Labels

Sunday, December 27, 2009

"Το Συμβάν" - κεφ.8ο (Προδημοσίευση)





8.
Ο χειμώνας του ’68 ήρθε βαρύς. Βαρύς από μοναξιά. Μέρα με τη μέρα μού έλειπε όλο και περισσότερο η Ελισώ. Ούτε ένα Σαββατοκύριακο δεν ήρθαν στον Κάμπο ολάκερο χειμώνα. Μέσα στη θλίψη μου ένιωθα να ξεθωριάζουν τα χρώματα του κόσμου. Η λάμψη τους έσβηνε. Όλα γίνονταν όνειρο μελαγχολικό σε ύπνο και ξύπνιο. Όνειρο αδηφάγο που κατέτρωγε τη σάρκα της καθημερινότητας. Της κάθε μου στιγμής. «Χάντρες κομπολογιού οι μέρες μου, σε χέρια κουρασμένου γέρου», έγραψα ένα απόγευμα του Νοέμβρη στο σημειωματάριό μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Παρέες δεν είχα πια, γιατί κανέναν δεν ήθελα. Μόνος στο σχολείο, μόνος στους δρόμους και στα θελήματα, μόνος στο κτήμα, μόνος στο σπίτι κι ας υπήρχε κόσμος γύρω μου παντού. Πρώτη φορά στη ζωή μου δεν μπορούσα τίποτα να χαρώ. Με τίποτα να γελάσω. Να ξεχαστώ. Να ευχαριστηθώ μια στάλα. Οι συμβουλές του παππού, πώς να χαίρομαι κάθε στιγμή σαν να είναι η πρώτη και η τελευταία, εξανεμίστηκαν σαν να μην τις είχα ακούσει ποτέ. Σαν να μην ήμουν ο ίδιος άνθρωπος που τις είχε πιστά ακολουθήσει από τα πρώτα του βήματα.

Περνούσα κάθε μέρα από το σπίτι της. Κάθε μέρα κοιτούσα τα κλειστά του παράθυρα. Κάθε μέρα άφηνα κι από ένα λουλούδι, ένα φρούτο, μια πετρούλα, ένα χάδι στην αψιδωτή του πόρτα ή ένα μουσκεμένο φιλί στη γέρικη ελιά που έστεκε εκεί αγέρωχη, ασυγκίνητη μπρος στον καημό μου. Μάταια περίμενα να φανεί. Η μυρωδιά της με τύλιγε. Η σκιά της γινόταν ένα με τη δική μου. Η Ελισώ πουθενά. Ασυνήθιστο γεγονός. Τι συνέβαινε;

Μέσα σε όλα αυτά, ο παππούς έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι. Πονούσε η καρδιά μου να βλέπω αυτόν τον λεβεντάνθρωπο ανήμπορο. Να δυσκολεύεται να μιλήσει, να φάει και να πιει. Να καπνίσει την αγαπημένη του πίπα που τώρα έγερνε παρατημένη στο κομοδίνο του, όπως εγώ τις νύχτες στο στρώμα μου. Τώρα καθόμουν δίπλα του και του διάβαζα εγώ τα βιβλία που αγαπούσε. Αυτά που κάποτε μου διάβαζε εκείνος. Η όρασή του είχε εξασθενήσει. Μόνος του δεν τα κατάφερνε. Πολλές φορές, ενώ του διάβαζα, τον έπαιρνε ο ύπνος. Άλλοτε, ένιωθα πως ακόμα και μες στον ύπνο του μ’ ακούει. Δεν σταματούσα μέχρι να σιγουρευτώ πως κοιμήθηκε για τα καλά. Κι ύστερα, καθόμουν στο δικό του τραπεζάκι κι έγραφα, έγραφα... Έγραφα με τις ώρες κι ας φώναζε η μάνα μου να πάω για ύπνο. Ήξερε καλά την αδυναμία που είχαμε ο ένας στον άλλον και δεν επέμενε πολύ.

