Labels

Monday, January 30, 2012

Οι τρεις Ιεράρχες




« Το μοναστήρι της ΣιμωνόπετραςΟι τρείς Ιεράρχες ( Γρηγόριος ο Θεολόγος,Ιωάννης ο Χρυσόστομος,Βασίλειος ο Μέγας)
Ὁμοὺ δίκαιον τρεῖς σέβειν Ἐωσφόρους,
Φῶς τρισσολαμπὲς πηγάσαντες ἐν βίω.
Κοινὸν τὸν ὕμνον προσφέρειν πάντας θέμις,
Τοῖς ἐκχέασι πάσι κοινὴν τὴν χάριν.
Ἔαρ χελιδὼν οὐ καθίστησι μία·
Αἳ τρεῖς ἀηδόνες δὲ τῶν ψυχῶν ἔαρ.
Τὴν μὲν νοητὴν ἡ Τριὰς λάμπει κτίσιν,
Τριὰς γὲ μὴν αὔτη δὲ τὴν ὀρωμένην.
Ἀπώλεσαν μὲν οἱ πάλαι Θεοῦ σέβας,
Ἐξ Ἡλίου τὲ καὶ Σελήνης ἀφρόνως·
Κάλλoς γὰρ αὐτῶν θαυμάσαντες καὶ τάχος,
Ὥσπερ θεοῖς προσῆγον οὐκ ὀρθῶς σέβας.
Ἐκ τῶν τριῶν τούτων δὲ φωστήρων πάλιν,
Ἠμεῖς ἀνηνέχθημεν εἰς Θεοῦ σέβας,
Κάλλει βίου γάρ, τὴ τὲ πειθοὶ τῶν λόγων,
Πείθουσι πάντας τὸν μόνον Κτίστην σέβειν.
Κτίσιν συνιστᾶ τὴν δὲ τὴν ὀρωμένην,
Τὸ Πῦρ, Ἀήρ, Ὕδωρ τέ, καὶ Γὴς ἡ φύσις.
Οἱ δ αὖ συνιστῶντες τὲ κόσμον τὸν μέγαν,
Τὴν πρὸς Θεὸν τὲ Πίστιν, ὡς ἄλλην κτίσιν
Στοιχειακῆς φέρουσι Τριάδος τύπον.
Μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδενὸς τῶν γηΐνων,
Καὶ γήϊνον νοῦν ἔσχον οὐδὲν ἐν λόγοις.
Ὁ Γρηγόριος γὰρ πῦρ πνέει νοῦς τὸν λόγον,
Πρὸς ὕψος αὖ πείθοντα πάντα ἐκτρέχειν.
Τοῖς λιποθυμήσασι δ ἐκ παθῶν πάλιν,
Ἀναπνοὴ τὶς οἱ Βασιλείου λόγοι.
Μιμούμενος δὲ τὴν ροὴν τῶν ὑδάτων,
Ὁ καρδίαν τὲ καὶ στόμα χρυσοὺς μόνος,
Τοὺς ἐκτακέντας ἐκ παθῶν ἀναψύχει.
Οὕτω πρὸς ὕψος τὴν βροτῶν πάσαν φύσιν,
Ἐκ τῆς χθονὸς φέρουσι τοῖς τούτων λόγοις.


Λάμψεν ἐνὶ τριακοστὴ χρυσοτρισήλιος αἴγλη.


Σχετικά με την εορτή
Ἡ αἰτία γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἑξῆς γεγονός:
Κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081 – 1118 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε στὴ βασιλικὴ ἐξουσία τὸν Νικηφόρο Γ’ τὸν Βοτενειάτη (1078 – 1081 μ.Χ.), ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη φιλονικία ἀνάμεσα σὲ λόγιους καὶ ἐνάρετους ἄνδρες. Ἄλλοι θεωροῦσαν ἀνώτερο τὸν Μέγα Βασίλειο (βλέπε 1 Ἰανουαρίου), χαρακτηρίζοντας τὸν μεγαλοφυΐα καὶ ὑπέροχη φυσιογνωμία. Ἄλλοι τοποθετοῦσαν ψηλὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο (βλέπε 13 Νοεμβρίου) καὶ τὸν θεωροῦσαν ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Γρηγόριο καί, τέλος, ἄλλοι, προσκείμενοι στὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (βλέπε 25 Ἰανουαρίου), θεωροῦσαν αὐτὸν ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Βασίλειο καὶ τὸν Χρυσόστομο. Ἡ φιλονικία αὐτὴ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ διαιρεθοῦν τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν καὶ ἄλλοι ὀνομάζονταν «Ἰωαννίτες», ἄλλοι «Βασιλεῖτες» καὶ ἄλλοι «Γρηγορίτες».
Στὴν ἔριδα αὐτὴ ἔθεσε τέλος ὁ Μητροπολίτης Εὐχαΐτων, Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους. Αὐτός, κατὰ τὴν διήγηση τοῦ Συναξαριστῆ, εἶδε σὲ ὀπτασία τοὺς μέγιστους αὐτοὺς Ἱεράρχες, πρῶτα καθένα χωριστὰ καὶ στὴ συνέχεια καὶ τοὺς τρεῖς μαζί. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν: «Ἐμεῖς, ὅπως βλέπεις, εἴμαστε ἕνα κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μᾶς χωρίζει ἢ νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀντιδικοῦμε. Ὅμως, κάτω ἀπὸ τὶς ἰδιαίτερες χρονικὲς συγκυρίες καὶ περιστάσεις ποὺ βρέθηκε ὁ καθένας μας, κινούμενοι καὶ καθοδηγούμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γράψαμε σὲ συγγράμματα καὶ μὲ τὸν τρόπο τοῦ ὁ καθένας, διδασκαλίες ποὺ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους νὰ βροῦν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Ἐπίσης, τὶς βαθύτερες θεῖες ἀλήθειες, στὶς ὁποῖες μπορέσαμε νὰ διεισδύσουμε μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὶς συμπεριλάβαμε σὲ συγγράμματα ποὺ ἐκδώσαμε. Καὶ ἀνάμεσά μας δὲν ὑπάρχει οὔτε πρῶτος, οὔτε δεύτερος, ἀλλά, ἂν πεῖς τὸν ἕνα, συμπορεύονται δίπλα του καὶ οἱ δύο ἄλλοι.


Σήκω, λοιπόν, καὶ δῶσε ἐντολὴ στοὺς φιλονικοῦντες νὰ σταματήσουν τὶς ἔριδες καὶ νὰ πάψουν νὰ χωρίζονται γιὰ ἐμᾶς. Γιατί ἐμεῖς, καὶ στὴν ἐπίγεια ζωὴ ποὺ εἴμασταν καὶ στὴν οὐράνια ποὺ μεταβήκαμε, φροντίζαμε καὶ φροντίζουμε νὰ εἰρηνεύουμε καὶ νὰ ὁδηγοῦμε σὲ ὁμόνοια τὸν κόσμο. Καὶ ὅρισε μία ἡμέρα νὰ ἑορτάζεται ἀπὸ κοινοῦ ἡ μνήμη μας καὶ καθὼς εἶναι χρέος σου, νὰ ἐνεργήσεις νὰ εἰσαχθεῖ ἡ ἑορτὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ συνταχθεῖ ἡ ἱερὴ ἀκολουθία.
Ἀκόμη ἕνα χρέος σου, νὰ παραδόσεις στὶς μελλοντικὲς γενιὲς ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα γιὰ τὸν Θεό. Βεβαίως καὶ ἐμεῖς θὰ συμπράξουμε γιὰ τὴ σωτηρία ἐκείνων ποὺ θὰ ἑορτάζουν τὴ μνήμη μας, γιατί ἔχουμε καὶ ἐμεῖς παρρησία ἐνώπιόν του Θεοῦ».
Ἔτσι ὁ Ἐπίσκοπος Εὐχαΐτων Ἰωάννης ἀνέλαβε τὴ συμφιλίωση τῶν διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε τὴν ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου καὶ συνέγραψε καὶ κοινὴ Ἀκολουθία, ἀντάξια τῶν τριῶν Μεγάλων Πατέρων.
Ἡ ἑορτὴ αὐτῆς τῆς Συνάξεως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀποτελεῖ τὸ ὁρατὸ σύμβολο τῆς ἰσότητας καὶ τῆς ἑνότητας τῶν Μεγάλων Διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι δίδαξαν μὲ τὸν ἅγιο βίο τοὺς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐξ’ αἰτίας τῆς ταπεινώσεώς τους μπροστὰ στὴν ἀλήθεια, ἔχουν λάβει τὸ χάρισμα νὰ ἐκφράζουν τὴν καθολικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι διδάσκουν δὲν εἶναι ἁπλῶς δική τους σκέψη ἢ προσωπική τους πεποίθηση, ἀλλὰ εἶναι ἐπιπλέον ἡ ἴδια ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μιλοῦν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καθολικῆς της πληρότητας.
Περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα μ.Χ. ἀνεγέρθη ναὸς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, δίπλα σχεδὸν στὴ μονὴ τῆς Παναχράντου.






