Κάποιοι άνθρωποι ανάμεσά μας είναι σχεδόν αόρατοι. Τόσο λεπτεπίλεπτοι και διακριτικοί, τόσο αθόρυβοι μέσα στην πολύβουη και πολυτάραχη ζωή μας σαν να κάνουν τα πάντα για να μην ταράξουν τον αέρα, να μην προσβάλλουν το φως, να μην τραυματίσουν το Κάλλος της ζωής. Αυτοί είναι τα πιο ευγενικά και γνήσια παιδιά της ζωής. Αν τους τύχεις στο διάβα σου κι αν σταθείς τυχερός και τους γνωρίσεις λίγο, εκπλήσσεσαι από το πέλαγος της ομορφιάς που κουβαλούν στα σπλάχνα τους. Ένας τέτοιος σπάνιος άνθρωπος υπήρξε ο Απόστολος Καρούλιας.
Ο Απόστολος στη συνέχεια σπουδάζει Μετεωρολογία και φεύγει λίγο πριν το 1970 στο Παρίσι όπου και θα κάνει το διδακτορικό του πάνω στην επιστήμη που αγαπά. Εκεί θα γνωρίσει τον συνταγματολόγο Δήμο Τσούρκα ο οποίος κάνει επίσης το διδακτορικό του εκεί και μέλλει να γίνει ένας από τους στενότερους φίλους του. Εκεί όμως γνωρίζει και την οικογένεια του Ουσπένσκι με τους οποίους συνδέεται στενά, όπως και τον π. Συμεών de la Jara (από το Περού). Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και στη γενέθλια πόλη του Θεσσαλονίκη λίγο πριν το 1974 του προτείνουν θέση στο Πανεπιστήμιο την οποία και αναλαμβάνει, αλλά μετά από λίγο καιρό παραιτείται. Προσλαμβάνεται στην «Ξυλοπάν» από τον Ανδρέα και τη σύζυγό του Έφη Μαρκεσίνη που έχουν δημιουργήσει μια εταιρεία επεξεργασίας συγκολλητικών ουσιών φιλικών προς το περιβάλλον για ξυλοσανίδες. Ο Απόστολος μεταμορφώνει το εργαστήρι σε μικρό παράδεισο βάζοντας την προσωπική σφραγίδα της υψηλής αισθητικής του, πράγμα που οδηγεί σε μία ακόμα στενή φιλία με το ζευγάρι των χημικών που θα κρατήσει για όλη του τη ζωή. Όταν φεύγει από κει, προσλαμβάνεται και εργασιακά αγκυροβολεί πλέον οριστικά στην Ελληνική Εταιρεία Σλαβικών Μελετών όπου διευθύνει ο Ταχιάος. Άλλη μια δυνατή φιλία γεννιέται εκεί ανάμεσα στους δύο άντρες, καθώς ο Απόστολος αναλαμβάνει τη γραμματειακή υποστήριξη του Ιδρύματος μιας και γνωρίζει άπταιστα αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά. Από κει θα συνταξιοδοτηθεί.
Οι φιλίες του στο διάβα της ζωής του δεν ήταν τυχαίες ούτε ευκαιριακές. Η φιλία για τον Απόστολο ήταν ιερή. Συνδέεται στενά με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και τον Κάρολο Τσίζεκ. Συχνά κάνουν μεγάλες εκδρομές μαζί στις εξοχές τις οποίες με νοσταλγία θα μας περιγράφει χρόνια μετά αφότου οι σπουδαίοι αυτοί άνθρωποι έχουν φύγει απ’ τη ζωή. Η παρέα αυτή συνήθιζε να περπατάει, να συζητά, να κάθεται στα χορτάρια, να μαζεύει αγριολούλουδα και να φτιάχνει ανθοδέσμες από άνθη του αγρού. Ο Απόστολος γνώριζε όλα τα δέντρα και τα φυτά με το λατινικό τους όνομα, την προέλευσή τους και πώς αναπτύσσονται.
