Labels

Tuesday, October 9, 2018

Ταξιδιωτικό ημερολόγιο - από το Κεμπέκ πίσω στο Μόντρεαλ


Η παλιά πόλη του Κεμπέκ, όπως κάθε παλιά πόλη του κόσμου, έχει το άρωμα περασμένων ταπεινών αιώνων που τη στάχτη τους σκόρπισε ο άνεμος κι ό,τι απ’ αυτούς απόμεινε είναι ό,τι άξιζε να διατηρηθεί στη μνήμη του παρόντος. Σπίτια μικρά σαν παιδιά που ποτέ δεν μεγάλωσαν, χειροποίητα όνειρα, πέτρες σμιλεμένες στην υπομονή, χιλιοπερπατημένα δρομάκια που ακόμα αντέχουν το βάρος μας κι ευτυχώς ακόμα τα ξεπλένει η βροχή και τα αναζωογονεί ο ήλιος, οι μαναδικοί συνομιλητές τους. 
Η περίφημη εταιρεία σιδηροδρόμων που ένωσε τις πολιτείες του Καναδά με αυτές της Αμερικής και στην οποία κατέφυγαν και πάρα πολλοί συμπατριώτες μας για να δουλέψουν, έχτιζε ξεονοδοχεία που στα μάτια του σημερινού επισκέπτη ομοιάζουν με αυτοκρατορικά παλάτια. Στο κέντρο της παλιάς πόλης, δεσπόζει μια πλατεία με δέντρα, επικλινείς δρόμοι την κυκλώνουν, μικρά μαγαζιά, σε ένα κατασκευάζουν μικροαντικείμενα από φυσητό γυαλί σαν αυτά που βλέπεις στο Μουράνο. Η γηραιά κομψή κυρία στο ταμείο, έχει σημαδεμένα τα δάχτυλα και τα μπράτσα από καψίματα που μαρτυρούν σιωπηλά επίπονη εργασία χρόνων πολλών. Σκέφτομαι πως ο σύγχρονος άνθρωπος κάνει το παν για να εξαφανίσει τα σημάδια και τη μαρτυρία τους, ίσως και την εργασία και το επίπονο μερτικό της.
Παίρνουμε στο χέρι έναν καφέ και ο Κιγιά μας ενημερώνει πως δεν μπορούμε να τον πιούμε ούτε καν έξω από το μαγαζί αν θέλουμε να καπνίσουμε. Ο πρόσφατος νόμος για το κάπνισμα, ορίζει να απομακρύνεται ο καπνιστής εννέα μέτρα από τα σπίτια ή τα μαγαζιά και τις υπηρεσίες. Η γελοιότητα του νόμου είναι πασιφανής, αλλά όπως συμβαίνει συνήθως με όλα τα προφανή, κανείς δεν τα αντλαμβάνεται. Ακόμα και στους μεγάλους δρόμους, αν μετρήσεις εννέα μέτρα από την αριστερή πλευρά και αντιστοίχως εννέα από τη δεξιά, εκ των πραγμάτων θα βρεθείς να καπνίζεις καταμεσής της λεωφόρου πάνω στη διακεκομμένη γραμμή…
Ψιλόβροχο, συννεφιά, τουρίστες και η σχετική κούραση της προηγουεμενης ημέρας για τους μουσικούς μας. Είναι ώρα να επιστρέψουμε στη βάση μας. Το Μόντρεαλ μας περιμένει.

