1.
Λουσμένο σε σεληνιακό φως ικανό να μεταμορφώνει κύκνους σε πριγκίπισσες προβάλλει μέσα απ’ τις πυκνές φυλλωσιές του δάσους το Σπίτι των Ονείρων.
Τις αφέγγαρες νύχτες του χειμώνα συχνά του μιλούσε η γιαγιά του γι’ αυτό, μα όσο κι αν το έπλαθε τότε με τα ακριβότερα υλικά της φαντασίας του, τώρα είναι αναγκασμένος να παραδεχτεί πως η πραγματικότητα υπερέχει κατά πολύ των παιδικών κατασκευών του.
Προτού παραμερίσει τα κλαδιά της τελευταίας φτέρης που στέκεται ανάμεσα σ’ αυτόν και το Σπίτι, αφήνει το βλέμμα του να περιπλανηθεί παιδί ορφανό που κανείς δεν περιμένει, στα στενοσόκακα που σχηματίζουν τα φύλλα, αλλού φανερώνοντας κι αλλού αποκρύβοντας τη θέα του Σπιτιού. Έτσι, το περιπόθητο Σπίτι μεταμορφώνεται σε ασύνδετα αιωρούμενα κομμάτια παζλ. Το ορφανό βλέμμα τού άντρα παίζει κρυφτό τρυπώνοντας μια μέσα στις λιλιπούτειες ασφαλείς κρυψώνες των χλωρών παραπετασμάτων και μια στα ανασφαλή ξέφωτα των διάτρητων κενών τους. Αρέσκεται τόσο σ’ αυτό το παιχνίδι της αποκάλυψης και της απόκρυψης, της αστραπιαίας μετάβασης απ’ την ανασφάλεια στην ασφάλεια, και της παράλληλης συμπλήρωσης των σκοτεινών κομματιών με τα πενιχρά απομεινάρια φαντασίας της μέσης ηλικίας του, ώστε δεν αργεί να πιστέψει πως είναι το Σπίτι των Ονείρων που τον παρακολουθεί ανακαλύπτοντάς τον κομμάτι κομμάτι, και όχι αυτός εκείνο.
Αναλαμβάνοντας το ρόλο του μοναχικού πρωταγωνιστή στο κέντρο της σκηνής με αποκλειστικό θεατή του το Σπίτι, η δειλία που τον χαρακτηρίζει όσο και ο τρόμος έκθεσής του στο κοινό, εξανεμίζονται. Παίζει ολοένα και πιο θαρρετά, όλο και πιο ελεύθερα. Παίζει για το Σπίτι των Ονείρων και μόνο γι’ αυτό. Η παντελής απουσία έμψυχου όντος καθησυχάζει τις αγωνίες, τα άγχη του, ακόμα και την ίδια του την επιθυμία, -αυτήν που τον οδήγησε μέχρι εκεί.
Ανεπαίσθητες παλινδρομικές κινήσεις του κεφαλιού του δεξιά αριστερά, -σαν κυνηγητικού που οσμίζεται τα χνάρια όσων προπορεύτηκαν-, στα φύλλα της φτέρης. Το κεφάλι κινείται προσπαθώντας να ανακαλύψει τις κρυμμένες όψεις του σπιτιού, να αναποδογυρίσει απ’ την καλή τα κρυμμένα κομμάτια του παζλ, να συμπληρώσει την εικόνα του Σπιτιού προτού το σώμα αποφασίσει να το πλησιάσει.
Αρνούμενα τα ματόκλαδά του να παίξουν το συνειδητό παιχνίδι του κυρίου τους κλείνουν, και τότε, τα λεπτεπίλεπτα φύλλα της φτέρης εισβάλλουν κομπάρσοι απρόσκλητοι στη σκηνή του πρωταγωνιστή. Τον κοιτάζουν. Τον παρατηρούν. Ώσπου τελικά, του επιτίθενται με τον τρόπο που μόνο αυτά γνωρίζουν. Και καθώς τον ψηλαφούν σαν επίμονα χέρια τυφλού, κάθε τους άγγιγμα σχηματίζει πάνω στο σώμα του ένα γράμμα προορισμένο να συνθέσει μία λέξη αρχέγονη όσο το σύμπαν.
