Οχλαγωγία. Τέρατα μυθικά, όντα υπερφυσικά, θεοί αιωνόβιοι, ημίθεοι διγενείς, θνητοί πρωταγωνιστές των θρύλων, βασιλείς περιώνυμοι, πολίτες άσημοι, πολιτικοί επιφανείς, σκλάβοι ανώνυμοι, ρήτορες πολύφθογγοι, κήρυκες μελίρρυτοι και φιλόσοφοι ρακένδυτοι, όλοι παρόντες.
Σε επιφανείς θέσεις οι μύστες των Μυστηρίων. Ιερείς και ιέρειες, προφήτες και μάντεις.
Προεξάρχοντες όλων οι ποιητές, οι γλύπτες και οι αρχιτέκτονες, οι ραψωδοί, οι μουσικοί, οι συγγραφείς και οι ιστορικοί. Όλοι όσοι χάραξαν ανεξίτηλα στη μνήμη του χρόνου τη φευγαλέα στιγμή, το ανεπανάληπτο γεγονός, το άξιο λόγου συμβάν τού κάποτε, τού τότε, τού ήτανε μια φορά. Όλοι όσοι ξεδιψούν από την πηγή της Μνημοσύνης.
Το αναρίθμητο πλήθος οργισμένο καγχάζει. Οι γλώσσες μπερδεύονται, οι λέξεις συμπλέκονται, βρυχηθμοί, αλλαλαγμοί, πολεμικό συλλαλητήριο.
Στο προαύλιο του σκοτεινού παλατιού οι αγριεμένοι Κένταυροι τινάζουν πίσω το κεφάλι έτοιμοι να εκσφενδονίσουν βράχους, δέντρα, βουνά ολόκληρα ενάντια στον εχθρό που μόλις ξεπρόβαλλε. Ο γιος του Κρόνου και της Νύμφης Φιλύρας, Χείρωνας, κάνει απεγνωσμένες προσπάθεις να τους συγκρατήσει, μα όταν βλέπει στο πλευρό τους παραταγμένους τούς προαιώνιους εχθρούς τους, Λαπίθες, και όλους μαζί να τους καθοδηγεί ο μαθητής του στις επιστημες, Ηρακλής, που τα φαρμακερά του βέλη στάθηκαν κάποτε αιτία του χαμού τους, παραιτείται. Ο σοφός Κένταυρος γνωρίζει πως θύτης και θύμα συντάσσονται μόνον απέναντι σε μια αδικία που υπερβαίνει κατά πολύ την παλιά τους έχθρα. Κι ακόμα, γνωρίζει καλά ο δάσκαλος των μεγάλων ηρώων πως, η σοφία και τα θεραπευτικά του βότανα είναι ανίκανα να θεραπεύσουν την οργή απέναντι στο Άδικο.
Πίσω από τους Κένταυρους και τους Λαπίθες, στέκουν καβάλα στ’ άλογά τους ετοιμοπόλεμες οι Αμαζόνες, καταστόλιστες τ’ αστραφτερά τους περιδέραια από ιερές πέτρες. Τεντώνουν τις χορδές των τόξων τους σημαδεύοντας κι αυτές τον εχθρό. Αν εκτοξευτούν τα εξασκημένα βέλη δε θα αστοχήσουν. Ανάμεσά τους, -πόσο παράδοξο-, οι Έλληνες. Αυτοί οι Έλληνες που κάποτε ισοπέδωσαν την πρωτεύουσά τους, Θεμίσυρα, και τις έσυραν σκλάβες στα καράβια τους. Οι ρωμαλαίες γυναίκες και οι Έλληνες, όπως οι Κένταυροι με τους Λαπίθες, έχουν καρφωμένο το βλέμμα τους στον Ηρακλή. Αυτός θα δώσει το σύνθημα. Άλλος κανείς.
