Τρεις μέρες πριν από την ορισμένη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κατέβηκε και πάλι ο αρχάγγελος Γαβριήλ κι επισκέφτηκε την Παναγία. Παλιός γνωστός της. Αυτός της έφερνε το μάννα από τον ουρανό για να τραφεί, όταν παιδί ακόμα υπηρετούσε στα Άγια των Αγίων του ναού. Αυτός της έφερε τον κρίνο, σύμβολο της παρθενίας, ευαγγελί΄ζοντας την σύλληψη του Υιού και Θεού της εκ Πνεύματος Αγίου. Αυτός και τώρα, ο άγγελος των καλών ειδήσεων, της τρυφερότητας, της χάρης, ο δικός της άγγελος, ήρθε και πάλι, κρατώντας αυτή τη φορά κλαδί φοίνικα, σύμβολο νίκης και αθανασίας. Κι εκείνη το παίρνει, σκιρτά και χαίρεται που η ώρα να βρεθεί κοντά στον Υιό της που τόσο της έλειψε, πλλησιάζει. Με το φοινικόκλαδο στο χέρι φεύγει και πάει στο Όρος των Ελαιών. Εκεί αναλήφθηκε ο Μοναχογιός της, εκεί κατέφευγε κι εκείνη μετά την Ανάληψή Του και προσευχόταν. Εκεί γονατίζει και προσεύχεται και πάλι όλο θέρμη, όλο πόνο για την απουσια Του κι όλο χαρά για το οριστικό τους αντάμωμα.
Κατεβαίνει απ' το άγιο βουνό, πατά και δεν πατά το ελαφρύ της πόδι στη γη. Δρασκελίζει η Ελαφίνα το βουνό και τα κυπαρίσσια χαμηλώνουν, τ' άνθη ριγούν, όλη η φύση σκυβει στο πέρασμά της και προσκυνά τη Μητέρα της και Μητέρα του Πλάστη της. Συγκινείται η Μεγαλόχαρη, συγκλονίζεται η άπειρη ευαισθητία της και πάει, πάει. Φτάνει στο σπίτι το χαμηλό η Ταπεινή. Το σπίτι του Ιωάννη, του αγαπημένου μαθητή του Υιού της, που σαν μάνα του τη φρόντισε όλα τούτα τα χρόνια. Και φτάνοντας στο σπίτι του ευαγγελιστή, σεισμός μεγάλος γίνεται, σημάδι της Θείας Του παρουσίας, πως έρχεται, πλησιάζει.
Σκουπίζει, καθαρίζει, συμμαζεύει το σπίτι, να είναι όλα καθαρά, όλα σε τάξη, όλα έτοιμα για τη μεγάλη στιγμή της χαρά της. Κατόπιν, καλεί τους φίλους και τους αγαπημενους, όσους τη φρόντιζαν και της κρατούσαν συντροφιά, και τους ανακοινώνει την αναχώρησή της, τη μετάσταση, την κοίμησή της. Ξεσπούν σε θρήνους οι αγαπημένοι, κλαίνε γοερά. Πώς ν' αποχωριστούν το επίγειο άνθος του Παραδείσου που τους γλύκανε τη ζωή, πώς να αφήσουν την παραμυθία τους να πετάξει μακριά τους; Μα εκείνη έχει χαρά μεγαλύτερη απ' τον πόνο τους, χαρά ανείπωτη. Λάμπει σαν ήλιος τώρα που ετοιμάζεται να βρεθεί και παλι και για πάντα κοντά στον Υιό της. Τους θερμοπαρακαλεί να μην της χαλάσυν αυτή τη χαρά, αυτό το πανηγύρι το ανείπωτο, το δεύτερο Πάσχα. "Θα είμαι μαζί σας", τους υπόσχεται, "ποτέ δε θα σας αφήσω, ορατώς και αοράτως θα στέκω στο πλάι σας", λέει. Πάλι τους παρηγορεί η τρυφερότατη και καθώς ευπρεπίζει την νεκρική της κλίνη, έτοιμη να τη βρει ο Υιός της, έρχονται νεφέλες, νεφέλες ουράνιες κατεβαίνουν στο σπίτι. Κάθε νεφέλη κι ένας απόστολος. Από τα πέρατα της οικουμένης, το Άγιο Πνεύμα, που με νεφέλη συμβολίζεται, φέρνει όλους τους μαθητές και κήρυκες του Ευαγγελίου απ' όλα τα σημεία της γης στην Ιερουσαλή, στο σπίτι της Κυρίας τους και Κυρίας του κόσμου, για το ξόδι και τη θανή της. Μαζί τους είναι και ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης κι ο άγιος Ιερόθεος, ο άγιος Τιμόθεος, επίσκοπος Εφέσου και μαθητής του αποστόλου Παύλου. Όλοι σαν φτάνουν την προσκυνούν και τη ρωτούν γιατί τους έφερε εκεί ο Χριστός, τι τρέχει, τι μεγάλο πρόκειται να συμβεί; "Για τη χαρά σας έφερε", τους απαντά η τρισχαριτωμένη, "για το γάμο μου, την ωραιότερη μέρα της ζωής μου, τη θανή και κοίμησή μου. Για την αναχώρηση και το φευγιό μου".