Η άδολη ψηλάφηση δεν αργεί να σχηματίσει το πρωτόγονο χάδι. Το χάδι των φύλλων στο πρόσωπο του άντρα. Άγγιγμα της πρωτόπλαστης φύσης στο πρωτόπλαστο φύλο. Ώσπου, η ηδονή σαν ωραία κοιμωμένη ξυπνά ύστερα από πολλούς χρόνους ύπνου στο αχάιδευτο πρόσωπο. Ίσως και στα ανέγγιχτα φύλλα, -ποιος μπορεί να το πει με σιγουριά; Η βρεφική ηδονή. Αυτή που μοσχοβολά γάλα απ’ το βυζί της μάνας, στοργή απ’ τα ρυτιδιασμένα χέρια της γιαγιάς που τις αφέγγαρες νύχτες τον οδηγούσε μυστικά στο Σπίτι των Ονείρων. Η ηδονή που δε μοιάζει με καμιά άλλη. Δεν έχει ουδεμία σχέση μ’ εκείνες που παγιδεύουν στο δίχτυ τους το σώμα ακέφαλο, γνωρίζονας να το λατρεύουν από το λαιμό και κάτω, χαρίζοντάς του τα αμύθητα πλούτη της ενήλικης απόλαυσης. Αυτή όμως η ηδονή αγκαλιάζει μόνο το πρόσωπο, τα κλειστά μάτια, την ευθύγραμμη μύτη, το πλατύ μέτωπο, τα λεπτά σχεδόν αχνά χείλη, και την ίδια ώρα κρατά μέσα στα καταπράσινα βελούδινα δάχτυλά της την αιμορραγούσα καρδιά του άντρα. Πρόκειται για την ατόφια ηδονή. Τη μόνη σφυρηλατημένη από χρυσάφι καθαρό. Αυτήν που γεύτηκε ο άντρας κάποτε στην αγκαλιά της μάνας, της γιαγιάς, της προγιαγιάς. Ο κάθε άντρας και όλοι οι άντρες που μέχρι σήμερα ήρθαν στη ζωή από τη μέρα που φτιάχτηκε ο κόσμος.
Καρφωμένος στην ίδια θέση, σχεδόν εξολοκλήρου ακίνητος σα ναρκωμένος και σαν ανίκανος να κουνήσει οποιοδήποτε μέλος του σώματος, -αν κανείς εξαιρέσει την απειροελάχιστη κίνηση του κεφαλιού του που τώρα γίνεται ολοένα κυκλικότερη και ίσως μια ιδέα πιο αισθητή-, έχει λησμονήσει ολότελα τον λόγο που τον οδήγησε ίσαμε εκεί. Όλους τους λόγους χάρη στους οποίους πήρε πριν λίγο καιρό την πιο ανατρεπτική απόφαση της ζωής του εγκαταλείποντας μια νύχτα αφέγγαρη την οικογένεια, το σπίτι, τους φίλους, τη γειτονιά, την πόλη του. Ένα προς ένα όλα τα στοργικά σπάργανα μέσα στα οποία γεννήθηκε, μεγάλωσε κι έζησε και που σαν ξυπνώντας από εφιάλτη συνειδητοποίησε άξαφνα πως είχαν μεταμορφωθεί σε σάβανα που τον στραγγάλιζαν.
«Αυτό που σε ανασταίνει μπορεί να σε σκοτώσει, κι αυτό που σε σκοτώνει ίσως μια μέρα σε αναστήσει. Από σένα εξαρτάται, αλλά κι από τη μοίρα σου», έλεγε η γιαγιά ανοίγοντας κάθε τόσο το συρτάρι όπου φύλαγε το δικό της σάβανο, να υπενθυμίσει τη θέση του σ’ αυτόν και τη μητέρα του μην τυχόν το ξεχάσουν σαν θα ερχόταν η ώρα της.
