Labels

Tuesday, June 7, 2011

"Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα" - Διήγημα δ΄μέρος - της Βασιλικής Νευροκοπλή




- Θα περάσουνε χρόνια. Η Ελλάδα θα ελευθερωθεί. Θα περάσουνε χρόνια. Η χώρα αυτή θα γεννήσει ανθρώπους άξιους να ζητήσουν με σθένος την επιστροφή των κλεμμένων υλικών της Ιστορίας τους πίσω στον τόπο τους. Θα περάσουν κι άλλα χρόνια. Κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης θα φτιάξουν οι Έλληνες γυάλινο οικοδόμημα που θα στεγάσει ό, τι απέμεινε στον Παρθενώνα, μιας και ο Παρθενώνας μια φορά φτιάχτηκε και δεύτερη δεν ξεναγίνεται. Έτσι όπως τον κατάντησε ο άρπαγας δεν μπορεί να προστατέψει τα παιδιά του. Μα τα Μάρμαρα σ’ αυτό το γυάλινο σπίτι που θα επιτρέπει τη συνομιλία τους με το φως θα είναι εκεί αναπαυμένα. Θα περιμένουν τα υπόλοιπα μέλη του σώματός τους να επιστρέψουν κοντά τους σαν πρώτα κι ας γνωρίζουν πως τίποτα δεν θα είναι όπως πρώτα. Λίγα ακόμη χρόνια θα περάσουν μέσα στην αναμονή και την προσμονή και μια μέρα, θεοί και ημίθεοι, παρθένες και Νύμφες, Αμαζόνες, Κένταρυοι και Γίγαντες, Τρώες κι Αχαιοί, θα είναι και πάλι μαζί. Ελεύθεροι από την αιχμαλωσία του ξένου ουρανού που θα αναγνωρίσει το δίκαιό τους. Και τότε, μέσα απ’ τα μεγάλα υαλωτά θ’ αρχίσει πάλι το παλιό, γνωστό, ερωτικό παιχνίδι των Μαρμάρων με το φως που μόνον αυτό μπορεί να δώσει ψυχή στα άψυχα και τις μορφές τους, να θεραπεύσει τα τραύματα, να ενοποιήσει και πάλι σ’ ένα σώμα τα διαμελισμένα, και να καθησυχάσει πλήρως το πνεύμα τους. Βλέπω τον κόσμο να πανηγυρίζει τη μέρα εκείνη ενωμένος στη χαρά της απόδοσης Δικαιοσύνης. Δεν πανηγυρίζουν μονάχα οι Έλληνες. Το πανηγύρι που βλέπω δε γίνεται μόνο γύρω από τον βράχο της Ακρόπολης, Ο νους μου ταξιδεύει σε όλα τα μήκη και πλάτη του Πάνω Κόσμου και η γιορτή της επιστροφής των Μαρμάρων στη γενέτειρά τους παίρνει διαστάσεις ασύλληπτες. Και διαλύεται η ύβρις αυτού του αξιολύπητου ανθρώπου σα μαύρο σύννεφο στον ερχομό της μεγαλόψυχης Άνοιξης που ξαναδίνει στους ανθρώπους όλους την ελπίδα στη Δικαιοσύνη, την αγάπη στην Ιστορία και την πίστη στην απαρασάλευτη αιωνιότητα.
Ο Μάντης βγήκε από το Όραμα κι ο Μεγάς Κριτής κοίταξε τα πλήθη που ήταν ακόμα γονατισμένα.
- Γυρίστε στους τόπους σας. Πίσω στα απόκρημνα όρη και στ’ αγρια βουνά, στις εύφορες κοιλάδες και στις χαράδρες, στα πικρά ποτάμια και τις γλυκές λίμνες. Επιστρέψτε στα υπόγεια των ναών και στις κατοικητήριες στοές σας. Μόνο η υπομονή αρμόζει στους νεκρούς. Η ώρα της Τελικής Κρίσης δεν ήρθε ακόμα, μα δε θ’ αργήσει. Τότε, και μόνο τότε, θα αποδοθεί μια για πάντα η οριστική και αμετάκλητη Διακιοσύνη. Θα ζήσουμε λίγο ακόμα ελπίζοντας πως οι ζωντανοί θα διορθώσουν τα σφάλματα τα δικά τους και των προγόνων τους και θα συνειδητοποιήσουν πως η γήινη ζωή τους είναι πολύ μικρή για να την σπαταλήσουν στο Άδικο.
Με την άκρη των βλεφάρων τους είδαν τότε όλοι το σκοτεινό Αχέροντα να ρέει και πάλι και τη σκιά του Μέγα Κριτή να απομακρύνεται. Όταν έσβησε, σηκώθηκαν ήσυχα κι άρχισαν να επιστρέφουν στον τόπο που για να τον καθένα ορίστηκε όταν κατέβηκε στον Άδη. Η λέξη “υπομονή” ηχούσε διαρκώς στ’ αφτιά τους, και η ελπίδα που μόνον ο Απόλλλωνας είχε κρατήσει άσβηστη μέσα του, φώτισε και πάλι τις ταραγμένες ψυχές τους. Ας περάσουν τα χρόνια, μουρμούριζαν πάλι και πάλι...