Ἀπολυτίκιον
Ἦχος Α’.
Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστήρας τῆς Τρισηλίου θεότητος,
τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας,
τοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας,
τοὺς τὴν κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας,
Βασίλειον τὸν μέγαν, καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον,
σὺν τῷ κλεινῶ Ἰωάννη, τῷ τὴν γλώτταν χρυσορρήμονι,
πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν·


αὐτοὶ γὰρ τὴ Τριάδι, ὑπὲρ ὑμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσιν.






Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς Ἱεροὺς καὶ θεοφθόγγους Κήρυκας,


τὴν κορυφὴν τῶν Διδασκάλων Κύριε,
προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν·
τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν κάματον,
ἐδέξω ὑπὲρ πάσαν ὁλοκάρπωσιν

Πηγή! Aerapatera
,http://aerapatera.wordpress.com/2012/01/30/%ce%bf%ce%b9-%cf%84%cf%81%ce%b5%ce%af%cf%82-%ce%b9%ce%b5%cf%81%ce%ac%cf%81%cf%87%ce%b5%cf%82-%ce%b3%cf%81%ce%b7%ce%b3%cf%8c%cf%81%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%bf-%ce%b8%ce%b5%ce%bf%ce%bb%cf%8c%ce%b3%ce%bf/
ὁ μόνος δοξάζων τοὺς Ἁγίους σου.

Sunday, January 22, 2012

Καλή βδομάδα Ελπίδα!






Ξημερώνει




Στο μαύρο τ' ουρανού τετράδιο


λεπτότατη γραμμή φωτός


με προσκαλεί


να γράψω πάνω της


την πρωινή μου ορθογραφία




Φυλλομετρώ των σπλάχνων μου το λεξικό:


Η "ελπίδα" ακόμα γράφεται με γιώτα, βλέπω


Γιώτα ψηλό, ευθυτενές, τόσο θεόρατο


που οι ρίζες του φυλάγονται απ' τα μάτια μου


στο χώμα


και τ' άνθη του βυθίζονται


στο φως που ξημερώνει




Με γιώτα γράφεται η "ελπίδα"


Αυτή είναι η καθημερινή μου ορθογραφία




- κι αν λησμονήσω να προσθέσω στη λέξη τόνο


δε με μέλλει


Έχει υπόστεγο


έναν ολάκερο Θεό


που μεριμνά





Friday, January 20, 2012

Τάσος Λειβαδίτης - Συνομιλίες




Κύριε, σε αναζήτησα παντού: 
στις δόξες της γης και τ' ουρανού, 
στο μεγαλείο των μητροπόλεων, 
στων εποχών τα σταυροδρόμια -
κι εσύ περνούσες ταπεινά κι αθόρυβα 
στον πιο ακαθόριστο τη νύχτα ρεμβασμό μου.



"Κύριε, είσαι κρυμμένος πίσω απο τόσα αινίγματα,
ίσκιους, σκοτεινές παραβολές...πώς να σε βρω;          Όμως είναι στιγμές που σ'αναγνωρίζω:                           μια ξαφνική αφθονία στην καρδιά μου Σε προδίνει.      Κύριε μόνο με την σιωπή σε νοιώθουμε.                       Κάθε ομιλία σε πληγώνει.                                               Κι οι λέξεις μας είναι τα τραύματά σου απ΄όπου,              μαζί με το αίμα σου στάζει και λίγη απεραντοσύνη.        Κύριε, είσαι το καθημερινό ψωμί μας,  η μεγάλη νοσταλγία μας να ξαναγυρίσουμε - πού;                                      Είσαι η μήτρα που θα μας γεννήσει με το θάνατό μας.Αμήν. "



Κύριε, η αμαρτία μου στάθηκε 

ότι θέλησα να εξιχνιάσω το αίνιγμα σου,

να εισδύσω στο μυστήριό σου,

κι έτσι παραπλανήθηκα ο τρελός

-αφού εγώ είμαι,

το μεγάλο Μυστικό Σου. 


Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988)

απ’τη συλλογή  »Συνομιλίες» [ΠΟΙΗΣΗ Γ' ΤΟΜΟΣ]


Κύριε, αμαρτησα ενώπιόν σου:
ονειρεύτηκα πολύ.
Έτσι, ξέχασα να ζήσω...





Το βίντεο δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της εκδήλωσης - αφιέρωμα, του 2ου Λυκείου Καισαριανής, στον Ποιητή , Τάσο Λειβαδίτη, στις 22 Ιουνίου 2010 * Αφιερωμένο , σ' αυτούς, που δε σταματούν ποτέ να ονειρεύονται .. και να ελπίζουν .. " Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει " Τάσος Λειβαδίτης 