Άνοιξαν τότε οι κρουνοί των ματιών τους και τα δάκρυα ποτάμια ανάβλυσαν. Έκλαιγαν κι έκλαιγαν, μα έβλεπαν και τη χαρά της Μητέρας τους και λίγο λίγο επαιρναν κουράγιο. Τη συμμερίστηκαν κι άφησαν κατά μέρος τη δική τους λύπη. Λησμόνησαν τον εαυτό τους κι άρχισαν να χαίρονται στη χαρά της. Άρχισαν να την επαινούν, να την επευφημούν, να τη δοξάζουν. Της είπαν πόσο θα τους λείψει, πόσο μεγάλη παρηγοριά και καύχημα την είχαν και παρουσία ορατή που τους γλύκαινε τα πικρά κι ημέρευε τα άγρια. Κι έστειλαν μηνύματα και χαιρετίσματα και την αγάπη τους όλη, να τα πάει στον Χριστό μόλις θα τον δει. Της είπαν πως τη ζηλεύουν που θα Τον ανταμώσει και πόσο θα 'θελαν να πάνε μαζί της κι αυτοί. Τόσος έρωτας πώς ν' αντέξει την απόσταση και το χωρισμό;
"Εγώ Χριστό δεν γνώρισα με το σώμα Του στη γη, Μητέρα μου", είπε ο Παύλος. "Οι άλλοι Τον εγνώρισαν και μου λείπει απ' όλους περισσότερο. Αλλά να πας, Κυρία μου, να πας Δέσποινά μου, γιατί κι εγώ θέλω να πάω το γρηγορότερο, αλλά η ώρα μου δεν έφτασε ακόμα. Γι' αυτό πανηγυρίζω στη δική σου ώρα. Στη μετάσταση και στο Πάσχα σου".
Ανέβηκε τότε, η Θεοτόκος, στη νεκρική της κλίνη, στο κρεββατάκι της, έλαβε το κανονικό της σχήμα, και τους ευλόγησε όλους, και τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ευλόγησε και τα πέρατα της γης. Και παρακάλεσε το Σπλάχνο της να δίνει ειρήνη και αγάπη στον κόσμο, με τις ευχές της να τον φυλάει και να τον φρουρεί.
Κι ανοίγουν τότε, οι ουρανοί, άγγελοι προπορεύονται και ψυχές αγίων και δικαίων τους ακολουθούν. Όλη η Ιεροσαλήμ, κι η γη ολάκερη, απ' άκρη σ' άκρη η πλάση γεμίζει από παρουσίες τ' ουρανού. Φτάνει ο Υιός και Θεός της. Κι όπως υποσχέθηκε και στους μαθητές Του πως θα τους παραλάβει, όπως έρχεται και παραλαμβάνει κάθε χριστιανό, ήρθε να παραλάβει τη Μητέρα Του. Κι ήλθε με αγγέλους, με αγίους, με αποστόλος που είχαν ήδη κοιμηθεί και με μάρτυρες, και με δικαίους, μέσα σ' αυτούς και οι γονείς της Παναγίας, Ιωακείμ και Άννα.
