Όταν άρχισαν να
λιώνουν οι πάγοι, οι ζούγκλες να
εξαφανίζονται κι οι άνθρωποι να κατακυριεύουν τη γη, οι γίγαντες που ως τότε
ζούσαν μια ωραία και ήσυχη ζωή, ένιωσαν πως αυτός ο κόσμος δεν τους χωράει πια.
Μαζεύτηκαν τότε, κι έκαναν συμβούλιο για να αποφασίσουν τι θα κάνουν.
Από τη μια, δίχως να το θέλουν, έβλαπταν
τους ανθρώπους. Απ’ την άλλη, η τροφή είχε λιγοστέψει και το νερό των ποταμών
δεν έφτανε να τους ξεδιψάσει. Μετά από μεγάλη συζήτηση, πολλές αντιρρήσεις κι
άλλους τόσους δισταγμούς, αποφάσισαν να φύγουν απ’ τη γη και να αναζητήσουν άλλον
πλανήτη. Ήταν τόσο θεόρατοι που έφταναν να δουν πάνω απ’ τον ουρανό. Ήταν τόσο
σοφοί που γνώριζαν καλά πως υπάρχουν κι άλλοι γαλαξίες. Κι ήταν τόσο καλοί που,
αντί να διώξουν τους ανθρώπους, -πράγμα που θα ήταν και το ευκολότερο-,
προτίμησαν να αποχωρίσουν οι ίδιοι χωρίς να δημιουργήσουν πρόβλημα σε κανέναν.
Πάτησε, τότε, ο ένας
πάνω στους ώμους του άλλου, και φτιάχνοντας μια γιγάντια σκάλα κατάφεραν να
βγουν απ’ τον ουρανό, να βγουν κι απ’ τον γαλαξία, να βγουν ακόμα κι απ’ αυτό
που ο νους μας μπορεί να συλλάβει, και να φτάσουν εκεί που μάτι ανθρώπου δεν
έφτασε κι η φαντασία του δε φαντάστηκε ποτέ.
Ένας γίγαντας, όμως,
δεν ήθελε να φύγει. Αγαπούσε πολύ τη γη και τα πλάσματά της. Τα ζώα, τα φυτά
και πιο πολύ τους ανθρώπους. Αγαπούσε τον ήλιο, το φεγγάρι και όλες τις εποχές.
Ήτανε τόσο λιτοδίαιτος που χόρταινε απ’ τις σκόνες του αέρα και ξεδιψούσε από
τις στάλες της βροχής. Η ευτυχία του όλη ήταν να κάθεται ήσυχα κάπου και να
κοιτά τη ζωή να κυλά.
Με θλίψη τον
αποχαιρέτησαν οι συγγενείς και οι φίλοι του. Τον αγαπούσαν όλοι τόσο πολύ που
φεύγοντας του ζήτησαν να τους υποσχεθεί πως αν ποτέ τους χρειαστεί θα τους
φωνάξει αμέσως. Ήταν μεγάλη η φωνή
των γιγάντων. Τρυπούσε τα σύμπαντα.
Όταν ο γίγαντας
έμεινε μόνος, κοίταξε απ’ άκρη σ’ άκρη τη γη. Διάλεξε το ψηλότερο βουνό της,
απ’ όπου θα μπορούσε να έχει την καλύτερη θέα, κι αφού έφτασε σ’ αυτό με δέκα
δρασκελιές κάθισε πάνω στην κορφή του οκλαδόν. Αν κοιτούσε τώρα κάποιος το
βουνό για πρώτη φορά, δεν θα καταλάβαινε πως πάνω του κάθεται ένας γίγαντας, κι
αν το κοιτούσε κάποιος που το γνώριζε καλά, απλά θα αναρωτιόταν πώς ψήλωσε τόσο
η κορφή του.