Wednesday, January 18, 2012

Ξένια Καλογεροπούλου, αιώνιο παιδί




Η Ξένια Καλογεροπούλου είναι παιδί. Ένα αιώνιο παιδί. Με την απλότητα, την ειλικρίνεια, την αγνότητα, ίσως-ίσως και την αφέλεια ενός παιδιού. Κάποιοι άνθρωποι, όσο και να μεγαλώσουν, δεν ‘μεγαλώνουν’. Το πιο σημαντικό για κάποιον είναι να του ευχηθείς να παραμείνει παιδί. Στην Ξένια Καλογεροπούλου οι ευχές πάνε περίπατο γιατί είναι περιττές. Η συζήτηση μας έγινε εν ακροάσει θεατρόφιλου κοινού παιδιών στο θέατρο «Μικρή Πόρτα». Τι όμορφη λέξη! «Πόρτα»! Ανοίγεις και μπαίνεις. Ελάτε, γυρίστε το χερούλι, σπρώξτε την ‘πόρτα’ και πάμε παρέα να συναντήσουμε τον μαγικό κόσμο της Ξένιας.
Τι έχετε μάθει από τα παιδιά;
«Μου μαθαίνουν ακόμα πολλά και στο θέατρο και στο εργαστήρι. Τα παιδιά σε βοηθούν να ανακαλύπτεις πράγματα, να ψάχνεσαι και να βλέπεις, Είσαι αλλιώς  ανοιχτός, όταν έχεις διαρκή επαφή με τα παιδιά».
«Οδυσσεβάχ» τότε.
«Στον Οδυσσεβάχ είχα ένα τεράστιο θέμα γιατί ό,τι είχα στο μυαλό μου ήθελα να καταγραφεί σε σενάριο, αλλά δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να το γράψω εγώ. Αρχική πρόθεση ήταν να φτιάξω την ιδέα και εν συνεχεία να το δώσω σε άλλο συγγραφέα. Μετά δεν ήθελα να το δώσω γιατί κανείς δεν θα έκανε ό,τι ακριβώς είχα στο μυαλό μου. Έτσι το ‘έγραψα μόνη μου με αποτέλεσμα άλλες φορές να είμαι περήφανη για τον εαυτό μου και άλλες να πιστεύω πωςουν βλάκας. Το καταπληκτικό πάντως ήταν ότι, όπου φανταζόμουν ότι θα γελάσουν τα παιδιά, τα παιδιά γελούσαν και όπου περίμενα ότι θα είναι αμίλητα έμεναν σιωπηλά. Δηλαδή, σε κάθε στιγμή του έργου προέβλεπα τι θα συνέβαινε. Για αυτό και θεωρώ ότι ο Οδυσσεβάχ έχει 40αρίσει, γιατί τότε που πρωτοξεκίνησα να τον γράφω βρέθηκε ένας δικός μου δρόμος».
«Οδυσσεβάχ» σήμερα.
«Δεν αρκεστήκαμε στο να ανεβάσουμε ένα ωραίο ξένο έργο. Ξεκίνησε με τον Φασούλη, πήγε στον Μοσχόπουλο και έφτασε στον Δημήτρη Καραντζά. Σήμερα, λοιπόν, είναι ο «Οδυσσεβάχ» αλλιώτικος – αλλιώτικος (όπως λέμε και στο πρόγραμμα), τελείως διαφορετικός σε σχέση με τον «Οδυσσεβάχ» του 1981. Το κείμενο είναι ακριβώς όπως τότε, έχει όμως αλλάξει ουσιαστικά ο τρόπος που δίνεται. Στην αρχή τρόμαζα με τις ιδέες που είχε ο νυν σκηνοθέτης του Δημήτρη Καραντζιά, αλλά εν συνεχεία η τόλμη του ήταν ό,τι  χρειαζόμασταν για τις φετινές παραστάσεις».
Ποια στοιχεία πρέπει να διαθέτει κάποιος για να συνεργαστεί μαζί σας;
«Ό,τι έχει ο Γιώργος Χρυσοστόμου που πρωταγωνιστεί στον «Οδυσσεβάχ». Ο Γιώργος- που έχει δουλέψει και στο παρελθόν μαζί μας στην «Πεντάμορφη και το τέρας»- έχει εξαιρετική κίνηση, πολύ ωραία φωνή, είναι πολύ εργατικός, ταλαντούχος, έχει τρομερή πειθαρχία και αντιμετωπίζει, όπως και όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης,  το έργο με ματιά πολύ διεισδυτική, πολύ βαθιά.. Ο Γιώργος βγάζει μια ποιότητα πολύ βαθιά στον «Οδυσσεβάχ», που την ήθελα. Ο Οδυσσεβάχ είναι κάποιος που έχει μυστικά, κάτι κρύβει, δεν τον ξέρουμε εντελώς, δεν δείχνει τη συγκίνησή του, τις αγωνίες και τους φόβους του, ακόμη και  τις χαρές του. Μας αφήνει να το μαντεύουμε. Αυτό είναι σημαντικό προσόν για ένα ηθοποιό που υποδύεται τον Οδυσσεβάχ, για το θέατρο γενικά και μάλιστα για το παιδικό θέατρο. Πιστεύω ότι το θέατρο για παιδιά πρέπει να έχει ένα πρώτο επίπεδο πάρα πολύ απλό για να μην βαριούνται, να έχει κάτι πίσω από αυτό και να έχει κάτι στο βάθος ένα μήνυμα που παραμένει μυστικό. Δηλαδή, τα παιδιά καταλαβαίνουν ό,τι υπάρχει, αλλά και θέλουν να το μαντεύουν. Βέβαια, το ίδιο συμβαίνει με οποιοδήποτε έργο για μεγάλους, όπως μια τραγωδία. Είναι και απαραίτητο για να μαγεύεται ο θεατής. Για να ερωτευόμαστε τα πράγματα – και τους ανθρώπους- πρέπει να έχουν και μυστικά. Και, βεβαίως, θέλω να έχουν οι ηθοποιοί σκηνικό ήθος».
Τι ορίζετε ως  ‘‘σκηνικό ήθος’’;
«Εννοώ το να καταλαβαίνουν οι ηθοποιοί το σύνολο της δουλειάς που πρόκειται να βγει, να μην σκέπτονται μόνο πώς θα βγει ο εαυτός τους. Θέλω να είναι ανοιχτοί στο σύνολο της δουλειάς. Να είναι πολύ δουλευταράδες, σταθεροί σε αυτό που κάνουν. Μια παράσταση για παιδιά θέλει τρομερή ακρίβεια. Από τις λεπτομέρειες, λόγου χάρη, που έχουμε δουλέψει στον Οδυσσεβάχ, δεν πρέπει να αλλαχθεί τίποτα απολύτως. Πρέπει να παραμείνουν πάση θυσία σταθερές οι κινήσεις. Μόνο έτσι διαφυλάσσεται η παράσταση μέχρι το τέλος. Και αυτό γίνεται μόνο με ηθοποιούς που διαθέτουν σκηνικό ήθος. Αν είναι ηθοποιοί που έχουν μια αυταρέσκεια, δεν κάνουν. Αν πάλι θέλουν να τους εμπνεύσει το κοινό σε κάτι, μπορούν να το εντάξουν σε μια παράσταση, αλλά όχι κάθε φορά να παρασύρονται από το κοινό. Επίσης, μου αρέσουν πολύ οι ηθοποιοί που ψάχνονται, μελετούν, διαβάζουν, προσέχουν την κίνηση τους πάρα πολύ, μαθαίνουν μουσική, δουλεύουν πολύ τα κορμιά τους ώστε να υπάρχει ακρίβεια, πράγμα που στην εποχή μου δεν υπήρχε. Δεν μας ζητούσε κανείς, ούτε την ακρίβεια, ούτε το ‘βάρος’, βάζαμε, λοιπόν, μπόλικο συναίσθημα». 
Τι θα λέγατε στους γονείς, αν ήταν εφικτό;
«Το τραγικό πια είναι δεν μπορείς να πεις τίποτα, γιατί που έχουν πεθάνει. Είναι ένα από τα πράγματα που με πονάνε πολύ. Υπάρχουν πράγματα που θα ήθελα να τους είχα ρωτήσει και δεν το έκανα. Να ρωτήσω τον μπαμπά μου «γιατί μου το είπες αυτό τότε;». Πήγα στη Ρωσία, στην Αγία Πετρούπολη  για να βρω το σπίτι που γεννήθηκε η μητέρα μου στην πόλη όπου έμενε και ο Τσάρος. Μού το είχε περιγράψει η μητέρα μου, αλλά δεν είχα τη διεύθυνση, οπότε ρωτώντας έμαθα ότι βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το ΙΚΑ. Όταν το είδα έβαλα τα κλάματα. Ήθελα, λοιπόν, να ρωτήσω τη μητέρα μου χίλια πράγματα για αυτό το σπίτι, που εκείνη, όταν ζούσε, μου έλεγε πολλά, αλλά δεν την ρώτησα και άλλα. Μου ‘λεγε, λοιπόν, ότι τα παράθυρα ήταν κλειστά το χειμώνα και το καλοκαίρι που τα άνοιγαν ερχόταν μέσα στο σπίτι ένας τρομακτικός θόρυβος. Και αναρωτιέμαι, τι ήταν εκείνος ο θόρυβος. Τώρα υπάρχει μια λεωφόρος που περνούν πολύ λίγα αυτοκίνητα και πια δεν υπάρχει κανένας θόρυβος, αλλά υποθέτω πως τότε ήταν τα αμάξια με τα άλογα που τρέχοντας έκαναν τέτοιο θόρυβο. Αυτό είναι ένα πολύ απλό παράδειγμα, αλλά υπάρχουν και άλλα πράγματα πολύ πιο περίπλοκα που ήθελα να τους έχω ρωτήσει, όταν πχ χωρίσανε, όταν αρρώστησαν. Ήθελα, απλώς, να έχω καθίσει κοντά τους και να τους είχα κάνει πολλά ερωτήματα».
Πώς ήταν η Ξένια παιδί; Αν μεγάλωσε δηλαδή ποτέ…
«Επειδή ζούσα στο Ψυχικό που ήταν αποκομμένο από την Αθήνα, διάβαζα πολλά βιβλία, μα πάρα πολλά βιβλία, διάβαζα γαλλικά, προτού πάω σχολείο. Ήμουν μοναχοπαίδι και έμενα πολλές ώρες μόνη μου, αλλά δεν με ενοχλούσε καθόλου. Δεν βαριόμουν καθόλου μόνη μου. Έφτιαχνα ιστορίες με το μυαλό μου και μετά τις έπαιζα κιόλας. Ζούσα φανταστικές ιστορίες.»
Πώς είναι σήμερα το παιδικό και εν γένει το θέατρο στην επικίνδυνη πια Αθήνα;
«Είναι επικίνδυνη και είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι κάποιες ομάδες νέων ηθοποιών δρουν σε σημεία πολύ επικίνδυνα, που λες ‘‘αμάν να φτάσω στο ταμείο’’. Είναι καλό να  υπάρχουν πολλές τέτοιες ομάδες, άλλες αξίζουν, άλλες δεν έχουν και σπουδαία πράγματα να δείξουν ή κάνουν περιττά πράγματα, που για τους ίδιους αποτελούν  ανάγκη. Η ποσότητα είναι λίγο τρομακτική, αλλά μέσα από την ποσότητα ξεπετάγονται και νέα πρόσωπα. Τώρα, το θέατρο για παιδιά έχει αναπτυχθεί σε υπερβολική ποσότητα, υπάρχει έντονο επαγγελματικό επίπεδο με φωτιστές, ηχολήπτες και ένα σωρό τεχνικούς, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι όλα καλά. Υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία που βασίζεται στο θεαματικό και υπερβολικό σκηνικό διάκοσμο σε σημείο παρδαλότητας, μια τάση να βασίζεται σε τραγουδάκια πολλά, σε κάτι που είναι πολύ φασαριόζικο αισθητικά και ακουστικά και που μπορεί να μην έχει κανένα περιεχόμενο, να είναι άδειο ουσιαστικά. Διεθνώς, η κατεύθυνση στα φεστιβάλ για παιδικό θέατρο είναι η απλότητα.. Οι παραστάσεις ήταν εικαστικά εξαιρετικά απλές, με περιεχόμενο βαθύ, ποιητικό τολμηρό, που αγγίζει θέματα χωρίς φόβο. Εμείς, πέρυσι, στον «Τυχερό στρατιώτη» σε κάποιο σημείο μιλούσαμε για το θάνατο και αυτό τρόμαξε πάρα πολύ τους γονείς. Όχι τα παιδιά. Έχουμε παίξει έργα, όπως «το αγόρι με τη βαλίτσα» και οι άνθρωποι έλεγαν ‘‘θα πάμε να δούμε τους μετανάστες, τους κουρελήδες, ας πάμε να δούμε μάγισσες με ωραία κοστούμια’’. Ήταν κρίμα. Τα παιδιά είναι ανοιχτά στις νέες ιδέες, δεν έχουν προκαταλήψεις, είναι έτοιμα να δεχτούν ό,τι θέμα τους δώσεις, αρκεί να μην βαρεθούν. Φέτος δεν έχω πάει σε κάποια παράσταση, αλλά δεν νομίζω να αξίζουν περισσότερες από τρεις».
Χρέη στην εποχή του Μορμόλη. Χρέη σήμερα υπάρχουν; Πώς συμπεριφέρεται η πολιτεία στο θέατρο για παιδιά;
«Μεγάλη πληγή πια. Με την εποχή του Θάνου Μικρούτσικου που το υπουργείο ήταν πολύ γενναιόδωρο σε επιλεγμένους θιάσους, ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να κάνω ό,τι ονειρεύτηκα χωρίς άγχος. Κάναμε «το σκλαβί» μια παράσταση με τεράστια επιτυχία, όπου πληρώθηκαν οι συντελεστές ακόμα και για τις πρόβες τους. Συνεργαστήκαμε και με το πρόγραμμα «Μελίνα» και από ευγνωμοσύνη για το υπουργείο τότε είπα ότι ‘‘κάνω την παράσταση δώρο, δεν θέλω καθόλου χρήματα’’. Μετά άρχισαν να λιγοστεύουν οι επιχορηγήσεις και να αυξάνονται οι δυσκολίες. Δεν είχαμε φανταστεί ότι θα συνέβαινε ό,τι συνέβη πέρυσι. Κανείς δεν μας είπε να λάβουμε μέτρα, επειδή δεν θα παίρναμε την επόμενη χρονιά επιχορηγήσεις. Βρεθήκαμε άφραγκοι. Ξεκινήσαμε φέτος χωρίς να πληρώσουμε κανένα. Δόξα τω Θεώ πάμε πολύ καλά και αρχίζουν οι ηθοποιοί να πληρώνονται. Η επιτροπή θα αποφασίσει, αν θα δώσει κάποια χρήματα. Μπορεί η 40οστή χρονιά του Θεάτρου Μικρή Πόρτα να είναι και η τελευταία την επόμενη χρονιά».   
Τι σας φοβίζει;
«Η υγεία των δικών μου ανθρώπων, φίλων, συνεργατών, οικογένειας. Γενικά με φοβίζει το πού πάμε από ηθικής πλευράς πια, και για τον τόπο μου και διεθνώς. Ως παιδί ήμουν περήφανη που ήμουν ελληνίδα, τώρα, ούτε περήφανη είμαι, ούτε και αισιόδοξη».
Τι δεν συγχωρείτε σε κάποιον;
«Την ψευτιά, την διπλοπροσωπία, την έλλειψη ευαισθησία σε όλα τα επίπεδα, να μην φέρεται καλά κάποιος σε αδύναμο ή σε παιδί. Γενικά μάλλον είμαι υπομονετική και βολική στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους».
Τα άμεσα σχέδιά σας.
«’Ανεβάζουμε’ τον «Μάκμπεθ» του Σαίξπηρ στις 18 Ιανουαρίου, στη «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών». Υποδύομαι μια μάγισσα. Η πολλή δουλειά γίνεται πάνω στη ψυχολογία των ανθρώπων του έργου. Η μάγισσα δεν έχει τέτοια, αλλά είναι ενδιαφέρων ο τρόπος που προσεγγίζεται το έργο. Επίσης, θα αρχίσω να ετοιμάζω ένα έργο που λέγεται «Πού είναι ;» και θα πρωταγωνιστήσει η Άννα Μάσχα και αφορά σε πολύ μικρά παιδιά. Η συγγραφή του «Μίλτος» είναι έτοιμη από μένα και θα ανέβει στα σχολεία. Πρόκειται για έναν μονόλογο. Παράλληλα θα γράψω και ένα έργο που λέγεται «Πέρα από το δάσος». Και συνεχίζονται τα μαθήματα στο «Εργαστήρι Θεάτρου Πόρτα».
*Η συζήτηση μεταδόθηκε από τον Ρ/Σ «Παλμός 99.5» στις 27/11/2011.
** Ο «Οδυσσεβάχ» θα παίζεται στην «Μικρή Πόρτα» μέχρι και την Κυριακή των Βαΐων 2012.
*** Ο «Μακμπεθ» του Σαίξπηρ από σήμερα μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου 


