αυτό τον αγαπούσα ξεχωριστά. Ποτέ δεν έλεγε αυτά που θα περίμενες ν’ ακούσεις. Ποτέ μισόλογα ή υπονοούμενα, λόγια που χαϊδεύουν τ’ αφτιά, ψεύτικα λόγια. Μπορεί να μην έλεγε πολλά, πολλές φορές και τίποτα. Σιωπούσε όπως η Ελισώ. Μα όταν μιλούσε έλεγε πάντα ορθά κοφτά την αλήθεια. Κι όταν σιωπουσε με ανάγκαζε να σκεφτώ μόνος μου αυτά που έπρεπε, χωρις να μου δίνει έτοιμη τροφή τα δικά του συμπεράσματα. Κι έτσι με πήγαινε ένα βήμα πιο πέρα: στο μυστήριο, στο θαυμαστό, στην απορία. Αυτό το αίνιγμα που λίγο λίγο σε βοηθά να νιώσεις πως, όσο προχωράς στην ουσία τόσο παραιτείσαι από τις εύκολες απαντήσεις και πηγαίνεις σε βαθύτερα ερωτήματα, που αν δεν σε γεμίζουν ικανοποίηση, -κάτι για το οποίο διψά όλος ο κόσμος-, πάντως, σε πλημμυρίζουν θαύματα που λάμπουν στον βυθό της καρδιάς και του μυαλού σου με τρόπο παράδοξο: ηλεκτρικό…

Ευτυχώς για μένα, ακόμα δεν γνώριζα το τίμημα των θαυμάτων...



No comments:

Post a Comment

Σχόλια