«Μα τι ωραίος που
είναι αυτός ο κόσμος…», σκέφτηκε ο γίγαντας που αγαπούσε τη γη και τα πλάσματά
της. «Από δω οι άνθρωποι μοιάζουν με πουλιά που περπατούν και τα πουλιά με ανθρώπους
που πετάνε. Οι πολιτείες με τα αναμμένα φωτάκια τους μέσα στη νύχτα μοιάζουν μ’
αστέρια φυτεμένα στο χώμα και τ’
αστέρια σαν πολιτείες που κρέμονται απ’ τον ουρανό. Τα τραγούδια των ανθρώπων
φτάνουν στ’ αφτιά μου ίδια με τα τραγούδια των χειμάρρων, τα γέλια τους ίδια με
τον παφλασμό της θάλασσας στους βράχους, και τα δάκρυά τους εξατμίζονται
αθόρυβα σαν τη βροχή…»
Έλυσε τα μαλλιά του
και τα έριξε ολόγυρα στο σώμα του. Ήταν πυκνά και μπορούσαν να τον προστατεύουν
απ’ το λιοπύρι μα κι απ’ το κρύο, και μακριά ίσαμε τα πόδια του. Σταύρωσε,
τέλος, ευχαριστημένος τα χέρια, κι άφησε τον χρόνο να περνά ανενόχλητος από
πάνω του.
Σ’ αυτή τη θέση τον
έβρισκε η μέρα, στην ίδια τον συναντούσε η νύχτα. Καθισμένος ξυπνούσε,
καθισμένος κοιμόταν. Έτσι χαιρόταν την ομορφιά του κόσμου κι έτσι την ονειρεύονταν.
Τίποτα δεν ήταν ικανό να ταράξει τη γαλήνη της ευτυχίας του.
Καθώς περνούσαν τα
χρόνια άσπριζαν τα μαλλιά του κι οι άνθρωποι σαν κοιτούσαν το βουνό απορούσαν
που η κορφή του μένει χιονισμένη το καλοκαίρι. Με τον καιρό, μικρά και μεγάλα
ζώα άρχισαν να ανηφορίζουν στην κορφή και να βρίσκουν καταφύγιο μέσα στις
πτυχές του σώματός του γίγαντα που ήταν πάντα ζεστό. Οι σπόροι που στο πέρασμα
του ανέμου κάθονταν πάνω του, ρίζωναν μέσα στο πυκνό του τρίχωμα. Έτσι, το σώμα
του γίγαντα που αγαπούσε τη γη και τα πλάσματά της, κάθε φθινόπωρο και χειμώνα
γέμιζε ζώα που του κρατούσαν συντροφιά, και κάθε άνοιξη και καλοκαίρι πανέμορφα
λουλούδια με αρώματα μεθυστικά και αναρίθμητα πουλιά που έχτιζαν φωλιές στα
μαλλιά του. Η καρδιά του πλημμύριζε ευτυχία.
Κάποτε ένα αηδόνι
φώλιασε στο λακκάκι της ρίζας του λαιμού του. Από κει άρχισε να τραγουδά ένα
τραγούδι που υμνούσε τις χάρες μιας κόρης ξεχωριστής. Όσα τραγούδια κι αν είχε
ακούσει ο γίγαντας από τόσα πουλιά που χρόνια ολάκερα του τραγουδούσαν, τόσο
γλυκό τραγούδι πρώτη φορά άκουγε. Ένιωσε ξαφνικά τους παλμούς της μεγάλης
καρδιάς του ν’ αυξάνονται κι αισθάνθηκε τα μάτια του να βουρκώνουν. Ούτε που
θυμόταν από πότε είχε να συναντήσει άνθρωπο, ν’ ακούσει ανθρώπινη φωνή, να δει
ανθρώπου όψη. Μα το τραγούδι του αηδονιού δεν του ξύπνησε μόνο την πεθυμιά για
τους ανθρώπους, αλλά κάτι που ο γίγαντας μέχρι τότε δεν είχε ξανανιώσει: την
αγάπη για μια γυναίκα. Πόσο θα ήθελε να ζητήσει απ’ το αηδόνι να του φέρει την
κόρη, έστω μονάχα για να τη δει, μα δίσταζε. Το αηδόνι, όμως, καθισμένο στη
ρίζα του λαιμού τού γίγαντα ένιωσε το χτυποκάρδι της καρδιάς του και δίχως να
πει τίποτα φτεροκόπησε βιαστικό.