Φτάνοντας το απόγευμα, μας δίνουν νέο δωμάτιο στο ξενοδοχείο που μέναμε πριν. Από τον 21ο όροφο προσγειωνόμαστε στον 17ο και λυπούμαι που δε θα ξαναδώ τον γείτονα με το παραδεισένιο μπαλκόνι. Καλά να είναι ο άνθρωπος που τόση χαρά μου έδωσε. Παρασκευή πρωί, ο παλιός μας φίλος, μάς περιμένει στις 11.00 το πρωί μπροστά στην είσοδο του Μακ Γκίλ, του περίφημου αγγλόφωνου πανεπιστημίου, για να μας ξεναγήσει στην νέα και στην παλιά πόλη. Για μας, ο φίλος αυτός, είναι ταυτισμένος με την πόλη του και χωρίς αυτόν το Μόντρεαλ μπορεί να μοιάζει με οποιαδήποτε άλλη πόλη της γης, ενώ μ’ αυτον γίνεται μοναδικό και ανεπανάληπτο. Και μήπως μπορεί να συνδεθεί κανείς ουσιαστικά με έναν τόπο, χωρίς η σύνδεση αυτή να περάσει μέσα από το κανάλι μιας ανθρώπινης σχέσης; Δεν ειναι ψυχή κάθε τόπου τα παιδια του, οι άνθρωποί του και οι ιστορίες τους; 
Ο πατέρας του έφυγε στις αρχές του αιώνα από τη Ρούμελη που δεν είχε να βάλει παπούτσια στα πόδια του. Εργάστηκε στην εταιρεία σιδηροδρόμων μέχρι που κατάφερε να φτιάξει ένα εστιατόριο. Ο πρόωρος θάνατός του, οδήγησε τη σύζυγό του να  πουλήσει το μαγαζί και το σπίτι και με τα χρήματα να μεγαλώσει τα τρία της παιδιά χωρίς να βγει στην εργασία. “Τότε αποκαλύφτηκε η αγιότητα της μητέρας μου”, θα μου πει μια μέρα αργότερα ο φίλος μας, ο οποίος κάτω από τη σκιά αυτού του θανάτου, δε θα καταφέρει να σπουδάσει και στα δεκαεννιά του θα εργαστεί σε μια εταιρεία βάζοντας για δέκα χρόνια σφραγίδες, μέχρι να μεταπηδήσει σε πολύ καλύτερη δουλειά που του θα του ανοίξει νέες προοπτικές δίνοντάς του ανάσες ζωής. Μέχρι τα δεκαπέντε του δε γνωρίζει γρι ελληνικά. Τότε όμως έρχονται πολλά ξαδέρφια του και αρχίζει η περίοδος της ελληνομάθειας που θα συνεχιστεί με μαθήματα στο Μακ Γκιλ. Ο αγώνας του θα είναι μεγάλος και ακατάπαυστος. Η φιλομάθειά του θα τον βοηθήσει και θα τον οδηγήσει να μάθει διάφορες γλώσσες, χορούς και βυζαντινή μουσική. Θα διαβάσει ιστορία ώστε να μπορεί να ξεναγεί τους φίλους που επισκέπτονται την πατρίδα του αφιερώνοντας τους πολύτιμο χρόνο και ενέργεια ψυχής και σώματος. 
Σταματούμε σε κάθε άγαλμα που συναντούμε στο δρόμο, σε κτίρια ιστορικά που παρέμειναν ή αλλοιώθηκαν ή τα γκρέμισαν για να χτίσουν ουρανοξίστες. 

Στη wikipedia διαβάζουμε: “Σύμφωνα με αρχαιολογικές ενδείξεις, το νησί του Μόντρεαλ κατοικήθηκε χιλιάδες χρόνια πριν από την άφιξη των Eυρωπαίων από αυτόχθονες Ινδιάνους των φυλών Αλγκόνκιν, Χιούρον και Ιροκουά. Όταν ο Γάλλος εξερευνητής Ζακ Καρτιέ έφτασε στο νησί του Μόντρεαλ στις 2 Οκτωβρίου του 1535, βρήκε σ' αυτό το οχυρωμένο χωριό Χοσελάγκα (Hochalaga), όπου κατοικούσαν Ινδιάνοι Ιροκουά. Σήμερα, στον ηφαιστειογενή λόφο Μον Ρουαγιάλ, που δεσπόζει στο μέσο του νησιού, υψώνεται ένας μεγάλος μεταλλικός σταυρός, σε ανάμνηση της ύψωσης ενός ξύλινου σταυρού στην ίδια θέση από τον Ζακ Καρτιέ.
Το 1611, ο Γάλλος εξερευνητής Σαμουέλ ντε Σαμπλαίν εγκατέστησε στο νησί ένα μικρό φυλάκιο για το εμπόριο γουναρικών, και το 1642, οι Γάλλοι ιεραπόστολοι Πωλ Σομεντύ ντε Μαιζονέβ (Paul Chomedey de Maisonneuve) και Ζαν Μανς (Jeanne Mance) ίδρυσαν την αποικία Βιλ Μαρί. (Ville-Marie σημαίνει «Πόλη της Παναγίας», εξ ου και η ονομασία «Μαριανόπολις», την οποία έδωσαν στο Μόντρεαλ ορισμένοι ελληνομαθείς διανοούμενοι κάτοικοι του Μόντρεαλ του 19ου αι.) Η γαλλική αποικία στο νησί του Μόντρεαλ έγινε στόχος συχνών επιθέσεων εκ μέρους των αυτοχθόνων. Οι επιθέσεις σταμάτησαν το 1701 με την υπογραφή συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στους Γάλλους και τους Ινδιάνους.
Το 1760 η γαλλική αποικία, που ονομάζονταν πλέον Μόντρεαλ (παραφθορά του Mont-Royal, που σημαίνει «βασιλικό βουνό»), παραδόθηκε στους Βρετανούς.” 