Πήρε την αγία της ψυχή στα χέρια Του, την αγκαλιασε όπως Τον κράτησε κι εκείνη ως βρέφος στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, αντιστρέφοντας τώρα τα πράγματα και τους όρους. Πήρε την ψυχή της κι ανέβηκε στον ουρανό.
Έμειναν άφωνοι οι απόστολοι και όλοι οι παρευρισκόμενοι. Έκλαιγαν και δοξολογούσαν. Ανυμνούσαν, ικέτευαν και παρακαλούσαν, ενεοί και άφωνοι. Και σαν έμεινε το σκήνωμά της, το σώμα της νερκό στην κλίνη, έκαναν ξεσυνερια. Μάλωναν ποιος θα πρωτοστατήσει στο ξόδι, ποιος θα παραχωρήσει τη θέση του στον άλλο, ο μέγας Πέτρος παραχωρούσε τη θέση του στον μέγα Παύλο να λάβει εκείνος τα πρωτεία, "τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι". Ο φοβερός Παύλος έπεισε τελικά τον Πετρο να πρωτοστατήσει κι εκείνος τον υπακουσε και δέχτηκε.
Κι άρχισε η πορεία, η λατρευτική και θριαμβευτική από το σπίτι της Ιερουσαλήμ στον τάφο. Πήγαιναν στη Γεθσημανή, στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ, στον Χείμαρρο των Κέδρων. Ανάμεσα στα βουνά Μαρία και Ελαιών. Πήγαιναν κρατώντας στους ώμους τον κράββάτο με το ιερό σκήνωμα και συμπλέκονταν οι ύμνοι τους με τους ύμνους των αγγέλων που έψαλλαν στον ουρανό.
Στο δρόμο όμως που πήγαιναν συναντούν μια ομάδα Ιουδαίων, που βλέποντας την ιερή λιτανεία, ρώτησαν τι συμβαίνει κι έλαβαν την απάντηση πως πηγαίνουν στο μνήμα τη μητέρα του Ιησού Χριστού που εκείνοι σταύρωσαν. Αγρίεψαν εκείνοι, θύμωσαν κι ήθελαν να γκρεμίσουνε τον κράββατο. Όρμησαν και πήγαν ν' απλώσουν το χέρι τους. Τους ετύφλωσε ο Κύριος κι ένας που άγγιξε το σκήνωμα της Θεοτόκου κόπηκαν τα χέρια του. Τρόμαξαν οι ταλαίπωροι, αλλά ούτε η Παναγία τους άφησε, ούτε ο φιλευσπλαχνος Γιος της. Αυτοί μετενόησαν κι έπεσαν στα γόνατα ικετεύοντας συγχώρεση, ομολόγησαν το όνομα του Ιησού Χριστού και πως θέλουν κι αυτοί δικοί Του να γίνουν, μόνο να τους θεραπεύσει τα μάτια, τα χέρια να γειάνουν. Και τους σπλαχνίστηκε η Παναγιά, βρήκαν το φως τους, κι εκείνος τα χέρια του, κι έτρεξαν στην πλατεία της πόλης και φώναζαν και ομολογούσαν τον Χριστό κι έκλαιγαν. Πόσοι συγκινήθηκαν, πόσοι Ιουδαίοι κατάλαβαν και πίστεψαν κι όλοι μαζί, πλήθη μεγάλα πήγαν στο ξόδι και το ακολούθησαν, το συνόδεψαν στο μνήμα.
Έτσι άρχισε να θαυματουργεί η Παναγία από την ώρα της κοιμησής της. Η Παναγία που κατά τη Δευτέρα Παρουσία, που θα γίνει στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ, εκεί στο δικό της μνήμα, επειδή Ανέστη και Ανελήφθη και πήγε με το σώμα της στον παράδεισο, θα έλθει με τον Κύριο και τους αγγέλους, εκτός Κρίσεως η ίδια αφού ήδη έχει μεταστεί και αναστηθεί, και θα είναι η μεσίτριά μας προς τον Υιό της. Εκεί στη Γεθσημανή, την πόλη της Μαρίας, όπως την αποκαλούν οι Άραβες. Και για τελευταία φορά τότε, θα υψώσει τα χέρια για να μας ελεήσει όλους ο Μεσίτης Χριστός.