Ο άντρας μοιάζει να έχει ξεχάσει όλα όσα υπήρξε ως τώρα και μαζί, τις τελευταίες βασανιστικές νύχτες που πέρασε μέχρι να πάρει την αμετάκλητη απόφαση. Έχει λησμονήσει ολότελα το δρόμο που διάνυσε, τις αντίξοες συνθήκες, τις επιθέσεις που δέχτηκε, τα θηρία -πραγματικά και φανταστικά- με τα οποία πάλεψε, όλες τις αποσκευές που όσο βαθύτερα προχωρούσε μέσα στο πυκνό, αχανές, σκοτεινό δάσος αφαιρούσε από πάνω του. Τώρα έχει μόνο τα ρούχα και τα παπούτσια που φορά. Κι αρχίζουν κι αυτά να τον βαραίνουν. Ούτε μνήμη έχει, ούτε ίχνος πείνας κι ας πέρασε τόσα μερόνυχτα νηστικός. Θαρρείς κι αυτό που αποκλειστικά τον τρέφει είναι ο πόθος της φυγής του. Μάλλον όχι, ο πόθος έθρεψε τις αγωνίες και τις αγρύπνιες που πέρασε πριν την απόφαση. Τώρα είναι η φυγή του αυτή καθεαυτή που τον χορταίνει. Σχεδόν τον μεθά.
Η κίνηση του κεφαλιού μεγαλώνει. Παρασέρνει σε μια περιστροφική κίνηση γύρω από τον άξονα του κορμού όλο το σώμα, παραδίδοντας στα χάδια των φύλλων που πληθαίνουν ακόρεστα και το πίσω μέρος του κεφαλιού, αυτό που κάποτε είχε ίσια πυκνά μαλλιά και τώρα ένα εκτεθειμένο έρημο τοπίο έτοιμο να αναριγήσει στο παραμικρό χνούδι του πλέον εύθραυστου φύλλου.
Οι πρώτες αργές περιστροφικές κινήσεις του σώματος συναγωνίζονται σε ιεροπρέπεια τις κινήσεις λεπτοδείκτη ρολογιού στην ατελεύτητη πορεία των χορευτικών βημάτων του, όπου σφιχταγκαλιασμένος με την ντάμα της στιγμής στη σάλα του αρχαίου παλατιού του χρόνου, μετρά εξήντα βήματα μέχρι την ολοκλήρωση μιας πλήρους περιστροφής. Μα αν η τελειότητα της περιστροφής του λεπτοδείκτη έγκειται στην απόλυτη υποταγή του στον ρυθμό, η τελειότητα του ανθρώπου έγκειται ακριβώς στο αντίθετο. Εκεί που πειθαρχεί ξεφεύγει, ολισθαίνει, και όλα ανατρέπονται. Η ιεροπρέπεια, ο κύκλος και ο χρόνος. Μαζί τους ανατρέπεται κι ο άνθρωπος και μέσα στη συντριβή ξαναγεννιέται.