Η αισθητική για τον Απόστολο ήταν σχεδόν προϋπόθεση της ύπαρξης. Ο ίδιος ήταν πάντα κοκέτης, αλλά και τις γυναίκες ήθελε να τις βλέπει να φορούν φορέματα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη σχολιάσει αρνητικά μια γυναίκα με παντελόνι, πρόχειρα ντυμένη ή αχτένιστη. Μια τέτοια εικόνα τον έθλιβε βαθιά και ενίοτε τον εξόργιζε. Ήταν εραστής του ωραίου σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, από τα πιο μικρά και ασήμαντα πράγματα μέχρι τα πιο μεγάλα και σημαντικά. Η ασχήμια τον πονούσε. Ακόμα και στο πακέτο των τσιγάρων του έβαζε πάντα μικρά πολύχρωμα χαρτάκια για να μη βλέπει τις άσχημες φωτογραφίες που από ένα σημείο και μετά είχαν, ενώ το βιβλίο που κάθε φορά διάβαζε το έντυνε με χάρτινο κάλυμμα που επιμελώς έκοβε για να μη φθείρεται το εξώφυλλο. Διψούσε την ομορφιά, λάτρευε την τάξη, ζούσε με σταθερό πρόγραμμα που ποτέ δεν παραβίαζε. Μα πάνω απ’ όλα ήταν εραστής της τέχνης και της λογοτεχνίας. Νομίζω πως δεν τον συνάντησα ποτέ εδώ και είκοσι πέντε τουλάχιστον χρόνια που συνδεόμασταν χωρίς να έχει μαζί του τουλάχιστον ένα βιβλίο. Πολλές φορές δε είχε δύο ή τρία, όλα με δικό του εξώφυλλο. Ήταν μεθυσμένος με την ανάγνωση, σχεδόν εξαρτημένος, ξόδευε σχεδόν όλα του τα λίγα χρήματα στην αγορά βιβλίων. Ακόμα κι όταν ερχόταν στο σπίτι μας μαζί με τα γλυκά ή το δώρο που έφερνε είχε και το βιβλίο που διάβαζε και πάντα πρώτα ερευνούσε εξονυχιστικά τη βιβλιοθήκη ή τα βιβλία που ήταν ακουμπισμένα στο τραπέζι του σαλονιού και μετά μας μιλούσε. Ήταν συνδρομητής σε διάφορα περιοδικά ανά τον κόσμο και ήξερε ανά πάσα στιγμή τι συμβαίνει σε Ευρώπη, Αμερική και Ρωσία από παραστάσεις, εκθέσεις, εκδόσεις, επιστήμες κά. Διάβαζε στο πρωτότυπο τα ξένα λογοτεχνικά βιβλία και είχε το σπάνιο χάρισμα να θυμάται αναρίθμητους τίτλους, ονόματα συγγραφέων αλλά και το περιεχόμενο του κάθε βιβλίου, μέχρι και τους τίτλους των διηγημάτων που περιείχαν.
Τα τελευταία χρόνια οι φίλοι του συγκεντρωνόμασταν τις Κυριακές στο καφέ «Λουτρό» ή και σε άλλα παρακείμενα καφέ της Αριστοτέλους. Ο Απόστολος είχε επίσης το μεγάλο χάρισμα να ενώνει τους ανθρώπους. Ποθούσε οι φίλοι του να γίνουν και φίλοι μεταξύ τους. Και στο μεγαλύτερο βαθμό το κατάφερνε. Έτσι γνωρίσαμε πριν χρόνια έναν ακόμη στενό του φίλο, τον Μάρκελλο Πιράρ που τον υπεραγαπούσε, έτσι σ’ αυτές τις συναθροίσεις και τον φοιτητή του Γιώργο, τον Γρηγόριο Ζιάκα και την κόρη του Αγγελική, τον γιατρό Κανονίδη κά. Ήταν χαρακτηριστικό πως ευρισκόμενος ανάμεσα στην μεγάλη του παρέα ο Απόστολος δε μιλούσε ποτέ, παρά μόνο άκουγε προσεχτικά τους άλλους. Μιλούσε μόνο όταν τον συναντούσες κατ’ ιδίαν και μόνο τότε ξεδιπλωνόταν ο απέραντος θησαυρός που κουβαλούσε.
Ζούσε μόνος, ολομόναχος με τα βιβλία του, τα φυτά του και τα έργα τέχνης και όλα είχαν τη θέση τους. Σπάνια έβλεπε καμιά ταινία στην τηλεόραση και συνήθως αυτή ήταν από τις περιπέτειες του Ηρακλή Πουαρώ, -πράγμα διόλου τυχαίο αν λάβουμε υπόψιν μας την αισθητική της εποχής αυτής της σειράς.
Το σπίτι του ήταν μια απέραντη βιβλιοθήκη και ένα μουσείο κεραμικών, τα περισσότερα της κεραμίστριας φίλης του Αλεξάνδρας, αλλά και κάθε είδους μικρών αντικειμένων αξίας που αγόραζε από τα παλιατζίδικα. Τα αγόραζε και μετά τα δώριζε στους φίλους του. Ήταν ένας εξαιρετικός εκτιμητής της αξίας των πραγμάτων.
Τον έθλιβε ιδιαίτερα όταν σ’ αυτά τα μαγαζιά έβρισκε πακέτα από αλληλογραφίες ενός τεθνεώτος που έδωσαν οι συγγενείς του. Δεν ήθελε η δική του αλληλογραφία να «καταντήσει» έτσι. Έτσι, μια νύχτα ήρθε στο σπίτι μας και μας παρακάλεσε να ανάψουμε το τζάκι για να κάψει όλη την αλληλογραφία του. Του κάναμε βέβαια το χατίρι, αλλά δε φανταστήκαμε τι γράμματα θα κατάπιναν οι φλόγες. Κάποια τα έριχνε στις φλόγες δίχως να πει τίποτα γι’ αυτά, για κάποια όμως ονομάτιζε τον αποστολέα τους. Το μόνο που προλάβαμε - και για καλή μας τύχη μας το χάρισε- ήταν η περίφημη επιστολή του Κόντογλου που δημοσιεύουμε εδώ.