Στην πραγματικότητα, όπως μας λέει ο φίλος, οι Γάλλοι αποσύρουν τον στόλο τους, λέγοντας πως δεν μπορούν να αφιερώνουν ολόκληρο στόλο να φυλάει είκοσι εκτάρια χιόνι.
“Στα χρόνια της Αμερικανικής επανάστασης, οι επαναστατημένοι Βρετανοί άποικοι κατέλαβαν το Μόντρεαλ (1775), αλλά δεν μπόρεσαν να το κρατήσουν παρά μόνον για μερικούς μήνες.
Από τα τέλη του 18ου αι., το Μόντρεαλ γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη ως το κύριο διακομιστικό κέντρο των βρετανικών αποικιών της Βόρειας Αμερικής. Στα μέσα του 19ου αι., διανοίχθηκε η διώρυγα Λασίν (Lachine) στα νοτιοδυτικά του νησιού του Μόντρεαλ και έτσι ο Άγιος Λαυρέντιος έγινε πλωτός από άκρη σε άκρη.”
Για να γίνει όμως πλωτός ο ποταμός, θα συμπληρώσει ο φίλος μας, εργάστηκαν σκληρά οι Ινδιάνοι που ήξεραν τα μονοπάτια, αλλά και να φτιάχνουν τεράστια κανό που μόνο αυτοί μπρούσαν να τα κουβαλούν για το εμπόριο που αναπτύχθηκε μετά. Στην Αγγλία έστελναν γούνες και ξυλεία και από κει εισήγαγαν το κόκκινο τούβλο. Σήμερα δεν επιτρέπεται να τους ονομάσει κανείς Ινδιάνους, αλλά πρέπει να τους λέει ντόπιους ή ιθαγενείς. Η υποκρισία, είναι παγκοσμιοποιημένο γεγονός και χαρατηριστικό της εποχής μας να αποφεύγουμε τις λέξεις που σηματοδοτούν την ταυτότητα, ή να χρησιμοποιούμε καλλιφωνότερες και ωραιοποιημένες λέξεις για να περιγράψουμε μια πληγή, μια αρρώστεια, μια αναπηρία.  
“Το Μόντρεαλ ήταν ο κύριος πόλος έλξης των νέων Ευρωπαίων μεταναστών στον Καναδά. Στο Μόντρεαλ ιδρύθηκαν μερικές μεγάλες καναδικές εταιρείες και έτσι δημιουργήθηκε μία νέα τάξη πλουσίων αποίκων που προέρχονταν κυρίως από την Βρετανία.
Από το 1844 και για μία πενταετία, το Μόντρεαλ ήταν πρωτεύουσα της «Επαρχίας του Καναδά». Ωστόσο, οι συγκρούσεις μεταξύ Αγγλόφωνων (Αγγλοκαναδών) και Γαλλόφωνων (Γαλλοκαναδών) και η πυρπόληση του καναδικού Κοινοβουλίου εκ μέρους των πρώτων, ανάγκασαν την βρετανική διοίκηση να μεταφέρει την πρωτεύουσα του Καναδά στο Τορόντο, στην Πόλη του Κεμπέκ και τελικά, το 1857, στην Οτάβα.”
Αφήνουμε την wikipedia στην άκρη, και μπαίνουμε στο μετρό για την παλιά πόλη, αφού πρώτα έχουμε διασχίσει το εκθαμβωτικό Μακ Γκιλ, έχουμε διαβάσει τα ανάγλυφα ονόματα των δωρητών του στον τοίχο κι έχουμε δει πλήθος φοιτητές να πηγαίνουν από τάξη σε τάξη και στη βιβλιοθήκη. 
Όλες οι φυλές της γης στο μετρό, καθισμένες ή όρθιες, σε νεαρή η όχι ηλικία, είναι προσηλωμένες στα κινητά τους. Μόνο μια Αφρικανή με λεπτοδουλεμένα δεκάδες κοτσίδια, κοιτάζει στο υπερπέραν. Ο φίλος μας, που δεν έχει καν κινητό, μας μεταφέρει τις μελέτες ενός διάσημου Αμερικανού επιστήμονα που υποστηρίαζει ότι αυτοί που έχουν σχεδιάσει τα κινητά και τα υπόλοιπα τεχνολογικά μέσα, είχαν έναν στόχο και τον κατάφεραν. Τα ηλεκτρονικά μέσα να προκαλούν στους ανθρώπους τέτοια φαγούρα ώστε να ξύνονται συνέχεια και να μην μπορούν να σκεφτούν τίποτα άλλο. Και έτσι κατάφεραν όλοι οι άνθρωποι να έχουν πλέον σκυμμένο το κεφάλι… Ο φίλος τελειώνει, κοιτάζω γύρω μου, όλα τα κεφάλια σκυμμένα…