Το Παραμύθι της Μουσικής στο Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης την Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012



Η συγγραφέας Βασιλική Νευροκοπλή αφηγείται
"Το Παραμύθι της Μουσικής"
με συνοδεία ζωντανής μουσικής από τον συνθέτη
Κυριάκο Καλαϊτζίδη (ούτι) και προβολή εικόνων.

Το "Παραμύθι της Μουσικής" παρουσιάζει σε μικρούς και μεγάλους τα μουσικά όργανα και τις μελωδίες της Μεσογείου, ενώ παράλληλα προσεγγίζει τη διαφορετικότητα και την αποδοχή του "άλλου".
Πάνω απ' όλα, μας ταξιδεύει σε έναν ολόκληρο κόσμο, αυτόν της Μεσογείου, που αποτελεί την ευρύτερη "γειτονιά" μας ως προς τα μουσικά βιώματα και την κοινή του παράδοση στην τέχνη και τον πολιτισμό.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012, 12.00 - 13.00 Για γονείς και παιδιά δημοτικού.



Monday, January 16, 2012

ΕΚΕΒΙ - Πρόγραμμα Φιλαναγνωσίας - Κάτι αλλάζει στο χώρο του παιδικού βιβλίου


Μπαίνοντας στο site του ΕΚΕΒΙ (Εθνικό Κέντρο Bιβλίου), και πατώντας το ακόλουθο λινκ: 
http://www.philanagnosia.gr/, μπορείτε να περιηγηθείτε στο πρόγραμμα Φιλαναγωσιας που εδώ και λίγο καιρό έχει ενεργοποιηθεί και θα διαρκέσει τρία χρόνια. Στη σελίδα αυτή θα δείτε διάφορα παράθυρα που αφορούν: γνωριμία με τους δημιουργούς, επιμορφώσεις, ψηφιακούς φακέλους, λέσχες ανάγνωσεις, ψηφιακές συναντήσεις, καθώς και ένα παράθυρο μέσα στο οποίο απαντώνται πολλές από τις συχνές ερωτήσεις.

Το εν λόγω πρόγραμμα αφορά καταρχάς 960 Δημοτικά σχολεία με ενιαίο αναμορφωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε όλη τη χώρα. Μία από τις δράσεις του προγράμματος  σχετίζεται με την επίσκεψη δημιουργών στα συγκεκριμένα σχολεία που επιλέγουν και ζητούν από το ΕΚΕΒΙ έναν συγγραφέα ή εικονογράφο της αρεσκείας τους και ύστερα προετοιμάζονται κατάλληλα για την καθορισμένη επίσκεψή του.

Θα παρουσιάσω εδώ μία από τις επισκέψεις που έκανα μέχρι τώρα, διότι, έχονατς πλέον μια αρκετά μεγάλη εμπειρία παρουσιάσεων και επισκέψεων στα σχολεία, διαπίστωσα πως μέσα στα πλαίσια του προγράμματος της Φιλαναγνωσίας πολλά είναι αυτά που αλλάζουν, και μάλιστα προς το καλύτερο, στο χώρο του παιδικού βιβλίου, όπως αυτός ζωντανεύει μέσα στην εκπαιδευτική πραγματικότητα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το σημείωμα του απολογισμού που έστειλα και στο ΕΚΕΒΙ, όπως μας το ζητά μετά από κάθε μας επίσκεψη.




Η επίσκεψή μου στο 13ο Δημ. Σχ. Πολίχνης Θεσσαλονίκης ήταν μια μοναδική εμπειρία από όλες τις πλευρές..

Η υποδοχή των δασκάλων και της διευθύντριας ξεχωριστά θερμή. Ξεκινήσαμε στις 10.00πμ. και φτάσαμε απνευστί σχεδόν μέχρι τις 14.30μμ. Από την αρχή με παρακάλεσαν οι δύο δασκάλες της Γ΄ τάξης, με τις οποίες είχε συμφωνηθεί η συνεργασία, να δεχτώ και τα παιδιά της Β΄, που είχαν υποσχεθεί πως θα είναι πολύ ήσυχα και δε θα μας ενοχλήσουν καθόλου, αλλά ήθελαν πολύ να παρευρίσκονται γιατί είχαν διαβάσει το «Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται» και ήθελαν πολύ να γνωρίσουν τη συγγραφέα του. Φυσικά και δέχτηκα.