Το γράψιμο ήταν η μόνη μου παρηγοριά. Ζούσα μέσα στις λέξεις αυτό που μου στερούσε η ζωή. Μέσα στις λέξεις μεγάλωνα. Γίνονταν μάνα και πατέρας μου. Γίνονταν η αγαπημένη. Ο ανήμπορος παππούς μου. Μέσα σε λίγο διάστημα και σχεδόν ανεπαίσθητα, το σπίτι μου από πέτρινο έγινε χάρτινο: ένα σημειωματάριο που γέμιζε λέξεις που λάτρευα, λέξεις που ποθούσα, λέξεις που με πονούσαν και με παρηγορούσαν, όσο τούς ήταν δυνατό. Ό,τι πιο υπαρκτό είχα στη ζωή μου εκείνο το διάστημα ήταν οι λέξεις. Συχνά δεν πήγαινα να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου. Ξάπλωνα πλάι στον παππού και εκεί ονειρευόμουν. Σαν μωρό που το εγκατέλειψαν κούρνιαζα στην άκρη του κρεβατιού του και προσπαθούσα να ησυχάσω έναν φόβο που μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο έντονος. Γινόταν τρόμος: μήπως πεθάνει κι απομείνω έρημος. Η Ελισω μακριά μου κι ο παππούς να πεθαίνει. Κι όμως, ήξερα πως δεν ήταν μόνον αυτός ο φόβος. Υπήρχε κάτι ακόμα που ο νους μου αδυνατούσε να συλλάβει. Δεν ήξερα τι ήταν, μα ένιωθα να πλησιάζει σαν μαύρο σύννεφο απειλητικό. Απ’ αυτά που σπάνια βλέπεις στον ουρανό του νησιού, αλλά όταν έρχονται δεν φέρνουν βροχή, μα χαλάζι, που καταστρέφει τη σοδειά ολόκληρου χρόνου, όπως αυτό του περασμένου χειμώνα.


Ένα βράδυ, βαριανασαίνοντας, μου είπε:

-      Γιε μου... άκουσέ με γιε μου... δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα μπορώ... να εκφράζεις αυτά που νιώθεις σ’ αυτούς που αγαπάς... όλους να τους αγαπάς... κι αυτούς που σου έκαναν... ή θα σου κάνουν, κακό... ό, τι έχεις να το βγάζεις στο φως… για να σε γνωρίσουν... μόνο αν σε γνωρίσουν θα σε αγαπήσουν... ό, τι κρατήσεις μέσα σου… δε θα το μάθει κανείς… δε θα το αγαπήσει... κανένα μέρος του σώματός σου… μην το κρατήσεις κρυμμένο... αυτό που σου φαίνεται άσχημο… ή πολύτιμο...

Εδώ έκανε μια μεγάλη παύση. Πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες και συνέχισε.

-      Κάποτε γιε μου... τον άγγιξα… τον κεραυνό... πού να ξέρω… δεν το μετάνιωσα... άνοιξε το συρτάρι... είναι ένα πακέτο… γράμματα... φύλαξέ τα... όταν νιώσεις… έτοιμος… να τα διαβάσεις... θα καταλάβεις... βγάλε από την αλυσίδα το κλειδί... είναι δικά σου... δεν έχω άλλο… να σου αφήσω... αυτή είναι η περιουσία μου όλη... για σένα... τα γράμματα και η φιλντισένια πίπα...

Έσκυψα πάνω του με προσοχή, υπακούοντας στην παράκλησή του, δίχως να καταλαβαίνω τι κάνω και γιατί. Άνοιξα προσεκτικά την αλυσίδα στο λαιμό του με τον σταυρό, τη βέρα και το μικρό κλειδί του συρταριού του. Πήρα το κλειδί και ξεκλείδωσα το συρτάρι. Τυλιγμένα σ’ ένα παλιοκαιρίσιο κιτρινισμένο χαρτί, σφιχτά δεμένα μ’ ένα σπάγκο, μια στοίβα γράμματα. Τα πήρα, κλείδωσα το συρτάρι και πέρασα το κλειδί ξανά στην αλυσίδα για να την κουμπώσω στον λαιμό του. Τα κοίταζα ώρα πολλή σα μαγεμένος, κοκαλωμένος ολότελα. «Ποια γυναίκα ήταν ο δικός του κεραυνός; Τι γράμματα ήταν αυτά που μου εμπιστευόταν και μου τα παρέδιδε σαν ιερό κειμήλιο τέτοια ώρα; Γιατί σ’ εμένα;» Πήγα στο δωμάτιό μου και τα κλείδωσα στο ντουλάπι μου. Δεν ένιωθα έτοιμος να τα διαβάσω εκείνη τη στιγμή. Ήμουν πολύ ταραγμένος.

