Μα εγώ δε γύρεψα
χρυσά
Δεν πόθησα μετάξια
Μήτε πετράδια δώρα
εραστών
Καμιά εντύπωση δε
ζήλεψα
Ούτε γιρλάντες
αισθημάτων
φωτοβολίδες
υποσχέσεις μάταιες
Δεν τα λαχτάρησα
τα λάγνα βλέμματα ποτέ
Τα προσκυνήματα τ’
απέφυγα όσο μπορούσα
σαν τα
χειροκροτήματα των πλανεμένων θεατών
Να περπατώ μονάχα
ήθελα
να οσφραίνομαι,
ν’ ακούω, να κοιτώ
Να γεύομαι αφή του
χώματος
και τ’ ουρανού την
αύρα ν’ ανασαίνω
Κι ύστερα... να περιμαζεύω λέξεις
Αχ, οι λέξεις
Αυτά τα άδολα
παιδιά
Τα άτακτα
παρατημένα κι ορφανά
Τα άκακα κι
ανήμπορα αθώα
Να τα συλλέγω πορσελάνες εύθραυστες μονάκριβες
που ντύνω και ταϊζω
Να οργανώνω τα
παιχνίδια τους
και γέλιο να
χαρίζω στα χλωμά τους προσωπάκια
Όλα σε μια σειρά
να τα τοποθετώ
και όλο να τα
αλλάζω για να μη βαριούνται
Κι όταν
κουράζονται
να στρώνω το
κρεβάτι του λευκού χαρτιού τους
για να κλείνουν τ’
ασημένια βλέφαρα
Να τα φιλώ στ’
αραχνοϋφαντα μαλλιά
και να σιωπώ
ανάσκελα γερμένη
στα όνειρά τους τα
γαλάζια...
No comments:
Post a Comment
Σχόλια