Τόσο που κουράστηκαν οι άνθρωποι απ' τις πολλές πληροφορίες και τις μέριμνες που πια δεν τους έμεινε κέφι και καιρός να γράφουν γράμματα, είπα κι εγώ να γράψω ένα γράμμα στο Μέλλον. Βλέπετε, κατά βάθος είμαι μόνον ένας γραφιάς επιστολών και τίποτα περισσότερο. Ό, τι κι αν γράφω, αν το ψάξει κανείς θα ανακαλύψει πως πάντα πρόκειται για ένα γράμμα, μια επιστολή σε κάποιον. Πάντα σε κάποιον. Τίποτα απ' αυτά που γράφω δεν απευθύνεται σε ένα γενικό και αόριστο Κοινό. Τίποτα δεν απευθύνεται σ' ένα απρόσωπο σύμπαν, σε μια αόριστη και ακαθόριστη μορφή. Γράμματα γράφω, όπως έκαναν οι παλιοί εκείνοι άνθρωποι τον παλιό καιρό. Δεν λέω τον παλιό καλό καιρό. Κάθε καιρός έχει και τα καλά του, έχει και τα στραβά του. Μα αν είσαι γραφιάς πρέπει να γράψεις. Κι αν έμεινες άνεργος λόγω συνθηκών πρέπει να ανακαλύψεις έναν παραλήπτη, να του γράψεις για να ζησεις. Το πρόβλημα της δουλειάς αυτης είναι πως δυστυχώς διακατέχεσαι και από το σύνδρομο να περιμένεις απάντηση. Μιας, λοιπόν, και στους καιρούς μας, η απάντηση συχνά δεν έρχεται, είπα να γράψω στο Μέλλον. Αυτό αυτόματα καταργεί την προσδοκία μου να λάβω μια άμεση απάντηση και μάλιστα λεκτική όπως διακαώς θα επιθυμούσα. Θα έρθει με κάποιον τρόπο σίγουρα μια μέρα, δεν υπάρχει περίπτωση, αλλά θα την περιμένω ήσυχα και όχι ανυπόμονα όπως όλες τις άλλες.
"Αγαπημένο μου Μέλλον,
τρυφερό μου άγνωστο, πολύ με απασχόλησες σήμερα και γι' αυτό σου γράφω. Κατέφυγα στην ασκεπή οικία σου να διασκορπίσω τη λύπη που με κυρίευσε. Είναι που νωρίς το πρωί κατέβηκα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και πριν πάω στην Τράπεζα όπου ήταν η μόνη δουλειά για την οποία αποφάσισα την έξοδό μου, είπα μέσα μου: δεν αξίζει μια έξοδος μόνο για έναν ανεξόφλητο λογαριασμό, πρέπει να κάνω και μια βόλτα αναίτια, κι αφού έχω πολύ καιρό να περάσω από τα παλιατζίδικα της οδού Τοσίτσα, γιατί δεν πάω να ρίξω μια ματιά;
Είχε κρύο και ήμουν φρεσκολουσμένη, παράλογο, το ξέρω, και είμαι και ευαίσθητη πολύ στις ψύξεις, αλλά δεν φημίζομαι για τη λογική μου, μάλλον δε για τις ανεξέλεγκτες παρορμήσεις μου. Κατηφόρισα το δρόμο με τα παλιατζίδικα. Στάθηκα και χάζεψα καθαρές και λερωμένες βιτρίνες. Δίσταζα να μπω γιατί κάπνιζα το πρωινό μου τσιγάρο, αλλά εκεί οι άνθρωποι δεν κολλούν σε κάτι τέτοια, ίσως και σε πολλά άλλα σαν κι αυτά. Με κάλεσαν και μπήκα στα μαγαζιά τους με το τσιγάρο. Εδώ όλοι καπνίζουμε, μπες να μη κρυώνεις, είπαν οι ασπρομάλληδες εμπόροι. Κηροπήγια δίχως κεριά, σεμεδάκια πλεγμένα από βελονάκι και μάτια γερά που οδηγούσαν χέρια σταθερά με υπομονή ακλόνητη, φωτογραφικές μηχανές των αρχών του αιώνα, ρολόγια τοίχου ασημοστόλιστα και επιτραπέζια ξυλόγλυπτα, φλυτζάνια μετανάστες, εξόριστα από το κάποτε ολοκληρωμένο τους σερβίτσιο, κομπολόγια κεχριμπαρένια, χάντρες ορφανές, κιλίμια μουντόχρωμα, ραπτομηχανές singer ανυπέρβλητου κάλλους.