Το άλλο πρωί κι ενώ ετοιμαζόμουν για το σχολείο φώναξα την Καλλιόπη. Ήταν η μόνη που εμπιστευόμουν στο σπίτι και όταν χρειαζόταν στηριζόμουν σ’ αυτήν. Δεν καταλαβαινόμασταν πολύ πολύ, αλλά έχοντας μείνει οι δυο μας, μιας και η Αγγελική με την Ιουλία σπούδαζαν στη Μυτιλήνη, συνωμοτούσαμε συχνά προκειμένου να καταφέρουμε όσα βάζαμε στο νου μας. Αν δεν είχα μέσα μου εκείνον τον παράξενο φόβο δεν θα της εκμυστηρευόμουν ποτέ ένα τέτοιο μυστικό, όμως τον είχα, και γι’ αυτό αποφάσισα να της μιλήσω.

-Αν μου τύχει κάτι Καλλιόπη, οτιδήποτε κακό, το κλειδί από το ντουλάπι μου είναι στο ράφι μου κάτω από τα ποιήματα του Βαλαωρίτη. Άνοιξέ το και φέρε μου ό, τι έχω μέσα χωρίς να του ρίξεις ούτε ένα βλέμμα. Αν τύχει κάτι ακόμα χειρότερο… αν τυχόν, λέμε τώρα… αν τυχόν πεθάνω, τότε ό, τι έχει μέσα να το κάψεις, ακούς;

Με κοίταξε σαστισμένη. Ύστερα μου ’βαλε τις φωνές.

-      Είσαι με τα καλά σου; Τι είναι αυτά που λες; Ήσουν που ήσουν παράξενος από γεννησιμιού σου, τελευταία μου φαίνεται πως τα έχεις χάσει ολότελα. Σταμάτα να λες χαζομάρες και πάμε γιατί κι εσύ θ’ αργήσεις στο σχολείο κι εγώ στο μάθημά μου.

Την άρπαξα σφιχτά απ’ τα μπράτσα. Νομίζω πως την πόνεσα και λίγο.

-      Δε μπορώ να σου εξηγήσω Καλλιόπη. Μην κάνεις τίποτα τώρα, δεν χρειάζεται. Θέλω μόνο να ξέρω: αν χρειαστεί, και μακάρι να μην χρειαστεί, θα κάνεις ό, τι σου ζήτησα; Πες μου αλήθεια, θα το κάνεις;

-      Εντάξει, θα κάνω ό, τι θες, στο υπόσχομαι, απάντησε και γύρισε γρήγορα αλλού το κεφάλι. Πάμε τώρα.

Η Καλλιόπη έφυγε για την μοδίστρα στην οποία πήγαινε κάθε πρωί για να μάθει ραπτική κι εγώ πήρα το λεωφορείο για το σχολείο μου. Στο δρόμο είδα κάτι απίστευτο. Κάτι που ποτέ δεν είχα φανταστεί πως μπορούσε να συμβεί. Δεκάδες άνθρωποι στα στενά δρομάκια του Κάμπου έβαφαν τους μαντρότοιχους των περιβολιών με ασβέστη. Σοκαρίστηκα. Αυτές οι πέτρες που κάθε μια τους είχε πάνω της ένα σωρό χρώματα της γης των Θυμιανών και μια ιστορία αρκετών αιώνων, τώρα βάφονταν άσπρες. Έχαναν την γοητεία τους, τη ζωντάνια τους. Όλη τη ζεστασιά τους. Ποιοι κατέστρεφαν την περιουσία του τόπου μας και γιατί; Στο σχολείο μάθαμε την αιτία της συμφοράς: θα επισκεπτόταν τη Χίο ο Παττακός. Άλλοι έλεγαν πως ο ασβέστης ήταν καθαρά για λόγους απολύμανσης και υγιεινής και άλλοι ότι επειδή τα άλλα νησιά του Αιγαίου που είχε επισκεφτεί ήταν βαμμένα άσπρα έπρεπε κι εμείς να συμμορφωθούμε.

