Ξημέρωσε Τρίτη 29 του Δεκέμβρη
Είμαστε καιρό τώρα σε κατ’ οίκον εγκλεισμό που όμως ανοίγει τα τρίσβαθα της καρδιάς μας και τα θωρούμε έκπληκτοι κι ανήμποροι. Με κλειστές τις αγορές συνειδητοποιούμε σιγά σιγά πόση ζωή σπαταλήσαμε σε λάθος επενδύσεις.
Κλειστές όμως καιρό τώρα και οι εκκλησιές μας. Νηστεεύουμε από την συνήθειά μας, την υποκρισία μας, την επίδειξή μας. Νηστεύουμε από τον ευσεβισμό, τη δημόσια επιβεβαίωση της πίστης μας, την κοινωνική καταξίωση του θρησκεύματός μας. Νηστεύουμε και από τον ίδιο τον Χριστό που οι υπερήφανοι πιστέψαμε πως εμείς πηγαίνουμε σ’ Αυτόν, λησμονώντας πως αν Εκείνος δεν έρθει σ’ εμάς, μάταια κοπιάσζουμε.
Και τώρα επιτέλους, ο Χριστός και οι Άγιοί Του ελευθερώθηκαν από τα δεσμά που εμείς οι ίδιοι τους φορέσαμε. Και κατέβηκαν από τις εικόνες και βγήκαν από τους τέσσερις τοίχους που τους κλείσαμε για να τους προσκυνούμε σαν είδωλα και μάγους. Και πήραν τους δρόμους όλοι αυτοί που πάντα στους δρόμους γύριζαν. Και στάθηκαν έξω απ’ τα σπίτια μας και έκρουσαν την πέτρινη πόρτα της καρδιάς μας. Κι όσοι τους άνοιξαν μεταμόρφωσαν τα σπίτια τους σε κοινόβια μοναστήρια και σε σκήτες. Πόσο κοινόβια και σκήτες εγκαινίασε η. Πανδημία, κανείς δεν μπορεί να καταμετρήσει.
Κι έτσι αρχίσαμε πάλι απ’ την αρχή σαν μαθητές τς πρώτης τάξης του δημοτικού να συλλαβίζουμε τις προσευχές που είχαμε μάθει παπαγαλία και τις λέγαμε χωρίς νόημα, χωρίς θέρμη, χωρίς συντριβή. Και μάθαμε να μιλούμε με τους αγίους όπως θα μιλούσαμε στους φίλους που τώρα δεν μπορούν να μας επισκεφτούν. Και διδαχθήκαμε απ’ αυτούς πώς να γιορτάζουμε το αόρατο πανηγύρι της παρουσίας και της παρέας τους που μας παρηγορεί αφάνταστα περισσότερο από τα νταούλια και τα βιολιά των παλιών λαϊκών πανηγυριών μας.
Και ο Χριστός βρίσκοντας γκρεμισμένη την πέτρινη πόρτα μας, στάθηκε δειλά στο κατώφλι σαν ξένος και φτωχός συγγενής μας ξεχασμένος από καιρό, περιμένοντας να τον αναγνωρίσουμε, να τον θυμηθούμε, να ανατρέξουμε στο γενεολογικό μας δέντρο για να τον ανακαλύψουμε στις ρίζες του σαν θαμμένο θησαυρό αραχνιασμένο κι εφτασφραγιστο. Κι εμείς σκύβουμε και ψάχνουμε. Σκύβουμε και σκαλίζουμε τις ρίζες μας. Σκύβουμε κι όλο σκύβουμε και σκύβουμε. Κι όσο σκύβουμε τόσο ξυπνούν οι αρχέγονες μνήμες μας και ταράζονται τα θεμέλια της ύπαρξής μας κι οι τεκτονικές πλάκες της βεβαιότητας, της σκληρότητας, της λησμονιάς θρυματίζονται. Πνιγόμαστε στη σκόνη των λαθών και των αποτυχιών μας. Των αναρίθμητων παρεξηγήσεων που κάναμε για έναν Θεό που κι εμείς σαν τους πλανεμένους σταυρωτές Του τον περιμέναμε σαν βασιλιά, ενώ ήρθε σαν βρέφος θεόφτωχο και παντέρμο σ’ ένα βρωμερό και τρισαθλιο στάβλο. Μα τώρα που είμαστε θεόφτωχοι και παντέρμοι κι εμείς, αναγνωρίζουμε τον Ξένο που στέκει ντροπαλά στο κατώφλι μας. Είναι ένας από μας, κι ένας από μας είναι ο Θεός μας.
Πέρασε στο φτωχικό μας, Κύριε. Δεν έχουμε τίποτα να σε φιλέψουμε. Δεν έχουμε πουθενά να σε βάλουμε να καθίσεις. Μια καρδιά από άχυρα καμμένα μόνο έχουμε για να σε δεχθεί και δυο στάλες αίμα για να σε δροσίσουμε. Πέρασε μέσα στη σκόνη μας και στα ερείπιά μας, Κύριε. Αν θέλεις ξαναχτίσε μας απ’ την αρχή. Αν δε θέλεις άφησέ μας γκρεμισμένους. Αλλά μη στέκεσαι άλλο στο κρύο και στη λησμονιά. Πέρασε μέσα, Κύριε, και μείνε κοντά μας. Μόνο Εσύ επιτρέπεται σήμερα να περάσεις κι εμείς μόνο Εσένα θέλουμε. Σπλάχνο των σπλάχνων μας, μη μας αρνηθείς.