Ο άντρας περιστρέφεται ολοένα πιο γρήγορα. Το πρόσωπό του αναμετριέται με το σεληνιακό φως σε έκσταση. Διαγράφονται οι πρώτες ρωγμές στο αγκυλωμένο του στόμα. Το αμυδρό μειδίαμα γίνεται ντροπαλό χαμόγελο κι αυτό με τη σειρά του συνεσταλμένο γέλιο. Σε λίγο το στόμα ανοίγει διάπλατα και το γέλιο απλώνεται στο πρόσωπο παρασέρνοντας μάγουλα, μάτια, μέτωπο κι αυτιά. Κατρακυλά στους ώμους, τους αγκώνες, τα δάχτυλα. Δονεί το στέρνο, την κοιλιά, την πλάτη, τους γοφούς, ταράζει τα γεννητικά του όργανα, φτάνει στα άκρες των ποδιών του. Το μουγκό σώμα ως διά μαγείας ξαναβρίσκει τον ήχο του. Τα πρώτα ακούσματα θυμίζουν κρώξιμο πουλιών που έχουν στα φτερά τους κάτι απ’ τη σφραγίδα της πιο απελπισμένης νύχτας του χρόνου, μα μέσα σε λίγα λεπτά το αποκρουστικό κρώξιμο γίνεται λυγμός λαβωμένης καρδερίνας, κι αφότου ο πικρός λυγμός ξεθυμάνει, ένα γλυκό αηδόνι συλλαβίζει λιγάκι τραυλά το πιο αγαπημένο τραγούδι. Το τραγούδι του άντρα. Αυτό που εδώ και χρόνια είχε λησμονημένο. Αυτό που του τραγουδούσε η γιαγιά του χτίζοντας γι’ αυτόν χάδι χάδι το Σπίτι των Ονείρων.
Σαν ανεμοδούρα σε τρελό αέρα στριφογυρνά τώρα ο άντρας τραγουδώντας. Μεθυσμένος από το βαθυπράσινο χάδι των φύλλων που μέσα τους έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά δεν νιώθει πότε πέφτει ανάσκελα λιπόθυμος στη γη. Πέφτει με χέρια ικετευτικά προς το τεμαχισμένο απ’ τις σκιές της φτέρης φως της σελήνης. Τι ικετεύει; Τι ζητά; Πριν απαντήσει μέσα στη ζάλη του τον αρπάζει ο ύπνος. Κοιμάται βαθιά. Πολύ βαθιά...
Κολυμπά μέσα σ’ ένα βαθύ φωτεινό πηγάδι. Απόμακροι ήχοι ταράζουν πότε πότε τα νερά. Ανασαίνει δίχως προσπάθεια. Το φως τον πλημμυρίζει. Κουνά αργά τα χέρια και τα πόδια του χωρίς κόπο και σκοπό. Δεν τα κουνά προκειμένου να επιπλεύσει ή να κολυμπήσει. Δε θα άλλαζε τίποτα αν δεν τα κουνούσε, -το ξέρει. Το κάνει μόνο από χαρά. Από χαρά για τη χαρά. Η πυκνότητα του υγρού ενώνεται με την πυκνότητα του σώματός του που είναι τόσο ελαφρύ ώστε σχεδόν δεν το νιώθει. Όλα γύρω του και μέσα του είναι απαλά, υγρά, στρογγυλά. Όλα είναι αφή.
Μια μικροσκοπική πόρτα ανοίγει βίαια. Το πυκνό υγρό χύνεται έξω παρασέρνοντάς τον. Όσο κι αν η πρόθεσή του είναι να παραμείνει στο πηγάδι, αποδεικνύεται ανίκανος ν’ αντισταθεί στη βίαιη έξοδό του απ’ αυτό. Το στήθος του πονάει αφόρητα και ξεσπά σ’ ένα κλάμα γοερό μήπως καταφέρει με τα δάκρυα να φτιάξει ένα πηγάδι απ’ την αρχή για να φωλιάσει μέσα του.
Κάποιος στεγνώνει το υγρό του σώμα. Το παραδίδει σ’ ένα άλλο σώμα μεγαλύτερο, απαλό, μαλακό. Μια θηλή εισχωρεί στο μικρό στόμα του. Ρέει γάλα ζεστό. Καθώς το πίνει σταματά να κλαίει. Χορταίνει, κοιμάται, διψά, ξεδιψά μέρες και νύχτες ολόκληρες. Κάποτε, πίνοντας το γάλα της λησμονιάς ξεχνά ολότελα το πηγάδι του. Εδώ είναι όλα μυρωδιά, γεύση και μια άλλη αφή. Το σώμα του άλλοτε ενώνεται με το μεγάλο σώμα που τον τρέφει κι άλλοτε χωρίζεται απ' αυτό αφήνοντάς τον μόνο.