Φτάνουμε στην παλιά πόλη, άλλος αέρας… Εδώ συστήθηκε ο πρώτος οικισμός του Μόντρεαλ, στις όχθες του ποταμού. Χωρίς τον άγιο Λαυρέντιο, Καναδάς πιθανόν δε θα υπήρχε. Νομίζεις πως βρίσκεσαι σε μια Μεσογειακή πόλη. Πλατείες μεγάλες, γιορτινή ατμόσφαιρα, χαλαροί πειπατητές. Στη μια άκρη η Κινέζικη πόλη, παραπέρα η Ελληνική και πιο κάτω η Ισπανική. Οι όχθες του ποταμού που καθόρισε την ιστορία του τόπου, σήμερα έχουν εστιατόρια ακριβά και κρουαζιερόπλοια, καραβάκια που μπαίνεις για μια βόλτα. “Υπάρχει ένα μικρό εξαιρετικό Αρχαιολογικό μουσείο”, λέει ο φίλος μαας. Με πιάνουν τα γέλια. “Τι εννοείς, Αρχαιολογικό Μουσείο;” τον ρωτώ. “Φυσικό να γελάς”, μου απαντάει, “αλλά αυτή είναι η δική μας Αρχαιότητα… τέσσερις αιώνες πίσω...”
Θυμάμαι την πρώτη φορά που επισκέφτηκα τον Καναδά. Είχα μια παράξενη αίσθηση πως οι άνθρωποι δεν πατούν στη γη, αλλά ίπτανται σαν φαντάσματα. Το ένστικτό μου ήθελε αποκρυπτογράφηση. Τότε ήταν που ο φίλος αυτός μου μίλησε πρώτη φορά για την ιστορία του τόπου και κατάλαβα πως όλοι αυτοί που βλέπω γύρω μου δεν είναι τα γνήσια παιδιά αυτής της γης. Τα γνήσια, στην αρχή τα εκμεταλλεύτηκαν οι φίλοι Ευρωπαίοι, μετά τα απομόνωσαν σε γκέτο, άλλα τα έστειλαν επάνω στα βουνά και στο τέλος, τα φλόμωσαν επιδόματα λόγω των “πολιτισμένων ενοχών” που είχαν οι δημοκρατικές κυβερνήσεις, με αοτέλεσμα οι Ινδιάνοι -που δεν τους λέμε πια Ινδιάνους-, να πέσουν στα ναρκωτικά και στον αλκοολισμό. Έτσι, λίγο πολύ όπως κατ’ αναλογίαν έγινε και στην Ελλάδα με τις γενναιόδωρες χρηματοδοτήσεις και τα δάνεια από την ΕΕ, το άκοπο χρήμα οδήγησε στην καταστρφοή των αυτόχθονων πολύ πιο καίρια απ’ ό,τι τα όπλα των Ευρωπαίων αποίκων. Έχασαν τον πολιτισμό τους, τις παραδόσεις τους, τη γλώσσα και την πίστη τους. Ένας ολόκληρος κόσμος αλλοτριώθηκε, κακοποιήθηκε και ευνουχίστηκε. Μόνο κατά τους πολύ πρόσφατους χρόνους, άρχισαν κάποιοι Ινδιάνοι να αφυπνίζονται, να σπουδάζουν, να αναζητούν τον χαμένο εαυτό τους, να στρέφονται προς τις τέχνες.
Επιστρέφοντας τότε από εκείνο το ταξίδι πίσω στην Ελλάδα και στη γερασμένη Θεσσαλονίκη μου, ένιωσα ξεχωριστά ευγνώμων για τις γενεές επί γενεών που προηγήθηκαν στον τόπο μου. Τα πόδια μου δεν πατούσαν απλώς στη δική μου γη, αλλά είχαν και ρίζες χιλιάδων αιώνων  από τις οποίες αντλούσα ζωή, αλλά και τεράστια  ευθύνη για τη διατήρησή τους.

*Κεμπέκ








..............










No comments:

Post a Comment

Σχόλια