Είναι οπωσδήποτε ολότελα ανορθόδοξο να γράφεις για ένα βιβλίο προτού το ολοκληρώσεις. Όμως, υπάρχει μια “οικογένεια” βιβλίων για τα οποία μπορείς να μιλήσεις μόνον ενόσω τα διαβάζεις και αφού τα τελειώσεις δεν μπορείς να πεις τίποτα γι’ αυτά. Σ’ αυτήν θα κατέτασσα “Το βιβλίο της ανησυχίας” του Πεσσόα, το “Όνειρο ενός γελοίου” του Ντοστογιέφσκι και το βιβλίο “Η αγάπη και ο θάνατος του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε” του Ρίλκε.
Είναι γιατί αυτά τα βιβλία κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης σε μεταμορφώνουν, σε αλλοιώνουν, τα ερωτεύεσαι και δεν μπορείς παρά όσο είσαι μαζί τους να μιλάς διαρκώς γι’ αυτό που σου προκαλεί η σπάνια ομορφιά τους. Μετά το πέρας της ανάγνωσης και της μεταμόρφωσής σου, όλα έχουν συντελεστεί μέσα σου σ’ ένα νέο είναι που αδυνατεί να κοιτάξει πίσω ή να προχωρήσει σε μια ανάλυση που θα σήμαινε αυτο-ανάλυση.
Διαβάζω τον Άγγελο της πείνας εδώ κι ένα μήνα, ένα, δύο, τρία κεφάλαια κάθε βράδυ. Όχι επειδή δεν αντέχω περισσότερο, όπως μου συνέβαινε με τον Πεσσόα, αλλά επειδή αυτή είναι η ικανή δόση που θεραπεύει την ψυχή μου. Κάτι σαν φάρμακο. Ή σαν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Ίσως όμως να είναι που δεν θέλω να τελειώσει.
Είναι αλήθεια πως ένα καλό βιβλίο είναι κάτι πολύ περισσότερο από την ιστορία που διαπραγματεύεται. Πάντα κάτι περισσότερο από το επίπεδο της γλώσσας του, των νοημάτων, της τεχνικής και της πλοκής του. Αποτελεί ένα σύμπαν που άλλοτε προσπαθείς να μπεις εσύ μέσα του κι άλλοτε δεν παίρνεις είδηση για πότε εισχώρησε αυτό σ’ εσένα και σ’ έχει κυριεύσει. Του υποτάσσεσαι, το υπακούς, εν τέλει το ερωτεύεσαι και δε διανοήσαι να το αποχωριστείς. “Ο άγγελος της πείνας” ανήκει στην δεύτερη περίπτωση.
Κάθε σελίδα του, κάθε παράγραφος, κάθε του πρόταση αποτελεί όχι ένα, αλλά πλήθος από επουράνια και καταχθόνια σύμπαντα που σ’ αρπάζουν και -αφού σε αφοπλίσουν από όλες σου τις αντιστάσεις- σε οδηγούν τεχνηέντως στις μυστικές και συνάμα μαγικές συνάψεις που τα συνδέουν; Έτσι, κατά τη διάρκεια της ατελής μου ακόμα μεταμόρφωσης επιχειρώ την ατελή μου παρουσίαση.
“Ο άγγελος της πείνας” θα μπορούσε να είναι ένα ξεδοντιασμένο φρικαλέο φάντασμα που ορμά να μας κατασπαράξει. Θα μπορούσε να είναι ένα αφόρητα συναισθηματικό ρέκβιεμ. Μια βάναυση ιστορία που δε θα θέλαμε ούτε την αρχή της να ακούσουμε. Ένας ογκόλιθος θλίψης που κανείς μας δε θα είχε διάθεση να σηκώσει. Θα μπορούσε να είναι ό, τι ακριβώς δε θα θέλαμε να διαβάσουμε και ό, τι θα θέλαμε πάση θυσία να αποφύγουμε στην αγχωμένη, κουρασμένη, μελαγχολική ζωή μας. Και όμως, όχι μονον δεν είναι τίποτα από όλα αυτά, αλλά είναι αυτό ακριβώς που μπορεί να μας στηρίξει στις μέρες μας σαν ιδανικός εμψυχωτής. Ίσως, γιατί, αν και “της πείνας”, παραμένει “άγγελος”, σκέφτομαι.