Άξαφνα βρίσκεται σ’ έναν διάδρομο. Τον διανύει σαν τετράποδο. Στο τέλος του διαδρόμου τον περιμένει μια κλειστή πόρτα. Προσπαθεί να στηριχθεί στα δυο του πόδια για να φτάσει το πόμολο. Τρεκλίζει. Κάποια χέρια την ανοίγουν. Κοιτάζει έκθαμβος ένα πλήθος από πρωτόγνωρα πράγματα γύρω του σε αναρίθμητα σχήματα, χρώματα και μεγέθη, αλλού τακτοποιημένα κι αλλού ανάκατα. Είναι μόνος. Τα κοιτά, τα αγγίζει, τα γλείφει, τα αγκαλιάζει, τα οσφραίνεται. Δε μυρίζουν. Δεν τρώγονται. Δεν τον αγκαλιάζουν. Είναι σκληρά. Δεν ενώνονται με το σώμα του. Τα γκρεμίζει. Ό, τι μπορεί να σπάσει το σπάει με μεγάλη ικανοποίηση. Εδώ είναι όραση. Πού χάθηκε η αφή; Η γεύση και η μυρωδιά πού πήγαν;
Αισθάνεται αμυδρές κινήσεις πίσω από τις κουρτίνες των μεγάλων παραθύρων του δωματίου. Τον παρακολουθούν φαντάσματα. Ίσως να είναι όλοι αυτοί που κατασκεύασαν για χάρη του τα πράγματα. Δεν έχουν πρόσωπο, ούτε σώμα. Μόνο ακούει να του απευθύνουν λέξεις ακατανόητες. Εδώ είναι ήχος. Μα αυτός διψά την αφή...
Αναζητά το μεγάλο σώμα. Κλαίει σπαρακτικά. Όταν το μεγάλο σώμα επιστρέφει όλα είναι αλλιώτικά. Ένας τοίχος διαχωρίζει το πεινασμένο στόμα του από τη θηλή, το γάλα, την αφή, το άρωμα. Το αγαπημένο σώμα αρνείται να τον θρέψει. Ο τοίχος που τους χωρίζει έχει γεύση πικρή. Γλιστρά απελπισμένος απ’ την αγκαλιά και πέφτει. Καθώς τρέχει να γλιτώσει από την πίκρα σκοντάφτει στα αναρίθμητα πράγματα που είναι σωριασμένα στο πάτωμα. Βγαίνει απ’ το δωμάτιο ανακουφισμένος. Πιο μόνος από πριν.
Η σάλα μπροστά του αντί για τοίχους έχει παραμορφωτικούς καθρέφτες. Στην αρχή του φαίνονται αστείοι και γελά. Παντού αντανακλάται ο ίδιος, αλλού ψηλός, αλλού χοντρός, αλλού ξανθός. Αρχίζει να μιλά ξεχωριστά στον καθέναν. Κανείς δεν του απαντά. Όλοι επαναλαμβάνουν τα λόγια του. Θα φταίνε οι λέξεις που χρησιμοποιεί. Θα φταίει ίσως η φωνή του. Αλλάζει φωνή. Αναζητά καινούριες λέξεις να μιλήσει.
Μια καταιγίδα από χαρτιά και μολύβια ορμά στο δωμάτιο από τ’ ανοιχτά παράθυρα και όλα τα παραμορφωμένα είδωλά του προσπαθούν με κάθε τρόπο να τα πιάσουν. Ο ίδιος ελάχιστα τα καταφέρνει. Ούτε να τρέξει μπορεί ούτε ψηλά να πηδήξει. Να κάνει αυτό που κάνουν όλοι οι άλλοι. Νιώθει να πνίγεται μέσα στις αντανακλάσεις. Μέσα στα χαρτιά και τα μολύβια. Παραιτούμενος από κάθε προσπάθεια αποτραβιέται σε μια γωνιά και μένει εκεί ακίνητος με τα χέρια σταυρωμένα. Προτιμά να κοιτά από απόσταση.