Ο γίγαντας λυπήθηκε.
Για μια στιγμή πίστεψε πως μαζί με την κοπέλα έχασε και τ’ αηδόνι. Μετάνιωσε
που ήταν τόσο ντροπαλός. Σκέφτηκε να σηκωθεί, να κατέβει το βουνό και ν’
ακολουθήσει το πουλί. Μα όχι… αυτό δεν έπρεπε να γίνει… έτσι θα κατέστρεφε
μεμιάς όλη τη ζωή στην οποία τόσα χρόνια είχε αφοσιωθεί και μαζί της θα χαλούσε
και τις ζωές πολλών άλλων. Αν σηκωνόταν τώρα από τη θέση του, θα γκρεμίζονταν
τόσες και τόσες φωλιές πουλιών και ζώων και μαζί τους θα παρασέρνονταν στον
όλεθρο πλάσματα που δεν έφταιξαν σε τίποτα και μέχρι τότε ζούσαν ευτυχισμένα
κοντά του.
Ο γίγαντας που
αγαπούσε τη γη κι όλα της τα πλάσματα, έκλεισε τα μάτια να πνίξει τα δάκρυα
του, κι αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, είπε με το νου του: «Αν είναι για καλό, ας
μου φέρει το αηδόνι την κοπέλα, αλλιώς, καλύτερα να την ξεχάσω…», κι έπεσε σε
ύπνο βαθύ.
Το αηδόνι μόλις έφτασε
στ’ ανοιχτό παραθύρι της κόρης άρχισε να της τραγουδά, όπως τόσες φορές. Αυτή
τη φορά όμως, το τραγούδι του ήταν αλλιώτικο, γιατί υμνούσε τις χάρες ενός άντρα
που όμοιός του δεν βρέθηκε στη γη. Θεόρατο σαν βουνό ήταν το σώμα του και στα
μαλλιά του είχαν πλέξει τα φτερωτά τις φωλιές τους. Στα δυνατά του μπράτσα
άνθιζαν τα πιο σπάνια λουλούδια της γης και τα ζώα κούρνιαζαν στις χούφτες του.
Ο ουρανός στόλιζε γαλάζιο στεφάνι το τρανό του κεφάλι που τη μέρα συνομιλούσε
με τον ήλιο και το βράδυ με τη σελήνη και τ’ άστρα της. Άνθρωπος δεν τον
απάντησε ποτέ, μα τα ζωντανά της γης τον είχαν βοηθό και προστάτη.
Αυτά έλεγε το αηδόνι
για τον γίγαντα κι η κόρη ρίγησε από λαχτάρα να τον απαντήσει. Ήτανε όμορφη και
για τις αρετές της ξακουστή σ’ όλη την πλάση. Την είχαν ποθήσει λεβέντες και
πρίγκιπες. Την είχαν λατρέψει άσημοι και δοξασμένοι. Η καρδιά της για κανέναν
δε σκίρτησε.
«Αηδόνι μου γλυκό»,
είπε, «πήγαινέ με σ’ αυτόν τον άντρα».
«Μα πρέπει να σου πω,
κυρά μου, πως μ’ όλα του τα χαρίσματα έχει τα μαλλιά ασπρισμένα απ’ τα χρόνια»,
απάντησε το αηδόνι.
«Δεν με νοιάζουν τ’
άσπρα του μαλλιά, πήγαινέ με σ’ εκείνον», είπε η κόρη.
