Κατά τους χρόνους του Βυζαντίου ζούσε στην Κωνσταντινούπολη άνθρωπος χριστιανός με ξεχωριστή ευλάβεια στον Άγιο Νικόλαο, αγαπόμενος αντιστοίχως απ' αυτόν.
Ήρθε κάποτε η ώρα να ξεκινήσει για ταξίδι μακρινό σε άλλη χώρα, και ως το είχε συνήθειο πήγε πρώτα σοτν ναό του αγίου να προσευχηθεί. Κατόπιν, αφού αποχαιρέτισε συγγενείς και φίλους, πήρε το καράβι να πάει να κάνει τις επείγουσες δουλειές του στον ξένο τόπο.
Σα νύχτωσε όμως, σηκώθηκε άνεμος αντίθετος και όλοι οι ναύτες έτρεξαν να γυρίσουν τα πανιά προς την κατεύθυνση του νέου ανέμου. Σηκώθηκε κι ο ευλαβής να πιει ένα ποτήρι νερό και καθώς μπλέχτηκε στα σκοινιά και στα πόδια των ναυτών δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκε στη θάλασσα.
Το σκοτάδι ήταν πυκνό κι ο νους των ανθρώπων συγκεχυμένος από την αγωνία να κατευθύνουν το πλοίο, κι έτσι δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα για να σώσουν τον άνθρωπο, παρά μόνο άρχισαν να θρηνούν τον πικρό χαμό του.
Καθώς αυτός καταποντιζόταν στον βυθό του πελάγους από τ' άγρια κύμματα μέσα απ' την καρδιά του φώναξε:
Άγιε Νικόλαε, βοήθησέ με!.
Τόσο δυνατή ήταν η φωνή της καρδιάς του που το θαύμα έγινε...
Και βρέθηκε στο σπίτι του, θαρρώντας ο ίδιος πως ακόμα είναι στο βυθό και φωνάζοντας...
Από τις φωνές του ξύπνησαν οι γείτονες, και οι οικείοι του σηκώθηκαν στο πόδι κι έτρεξαν αμέσως να δοιυν τι συμβαίνει. Άναψαν τα φώτα, και όλοι μαζί, συγγενείς και οικείοι, έμειναν ενεοί και κατάπληκτοι κοιτάζοντας τον άνθρωπό τους όρθιο εκεί μπροστά τους με τα ρούχα του μουσκεμένα να τρέχουν ακόμη θαλασσινό νερό. Έφριξαν.
"Τι κοιτάτε, αδέρφια μου;", τους ρώτησε. "Θυμάμαι πολύ καθαρά πως χθες σας ασπάστηκα όλους κι αφού σας αποχαιρέτισα μπήκα στο πλοίο που ξεκίνησε το ταξίδι του με άνεμο ευνοϊκό. Μα κατά τη δεύτερη ή ίσως και τρίτη ώρα της νύχτας ο άνεμος γύρισε και καθώς σηκώθηκα να πιω νερό μπλέχτηκα με τους ναύτες που πάσχιζαν να γυρίσουν τα πανιά μέσα στη βαθιά νύχτα, κι έπεσα στη θάλασσα. Επικαλέστηκα τον Άγιο Νικόλαο και τώρα δεν ξέρω πού βρίσκομαι. Πείτε μου, πού βρίσκομαι κι αν είμαι εγώ ή κάποιος άλλος στη θέση μου".
Ακούγοντάς τον οι άνθρωποι να μιλά με τόση σύνεση και βλέποντας ταυτόχρονα τα νερά ακόμη να τρέχουν από τα ρούχα του, τα έχασαν καταλαβαίνοντας το μεγάλο θαύμα.
Χάρηκαν, τον αγκάλιασαν κι έκλαψαν μαζί του. λέγοντας πάλι και πάλι "Κύριε ελέησον".
Ο ευλαβής χριστιανός, μόλις συνήρθε, άλλαξε ρούχα κι έτρεξε στον ναό του αγίου. Εκεί πέρασε όλη τη νύχτα πεσμένος στα γόνατα, αποδίδοντας μετά δακρύων μύρα εύοσμα στον άγιο, παρακλήσεις και ευχαριστίες.
Όταν το πρωί μαζεύτηκε ο συνηθισμένος κόσμος στον ναό αναρωτήθηκαν όλοι τι ήταν αυτή η ευωδιά που τον πλημμύριζε καθώς και το υπερκόσμιο φως που έλουζε τα πάντα γύρω τους. Ποια ήταν η αιτία αυτού του οράματος που ζούσαν;
Το θαύμα πήγε από στόμα σε στόμα και τότε σηκώθηκαν όλοι, δόξασαν τον Θεό και ύμνησαν τον άγιο.
Για την μεταφραστική ελεύθερη απόδοση του θαύματος του Αγίου Νικολάου από το συναξάρι του που βρίσκεται στο Μηναίον, Β.Ν
No comments:
Post a Comment
Σχόλια