Αν το βλέμμα του σταθεί λίγο παραπάνω σε κάποιο είδωλο που τον συγκινεί ο καθρέφτης σπάει αμέσως σε χίλια κομμάτια. Το πλήθος των υπόλοιπων ειδώλων γελά χαιρέκακα κι αυτός σφραγίζει αφτιά και μάτια μη αντέχοντας την απώλεια. Θέλει να βγει απ’ την περίκλειστη σάλα, ψάχνει διέξοδο τρέχοντας αλαφιασμένα, αλλά δεν βρίσκει ούτε πόρτα ούτε χαραμάδα. Εξαντλημένος πέφτει στο πάτωμα και κοιμάται. Κοιμάται μέσα στη σάλα για χρόνια πολλά. Φωνές, σπρωξίματα, ποδοπατήματα ταράζουν τον ύπνο του. Δεν καταφέρνουν να τον ξυπνήσουν.
Κάποτε ένα τρυφερό άγγιγμα πάνω στα βλέφαρα τον αφυπνίζει. Είναι απαλό σαν σύννεφο. Ανοίγει τα μάτια και κοιτάζει σαν να είναι η πρώτη φορά που βλέπει. Σηκώνεται όρθιος και περιεργάζεται το χώρο γύρω του. Το άγγιγμα παραμένει ήσυχο στα βλέφαρά του. Παντού κρεβάτια ξέστρωτα. Πάνω τους περιπτύσσονται σώματα γυμνά. Ζαλισμένος ακόμη απ’ τον ύπνο ο άντρας πηγαίνει από κρεβάτι σε κρεβάτι. Από σώμα σε σώμα. Το άγγιγμα στα βλέφαρα τού παρέχει ασφάλεια ό, τι κι αν κάνει. Πότε πότε στρέφει το βλέμμα ψηλά μήπως μπορέσει να κοιτάξει το άγγιγμα. Αντί γι’ αυτό βλέπει ένα ταβάνι γεμάτο σπασμένους καθρέφτες σαν αυτούς που θρυμματίζονταν όταν παιδί ένα είδωλό του τον συγκινούσε. Κάποιος φαίνεται κόλλησε τα κομμάτια στο ταβάνι φτιάχνοντας ένα αποτρόπαιο ψηφιδωτό που τώρα πολλαπλασιάζει την ενήλικη εικόνα του. Κλείνει τα μάτια και παραδίδεται στις ηδονές. Στο στόμα του η ίδια πικρή γεύση του τοίχου που τον χώρισε κάποτε από τη θηλή και το γάλα της. Όσο κι αν ψάχνει στα σώματα των κρεβατιών, καμιά θηλή δεν ρέει γάλα. Κανένα σώμα δεν ενώνεται με το δικό του.
Πολλές φορές τον πιάνει ένας έντονος πόνος στο στήθος σαν εκείνον που τον έκανε πρώτη φορά να κλάψει βγαίνοντας απ’ το φωτεινό πηγάδι. Δεν τον ομολογεί σε κανέναν. Μόνο διψά αφόρητα. Μανιασμένα αρχίζει να ρουφά τις θηλές που πέφτουν στα κοφτερά του δόντια. Τις δαγκώνει βίαια για να πιει τα πικρά υγρά τους να ξεδιψάσει έστω με τη χολή τους. Πίνει αχόρταγα κι όσο περισσότερο πίνει τόσο περισσότερο διψά. Πίνει για να ξεχάσει τη φαρμακερή πίκρα και τον πόνο. Ώσπου τα καταφέρνει. Από κρεβάτι σε κρεβάτι κι από σώμα σε σώμα κάποτε λησμονεί τον εαυτό του. Αφού δεν υπάρχει, δε νιώθει μοναξιά. Έγινε ίσκιος. Το μόνο υπαρκτό πάνω στον ίσκιο του είναι το άγγιγμα που τον αφύπνισε. Σαν να τον προστατεύει μη σβήσει κι αυτό το ελάχιστο ίχνος που απέμεινε. Το άγγιγμα νανουρίζει τον ίσκιο μ’ ένα τραγούδι κι ο ίσκιος του άντρα πέφτει σε ύπνο. Σε ύπνο βαθύ. Κοιμάται για χρόνια.