Η Χέρτα Μύλερ καταφέρνει κάτι πραγματικά ακατόρθωτο κι επιτέλους, γι’ αυτό κι εγώ θέλω να μιλήσω γι’ αυτό. Θέλω να μάθω τι γίνεται στο τέλος, αλλά δεν είναι το πρώτο που μ’ ενδιαφέρει. Το ενδιαφέρον μου όλο το αποροφούν οι λέξεις της, το βλέμμα της, η ποίησή της, ο αναπάντεχος τρόπος που κοιτάζει τον κόσμο μέσα από το βλέμμα του νεαρού πρωταγωνιστή της. Το ίδιο ακριβώς θα με απορροφούσε αν δεν υπήρχε πρωταγωνιστής και ιστορία. Όταν συναντάς την ομορφιά δεν αναρωτιέσαι από πού ήρθε και πού πηγαίνει. Ποιος είναι ο σκοπός της. Βρέθηκε στο δρόμο σου κι αν είσαι γνήσιος εραστής της, μένεις καρφωμένος πάνω της. Σου αρκεί να την θωρείς.
Το κατόρθωμα της Μύλερ έγκειται στο γεγονός ότι η βαθύτατη ευαισθησία της συμβαδίζει με την ψυχραιμία της πάνω στο λεπτότατο σχοινί του τραγικού,. Όλο το κείμενο διακατέχεται από μια αναπάντεχη νηφαλιότητα που ειρηνεύει τον αναγνώστη, ακόμη κι όταν διαβάζει γεγονότα ιδιαίτερης σκληρότητας. Εκεί που το συμβάν είναι βαρύ σα μολύβι οι λέξεις της γίνονται μικρά αστραφτερά διαμάντια. Η ύλη: ο άνθρακας, η κίτρινη άμμος, οι τσιμεντόλιθοι, τα δέκα ρούβλια, γίνονται τίτλοι κεφαλαίων που ξεκινάς να διαβάζεις ολότελα ανυποψίαστος γι’ αυτό που θα συναντήσεις. Διότι αυτό που συναντάς διαπνέεται ολοκληρωτικά από έναν ατελεύτητο ερωτισμό.
Ο χρόνος μεταπηδά απροειδοποίητα από το παρόν στο παρεθλόν, από διαρκείας γίνεται στιγμιαίος, από αιωνιότητα στιγμή. Η Μύλερ ενώνει τα πάντα δίχως ίχνος κόμπλεξ. Αυτό, μόνον η ποίηση μπορεί να το κατορθώσει δίχως να θυσιάσει το νόημα στην έμπνευση ή το αντίθετο.
Μήπως, λοιπόν, “Ο άγγελος της πείνας” είναι στην πραγματικότητα ένα μακροσκελές ποίημα; Ένα κατ’ επίφασιν μυθιστόρημα που σεβόμενο τον τρόμο των θνητών μπροστά στην ποίηση, φόρεσε τη μάσκα του πεζού λόγου για να τρυπώσει υπογείως στην απαρηγόρητη ζωή μας προκειμένου να την παρηγορήσει;
Αντί απάντησης και επιλόγου, παραθέτω τρία αποσπάσματα.
