Ο άρχοντας των υγειών και των αναπήρων του κόσμου. Εκ γενετής τυφλοκωφάλαλος. Παιδί ακόμα, τον βρήκαν άνθρωποι πονετικοί, σε κάποιο χωριό της Κρήτης και τον έφεραν στη σχολή τυφλών Θεσσαλονίκης, όταν ακόμα η σχολή βρίσκονταν στις δόξες της με τους «Φιλάνθρωπους».
Αυτοί, έφεραν μια δασκάλα από την Αμερική που ή είχε φτιάξει η ίδια, ή γνώριζε την γλώσσα των τυφλοκωφαλάλων, δηλαδή τη γλώσσα της αφής.
Όλα τα γράμματα παρασταίνονται από συνδυασμούς δαχτύλων του ενός χεριού που μιλά μέσα στην παλάμη του άλλου που την αγκαλιάζει. Αν κάνεις λάθος, φυσάς πάνω στα χέρια κι ο αέρας τα σβήνει όλα. Ξεκινάς απ’ την αρχή. Όταν θέλει να σου μιλήσει ο άλλος αλλάζουν θέση τα χέρια. Μια διαδικασία αργή και σιωπηλή.
Αυτή η περίφημη δασκάλα έβαζε ολόκληρο το χέρι της μέσα στο στόμα του προκειμένου να τοποθετήσει τη γλώσσα στις θέσεις που παράγονται φωνήματα και με τη βοήθεια αναπνοών του έμαθε να βγάζει ήχους. Ύστερα ο ίδιος έμαθε το σύστημα «Μπρέιλ», καθώς και να σχεδιάζει τα κεφαλαία γράμματα στο εσωτερικό της ανοιχτής παλάμης για να συνομιλεί με όσους δεν γνωρίζουν τη δική του γλώσσα.
Έμαθε τόσο καλά να υφαίνει στον αργαλειό ώστε γρήγορα έγινε δάσκαλος και απέκτησε τη φήμη μεγάλου μάστορα. Απ’ αυτή τη δουλειά πήρε τη σύνταξή του. Σήμερα είναι ο νοικοκύρης της σχολής. Σηκώνεται από τα χαράματα, περνάει και μαζεύει τα άπλυτα ρούχα των παιδιών σε ένα καλάθι, βάζει πλυντήριο, τα απλώνει, τα μαζεύει κι αν κάποιος χάσει κάτι, αυτός το βρίσκει αμέσως, σαν τον άγιο Μηνά. Όλα τα ρούχα των τυφλών έχουν κεντημένα σε μια άκρη τα αρχικά τους.
Το πρωί φτιάχνει το καφεδάκι του καθώς και τους καφέδες που του παραγγέλνουν οι φίλοι του και κάθεται να απολαύσει το τσιγαράκι του έχοντας τον δείκτη του χεριού ακριβώς εκεί που τελειώνει η κάφτρα.
Είναι ακόμα ο κουρέας της σχολής. Τους ξυρίζει και τους κουρεύει όλους κι αν κάποιος κουνηθεί την ώρα του ξυρίσματος του δίνει και καμιά σφαλιάρα έχοντας πλήρη συναίσθηση της επικινδυνότητας της δουλειάς του.
Συμμαζεύει τα ξεχαρβαλωμένα καλώδια που κρέμονται στις γωνιές των διαδρόμων και στους τοίχους των δωματίων.
Η σχολή τυφλών, αποτελεί σήμερα ένα από τα καλύτερα και αντιπροσωπευτικότερα δείγματα απουσίας της κοινωνικής μέριμνας της χώρας μας. Βγαίνοντας από εκεί ο επισκέπτης το μόνο που θέλει είναι να κάνει εμετό. Τα σπασμένα κρεβάτια στα οποία δεν μπορούν οι άνθρωποι να κοιμηθούν, οι διαλυμένες ντουλάπες των οποίων οι πόρτες κρέμονται ανοιχτές και που οι τυφλοί χτυπούν επάνω τους με κίνδυνο να βγάλουν τα χαλασμένα τους μάτια, τα διαλυμένα πόμολα που επιτρέπουν σε επιτήδειους να μπαίνουν και να κλέβουν -αφού κανείς δεν τους βλέπει-, τα σκόρπια καλώδια των τηλεοράσεων και οι παλιές σαπσμένες τουαλέτες, είναι μόνο μερικά από αυτά που σε κάνουν να αναρωτιέσαι για το έγκλημα αυτών των ανθρώπων σύμφωνα με το οποίο η πολιτεία τους τιμώρησε με μια τέτοια βάναυση τιμωρία.
Να γκρεμιστούν όλα τα επιτεύγματα των σπουδαίων πολιτισμών της αρχαιότητας, του Βυζαντίου και τα σύγχρονα, να γίνουν όλα σκόνη, αν ο άνθρωπος, η κοινωνία και η πολιτική καταδικάζουν τους αδύναμους και ανήμπορους να ζουν σαν τα ζώα.
Ο Πολύκαρπος φαίνεται πως δεν έχει ανάγκη κανέναν από αυτούς που δίνουν υποσχέσεις. Κάποιοι άλλοι, όμως, τους έχουν. Από τότε που του έβαλαν ένα ακουστικό βαρηκοΐας το αφτί του πιάνει κάποιες συχνότητες κι έτσι αγόρασε ένα ραδιοφωνάκι για να ακούει μουσική και μια τηλεόραση ν’ ακούει την... Βουλή! Όταν κάνει τις βόλτες του στην αυλή φυσάει μια φυσαρμόνικα. Δεν παίζει βέβαια μελωδίες που θα αναγνωρίζαμε. Όχι. Εισπνέει και εκπνέει χορεύοντας. Είναι το τραγούδι της δικής του ευτυχίας που αν δεν έχεις ανάλογα αφτιά στην καρδιά σου ποτέ δεν θα το ακούσεις και δεν θα μαγευτείς απ’ αυτό.