Είναι νύχτα σκοτεινή.
Αφέγγαρη. Μέσα στον ύπνο της η σκιά του άντρα σπάει σαν τους καθρέφτες. Λίγο
πριν αφήσει την τελευταία της πνοή την τυλίγει ένα ακατάλυπτο φως που
επανασυνδέει με τρόπο ακατανόητο ένα ένα όλα τα κομμάτια της. Ο άντρας ανασαίνει με σώμα ξανά.
Ανοίγει αργά τα
βλέφαρα γεμάτος έπληξη. Το βλέμμα του δε συναντά τοίχους και ταβάνια, ούτε
καθρέφτες. Βρίσκεται όρθιος μπροστά σ’ ένα ξέφωτο. Πάνω απ’ το κεφάλι του
ουρανός μ’ αστέρια. Μπροστά του μια φτέρη και πίσω απ’ τη φτέρη ένα σπίτι.
Αρχίζει να παίζει με το φύλλωμά της της φτέρης. Να χαϊδεύεται. Αρχίζει να περιστρέφεται
μέσα της και να γελά σαν παιδί. Το ακατάλυπτο φως τον τυλίγει. Αφού τον αφήνει
να γελάσει με την καρδιά του τον ωθεί απαλά στην πλάτη για να προχωρήσει.
Παραμερίζει την φτέρη και προχωρά αργά
σαν μαγεμένος. Φτάνει στο Σπίτι των Ονείρων. Οι εξωτερικοί του τοίχοι είναι σαν σπό άμμο χρυσή πλασμένη από χέρια παιδιών. Από τ’ ανοιχτά του παράθυρα
ακούγεται ένα τραγούδι. Το τραγούδι που τραγουδούσε λίγο πριν πίσω απ’ τη φτέρη
σαν τραυλό αηδόνι. Της γιαγιάς το
νανούρισμα.
Βγάζει ρούχα και παπούτσια μπροστά στην είσοδο. Γυμνός θέλει να
μπει. Η εξώπορτα είναι μαλακή. Ευωδιάζει γάλα. Ταραγμένος λιγάκι από την
λησμονημένη μυρωδιά, ο άντρας κάνει τον σταυρό του δίχως να γνωρίζει γιατί. Δεν γνωρίζει ούτε γιατί του έρχεται να σκύψει και να
προσκυνήσει την πόρτα μα το κάνει. Με το που την προσκυνά περνά από μέσα της χωρίς να
συναντήσει καμιά αντίσταση.
Βαδίζει σαν να μη
βαδίζει.
Κολυμπά μέσα σ’ ένα βαθύ φωτεινό πηγάδι. Απόμακροι ήχοι ταράζουν πότε πότε τα νερά. Ανασαίνει δίχως προσπάθεια. Το φως τον πλημμυρίζει. Κουνά αργά τα χέρια και τα πόδια του χωρίς κόπο και σκοπό. Δεν τα κουνά προκειμένου να επιπλεύσει ή να κολυμπήσει. Δε θα άλλαζε τίποτα αν δεν τα κουνούσε, -το ξέρει. Το κάνει μόνο από χαρά. Από χαρά για τη χαρά. Η πυκνότητα του υγρού ενώνεται με την πυκνότητα του σώματός του που είναι τόσο ελαφρύ ώστε σχεδόν δεν το νιώθει. Όλα γύρω του και μέσα του είναι απαλά, υγρά, στρογγυλά. Όλα είναι αφή. Μια ανυπέρβλητη ηδονή. Χρυσή. Ατόφια. Βρεφική.
Σημείωμα
"Το Σπίτι των Ονείρων" γράφτηκε τον Ιούλιο του 2011 και διορθώθηκε τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς. Βασλική Νευροκοπλή.