Λίγο πολύ οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, συμφωνούμε στο
να φτιαχτεί επιτέλους ένα κράτος μικρότερο ως μηχανισμός λειτουργικός και
υποστηρικτικός των πολιτών του. Ένα κράτος που δε θα πληρώνει τους υπαλλήλους
του με χρήματα δανεικά. Ένα κράτος που θα ανασάνει απολύοντας κάποιες χιλιάδες
ανθρώπους που χρόνια τώρα έτρωγαν το ψωμί τους και μάλιστα χωρίς να παράγουν
έργο.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι που εν πολλοίς έθρεψαν το
ρουσφέτι, -ή μήπως αποτέλεσαν και το θύμα του-, που μπήκαν χωρίς τυπικά
προσόντα σε μια δουλειά, που ενδεχομένως πήραν τη θέση άλλων με περισσότερα ή
ουσιαστικότερα προσόντα, πρέπει να απολυθούν.
Όπως και να έχει όλα αυτά διέπονται από μία λογική. Η
λογική όμως δε χαρακτηρίστηκε ποτέ από φιλευσπλαχνία.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούν σήμερα μια μεγάλη
ομάδα εργαζομένων που μέχρι σήμερα είχε τουλάχιστον το κοινό χαρακτηριστικό πως
“βρέξει χιονίσει” το μηνιάτικο θα έρθει. Αυτό και μόνον το γεγονός είναι ικανό
να δημιουργεί ένα στέρεο αίσθημα ασφάλειας στους ανθρώπους. Αίσθημα όχι εξ
ορισμού αρνητικό.
Δεν είμαι υπέρμαχος της ασφάλειας που συχνά
απενεργοποιεί τις εσωτερικές δυνάμεις του ανθρώπου και τον οδηγεί στο τέλμα, σε
αντίθεση με την ανασφάλεια που τις ενεργοποιεί και τον οδηγεί στο να δρα και να
σκέφτεται. Όμως, υπάρχει ένα “όμως”…
Το Δημόσιο, ακόμα και μέσα από τα ρουσφέτια του, ακόμα
και μέσα από την πρόσληψη ανθρώπων με μηδαμινά τυπικά προσόντα, κατάφερε,
-ενδεχομένως ερήμην του ή μέσα στο χάος της γραφειοκρατίας, αλλά και
αναξιοκρατίας του- να θρέψει χιλιάδες ανθρώπους, να τους κρατήσει στη ζωή, να
τους επιτρέψει να φτιάξουν οικογένειες, να μεγαλωσουν και να σπουδάσουν παιδιά.
Ίσως δίχως να το υποψιάζεται καν επέδειξε ένα φιλάνθρωπο πρόσωπο ολωσδιόλου
διάφορο από το πρόσωπο της αναλγησίας που συχνά έχει ο ιδιωτικός τομέας.
Να συρρικνωθεί το Δημόσιο. Να ταϊζει μόνον αυτούς που
μπορεί. Και τι θα κάνουν όλοι αυτοί που θα απολυθούν; Να ψάξουν να βρουν μια
δουλειά στον ιδιωτικό τομέα.
Αφήνω κατά μέρος το χάλι του ιδιωτικού τομέα που το
γνωρίζουμε. Δεν είναι αυτό που με ενδιαφέρει σ’ αυτό το κείμενο. Αυτό που μ’
ενδιαφέρει εδώ είναι τι θα απογίνουν οι άνθρωποι που θα απολυθούν.
Αυτό που μ’ ενδιαφέρει κυρίως είναι οι άνθρωποι χωρίς
προσόντα, χωρίς ιικανότητα να τα “καταφέρνουν”. Γιατί αποδεχόμαστε το αξίωμα
πως όλοι κάπως μπορούν να τα καταφέρουν; Από πού το συμπεραίνουμε αυτό; Και
βέβαια δεν πρόκειται μόνον για τα τυπικά προσόντα που ενδεχομένως η απουσία
τους συνδέεται με ένα έλλειμα παιδείας για το οποίο είναι επίσης αμφίβολο κατά πόσο η ευθύνη βαραίνει έναν άνθρωπο. Υπάρχουν όμως και οι ασθενείς, οι άνθρωποι
που πήγαιναν κάθε μέρα στη δουλειά τους και απλώς κάθονταν εκεί, αλλά τους ήταν
αδύνατον να παράξουν έργο είτε γιατί είχαν ψυχολογικά προβλήματα, είτε άλλης
φύσεως εμπόδια, και παρόλα αυτά πήγαιναν γιατί αυτό ήταν ήδη το μεγαλύτερο
κατόρθωμα που μπορούσαν να κάνουν.