Όταν μπήκαμε στην αίθουσα των εκδηλώσεων ζήτησα ένα μικρόφωνο, αλλά με διαβεβαίωσαν πως δε θα χρειαστεί γιατί τα παιδιά θα είναι πολύ ήσυχα και το μικρόφωνο είναι πολύ «κρύο πράγμα». Αν και είχα αμφιβολίες δέχτηκα, έστω δοκιμαστικά στην αρχή, και αποδείχθηκε πως οι δασκάλες είχαν δίκιο. Εβδομήντα περίπου μικρά παιδιά κάθισαν τόσο ήσυχα και ήταν τόσο συγκεντρωμένα που ήταν πράγματι αξιοθαύμαστο.



Κάτω από τη σκηνή του θεάτρου είχαν φτιάξει ένα μεγάλο χαρτόνι με ζωγραφισμένους τους ήρωες όλων των παραμυθιών μου. Τα παι8διά ξεκιίνησαν να παρουσιάζουν από κάθε δουλειά που έγινε στις τάξεις ένα μικρό δείγμα. Πρώτα σηκώθηκαν δυο αγόρια που έδωσαν τη δική τους ερμηνεία στο ερώτημα «Τι θα πει δίνω φως στα όνειρά σου;» από το βιβλίο μου «Και τι θα πει σ’ αγαπάω;».
Μετά έβαλαν το cd του «Παραμυθιού της Μουσικής» και μια χορωδία παιδιών τραγούδησε το «Τραγούδι του Αλέξιου» που συμπεριλαμβάνεται στο Παραμύθι, ενώ δυο παιδιά έπαιξαν βιολί κι άλλα δύο κιθάρα.



Ύστερα διάβασαν μια παραμυθοσαλάτα από όλα μου τα βιβλία, μια εντελώς αναπάντεχη νέα ιστορία που έφτιαξαν που με εξέπληξε για την ποιότητα της φαντασίας της.

Ύστερα, επειδή τους άρεσε ο τρόπος που διαβάζω μέσα στον ψηφιακό δίσκο, μου ζήτησαν να τους διαβάσω το «Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται» και τους το διάβασα. Άκουγαν σα μαγεμένα.
Κατόπιν ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση, από το τι τους άρεσε σε κάθε βιβλίο μέχρι γιατί γράφω παραμύθια, από πού έρχεται η έμπνευση και γιατί μπορεί ένας συγγραφέας κάποια στιγμή να αλλάξει εκδότη... 



 Στη συζήτηση μπήκαν και τα παιδιά της Δευτέρας και ήταν καίριες οι παρατηρήσεις τους.

Ήταν τόσο καλά τα παιδιά και τόσο ωραίο το κλίμα που υπήρχε στην αίθουσα, που στο τέλος -αν και ένιωθα αρκετά κουρασμένη-, ήθελα να τους κάνω ένα δώρο, κι έτσι τους αφηγήθηκα το καινούριο μου παραμύθι που δεν γνώριζαν, το «Κόκκινο Κορδόνι». Εκεί που είχαν αρχίσει λίγο να κουνιούνται και να θέλουν να σηκωθούν, ξανακάθισαν απολύτως ήσυχα, σαν να τα είχα αγγίξει μ’ ένα μαγικό ραβδί...




Όταν τελειώσαμε, υπέγραψα τα βιβλία που είχαν αγοράσει και είχαν μαζί τους. Οι δασκάλες μου είπαν πως οι γονείς εξ αρχής δεν είχαν καμιά διάθεση να αγοράσουν βιβλία κι έτσι αναγκάστηκαν να δανείσουν οι ίδιες τα δικά τους και να πάνε από χέρι σε χέρι. Η έκπληξη ήταν πως όχι μόνο άρχισαν να τα αγοράζουν, αλλά και να έρχονται στο σχολείο ενθουσιασμένοι και πολύ συγκινημένοι και να ομολογούν στις δασκάλες πόσο αγάπησαν αυτά τα βιβλία και πόσο τους συγκίνησαν.




Στην μια άκρη της αίθουσας, γονείς, δασκάλες και παιδιά είχαν φέρει ένα σωρό γλυκίσματα και πίτες, μπισκότα και τούρτες που μετά το τέλος της εκδήλωσης κεράστηκαν σε όλα τα παιδιά. Έτσι έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο αυτό το πανηγύρι του βιβλίου, γιατί ήταν πράγματι ένα πανηγύρι!

Στο τέλος, με ξενάγησαν σε ό, τι είχαν φτιάξει και είχαν αναρτήσει στους τοίχους του διαδρόμου του σχολείου. Ταμπλό με σελιδοδείκτες, αφίσες δικής τους επινόησης των εξωφύλλων των βιβλίων μου, χάρτινα χριστουγεννιάτικα δέντρα γεμάτα καρτούλες όπου τα παιδιά είχαν γράψει τις δικές τους επιθυμίες με αφορμή το βιβλίο μου «Χάρτινα όνειρα», περιλήψεις εικονογραφημένες, το βιογραφικό μου, τη φωτογραφία μου κά. Μια από τις επαναλαμβανόμενες ευχές των παιδιών στις καρτούλες τους ήταν: να είναι καλά όλα τα παιδιά του κόσμου...




Η κατακλείδα ήταν το έκτακτο παράρτημα της εφημερίδας τους «Λογοτεχνικά Νέα» που μου χάρισαν, με κεντρικό τίτλο: «Χάρτινες περιπέτειες», όπου  ήταν όλη αφιερωμένη στα βιβλία μου, γεμάτη σκέψεις παιδιών πάνω σ’ αυτά. Καλογραμμένη, περιεκτική, πανέμορφη.



Αν και πρόκειται για μια από τις «φτωχές» συνοικίες της Δυτικής  Θεσσαλονίκης, που την γνωρίζω αρκετά καλά, έμεινα έκθαμβη από αυτό που έζησα.



Αποδείχθηκε περίτρανα πως το πρόγραμμα της Φιλαναγνωσίας μπορεί να αποτελέσει ένα γερό εφαλτήριο που μπορεί να εκτοξεύσει την αγάπη για το βιβλίο, όταν πέσει σε χέρια άξιων εκπαιδευτικών που πιστεύουν στη δύναμη του βιβλίου και εργάζονται με πείσμα, αγάπη και μέθοδο πάνω σ’ αυτό.

Στην Πολίχνη άναψε η φωτιά της Φιλαναγνωσίας και θεωρώ πως το παιχνίδι ήδη κερδήθηκε, όχι μόνο για τα παιδιά, αλλά και για τους γονείς τους.




Wednesday, January 11, 2012

En Chordais, Kyriakos Kalaitzidis, Maria Farantouri, Kudsi Erguner : musique de Grèce et de Turquie







Αν και ένα βίντεο ποτέ δε μπορεί να μεταφέρει την ατμόσφαιρα μιας συναυλίας, ωστόσο λίγες φορές έχουμε τη δυνατότητα να μπορούμε να παρακολουθήσουμε ολόκληρη συναυλία στο ίντερνετ. Έτσι, με χαρά μοιραζόμαστε την καταπληκτική συναυλία του Εν Χορδαίς με τους Τούρκους μουσικούς και την Μαρία Φαραντούρη στην μυθική Salle Playel του Παρισιού! Ήταν κάτι το απερίγραπτο και η συναυλία, αλλά και η θέρμη του κόσμου που ασφυκτικά κατέκλυσε τον χώρο! Όσοι μερακλήδες προσέλθετε να την απολαύσετε... Το τρίτο τραγούδι που ερμηνεύει η Φαραντούρη είναι ο "Ξένος", σε μουσική του Κυριάκου και στίχους δικούς μου. Η συγκίνηση μεγάλη...


Η συναυλία θα παραμείνει για λίγες μέρες στο ίντερνετ και μετά θα αποσυρθεί. Καλή ακρόαση!



http://www.citedelamusiquelive.tv/Concert/0980046.html







Thursday, January 5, 2012

"Το Σπίτι των Ονείρων" (Διήγημα)

1.

Λουσμένο σε σεληνιακό φως ικανό να μεταμορφώνει κύκνους σε πριγκίπισσες προβάλλει μέσα απ’ τις πυκνές φυλλωσιές του δάσους το Σπίτι των Ονείρων.

Τις αφέγγαρες νύχτες του χειμώνα συχνά του μιλούσε η γιαγιά του  γι’ αυτό, μα όσο κι αν το έπλαθε τότε με τα ακριβότερα υλικά της φαντασίας του, τώρα είναι αναγκασμένος να παραδεχτεί πως η πραγματικότητα υπερέχει κατά πολύ των παιδικών  κατασκευών του.