Νιώσαμε ξαφνικά βρώμικοι και επιρρεπείς στις ασθένειες. Νιώσαμε απολίτιστοι, που τόσα χρόνια ζούσαμε χωρίς ασβέστη. Πράγματι, ο Παττακός ήρθε στα μέσα του Νοέμβρη. Η εφημερίδα ‘Χιακός λαός’ έγραφε με μεγάλους παχείς τίτλους στο πρωτοσέλιδο: «Ο ιεραπόστολος αγάπης και ομόνοιας των Ελλήνων κ.Στυλιανός Παττακός εγένετο ενθουσιωδώς δεκτός από τον λαόν της Χίου.» «Δε θα ανεχθώμεν εμπόδιια εις την πρόοδον», ήταν η δήλωσή του. Άρα, ο ασβέστης ήταν πρόοδος, συμπεράναμε εμείς με το φτωχό μυαλό μας, μισοαστεία, μισοσοβαρά.

Όταν πέρασε απ’ τον Κάμπο η οικογένειά μου έμεινε κλεισμένη στο σπίτι. Ο πατέρας μου είχε εξοργιστεί που μας άσπρισαν τον μαντρότοιχο. Ένιωθε υπεύθυνος στο αφεντικό του, τον Παπαντωνάκη. Ήταν σίγουρος πως καθόλου δεν θα του άρεσε αυτό που θα έβλεπε το επόμενο καλοκαίρι, αν τυχόν ερχόταν. Ο Παττακός βέβαια έφυγε γρήγορα και το μόνο που έμεινε να μας θυμίζει την έλευσή του ήταν οι ασπρισμένες Θυμιανούτσικες πέτρες, μέχρι που ο καιρός τις ξέβαψε κι αυτές και ήρθαν πάλι στα συγκαλά τους. Κι αυτές κι ελόγου μας.


4 comments:

  1. Bασιλικη μου καλη σου μερα
    και Χρονια σου Καλα
    το Συμβαν θελω να κατσω να το διαβασω με την ησυχια μου απ την αρχη γι αυτο και δεν εχω κανενα σχολιο.

    Μια ευχη για Υγεια μονο να αφησω και για δημιουργικη καινουργια χρονια.
    φιλια πολλα.

    ReplyDelete
  2. Πέρασα να πω χρόνια πολλά και να σου ευχηθώ για τη νέα χρονιά... πολλές ιδέες να στριμώχνονται στο δημιουργικό κεφαλάκι σου, να ζυμώνονται όμορφα με τη φαντασία και την ευαισθησία σου, να ψήνονται στην καρέκλα της συγγραφής με τις ώωωωωωρες και να βγαίνουν αφράτες και λαχταριστές ... σαν τα χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια!

    Ένα νέο έτος γεμάτο φως και αγάπη, ψυχή μου!

    (Τελικά, όταν ήσουν Αθήνα, αρρώστησε ο γιος μου και δεν μπορούσα να το κουνήσω από το σπίτι! Ήθελα να έρθω να σε δω... Ελπίζω σε μία επόμενη φορά...)

    ReplyDelete
  3. Αλίκη μου, χρόνια σου πολλά και μια χρονιά κι από μένα, γεμάτη υγεία και χαρά, κέφι δημιουγικό!
    Με την ησυχία σου η ανάγνωση, εδώ είναι το κείμενο, δε φεύγει... Σε φιλώ κι εγώ και σ' ευχαριστώ θερμά για την αγάπη!

    ReplyDelete
  4. Πολύ χαίρομαι που σε βλέπω εδώ Φλώρα μου! Και τι λαχταριστές ευχές!!! Σου εύχομαι να προχωράς μέσα στη νέα χρονιά με δύναμη και αποφασιστικότηα, και όλα τα καλά του Θεού, μαζί σου!
    Θα ανταμώσουμε, δεν τίθεται θέμα και θα τα πούμε και τηλεφωνικώς. Σε φιλώ πολύ!

    ReplyDelete

Σχόλια