«Στέκεται ακίνητος,
κυρά μου, δεν περπατεί, βήμα δεν
κάνει», ξανάπε το αηδόνι θέλοντας να δοκιμάσει την επιθυμία της.
«Δεν με νοιάζει που
δεν περπατεί, πήγαινέ με σ’ αυτόν», ξανάπε η κόρη.
«Μα δεν είναι
άνθρωπος, κυρά μου, γίγαντας είναι φοβερός».
«Αφού στο σώμα του
κατοικεί όλη η πλάση, ας είναι και γίγαντας, ας είναι και φοβερός, πήγαινέ με,
σε ικετεύω».
Έτσι, ξεκίνησαν. Μπροστά
πετούσε το αηδόνι, πίσω ακολουθούσε η όμορφη. Μα ήρθε στο δρόμο κρύο βαρύ,
κόντεψε να παγώσει η λεπτεπίλεπτη. Πέταξε γρήγορα το αηδόνι στον γίγαντα, τον
ξύπνησε, και του ζήτησε βοήθεια.
«Πάρε μια τρίχα από
τα μαλλιά μου και πλέξε της κουβέρτα για να ζεσταθεί», είπε ο γίγαντας και το
αηδόνι έκανε κατά πώς του παρήγγειλε. Ζεστάθηκε η τρυφερή και συνέχισε.
Μα σε λίγο ήρθε χαλάζι
κι η χαριτωμένη κινδύνεψε να χτυπηθεί θανάσιμα. Πάλι πέταξε βιαστικό το αηδόνι
στον γίγαντα με κίνδυνο της ζωής του, κι εκείνος του ’πε να κόψει το μεγαλύτερο
νύχι του για να την προστατέψει. Ίσα που την πρόλαβε το αηδόνι ζωντανή και
έβαλε το γιγάντιο νύχι σκέπαστρο πάνω της.
Όμως ίσα που κόντευαν
να φτάσουν ήρθε πείνα και δίψα. Λύγισαν τα πόδια της αραχνοϋφαντης κι έπεσε στη
γη. Φτεροκόπησε το αηδόνι στον γίγαντα κι εκείνος το παρακάλεσε να του ανοίξει
το στέρνο και να πάρει την καρδιά του.
«Να φάει και να πιει
όσο θέλει για να φτάσει», του είπε, μα το αηδόνι δίστασε.
«Αν σου πάρω την
καρδιά, γίγαντά μου, θα πεθάνεις».
«Έχω ήδη πεθάνει από
αγάπη γι’ αυτήν», είπε ο γίγαντας που αγαπούσε τη γη κι όλα της τα πλάσματα «Πίσω
δεν κάνω. Όλα όσα έχω είναι δικά της. Αν ζήσει τρώγοντας την καρδιά μου, δεν
πεθαίνω, μα ζω μέσα της παντοτινά. Στο σώμα μου θα συνεχίσουν να ζουν τα
πλάσματα της γης, ν’ ανθίζουν τα φυτά της. Ας φτάσει ως εδώ κι αν μ’ αγάπησε
όσο κι εγώ, ας μείνει κοντά μου». Έβγαλε βουρκωμένο το αηδόνι την καρδιά του
γίγαντα και τρέμοντας την έδωσε στην κυρά του δίχως να της ομολογήσει τι φαγητό
την κερνά. Έφαγε εκείνη και χόρτασε, ήπιε και ξεδίψασε, φτάσαν στο βουνό.
Άρχισαν να ανηφορίζουν προς την κορφή του.
Στο δρόμο χίλιες
ευωδιές τύλιξαν την ενάρετη κι άλλα χίλια κελαηδίσματα πουλιών την καλωσόρισαν.