Προτού παραμερίσει τα κλαδιά της τελευταίας φτέρης που στέκεται ανάμεσα σ’ αυτόν και το Σπίτι, αφήνει το βλέμμα του να περιπλανηθεί παιδί ορφανό που κανείς δεν περιμένει, στα στενοσόκακα που σχηματίζουν τα φύλλα, αλλού φανερώνοντας κι αλλού αποκρύβοντας τη θέα του Σπιτιού. Έτσι, το περιπόθητο Σπίτι μεταμορφώνεται σε ασύνδετα αιωρούμενα κομμάτια παζλ. Το ορφανό βλέμμα τού άντρα παίζει κρυφτό τρυπώνοντας μια μέσα στις λιλιπούτειες ασφαλείς κρυψώνες των χλωρών παραπετασμάτων και μια στα ανασφαλή ξέφωτα των διάτρητων κενών τους. Αρέσκεται τόσο σ’ αυτό το παιχνίδι της αποκάλυψης και της απόκρυψης, της αστραπιαίας μετάβασης απ’ την ανασφάλεια στην ασφάλεια, και της παράλληλης συμπλήρωσης των σκοτεινών κομματιών με τα πενιχρά απομεινάρια φαντασίας της μέσης ηλικίας του, ώστε δεν αργεί να πιστέψει πως είναι το Σπίτι των Ονείρων που τον παρακολουθεί ανακαλύπτοντάς τον κομμάτι κομμάτι, και όχι αυτός εκείνο.

Αναλαμβάνοντας το ρόλο του μοναχικού πρωταγωνιστή στο κέντρο της σκηνής με αποκλειστικό θεατή του το Σπίτι, η δειλία που τον χαρακτηρίζει όσο και ο τρόμος έκθεσής του στο κοινό, εξανεμίζονται. Παίζει ολοένα και πιο θαρρετά, όλο και πιο ελεύθερα. Παίζει για το Σπίτι των Ονείρων και μόνο γι’ αυτό. Η παντελής απουσία έμψυχου όντος καθησυχάζει τις αγωνίες, τα άγχη του, ακόμα και την ίδια του την επιθυμία, -αυτήν που τον οδήγησε μέχρι εκεί.

Ανεπαίσθητες παλινδρομικές κινήσεις του κεφαλιού του δεξιά αριστερά, -σαν κυνηγητικού που οσμίζεται τα χνάρια όσων προπορεύτηκαν-, στα φύλλα της φτέρης. Το κεφάλι κινείται προσπαθώντας να ανακαλύψει τις κρυμμένες όψεις του σπιτιού, να αναποδογυρίσει απ’ την καλή τα κρυμμένα κομμάτια του παζλ, να συμπληρώσει την εικόνα του Σπιτιού προτού το σώμα αποφασίσει να το πλησιάσει.

Αρνούμενα τα ματόκλαδά του να παίξουν το συνειδητό παιχνίδι του κυρίου τους κλείνουν, και τότε, τα λεπτεπίλεπτα φύλλα της φτέρης εισβάλλουν κομπάρσοι απρόσκλητοι στη σκηνή του πρωταγωνιστή. Τον κοιτάζουν. Τον παρατηρούν. Ώσπου τελικά, του επιτίθενται με τον τρόπο που μόνο αυτά γνωρίζουν. Και καθώς τον ψηλαφούν σαν επίμονα χέρια τυφλού, κάθε τους άγγιγμα σχηματίζει πάνω στο σώμα του ένα γράμμα προορισμένο να συνθέσει μία λέξη  αρχέγονη όσο το σύμπαν.

Η άδολη ψηλάφηση δεν αργεί να σχηματίσει το πρωτόγονο χάδι. Το χάδι των φύλλων στο πρόσωπο του άντρα. Άγγιγμα της πρωτόπλαστης φύσης στο πρωτόπλαστο φύλο. Ώσπου, η ηδονή σαν ωραία κοιμωμένη ξυπνά ύστερα από πολλούς  χρόνους ύπνου στο αχάιδευτο πρόσωπο. Ίσως και στα ανέγγιχτα φύλλα, -ποιος μπορεί να το πει με σιγουριά; Η  βρεφική ηδονή. Αυτή που μοσχοβολά γάλα απ’ το βυζί της μάνας, στοργή απ’ τα ρυτιδιασμένα χέρια της γιαγιάς που τις αφέγγαρες νύχτες τον οδηγούσε μυστικά στο Σπίτι των Ονείρων. Η ηδονή που δε μοιάζει με καμιά άλλη. Δεν έχει ουδεμία σχέση μ’ εκείνες που παγιδεύουν στο δίχτυ τους το σώμα ακέφαλο, γνωρίζονας να το λατρεύουν από το λαιμό και κάτω, χαρίζοντάς του τα αμύθητα πλούτη της ενήλικης απόλαυσης. Αυτή όμως η ηδονή αγκαλιάζει μόνο το πρόσωπο, τα κλειστά μάτια, την ευθύγραμμη  μύτη, το πλατύ μέτωπο, τα λεπτά σχεδόν αχνά χείλη, και την ίδια ώρα  κρατά μέσα στα καταπράσινα βελούδινα δάχτυλά της την αιμορραγούσα καρδιά του άντρα. Πρόκειται για την ατόφια ηδονή. Τη μόνη  σφυρηλατημένη από χρυσάφι καθαρό. Αυτήν που γεύτηκε ο άντρας κάποτε στην αγκαλιά της μάνας, της γιαγιάς, της προγιαγιάς. Ο κάθε άντρας και όλοι οι άντρες που μέχρι σήμερα ήρθαν στη ζωή από τη μέρα που φτιάχτηκε ο κόσμος.

Καρφωμένος στην ίδια θέση, σχεδόν εξολοκλήρου ακίνητος σα ναρκωμένος και σαν ανίκανος να κουνήσει οποιοδήποτε μέλος του σώματος, -αν κανείς εξαιρέσει την απειροελάχιστη κίνηση του κεφαλιού του που τώρα γίνεται ολοένα κυκλικότερη και ίσως μια ιδέα πιο αισθητή-, έχει λησμονήσει ολότελα τον λόγο που τον οδήγησε ίσαμε εκεί. Όλους τους λόγους χάρη στους οποίους πήρε πριν λίγο καιρό την πιο ανατρεπτική απόφαση της ζωής του εγκαταλείποντας μια νύχτα αφέγγαρη την οικογένεια, το σπίτι, τους φίλους, τη γειτονιά, την πόλη του. Ένα προς ένα όλα τα στοργικά σπάργανα μέσα στα οποία  γεννήθηκε, μεγάλωσε κι έζησε και που σαν ξυπνώντας από εφιάλτη συνειδητοποίησε άξαφνα πως είχαν μεταμορφωθεί σε σάβανα που τον στραγγάλιζαν.

«Αυτό που σε ανασταίνει μπορεί να σε σκοτώσει, κι αυτό που σε σκοτώνει ίσως μια μέρα σε αναστήσει. Από σένα εξαρτάται, αλλά κι από τη μοίρα σου», έλεγε η γιαγιά ανοίγοντας κάθε τόσο το συρτάρι όπου φύλαγε το δικό της σάβανο, να υπενθυμίσει τη θέση του σ’ αυτόν και τη μητέρα του μην τυχόν το ξεχάσουν σαν θα ερχόταν η ώρα της.

Ο άντρας μοιάζει να έχει ξεχάσει όλα όσα υπήρξε ως τώρα και μαζί, τις τελευταίες βασανιστικές νύχτες που πέρασε μέχρι να πάρει την αμετάκλητη απόφαση. Έχει λησμονήσει ολότελα το δρόμο που διάνυσε, τις αντίξοες συνθήκες, τις επιθέσεις που δέχτηκε, τα θηρία  -πραγματικά και φανταστικά- με τα οποία πάλεψε, όλες τις αποσκευές που όσο βαθύτερα προχωρούσε μέσα στο πυκνό, αχανές, σκοτεινό δάσος αφαιρούσε από πάνω του. Τώρα έχει μόνο τα ρούχα και τα παπούτσια που φορά. Κι αρχίζουν κι αυτά να τον βαραίνουν. Ούτε μνήμη έχει, ούτε ίχνος πείνας κι ας πέρασε τόσα μερόνυχτα νηστικός. Θαρρείς κι αυτό που αποκλειστικά τον τρέφει είναι ο πόθος της φυγής του. Μάλλον όχι, ο πόθος έθρεψε τις αγωνίες και τις αγρύπνιες που πέρασε πριν την απόφαση. Τώρα είναι η φυγή του αυτή καθεαυτή που τον χορταίνει. Σχεδόν τον μεθά.

Η κίνηση του κεφαλιού μεγαλώνει.  Παρασέρνει σε μια περιστροφική κίνηση γύρω από τον άξονα του κορμού όλο το σώμα, παραδίδοντας στα χάδια των φύλλων που πληθαίνουν ακόρεστα  και το πίσω μέρος του κεφαλιού, αυτό που κάποτε είχε ίσια πυκνά μαλλιά και τώρα ένα εκτεθειμένο έρημο τοπίο έτοιμο να αναριγήσει στο παραμικρό χνούδι του πλέον εύθραυστου φύλλου.