“Οι λέξεις που περιγράφουν την πείνα, όπως και οι λέξεις που περιγράφουν φαγητά, επικρατούν στους διαλόγους, κι ωστόσο παραμένεις μόνος. Καθένας τρώει μόνος του τις λέξεις του. Η συμμετοχή στην πείνα των άλλων είναι μηδενική, δε γίνεται να συμμετάσχεις στην πείνα. Η λαχανόσουπα ως βασικό φαγητό ήταν η θεμελιώδης αιτία για να χάνεις τη σάρκα από το σώμα σου και τα λογικά από το κεφάλι σου. Ο άγγελος της πείνας τριγυρνούσε σαν υστερικός. Έχανε κάθε μέτρο, μεγάλωνε μέσα σε μια μέρα τόσο πολύ όσο δε ψηλώνει το χορτάρι ένα ολόκληρο καλοκαίρι ή το χιόνι έναν ολόκληρο χειμώνα. Τόσο πολύ ίσως όσο ψηλώνει ένα ψηλό μυτερό δέντρο σε όλη του τη ζωή. Μου φαίνεται πως ο άγγελος της πείνας δε μεγάλωνε απλώς, πολλαπλασιαζόταν. Παρείχε στον καθένα το δικό του, το προσωπικό του μαρτύριο, παρόλο που όλοι μοιάζαμε μεταξύ μας. Αφού με το τρισυπόστατο που αποτελούν το πετσί, το κόκκαλο και το νερό που προκαλεί δυστροφία, οι άντρες και οι γυναίκες δεν ξεχωρίζουν πια μεταξύ τους κι οι γενετήσιες ορμές καταστέλλονται. Συνεχίζεις βέβαια να λες Ο και Η, όπως λες ο γλόμπος και η χτένα. Όπως αυτά, έτσι κι οι μισοπεθαμένοι από την πείνα δεν είναι γένους ούτε αρσενικού ούτε θηλυκού παρά αντικειμενικά άφυλοι σαν αντικείμενα, -προφανώς ουδέτεροι.
… όλα όσα έκανα πεινούσαν. Κάθε αντικείμενο ισούται ως προς το ύψος, το βάρος, το μήκος και το χρώμα με τις διαστάσεις της πείνας μου. Ανάμεσα στην ουράνια σκεπή και στη σκόνη της γης, κάθε τόπος μυρίζει από ένα διαφορετικό φαγητό. Ο κεντρικός δρόμος του στρατοπέδου μύριζε καραμέλα, η είσοδος του στρατοπέδου φρεσκοψημένο ψωμί, ο δρόμος από το στρατόπεδο μέχρι το εργοστάσιο ζεστά βερύκοκα, ο ξύλινος φράχτης του εργοστασίου ζαχαρωμένα αμύγδαλα, η είσοδος του εργοστασίου ομελέτα…
… Ήταν μαγεία και μαρτύριο. Ακόμα κι ο αέρας έτρεφε την πείνα, ύφαινε ορατό φαγητό, καθόλου αφηρημένο…”
“Πώς κυκλοφορεί κανείς στον κόσμο όταν δεν μπορεί να πεί τίποτε άλλο για τον εαυτό του παρά μόνον ότι πεινάει. Όταν δεν μπορεί να σκεφτεί πια τίποτε άλλο. Ο ουρανίσκος είναι μεγαλύτερος από το κεφάλι, ένας θόλος ψηλός και διαπερατός, που φτάνει μέχρι ψηλά στο κρανίο. Όταν κανείς δεν αντέχει άλλο την πείνα, ο ουρανίσκος του τον τραβάει σάμπως πίσω από το πρόσωπο να του έχουν τεντώσει ένα φρέσκο λαγοτόμαρο για να στεγνώσει. Τα μάγλουλα ξεραίνονται και καλύπτονται μ’ ένα χνούδι…”
“Τα ταξίδια είναι πάντα ευτυχία.
Πρώτον: Όσο ταξιδεύεις, ακόμα δεν έχεις φτάσει. Όσο δεν έχεις φτάσει δεν χρειάζεται να δουλεύεις. Το ταξίδι είναι περίοδος χάριτος.
Δεύτερον: Όταν ταξιδεύεις, φτάνεις σε μια περιοχή που δε νοιάζεται καθόλου για σένα…”
Εύχομαι καλό ταξίδι στους αναγνώστες αυτού του εξαίσιου βιβλίου.
“Ο άγγελος της πείνας”, Χέρτα Μύλερ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Μυθιστόρημα
No comments:
Post a Comment
Σχόλια