Σύχναζε στην Παναγία Χαλκέων. Αγάπησε τους ιερείς και τους μοναχούς και τον διακατείχε μια ξεχωριστή ευλάβεια για το ράσο αλλά και για κάθε πονεμένο άνθρωπο. Τον πίκραινε πολύ η στενοκεφαλιά και η ασπλαχνία κάποιων που προσποιούνται τους χριστιανούς και έχουν καρδιά πιο σκληρή κι από την πέτρα. Ήταν βαθιά ευγνώμων στον Χριστό, αλλά και στους ανθρώπους. Το μόνο που ζητούσε ήταν να ζήσει άλλη μια άνοιξη που ήταν η αγαπημένη του εποχή. Φιλάσθενος σε όλη του τη ζωή, αφότου συγχωρέθηκε η λατρεμένη του αδελφή πήρε την κάτω βόλτα. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσε να έρχεται με το μπαστουνάκι του στις κυριακάτικες συναθροίσεις μας. Τα τελευταία χρόνια απέκτησε για συντροφιά κι έναν γάτο, τον Τσουτσούρη, που τον αγάπησε πολύ και ήθελε να μιλά γι’ αυτόν. Ένας από τους πιο πρόσφατους φίλους του, ο Δημήτρης Σκλαβενίτης και η γυναίκα του Αθανασία έμελλε να γίνουν σαν παιδιά του και να τον φροντίσουν ιδιαίτερα.
Θα έχει πάνω κάτω δυο μήνες που εξασθένησε πολύ και δυσκολευόταν να φάει. Κανείς δεν ήξερε τι έχει. Τον επισκεπτόμασταν στο σπίτι του γιατί δεν μπορούσε πλέον να περπατήσει. Μια μέρα μας παρακάλεσε να τον πάρουμε και να πάμε στην φίλη του και φίλη μας Έφη, αλλά ενώ το κανονίσαμε, ο γιατρός του συμβούλεψε να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Εμείς πήγαμε στην Έφη, αλλά εκείνος δεν μπόρεσε να έρθει κι αυτό του κόστισε πολύ. Δυο μέρες πριν εισαχθεί στο Ιπποκράτειο, την πρώτη φορά, πήγα να τον δω και του χάρισα την Οδύσσεια που γνώριζα πως την περίμενε πώς και πώς. Δεν μπορούσε ούτε να τη σηκώσει στα αδύναμα χεράκια του, αλλά δε θα ξεχάσω τη λάμψη στο πρόσωπό του. Να είναι καλά και η κυρία Χριστίνα που τον φρόντιζε και τον αγάπησε σαν πατέρα της. Βγήκε από το Ιπποκράτειο αλλά ξαναέγινε εισαγωγή λίγο μετά και εκεί τον φρόντισε ο στενός του φίλος και καρδιολόγος Γιάννης Κανονίδης από τον οποίο και πληροφορηθήκαμε δέκα μέρες πριν πως είχε όγκο στον εγκέφαλο. Ο όγκος διάλεξε έναν τέτοιο αξεπέραστο νου… Δεν του το είπε κανείς. Του έδωσαν ζωή δυο τρεις μήνες. Μα όποιος τον ήξερε μπορούσε εύκολα να υποθέσει πως ένας τόσο αξιοπρεπής άνθρωπος κάτι τέτοιο δεν θα το άντεχε για πάνω από λίγες ώρες ή μέρες. Στο νοσοκομείο κοιμόταν τις περισσότερες ώρες και ευτυχώς δεν πονούσε. Όταν ξύπνησε όμως και είδε πως του έχουν βάλει σωληνάκια για να λαμβάνει τροφή, τα έβγαλε λέγοντας πως δεν τα χρειάζεται αυτά και πως μπορεί να τρώει μόνος του. Επέστρεψε στο σπιτάκι του, δυο μέρες μετά δεν μπόρεσε να φάει το πρωινό του και το απόγευμα του Σαββάτου έφυγε... Η κυρία Χριστίνα μου είπε πως το μόνο βιβλίο που είχε στο τραπεζάκι δίπλα του ήταν η Οδύσσεια κι ήταν αυτό που οι καλοί του φίλοι πότε πότε του διάβαζαν τις τελευταίες του μέρες...Κι έτσι έφυγε ο αγαπημένος μας Απόστολος ήσυχα και αθόρυβα όπως έζησε, αξιοπρεπώς όπως ήθελε και σαν ψέματα όπως ήρθε σ’ αυτόν τον κόσμο...
Ας τον αναπαύει ο Κύριός μας που τόσο Τον αγάπησε κι ας έχουμε όλοι την ευχούλα του…
No comments:
Post a Comment
Σχόλια