Αυτούς λοιπόν, τους πετάμε στον Καιάδα; Τι είδους
κοινωνία είναι αυτή που στηρίζει και επιβραβεύει μόνον τα ικανά και υγιή της
μέλη και αδιαφορεί για τα υπόλοιπα; Άλλης κατηγορίας άνθρωποι είναι οι μεν και
άλλης οι δε; Ξεχνάμε πόσο κοντά είναι ένας άνθρωπος ικανός και υγιής να βρεθεί
αίφνης ανίκανος και ασθενής; Και από πού κι ως πού ο ασθενής ταυτίζεται με τον άχρηστο; Από
πού κι ως πού αυτός που απλώς κάθεται σ’ ένα γραφείο και δεν κάνει τίποτα, δεν
πειράζει κανέναν και πληρώνεται δεν αποτελεί την ίδια στιγμή ένα παράδειγμα,
ένα σημείο αναφοράς, κάτι για το οποίο θα άξιζε να παίρνει έναν κανονικό μισθό;
Δεν έχει χρέος μια Πολιτεία να στηρίζει τους
αδύναμους, μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωποι; Δεν είναι οι αδύναμοι αυτοί που
ορίζουν την υπόσταση των δυνατών; Αντί να τους πετάξουμε στον Καιάδα δε θα
έπρεπε να βρούμε τρόπους και μηχανισμούς να τους στηρίξουμε; Αν η αξία της
ανθρώπινης ζωής δεν είναι η πρώτη αξία για την οποία μεριμνούμε και η αξία ενός
εξυγειασμένου φορέα, όπως το Δημόσιο, την υπερβαίνει, για ποιο πράγμα ακριβώς
μιλάμε; Σε ποιο σημείο έχουμε φτάσει;
Δεν μιλώ βέβαια για τις πολλές περιπτώσεις δημοσίων
υπαλλήλων, όπως των ΔΕΚΟ, που δικαιολογημένα επισύρουν την αγανάκτησή μας με
τους παχυλούς μισθούς που εντελώς αδικαιολόγητα έπαιρναν. Ελπίζω πως καταλαβαίνετε για
ποιες περιπτώσεις μιλώ. Και δεν είναι λίγες. Είναι προφανές πως σε μια
αξιολόγηση αυτές οι περιπτώσεις θα κριθούν αρνητικά. Θα μείνουν χωρίς ψωμί και
δε θα έχουν καμία δυνατότητα να βγάλουν αλλού το ψωμί τους. Διότι η αξιολόγηση
θα εκτιμήσει την αξία και θα υποτιμήσει την ανικανότητα.
Θλίβομαι γι’αυτά. Και θλίβομαι ακόμη περισσότερο για
την χαιρεκακία των ικανών έναντι των ανίκανων. Θλίβομαι και για τη βλακεία των
ηλιθίων ικανών που αγνοούν πως οφείλουν την ύπαρξή τους στους άλλους, αυτούς
που υποτιμούν. Μα επιτέλους, δικοί μας είναι κι αυτοί. Αδέρφια μας είναι. Εμείς
είμαστε. Είναι τόσο δύσκολο να το δούμε;
Προσωπικά ένα τέτοιο Κράτος δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Ένα Κράτος που ονειρεύεται να μετενσαρκωθεί σε Σπαρτιάτη και να πετάει στον Καιάδα τα ασθενή παιδιά του δεν με αφορά. Δε θεωρώ τον εαυτό μου κομμάτι του. Κι αν αυτή είναι η πατρίδα μου, τότε δεν
έχω πια πατρίδα. Ούτε η πρώτη είμαι, μάλλον ούτε και η τελευταία.
Ωραία η καταγγελία σου, Βασιλική!
ReplyDeleteΠάει κι η χώρα μας να γίνει τμήμα ενός αγγλοσαξονικής έμπνευσης παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Και οι Αγγλοσάξωνες, πέρα από τα καλά που έχουν, διακρίνονται για τον ρατσισμό τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν κατέκτησαν τις βρετανικές νήσους, δεν δέχτηκαν να εκχριστιανιστούν από τους για αιώνες χριστιανούς Κέλτες, γιατί τους θεωρούσαν κατώτερούς τους, αλλά ζήτησαν ιεραπόστολο από τη Ρώμη.
Οι προτεστάντες που αποίκισαν την Αμερική και την Αυστραλία δεν θέλησαν να εκχριστιανίσουν τους ιθαγενείς, όπως έκαναν οι Ισπανοί και Πορτογάλοι κατακτητές, αλλ' απλώς τους εξόντωσαν, κυνηγώντας τους σαν άγρια ζώα.
Αυτόν τον ρατσισμό, ανεπίγνωστα ίσως, προωθούν και οι προτεστάντες του ΔΝΤ και της ΕΕ στη χώρα μας.
Να δούμε αν και κατά πόσον η παραδοσιακή κοινωνική αλληλεγγύη θ' αντέξει στη χώρα μας.
Για να δούμε, λοιπόν...
ReplyDelete