Το σχολικό έρχεται να πάρει τα παιδάκια από το σχολείο για το σπίτι τους. Ο Πολύκαρπος είναι πάντα εκεί. Κάθε τόσο ανοίγει το καπάκι από το ρολόι του να ψηλαφίσει τους δείκτες, να βεβαιωθεί πως ήρθε η ώρα. Στέκεται στην έξοδο του σχολείου, τα πιάνει ένα ένα από το χέρι και τα βοηθά να ανέβουν. Τα παιδάκια αυτά δεν είναι μόνο τυφλά. Τα περισσότερα έχουν και άλλα προβλήματα υγείας, αυτισμό, παραλυσίες σε άκρα κλπ.
Περνάω λίγο πιο μακριά του και τον κοιτώ, εγώ που ακόμα έχω το προνόμιο της όρασης. Γυρνάει το κεφάλι προς το μέρος μου. Έχει αντιληφθεί το άρωμά μου και χαμογελά. Το σχολικό φεύγει κι εγώ πηγαίνω, τον αγκαλιάζω και τον φιλώ. Παίρνω γλυκά το χέρι του και το βάζω στον χνουδωτό γιακά του μπουφάν μου. Όχι μόνο για να σιγουρευτεί για το ποια είμαι –στην πραγματικότητα να σιγουρευτώ εγώ πως με αναγνώρισε, γιατί εκείνος είναι σίγουρος-, αλλά, και γιατί του αρέσει πολύ να τον χαϊδεύει.
Όταν τον πρωτοσυνάντησα κράτησε για ώρα τα χέρια μου σαν αλαβάστρινο εύθραυστο βάζο. Ύστερα, ακούμπησε απαλά το σβέρκο μου. Αυτή είναι η δική του χειραψία. Από το σβέρκο ξεχωρίζει τους ανθρώπους. Στην επόμενη συνάντησή μας ήθελε να καταλάβει το πρόσωπό μου. Αφού άνοιξε όλη την παλάμη και αγκάλιασε το σαγόνι μου, έβαλε πολύ προσεκτικά το δείκτη του ακριβώς κάτω από τα χείλια και παράλληλα προς αυτά, –θαρρείς και δεν ήθελε να μου χαλάσει το κραγιόν-, κούνησε καταφατικά το κεφάλι και χαμογέλασε. Γύρισε κι έγραψε στο χέρι του κοινού μας φίλου που έπαιζε τον ρόλο του διερμηνέα, «Είναι όμορφη!». Ποτέ δεν συγκινήθηκα τόσο από αυτή την τόσο απλή και τόσο κοινότυπη φιλοφρόνηση. Ο τυφλοκωφάλαλος Πολύκαρπος είπε πως είμαι όμορφη.
Όταν κάθομαι δίπλα του με ακουμπά στην πλάτη. Έτσι ξέρει πότε μιλώ ή γελώ, βήχω ή κλαίω. Μπορεί να μη ρωτήσει ποτέ τι λέμε όταν τον έχουμε στη μέση και συνομιλούμε με τον κοινό μας φίλο. Αλλά όταν καταλάβει ότι γελάμε –και πάντα το καταλαβαίνει- θέλει οπωσδήποτε να μάθει τον λόγο, τρελαίνεται για αστεία και ανέκδοτα. Έχει μια απίστευτη αίσθηση του χιούμορ.
Αν σου χαϊδέψει ο Πολύκαρπος τα μαλλιά, μένει ανεξίτηλο το χάδι του αγγέλου πάνω σου. Είναι τόσο λεπτό το άγγιγμά του που ενδέχεται και να μην το αντιληφθείς καθόλου αν δεν σε έχουν ξαναχαϊδέψει άγγελοι.
Λένε πως οι τυφλοί δεν γερνούν ποτέ ή τουλάχιστον δεν αποκτούν ποτέ συνείδηση της ηλικίας τους. Νομίζουν πως πάντα είναι νέοι. Βλέπεις τον Πολύκαρπο και δεν μπορείς να προσδιορίσεις την ηλικία του κι ας έχει άσπρα τα μαλλιά. Το δέρμα του είναι λείο και τα μάγουλά του ροδοκόκκινα. Είναι ο πιο χαρούμενος, ο πιο ευγενής, ο πιο ταλαντούχος και ο πιο τρυφερός άνθρωπος που γνώρισα μέχρι σήμερα.
Περπατώ. Βλέπω. Ακούω. Μυρίζω. Αισθάνομαι.
Το σώμα μου ενώνεται με τα σώματα των ανάπηρων και παραπληγικών. Πιο πολύ με τα σώματα των τυφλών. Κουτσαίνω. Δεν έχω χέρια. Εγκαύματα γεμάτο το σώμα μου.
Τυφλή. Μουγκή. Κουφή. Περπατώ.
Σέρνομαι. Αρκουδίζω στους δρόμους του κόσμου. Υποφέρω για όλους. Χλευάζόμαι από τους υγιείς. Ζητιανεύω την αγάπη, όχι των ακέραιων και ισχυρών, μα των ανάπηρων, αδύναμων και ανυπεράσπιστων.
Οι φωτογραφίες είναι του ποιητή φωτογράφου μας.
Το κείμενο είναι κεφάλαιο του ανέκδοτου πεζογραφήματος: ' ψυχή μου'.