Ήταν κι ο δικός της τάφος λαξευτός, όπως του Κυρίου, μέσα σε βράχο. Την τοποθέτησαν μέσα οι απόστολοι και έμειναν τρεις μέρες εκεί, δεν ήθελαν να φύγουν. Μετά τρεις μέρες πήγαν στο σπίτι της να φάνε λίγο ψωμάκι, να ξεκουραστούν, να συνέλθουν, να συνεχίσουν το μέγα έργο τους στα πέρατα της οικουμένης κι ως εσχάτου της γης.
Και πάντα όταν έτρωγαν όλοι μαζί, άφηναν μια θέση και μια μερίδα για τον Χριστό κι όταν τέλειωναν έπαιρναν τούτη τη μερίδα, την ύψωναν κι έλεγαν: "Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδας" και "Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει ημιν". Ύστερα τη μοιράζονταν μεταξύ τους για ευλογία. Το ίδιο έκαναν και τώρα και λέγοντας την πρώτη φράση, και πριν προλάβουν να πουν τη δεύτερη, τους επισκέφτηκε μέσα σε φως ουράνιο η Υπεραγία Θεοτόκος με το σώμα της και τους είπε: "Χαίρετε, μαθηταί και απόστολοι του Υιού και Θεού μου. Εγώ αναστήθηκα και με το σώμα μου. Και θα είμαι μαζί σας πάσας τας ημέρας της ζωής σας και μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Με όλη τη χριστιανοσύνη και την επίγεια Άκτιστη Εκκλησία".
Οι απόστολοι τα έχασαν κι αντί να πουν "Κύριε Ιησου Χριστέ, βοήθει ημίν", είπαν "Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει ημίν". Κι από τότε έμεινε η ύψωσις της Παναγίας στα μοναστήρια και αλλού, καθώς τρώγουν, να βάνουν και τη μερίδα της Παναγίας και να την υψώνουν στο τέλος και να τη μοιράζονται για Θεομητορική ευλογία.
Και κατά Θείαν Οικονομία, έλειπε και πάλι ο απόστολος Θωμάς, όπως και στη Ανάσταση του Κυρίου. Η νεφέλη τον έφερε μετά από τις τρεις εκείνες μέρες κι αφού είχαν δει την Κυρά Παναγιά μπροστά τους. Ήθελε να πάει να προσκυνήσει κι αυτός, να τη δει που δεν την είδε. Η καλή απιστία του Θωμά. Πάνε λοιπόν, και τι βλέπουν; Βλέπουν να λείπει το Θεοδόχον σκήνωμα, το πανάχραντον σώμα της Παναγίας. Και καταχάρηκε ο Θωμάς, καταχάρηκαν και όλοι οι απόστολοι που έτσι βεβαίωσαν κατόπιν αυτοψίας την Ανάσταση και Ανάληψη της Θεοτόκου.
Αυτη η μεγάλη μέρα είναι το Πάσχα του Καλοκαιριού. Πάσχα αληθινό, διαβαση, πέρασμα της Μητέρας μας στην άλλη ζωή, Αναστημένης και Αναληφθείσας. Η Αγία Ελένη έκτισε τον ναό της στη Γεθσημανή και ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος, όρισε τον 6ο αιωνα την εορτη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου για όλον τον ορθόδοξο κόσμο. Προηγουμένως ήδη εορτάζονταν από το 460 επί Λέοντος του Α΄. Ο Μαυρίκιος και η Πουλχερία πήραν τα ιερά ενδύματα, τα εντάφια σπάργανα, την εσθήτα, τη ζώνη και το μαφόριο και τα τοποθέτησαν στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών που είχαν οικοδομήσει, που έτσι έγινε η νέα Γεθσημανή.
Το κείμενο είναι εμπνευσμένο και βασισμένο στο αντίστοιχο κείμενο του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, από το βιβλίο "Θερινό Συναξάρι" τόμος Β΄, εκδ. ΑΚτή, Λευκωσία 2009. Οι φράσεις στα εισαγωγικά αποτελούν ακριβή αντιγραφή.