Οι πρώτες αργές περιστροφικές κινήσεις του σώματος συναγωνίζονται σε ιεροπρέπεια τις κινήσεις λεπτοδείκτη ρολογιού στην ατελεύτητη πορεία των χορευτικών βημάτων του, όπου σφιχταγκαλιασμένος με την ντάμα της στιγμής στη σάλα του αρχαίου παλατιού του χρόνου, μετρά εξήντα βήματα μέχρι την ολοκλήρωση μιας πλήρους περιστροφής. Μα αν η τελειότητα της περιστροφής του λεπτοδείκτη έγκειται στην απόλυτη υποταγή του  στον ρυθμό, η τελειότητα του ανθρώπου έγκειται ακριβώς στο αντίθετο. Εκεί που πειθαρχεί ξεφεύγει, ολισθαίνει, και όλα ανατρέπονται. Η ιεροπρέπεια, ο κύκλος και ο χρόνος. Μαζί τους ανατρέπεται κι ο άνθρωπος και μέσα στη συντριβή ξαναγεννιέται.

Ο άντρας περιστρέφεται ολοένα πιο γρήγορα. Το πρόσωπό του αναμετριέται με το σεληνιακό φως σε έκσταση. Διαγράφονται οι πρώτες ρωγμές στο αγκυλωμένο του στόμα. Το αμυδρό μειδίαμα γίνεται ντροπαλό χαμόγελο κι αυτό με τη σειρά του συνεσταλμένο γέλιο. Σε λίγο το στόμα ανοίγει διάπλατα και το γέλιο απλώνεται στο πρόσωπο παρασέρνοντας μάγουλα, μάτια, μέτωπο κι αυτιά. Κατρακυλά στους ώμους, τους αγκώνες, τα δάχτυλα. Δονεί το στέρνο, την κοιλιά, την πλάτη, τους γοφούς, ταράζει τα γεννητικά του όργανα, φτάνει στα άκρες των ποδιών του. Το μουγκό σώμα ως διά μαγείας ξαναβρίσκει τον ήχο του. Τα πρώτα ακούσματα θυμίζουν κρώξιμο πουλιών που έχουν στα φτερά τους κάτι απ’ τη σφραγίδα της πιο απελπισμένης νύχτας του χρόνου, μα μέσα σε λίγα λεπτά το αποκρουστικό κρώξιμο γίνεται λυγμός λαβωμένης καρδερίνας, κι αφότου ο πικρός λυγμός ξεθυμάνει, ένα γλυκό αηδόνι συλλαβίζει λιγάκι τραυλά το πιο αγαπημένο τραγούδι. Το τραγούδι του άντρα. Αυτό που εδώ και χρόνια είχε λησμονημένο. Αυτό που του τραγουδούσε η γιαγιά του χτίζοντας γι’ αυτόν χάδι χάδι το Σπίτι των Ονείρων.

Σαν ανεμοδούρα σε τρελό αέρα στριφογυρνά τώρα ο άντρας τραγουδώντας. Μεθυσμένος από το βαθυπράσινο χάδι των φύλλων που μέσα τους έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά δεν νιώθει πότε πέφτει ανάσκελα λιπόθυμος στη γη. Πέφτει με χέρια ικετευτικά προς το τεμαχισμένο απ’ τις σκιές της φτέρης φως της σελήνης. Τι ικετεύει; Τι ζητά; Πριν απαντήσει μέσα στη ζάλη του τον αρπάζει ο ύπνος. Κοιμάται βαθιά. Πολύ βαθιά...



2.

Κολυμπά μέσα σ’ ένα βαθύ φωτεινό πηγάδι. Απόμακροι ήχοι ταράζουν πότε πότε τα νερά. Ανασαίνει δίχως προσπάθεια. Το φως τον πλημμυρίζει. Κουνά αργά τα χέρια και τα πόδια του χωρίς κόπο και σκοπό. Δεν τα κουνά προκειμένου να επιπλεύσει ή να κολυμπήσει. Δε θα άλλαζε τίποτα αν δεν τα κουνούσε, -το ξέρει. Το κάνει μόνο από χαρά. Από χαρά για τη χαρά. Η πυκνότητα του υγρού ενώνεται με την πυκνότητα του σώματός του που είναι τόσο ελαφρύ ώστε σχεδόν δεν το νιώθει. Όλα γύρω του και μέσα του είναι απαλά, υγρά, στρογγυλά. Όλα είναι αφή.

Μια μικροσκοπική πόρτα ανοίγει βίαια. Το πυκνό  υγρό  χύνεται έξω παρασέρνοντάς τον. Όσο κι αν η πρόθεσή του είναι να παραμείνει στο πηγάδι, αποδεικνύεται ανίκανος ν’ αντισταθεί στη βίαιη έξοδό του απ’ αυτό. Το στήθος του πονάει αφόρητα και ξεσπά σ’ ένα κλάμα γοερό μήπως καταφέρει με τα δάκρυα να φτιάξει ένα πηγάδι απ’ την αρχή για να φωλιάσει μέσα του.

Κάποιος στεγνώνει το υγρό του σώμα. Το παραδίδει σ’ ένα άλλο σώμα μεγαλύτερο, απαλό, μαλακό. Μια θηλή εισχωρεί στο μικρό στόμα του. Ρέει γάλα ζεστό. Καθώς το πίνει σταματά να κλαίει. Χορταίνει, κοιμάται, διψά, ξεδιψά μέρες και νύχτες ολόκληρες. Κάποτε, πίνοντας το γάλα της λησμονιάς ξεχνά ολότελα το πηγάδι του. Εδώ είναι όλα μυρωδιά, γεύση και μια άλλη αφή. Το σώμα του άλλοτε ενώνεται  με το μεγάλο σώμα που τον τρέφει κι άλλοτε χωρίζεται απ' αυτό αφήνοντάς τον μόνο.

Άξαφνα βρίσκεται σ’ έναν διάδρομο. Τον διανύει σαν τετράποδο. Στο τέλος του διαδρόμου τον περιμένει μια κλειστή πόρτα. Προσπαθεί να στηριχθεί στα δυο του πόδια για να φτάσει το πόμολο. Τρεκλίζει. Κάποια χέρια την ανοίγουν. Κοιτάζει έκθαμβος ένα πλήθος από πρωτόγνωρα πράγματα γύρω του σε αναρίθμητα σχήματα, χρώματα και μεγέθη, αλλού τακτοποιημένα κι αλλού ανάκατα. Είναι μόνος. Τα κοιτά, τα αγγίζει, τα γλείφει, τα αγκαλιάζει, τα οσφραίνεται. Δε μυρίζουν. Δεν τρώγονται. Δεν τον αγκαλιάζουν. Είναι σκληρά. Δεν ενώνονται με το σώμα του. Τα γκρεμίζει. Ό, τι μπορεί να σπάσει το σπάει με μεγάλη ικανοποίηση. Εδώ είναι όραση. Πού χάθηκε η αφή; Η γεύση και η μυρωδιά πού πήγαν;

Αισθάνεται αμυδρές κινήσεις πίσω από τις κουρτίνες των μεγάλων παραθύρων του δωματίου. Τον παρακολουθούν φαντάσματα. Ίσως να είναι όλοι αυτοί που κατασκεύασαν για χάρη του τα πράγματα. Δεν έχουν πρόσωπο, ούτε σώμα. Μόνο ακούει να του απευθύνουν  λέξεις ακατανόητες. Εδώ είναι ήχος. Μα αυτός διψά την αφή...

Αναζητά το μεγάλο σώμα. Κλαίει σπαρακτικά. Όταν το μεγάλο σώμα επιστρέφει όλα είναι αλλιώτικά. Ένας τοίχος διαχωρίζει το πεινασμένο στόμα του από τη θηλή, το γάλα, την αφή, το άρωμα. Το αγαπημένο σώμα αρνείται να τον θρέψει. Ο τοίχος που τους χωρίζει έχει γεύση πικρή. Γλιστρά απελπισμένος απ’ την αγκαλιά και πέφτει. Καθώς τρέχει να γλιτώσει από την πίκρα σκοντάφτει στα αναρίθμητα πράγματα που είναι σωριασμένα στο πάτωμα. Βγαίνει απ’ το δωμάτιο ανακουφισμένος. Πιο μόνος από πριν.

Η σάλα μπροστά του αντί για τοίχους έχει παραμορφωτικούς καθρέφτες. Στην αρχή του φαίνονται αστείοι και γελά. Παντού αντανακλάται ο ίδιος, αλλού ψηλός, αλλού χοντρός, αλλού ξανθός. Αρχίζει να μιλά ξεχωριστά στον καθέναν. Κανείς δεν του απαντά. Όλοι επαναλαμβάνουν τα λόγια του. Θα φταίνε οι λέξεις που χρησιμοποιεί. Θα φταίει ίσως η φωνή του. Αλλάζει φωνή. Αναζητά καινούριες λέξεις να μιλήσει.