Ο λόρδος ξύπνησε τρέμοντας. Τα μεταξωτά του σκεπάσματα ήταν λουσμένα στον ιδρώτα που τόση ώρα έτρεχε ποτάμι απ’ όλο το σώμα του. Προσπάθησε να σηκωθεί, μα το σώμα του δεν τον υπάκουε. Κοκαλωμένα τα μέλη του σαν καρφωμένα στο πουπουλένιο του στρώμα. Ένα όνειρο ήταν, δεν υπάρχει λόγος να του δώσει περισσότερη σημασία απ’ ό, τι αξίζει. Θέλησε να πιει λίγο νερό και προσπάθησε να μιλήσει, να φωνάξει τον υπηρέτη, αλλά η γλώσσα του είχε δεθεί, κι ένας κόμπος στο λαιμό δεν τον άφηνε να ανασάνει. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε τελικά ν’ ανακαθήσει στο κρεβάτι. Όνειρο ήταν, μια ανοησία, δεν ήταν τίποτα φοβερό. Λίγο νερό, κι όλα θα επανέρθουν στους κανονικούς ρυθμούς τους. Κατέβασε τα γυμνά του πόδια, πάτησε πάνω στο μαρμάρινο σκαλί που είχε κρατήσει από ένα αέτωμα του Παρθενώνα για να το πατά και να κατεβαίνει από το ψηλό του κρεβάτι. Τα πόδια του πάγωσαν στο άγγιγμα του μαρμάρου. Θυμήθηκε πως πάνω σ’ ένα τέτοιο κομμάτι πατά ο Άδης καθισμένος στον θρόνο του για να εμποδίζει τις ψυχές να δραπετεύουν από τον Κάτω Κόσμο. Πάτησε πάνω του γερά για να ξορκίσει τον εφιάλτη που είδε, και χαμογέλασε ειρωνικά. Σηκώθηκε όρθιος και άπλωσε το χέρι να πιει νερό από το χρυσό κύπελλο που είχε πάρει κάποτε από τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα της Φιγαλείας. Αναρωτήθηκε σαρκαστικά αν το νερό που θα έπινε ήτανε άραγε από την πηγή της Λήθης ή της Μνημοσύνης. Πάνω που τέντωνε το χέρι να πιάσει το κύπελλο και να πιει την πρώτη γουλιά ένιωσε μια μαύρη σκιά πίσω του να τον απειλεί, και τα πόδια του να γλιστρούν απ’ το μάρμαρο. Έπεσε στο πάτωμα προτού μάθει την απάντηση. Το χρυσό κύπελλο κήλησε στο πάτωμα, κατευθύνθηκε προς την ανοιχτή πόρτα κι άρχισε να κατρακυλά με θόρυβο στις σκάλες. Οι υπηρέτες ανέβηκαν τρέχοντας. Βρήκαν τον κύριό τους στο πάτωμα και το μάρμαρο πάνω στο οποίο πατούσε ποτισμένο αίμα που ακόμα έτρεχε από το κεφάλι του...

............................................................................................................................

2 comments:

  1. Πόσο επίκαιρο!!!!!!!!!
    Πολύ διαφορετικός ο τρόπος γραφής σου εδώ μα πανάξια η βράβευσή του σε μια χώρα περήφανη θύμα κι αυτή "αρπαγής" από τους σύγχρονους Έλγιν.
    Μακάρι πολύ σύντομα η Ελλάδα να ελευθερωθεί, τα τέκνα της να ζητήσουν με σθένος την επιστροφή των κλεμμένων ... Συγνώμη για την παράφραση, αλλά φαίνεται καθαρά πως μέσα από τα παρελθόντα περιγράφεις καθαρά τα μελλούμενα.

    ReplyDelete
  2. Βλέπεις καθαρά... σ' ευχαριστώ!

    ReplyDelete

Σχόλια