Kάθε αγόρι ένα όνειρο.
Κάθε όνειρο, αγόρι.
Μεγάλωσε ανάμεσά τους. Μαζί τους απ’ τα γεννοφάσκια της. Ίσως γι’ αυτό τη φώναζαν αγοροκόριτσο. Δεν είχαν άδικο.
Θηλυκά δεν υπήρχαν στον πλανήτη που γεννήθηκε. Στον πλανήτη των ονείρων, χώρα προέλευσης μα και καταγωγής της. Εκεί κατοικούσαν μόνον αγόρια. Κι ήταν όλα τα αγόρια όνειρα και τα όνειρα όλα αγόρια ήταν.
Κάθε πρωί τα ξυπνούσε ένα ένα. Βήμα δεν έκανε δίχως αυτά. Άλλα με χάδια κι άλλα με φιλιά. Στα πιο χουζούρικα έκανε πως φώναζε. Στα αγόρια δεν αρέσουν οι φωνές. Το ήξερε. Τα τρομάζουν όσο κι ο ίσκιος τους.
Κι αφού σηκώνονταν όλα τα όνειρα στο πόδι, τέντωναν χέρια, ξεδίπλωναν στέρνο κι έγερναν νωχελικά πίσω το κεφάλι, τα έπαιρνε το αγοροκόριτσο απ’ το χέρι και τα οδηγούσε στα δωμάτια του σπιτιού του. Άνοιγε τις ντουλάπες, ξεκλείδωνε τα συρτάρια του, όλα τα φιλντισένια του κουτιά απ’ τα ταξίδια που έκανε σε χώρες μυθικές, και άφηνε τα αγόρια να φορέσουν ό, τι θέλουν. Τους τα επέτρεπε όλα, ίσως γι’ αυτό την αγαπούσαν τόσο. Ήθελαν βραχιόλια, ήθελαν χρυσά, δαχτυλίδια αμέθυστων ή περίτεχνα περιδέραια από πορφυρά κοράλλλια; Ήθελαν μεταξωτά, λινά ή ταφτάδες; Γυμνά ήθελαν να μείνουν; Το αγοροκόριτσο ακουμπισμένο στον μεγάλο καθρέφτη της σάλας με τα χέρια σταυρωμένα περίμενε υπομονετικά. Χαμογελούσε πάντα βλέποντας τα αγόρια να γδύνονται, να ντύνονται, να δοκιμάζουν μια το ένα, μια το άλλο. Όνειρα είναι αυτά, σκεφτόταν, ας κάνουν ό, τι θέλουν. Κανείς δεν ορίζει τα όνειρα. Πόσο μάλλον όταν είναι αρσενικά. Και τα όνειρα είναι πάντα αρσενικά.
Κι αφού ετοιμάζονταν όλα για το μεγάλο πανηγύρι της νέας μέρας έβγαιναν απ’ το σπίτι κι έπαιρναν γύρω απ’ το αγοροκόριτσο τις θέσεις τους. Μπροστά του πηγαίναν τα πιο γελαστά -ασπίδα για τις θλίψεις που θα συναντούσε. Στο πλάι του τα τρυφερότερα κρατούσαν ανοιχτή την αγκαλιά του δίνοντας στα πόδια του βηματισμό χορευτικό. Κι ακολουθούσαν τα νωχελικά, αύρα μακρόσυρτη στο πέρασμά του.
Δεν περνούσαν ποτέ μέσα από δρόμους πολυσύχναστους. “Οι δρόμοι”, ψιθύριζε το αγοροκόριτσο στα αγόρια του κι εκείνα έσκυβαν άλλα στα χείλη κι άλλα στην καρδιά του να το ακούσουν, “χωρίζουνε τη γη, χωρίζουν τους ανθρώπους. Πάνω τους πεθαίνουν πληγωμένα πουλιά από βήματα τυφλά, λαβωμένα σκυλιά απ’ την αδιαφορία. Οι δρόμοι ορίζουνε διαδρομές που κανείς δε θυμάται ποιος χάραξε, κανείς δεν γνωρίζει στ’ αλήθεια πού πάνε. Στους δρόμους καθένας ακολουθεί τον μπροστινό του. Ο απέραντος ορίζοντας πνίγεται μέσα στα όρια ενός σώματος ή μιας σκιάς που έτυχε να προπορεύεται. Εμείς αγόρια μου - όνειρα”, έλεγε στ’ αφτί τους το αγοροκόριτσο κι εκείνα έσκυβαν κοντά στον άσπρο του λαιμό εκεί που οι φλέβες παθιασμένες πάλλονταν, “θα προχωρούμε μέσα απ’ το ραγισμένο χώμα. Θ’ ακολουθούμε τα μυρμήγκια και τις μέλισσες. Μέσα απ’ τα στάχυα θα περνά η αθόρυβη περπατησιά μας. Οι πεταλούδες και τ’ αηδόνια θα μας οδηγούν. Στην πράσινη θάλασσα θα ξαποστάσουμε το χλωμό μας πρόσωπο βαρκούλα πλεγμένη από τα λεπτά ματόκλαδά μας...”
Έτσι ζούσαν τη μέρα τους το αγοροκόριτσο με τα αγόρια - όνειρά του. Συναντούσαν ξυλοκόπους, κυνηγούς, ψαράδες. Ζητιάνους ναυαγούς. Έβλεπαν κι άκουγαν πολλά. Πληγές αγιάτρευτες, λόγια σκληρά, βούρκους να ξεχειλίζουν.
Κανείς δεν τους έβλεπε. Κανείς δεν τους άκουγε. Αόρατοι διάβαιναν. Το πέρασμά τους άηχο. Ίχνος δεν άφηναν, μήτε όνομα κανένα. Ήταν που έρχονταν απ’ τα βάθη των σπηλαίων εκείνων που η γλώσσα δεν είχε ακόμη αρθρωθεί και το νόημα της σιωπής ήταν ακόμα ολόκληρο και στρογγυλό.
Προχωρούσαν χαρίζοντας το αρχέγονο χάρισμά τους σε όλους. Μετά από χρόνια και καιρούς ένας πρίγκιπας το ονόμασε “άρωμα της αφής”.
Της αόρατης αφής το φευγαλέο άγγιγμα.
Χάδι στο δάκρυ της γης.
Όταν το δάκρυ στέγνωνε κανείς δεν υποψιαζόταν πως γι’ αυτό ευθυνόταν μονάχα ένα άρωμα.
Το άρωμα της αφής ενός αγοροκόριτσου και των ονείρων του, των αγοριών - ονείρων των θαυμάσιων…
Δημοσιεύτηκε στο protagon.gr
Ευχαριστώ για τη γρ-αφή σου, όμορφη!
ReplyDeleteΝα είσαι καλά!