Τρίτο στρατόπεδο, τα παιδιά της Γης και του Ουρανού με το φολιδωτό σώμα που καταλήγει σε σαύρας ουρά. Τα μακριά τους γένια ανταριασμένα, τα πυκνά μαλλιά τους ακατάστατα. Υψώνουν στα τριχωρά τους μπράτσα τα λαμπερά ακόντια. Ο πρεσβύτερος των Γιγάντων, Αλκυονέας, ο ανθρωποφάγος Άλπος που αντί τρίχες στο κεφάλι του έχει οχιές και τόσα χέρια που κάποτε κατάφεραν να αρπάξουν τα βόδια του Ήλιου, ο τρομερός Εφιάλτης που για δεκατρείς μήνες κράτησε αιχμάλωτο τον ίδιο τον θεό του πολέμου μέσα σε χάλκινο δοχείο, και ο Κλυτίας, ο Μίμας, ο Πορφυρίωνας, ο Άθως και όλοι οι άλλοι Γίγαντες στρέφουν το κεφάλι στον αρχηγό τους. Μα ακόμα και ο γιος της Γης και του Τάρταρου, Εγκέλαδος, όπως όλοι οι προηγούμενοι, περιμένει κι αυτός ανυπόμονα το νεύμα του Ηρακλή, σφίγγοντας τα δόντια μην του ξεφύγει κάποιος οργισμένος αναστεναγμός κι ο Πάνω Κόσμος ταραχτεί ανυποψίαστος.
Πίσω τους, άλλο παράδοξο. Οι Αχαιοί παραταγμένοι με τους Τρώες. Ο βασιλιάς της Σπάρτης Μενέλαος κι ο αδερφός του, βασιλιάς των Μυκηνών, Αγαμέμνονας, πλάι στον πρίγκιπα της Τροίας Πάρη. Μαζί τους ο Αχιλλέας, ο Έκτορας κι ο Αίαντας ο Τελαμώνιος.
Ανάμεσα στο εξαγριωμένο πλήθος αναρίθμητοι άλλοι προστρέχουν να συνταχτούν σ’ ένα από όλα τα στρατόπεδα κι άλλοι στέκουν χαμένοι σαν αδαείς. Ελάχιστοι μένουν νηφάλιοι μέσα στην αντάρα. Είναι οι Προεξάρχοντες, όρθιοι και ολότελα άοπλοι στα ακαλιά του παλατιού. Ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, ο Ερατοσθένης κι ο Παυσανίας, οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές κι ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης κι ο Φειδίας. Από τους Ολύμπιους θεούς που κάθονται στους θρόνους τους, μόνον ο Απόλλωνας παραμένει ατάραχος με μάτια καρφωμένα στα νερά του ποταμού που διαβαίνει έξω απ’ τις Πύλες της αυλής. Δεν τον απασχολούν τα στρατόπεδα και οι μαχητές τους, ούτε ο εχθρός στην αντίπερα όχθη. Το βλέμμα του μοιάζει ονειροπόλο. Στην πραγματικότητα είναι στραμμένο στην καρδιά του που του υπόσχεται μυστικά πως σύντομα η τάξη στον Κάτω Κόσμο θα αποκατασταθεί. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Τα νερά του Αχέροντα σαν την ψυχή του Απόλλωνα ατάραχα, αρυτίδωτα από την οχλαγωγία, σχεδόν αδιάφορα, ρέουν. Μόνον που αυτά, αντίθετα με τη φωτεινή ψυχή τού γαλήνιου θεού, είναι θεοσκότεινα.