Μια καταιγίδα από χαρτιά και μολύβια ορμά στο δωμάτιο από τ’ ανοιχτά παράθυρα και όλα τα παραμορφωμένα είδωλά του προσπαθούν με κάθε τρόπο να τα πιάσουν. Ο ίδιος ελάχιστα τα καταφέρνει. Ούτε να τρέξει μπορεί ούτε ψηλά να πηδήξει. Να κάνει αυτό που κάνουν όλοι οι άλλοι. Νιώθει να πνίγεται μέσα στις αντανακλάσεις. Μέσα στα χαρτιά και τα μολύβια. Παραιτούμενος από κάθε προσπάθεια αποτραβιέται σε μια γωνιά και μένει εκεί ακίνητος με τα χέρια σταυρωμένα. Προτιμά να  κοιτά από απόσταση.

Αν το βλέμμα του σταθεί λίγο παραπάνω σε κάποιο είδωλο που τον συγκινεί ο καθρέφτης σπάει αμέσως σε χίλια κομμάτια. Το πλήθος των υπόλοιπων ειδώλων γελά χαιρέκακα κι αυτός σφραγίζει αφτιά και μάτια μη αντέχοντας την απώλεια. Θέλει να βγει απ’ την περίκλειστη σάλα, ψάχνει διέξοδο τρέχοντας αλαφιασμένα, αλλά δεν βρίσκει ούτε πόρτα ούτε χαραμάδα. Εξαντλημένος πέφτει στο πάτωμα και κοιμάται. Κοιμάται μέσα στη σάλα για χρόνια πολλά. Φωνές, σπρωξίματα, ποδοπατήματα ταράζουν τον ύπνο του. Δεν καταφέρνουν να τον ξυπνήσουν.



Κάποτε ένα τρυφερό άγγιγμα πάνω στα βλέφαρα τον αφυπνίζει. Είναι απαλό σαν σύννεφο. Ανοίγει τα μάτια και κοιτάζει σαν να είναι η πρώτη φορά που βλέπει. Σηκώνεται όρθιος και περιεργάζεται το χώρο γύρω του. Το άγγιγμα παραμένει ήσυχο στα βλέφαρά του. Παντού κρεβάτια ξέστρωτα. Πάνω τους περιπτύσσονται σώματα γυμνά. Ζαλισμένος ακόμη απ’ τον ύπνο ο άντρας πηγαίνει από κρεβάτι σε κρεβάτι. Από σώμα σε σώμα. Το άγγιγμα στα βλέφαρα τού παρέχει ασφάλεια ό, τι κι αν κάνει. Πότε πότε στρέφει το βλέμμα ψηλά μήπως μπορέσει να κοιτάξει το άγγιγμα. Αντί γι’ αυτό βλέπει ένα ταβάνι γεμάτο σπασμένους καθρέφτες σαν αυτούς που θρυμματίζονταν όταν παιδί ένα είδωλό του τον συγκινούσε. Κάποιος φαίνεται κόλλησε τα κομμάτια στο ταβάνι φτιάχνοντας ένα αποτρόπαιο ψηφιδωτό που τώρα πολλαπλασιάζει την ενήλικη εικόνα του. Κλείνει τα μάτια και παραδίδεται στις ηδονές. Στο στόμα του η ίδια πικρή γεύση του τοίχου που τον χώρισε κάποτε από τη θηλή και το γάλα της. Όσο κι αν ψάχνει στα σώματα των κρεβατιών, καμιά θηλή δεν ρέει γάλα. Κανένα σώμα δεν ενώνεται με το δικό του.

 Πολλές φορές τον πιάνει ένας έντονος πόνος στο στήθος σαν εκείνον που τον έκανε πρώτη φορά να κλάψει βγαίνοντας απ’ το φωτεινό πηγάδι. Δεν τον ομολογεί σε κανέναν. Μόνο διψά αφόρητα. Μανιασμένα αρχίζει να ρουφά τις θηλές που πέφτουν στα κοφτερά του δόντια. Τις δαγκώνει βίαια για να πιει τα πικρά υγρά τους να ξεδιψάσει έστω με τη χολή τους. Πίνει αχόρταγα κι όσο περισσότερο πίνει τόσο περισσότερο διψά. Πίνει για να ξεχάσει τη φαρμακερή πίκρα και τον πόνο. Ώσπου τα καταφέρνει. Από κρεβάτι σε κρεβάτι κι από σώμα σε σώμα κάποτε λησμονεί τον εαυτό του. Αφού δεν υπάρχει, δε νιώθει μοναξιά. Έγινε ίσκιος. Το μόνο υπαρκτό πάνω στον ίσκιο του είναι το άγγιγμα που τον αφύπνισε. Σαν να τον προστατεύει μη σβήσει κι αυτό το ελάχιστο ίχνος που απέμεινε. Το άγγιγμα νανουρίζει τον ίσκιο μ’ ένα τραγούδι κι ο ίσκιος του άντρα πέφτει σε ύπνο. Σε ύπνο βαθύ. Κοιμάται για χρόνια.


3.

Είναι νύχτα σκοτεινή. Αφέγγαρη. Μέσα στον ύπνο της η σκιά του άντρα σπάει σαν τους καθρέφτες. Λίγο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή την τυλίγει ένα ακατάλυπτο φως που επανασυνδέει με τρόπο ακατανόητο ένα ένα όλα τα κομμάτια της. Ο άντρας ανασαίνει με σώμα ξανά.

Ανοίγει αργά τα βλέφαρα γεμάτος έπληξη. Το βλέμμα του δε συναντά τοίχους και ταβάνια, ούτε καθρέφτες. Βρίσκεται όρθιος μπροστά σ’ ένα ξέφωτο. Πάνω απ’ το κεφάλι του ουρανός μ’ αστέρια. Μπροστά του μια φτέρη και πίσω απ’ τη φτέρη ένα σπίτι. Αρχίζει να παίζει με το φύλλωμά της της φτέρης. Να χαϊδεύεται. Αρχίζει να περιστρέφεται μέσα της και να γελά σαν παιδί. Το ακατάλυπτο φως τον τυλίγει. Αφού τον αφήνει να γελάσει με την καρδιά του τον ωθεί απαλά στην πλάτη για να προχωρήσει.

 Παραμερίζει την φτέρη και προχωρά αργά σαν μαγεμένος. Φτάνει στο Σπίτι των Ονείρων. Οι εξωτερικοί του τοίχοι είναι σαν σπό άμμο χρυσή πλασμένη από χέρια παιδιών. Από τ’ ανοιχτά του παράθυρα ακούγεται ένα τραγούδι. Το τραγούδι που τραγουδούσε λίγο πριν πίσω απ’ τη φτέρη σαν τραυλό αηδόνι.  Της γιαγιάς το νανούρισμα.

Βγάζει ρούχα και παπούτσια μπροστά στην είσοδο. Γυμνός θέλει να μπει. Η εξώπορτα είναι μαλακή. Ευωδιάζει γάλα. Ταραγμένος λιγάκι από την λησμονημένη μυρωδιά, ο άντρας κάνει τον σταυρό του δίχως να γνωρίζει γιατί. Δεν γνωρίζει ούτε γιατί του έρχεται να σκύψει και να προσκυνήσει την πόρτα μα το κάνει. Με το που την προσκυνά περνά από μέσα της χωρίς να συναντήσει καμιά αντίσταση.

Βαδίζει σαν να μη βαδίζει.
Κολυμπά μέσα σ’ ένα βαθύ φωτεινό πηγάδι. Απόμακροι ήχοι ταράζουν πότε πότε τα νερά. Ανασαίνει δίχως προσπάθεια. Το φως τον πλημμυρίζει. Κουνά αργά τα χέρια και τα πόδια του χωρίς κόπο και σκοπό. Δεν τα κουνά προκειμένου να επιπλεύσει ή να κολυμπήσει. Δε θα άλλαζε τίποτα αν δεν τα κουνούσε, -το ξέρει. Το κάνει μόνο από χαρά. Από χαρά για τη χαρά. Η πυκνότητα του υγρού ενώνεται με την πυκνότητα του σώματός του που είναι τόσο ελαφρύ ώστε σχεδόν δεν το νιώθει. Όλα γύρω του και μέσα του είναι απαλά, υγρά, στρογγυλά. Όλα είναι αφή. Μια ανυπέρβλητη ηδονή. Χρυσή. Ατόφια. Βρεφική.




Σημείωμα 
"Το Σπίτι των Ονείρων" γράφτηκε τον Ιούλιο του 2011 και διορθώθηκε τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς. Βασλική Νευροκοπλή.