Άνοιξα τα μάτια μου και σήμερα στο πρωινό φως, και είπα: δόξα τω Θεώ! Δεν είναι και αυτονόητο ότι ξυπνάμε κάθε μέρα. Η εικόνα της Αναστάσεως πάλι μπροστά στα μάτια μου. Τούτες τις μέρες μ' αυτήν κοιμάμαι, με δαύτην ξυπνώ. Η συγκεκριμένη εικόνα που αγάπησα όταν ήμουν δεκάξι χρονών. Πώς μας σημαδεύουν οι παιδικές μας μνήμες είναι πράγματι εντυπωσιακό.
Ήταν το πρώτο ταξίδι που έκανα εκτός Ελλάδος. Θα πήγαιναν τα μεγάλα μου αδέρφια πρώτη φορά στην Πόλη και είχα παρακαλέσει πολύ τους γονείς μου να πάω μαζί τους. Αν και για τις αντιλήψεις τους ακουγόταν εντελώς παράλογο το αίτημά μου, -για τις αντιλήψεις, αλλά και για την εποχή εκείνη, πριν από εικοσιπέντε χρόνια μιλάμε τώρα-, με άφησαν. Κι έτσι πήραμε το τρένο οι τρεις μας. Δε θυμάμαι πόσες ώρες κάναμε να φτάσουμε, θυμάμαι πως ήταν πολλές κι ακόμα θυμάμαι πως είχαμε πιάσει ένα κουπέ να βγάλουμε τη νύχτα και όταν έφτασε το τρένο στην Κομοτηνή όπου άρχισαν να μαπίνουν μπουλούκια οι μουσουλμάνοι φορτωμένοι τους μπόγους τους, εγώ ξάπλωσα κι έκανα δήθεν πως κοιμόμουν, για να μην τη βγάλω μετά καθιστή στην καρέκλα. Σήμερα ντρέπομαι πολύ για κείνην την παιδική απάτη. Ούτε που σκέφτηκα πως κάποιοι άνθρωποι θα ταξίδευαν μέσα στη νύχτα εξαιτίας μου όρθιοι. Κανένας τους δε με ξύπνησε. Άνοιγαν την πόρτα, έβλεπαν πως κοιμόμασταν και την ξαναέκλειναν ευγενικά.
Όλα πρωτόγνωρα ήταν, όλα μαγικά στα άμαθα μάτια μου. Μα πώς να λησμονήσω τη στιγμή εκείνη που μέχρι σήμερα ζωντανεύει μέσα μου; Πήγαμε στη Μονή της Χώρας. Έκθαμβη κοιτούσα τα ψηφιδωτά στους μικρούς τρούλους του νάρθηκα. Μα όταν προχώρησα στο δεξιό κλίτος κι έφτασα στην τοιχογραφία της Ανάστασης, που εικάζεται πως είναι έργο του Θεοφάνη του Έλληνα, καρφώθηκα κυριολεκτικά στο χρόνο και στον τόπο. Μου κόπηκε η ανάσα. Δεν ήξερα πού βρίσκομαι. Αν είναι μέρα ή νύχτα. Δεν υπήρχαν αδέρφια, δεν υπήρχαν επισκέπτες, σώπασαν όλες οι εξωτερικές φωνές των τουριστών. Δεν υπήρχε τίποτα έξω από εκείνον τον Χριστό που αρπάζει με τόση δύναμη την Εύα και τον Αδάμ πατώντας πάνω στις σπασμένες πλάκες του Άδη. Και θα φανεί ίσως παράδοξο, αλλά περισσότερο κι από τα ιερά πρόσωπα, με κεραυνοβόλησε το φόντο της τοιχογραφίας. Ποτέ μου δεν είχα δει τέτοιο μπλε. Πέρασαν χρόνια για να μάθω πως αυτό είναι το μπλε της Μακεδονικής Σχολής. Χάθηκα μέσα του. Δεν ήθελα τίποτα άλλο έξω απ' το να το κοιτώ. Να το κοιτώ και να κολυμπάω στο πέλαγός του. Ούτε που ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί ακίνητη. Ίσως κι έναν αιώνα...
Η δεύτερη πρωινή εικόνα και σκέψη μου σήμερα ήταν η ανάμνηση του αγίου Ευλογίου που γιορτάζαμε προχθές. Έμεινε στην Ιστορία σαν Ευλόγιος ο Ξενοδόχος και όχι σαν Λατόμος που ήτανε το επάγγελμά του. Το σκληρό και δύσκολο επάγγελμά του. Δεν είχε ξενοδοχείο, είχε ξενοδόχα ψυχή και η Ιστορία επέλεξε να μείνει στα χνάρια της χαρακτηρισμένος από το χάρισμά του και όχι από το επάγγελμα. Έβγαινε, λέει το συναξάρι του, μ' ένα φαναράκι το βράδυ και κατέβαινε στην αγορά αφότου τελείωνε τη δουλειά του για να βρει κανέναν ξένο που δεν είχε πού να μείνει και να τον πάρει στο σπίτι του να τον φροντίσει μοιραζόμενος τα λιγοστά του υπάρχοντα. Το συναξάρι μάλιστα, σημειώνει πως έβγαινε το χειμώνα, δίχως να μας εξηγεί γιατί αναφέρει μόνον αυτήν την εποχή. Προφανώς, σκέφτομαι, πως έβγαινε όλες τις εποχές του χρόνου να βρει τους ταξιδιώτες που κατέφευγαν στα μέρη του, αλλά το έκανε ακόμα και τον χειμώνα που οι συνθήκες ήταν οι πλέον δυσχερείς. Κι έτσι έμεινε να χαρακτηρίζεται ο Άγιος ως Ξενοδόχος. Όχι μόνο δεχόταν να φιλοξενήσει, αλλά πήγαινε ο ίδιος και αναζητούσε τους ξένους. Πήγαινε γυρεύοντας, θα λέγαμε χαριτολογώντας.
Και τώρα που έκανα την πρωινή μου εξομολόγηση, έχω να ετοιμάσω και να προετοιμάσω τις στιγμές της δικής μου μέρας. Να επιλέξω τι και πώς θα το ζήσω, να υποταχτώ σε ό, τι έρθει που δεν θα έχω προβλέψει και επιπλέον, να παραχωρηθώ στις εκόνες που το μικρό ταξίδι στη Χαλκιδική θα μου επιφυλάξει. Σπίθες σπίθες οι στιγμές μας... σπίθες σπίθες που άλλοτε μας ξυπνούν από ύπνο βαθύ, άλλοτε μας φωτίζουν για όλη μας τη ζωή, άλλοτε μας δίνουν ένα μικρό διαβατάρικο χαμόγελο -καθόλου ευκαταφρόνητο, κι άλλοτε μας προκαλούν εγκαύματα και τις σβήνουμε με τη θέλησή μας γιατί είναι καλύτερα να μην τις θυμόμαστε.
Ας ανάβουν κάθε μέρα, εύχομαι, κι ας είναι όλες για το καλό μας...
Χριστός Ανέστη!