Πυκνή ομίχλη και βαριά συννεφιά κατοικούν στα καταχθόνια, μα οι ψυχές, εξοικειωμένες εδώ και αιώνες στα σκοτάδια, αναγνωρίζουν δίχως δυσκολία η μια την άλλη. Κι αν κάποιες βρίσκονται σε άγνοια είναι γιατί πίνουν νερό της Λήθης να λησμονήσουν τις πίκρες και τα βάσανα του Πάνω Κόσμου, μα και τις χαρές του. Αναρωτιούνται τι προκάλεσε αυτή τη σύρραξη. Ποια αιτία συγκέντρωσε στην αυλή του οδυνηρού παλατιού όλο αυτό το ετερόκλητο και οργισμένο πλήθος, ερχόμενο από τους λειμώνες των ασφόδελων, το δάσος της Περσεφόνης, τα Τάρταρα, ακόμη κι από τα Ηλύσια; Και ποιος είναι άραγε τούτος ο τόσο απειλητικός εχθρός;
Αίφνης, μέσα στην αιώνια νύχτα του Κάτω Κόσμου, αχνοφέγγει το ίχνος της σκιάς Του. Ο θόρυβος υποχωρεί. Στα μισά της φανέρωσής Της καταπαύει πλήρως. Όταν η σκιά του Μέγα Κριτή ολοκληρώνεται, όλοι υποκλίνονται μπροστά της κάτω από το βάρος ενός αδιαμφισβήτητου σεβασμού. Τα κεφάλια θα σηκωθούν και πάλι μόνον όταν νιώσουν τη ροή του ποταμού να σταματά, τη φωτεινή σκιά να παγώνει, τον Μέγα Κριτή, όρθιο πάνω στη σχεδία της Δικαιοσύνης, τυλιγμένον τον μακρύ μαύρο του μανδύα, να λέει:
- Κατεβάστε τα όπλα. Ποιος ξύπνησε τα κοιμισμένα πάθη σας; Λησμονήσατε πως τα πάθη δεν αρμόζουν στους νεκρούς; Ο πόλεμος μόνον τους ζωντανούς αφορά, αφού στην επίγεια ζωή το αίμα διψά για αίμα. Δεν σας είναι αρκετό το αίμα των ζωντανών που σηκώνουμε στην πλάτη μας;
Και λέγοντας αυτά στρέφει το κεφάλι ν’ αντικρίσει τον εχθρό που στη θέα του συστρατεύθηκαν τόσες φυλές. Όλοι κατεβάζουν τα όπλα χωρίς να προβάλλουν αντίσταση. Χαλαρώνουν τις τεντωένες χορδές, αφήνουν τις πέτρες και τα ακόντια κατάχαμα, κι ενώ ο Κριτής περιμένει να δει στην αντίπερα όχθη στρατεύματα οπλισμένα, παραταγμένα αντιστοίχως σε θέση μάχης, μένει εμβρόντητος βλέποντας έναν μονάχα άνθρωπο, άοπλο και παντελώς αβοήθητο, αξιολύπητο σχεδόν. Τα φθαρμένα του ρούχα υποδηλώνουν παρελθόν ευγενικό. Τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του αφήνουν έκδηλα τα σημάδια μιας αλλοτινής περηφάνιας, ίσως και υπεροψίας, δεν θα ήταν παράτολμο να υποθέσει και σκληρότητας. Δεν μοιάζει ωστόσο τόσο άπορος ώστε να μην έχει ούτε έναν οβολό να δώσει στον Χάροντα για να το περάσει απέναντι. Άρα, για να τον εγκατέλειψε εκεί ο Χάρος σημαίνει πως δεν έχει ούτε έναν φίλο. Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός ο αξιοθρήνητος άνθρωπος που έχει μόνον εχθρούς; Μπροστά στο διαπεραστικό βλέμμα του Κριτή, ο άνθρωπος πέφτει στα γόνατα.
............................................................................................................................
Κάτι σχετικά με την επικαιρότητα. Πάω να διαβάσω ειδήσεις και με πιάνει ψυχοπλάκωμα! Κατάθλιψη!
ReplyDeleteΤί είναι αυτό; Πάω στο Σύνταγμα βλέπω νέους, γέρους, παιδιά να ζητάν ένα καλύτερο αύριο.
Πλησιάζει και του Αγίου Πνεύματος, γράψε κάτι για να αναθαρήσουν οι ψυχές μας.
ΑΗΡ
Ίσως μπορέσω κάτι να γράψω, δεν ξέρω... εγώ είμαι λίγο αργόστροφη... περνάει καιρός για να καταλάβω κάτι εντελώς επίκαιρο... Ας ολοκληρωθεί πρώτα αυτό το διήγημα και βλέπουμε...
ReplyDelete