Ζαρκάδια κι ελάφια έτρεξαν κοντά της αναπηδώντας μέσα από τις χούφτες του
γίγαντα. Εκείνη σα μαγεμένη σκαρφάλωνε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, ώσπου μετά
από πολλούς κόπους έφτασε σε μια σπηλιά κι εκεί σταμάτησε να ξαποστάσει. Ένα γλυκό
κόκκινο φως έλουζε τη σπηλιά και μια ζεστή ευωδιά γέμισε την καρδιά της ανείπωτη ευτυχία. Δεν κατάλαβε για
πότε την πήρε ο ύπνος, μα δεν πρόλαβε να κοιμηθεί για πολύ. Ξύπνησε από έναν
επαναλαμβανόμενο ρυθμικό ήχο που τράνταζε τα τοιχώματα της σπηλιάς. Ανασηκώθηκε
και βγήκε στην είσοδο να δει τι συμβαίνει. Εκεί άκουσε μια φωνή να της λέει:
«Αγαπημένη μου, τόσο
σε αγάπησα που σου ’δωσα την καρδιά μου. Τόσο με αγάπησες που έγινες η καρδιά
μου που σε έθρεψε κι έτσι μου
έδωσες πίσω τη ζωή που σου χάρισα. Αν μείνεις κοντά μου θα ζήσουμε μαζί ευτυχισμένοι
για αμέτρητα χρόνια, μα αν θελήσεις να φύγεις, να ξέρεις πως μαζί σου παίρνεις
και τη ζωή που μου χάρισες».
«Αγαπημένε μου», είπε η κόρη κι η
ομορφιά της άστραψε σαν ήλιος μέσα στον κήπο των λουλουδιών και των πουλιών που
την περιτριγύριζαν, «εδώ θα μείνω, δεν πρόκειται να πάω πουθενά. Έγινες η
καρδιά μου κι έγινα η δική σου καρδιά. Αν φύγω πεθαίνουμε κι οι δυο. Κι άραγε,
πού να πάω; Σαν βρει η ψυχή τον τόπο της, άλλος τόπος γι’ αυτήν δεν υπάρχει».
Τότε η σπηλιά έγινε
ολόχρυση και το αηδόνι καθισμένο στο λακκάκι του λαιμού της κυράς του, άρχισε
ένα τραγούδι που υμνούσε τον τόπο της ψυχής του ανθρώπου…
Ο γίγαντας, τότε,
μεθυσμένος από ευτυχία, έβγαλε μια μεγάλη φωνή που τρύπησε τα σύμπαντα. Στη
στιγμή σχηματίστηκε στον ουρανό μια γιγάντια σκάλα φτιαγμένη απ' τ’ αδέρφια
του, τους γονείς κι όλους τους φίλους του, που ήρθαν να ευχηθούν στις χαρές
του. Τραγούδησαν με όλη τους την καρδιά κι οι ανίδεοι άνθρωποι φοβήθηκαν πως έρχεται κατακλυσμός, γιατί στ’ αφτιά τους τα τραγούδια των γιγάντων
ήχησαν σαν αστραπές φοβερές και βροντές απόκοσμες.
Μόνο η αγαπημένη του
γίγαντα δε σκιάχτηκε, παρά μόνο γελούσε τρισευτυχισμένη, κι όταν ήρθε η σειρά
της να τραγουδήσει, είπε ένα τραγούδι που ακούστηκε σ’ όλες τις άλρες της γης
και τ’ ουρανού. Ένα τραγούδι που έκανε τους ανθρώπους να γαληνέψουν και τους
γίγαντες να μερώσουν. Τους έκανε
όλους να νιώσουν πως η ψυχή κάθε πλάσματος είναι μία, κι άμα σταθεί τυχερή και βρει το ταίρι της, όλος ο κόσμος ενώνεται μπροστά στο θαύμα κι όλα πανηγυρίζουν...
This comment has been removed by a blog administrator.
ReplyDeleteThis comment has been removed by the author.
ReplyDeleteThis comment has been removed by a blog administrator.
ReplyDeleteThis comment has been removed by the author.
ReplyDelete