Ναι αγαπημένο μου, αβέβαιο Μέλλον. Σήμερα είδα κατάφατσα το Παρελθόν σου να πωλείται σε πολύ χαμηλή τιμή. Σχεδόν εξεφτελιστική. Κι ακόμα είδα να μην το αγοράζουν. Είδα κατηφορίζοντας και πρόσφυγες να στρώνουν νάυλον στο πεζοδρόμιο και να πωλούν το δικό τους Παρελθόν τζάμπα. Είδα κάτι γέρους και γριές που σαν εμένα βγήκαν να πάρουν αέρα με άδειες τις τσέπες, να ξετυλίγουν τραπεζομάντηλα, να τα κοιτάζουν από δω και από κει και να σκέπτονται το ένα ευρώ της τιμής τους. Στάθηκα αποσβολωμένη για ώρα μη κοιτάζοντας τίποτα. Μονάχα ακούγοντας τις τιμές. Σχεδόν όλα τα αντικείμενα του Παρελθόντος είχαν ένα ευρώ και οι περαστικοί περιπατητές το σκέφτονταν κι αυτό. Στο νου μου ήρθαν τα σκλαβοπάζαρα των μαύρων της Αμερικής. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί. Ίσως γιατί όλη η διαδικασία ψαξίματος των αντικειμένων έμοιαζε έμψυχη, ίσως γιατί εκείνη η διαδικασία της αγοραπωλησίας ανθρώπων ήταν άψυχη. Δεν ξέρω.
Έβαλα τα χέρια στις τσέπες και γύρισα πάλι στα μαγαζιά να ξαναδώ τις βιτρίνες και ό, τι είχαν έξω. Διστάζω και να σου το πω Μέλλον μου λατρεμένο, γιατί εσύ ακόμα δεν ήρθες και δεν έχεις ιδέα τι σε περιμένει. Μα θα στο πω για να προετοιμαστείς κατάλληλα, μη πέσεις απ' τα σύννεφα και μου γκρεμοτσακιστείς. Κρίμα κι άδικο. Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν οι φωτογραφίες. Όχι αυτές της παλιάς Θεσσαλονίκης. Είμαι εξοικειωμένη κι εγώ και η πόλη μου μ' αυτές. Καδραρισμένες φωτογραφίες γάμων ανθρώπων που έζησαν κάποτε σε τούτα τα χώματα. Τότε που η πόλη αυτή είχε χώματα. Σαν την ασπρόμαυρη φωτογραφία γάμου των γονιών μου που στολίζει μέχρι σήμερα σε περίοπτη θέση το σαλόνι τους. Ο άντρας όρθιος, με μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμιστο κολλαριστό και μαύρη γραβάτα, και η νύφη πλάγια καθισμένη να κοιτουν ευθυτενώς τον φακό. Τόσοι γάμοι πανομοιότυποι μα και διαφορετικοί στα παλιατζίδικα. Τόσοι γάμοι χωρίς απογόνους, ή με άκαρδους απογόνους, αδιάφορους ή βουτηγμένους στην άγνοια. Είναι στ' αλήθεια τόσο βαρύ να κρατήσεις τη φωτογραφία του πατέρα ή του παππού σου στο σπίτι σου; Ίσως και να είναι. Είναι τόσο μικρό το σπίτι σου που δε χωρά μια φωτογραφία των προγόνων σου; Μπορεί και να είναι. Αυτά τα πρόσωπα θαρρείς και κόλλησαν πάνω στην ωχρά κηλίδα των ματιών μου. Αφού δεν κοιτούσαν πια τον φακό. Εμένα κοιτούσαν. Έτσι είναι. Ψέμματα δεν μπορώ να πω. Με κοιτούσαν κατάματα. Το ίδιο ευθυτενώς με τον αλλοτινό φακό. Και με ρωτούσαν. Κι εγώ απάντηση δεν έβρισκα.
Γι' αυτό αγαπημένο μου Μέλλον άφησέ με να σου δώσω μια συμβουλή, μη με παρεξηγείς που παίρνω το θάρρος καλά καλά δε γνωριστήκαμε. Τα έπαθα κι εγώ και ξέρω. Εντάξει, σα γριά τώρα μιλώ, το ξέρω κι αυτό. Μην τρέφεις πολλές προσδοκίες από μας τώρα που έρχεσαι. Καλύτερα κιόλας να μην έχεις καμιά προσδοκία. Θα βρεθείς κι εσύ γρήγορα στα παλιατζίδικα, να το ξέρεις. Και πολύ φοβάμαι πως τότε θα σε δωρίζουν, ούτε καν θα σε πουλάνε σε χαμηλή τιμή, και πάλι δε θα σε θέλει κανείς.
Μη θλίβεσαι όμως μικρό μου, αγέννητο Μέλλον. Πίστεψέ με. Δεν πρέπει να θλίβεσαι. Φεύγοντας το κατάλαβα. Είναι καλύτερα έτσι. Έλα αθόρυβα. Στα νύχια. Δίχως υποσχέσεις. Σκύψε και λίγο το κεφάλι ντε. Ίσως αυτή την ώρα να σου αποκαλύπτω άθελά μου ένα μεγάλο μυστικό για το οποίο ίσως κάποτε βαθιά να με ευγνωμονείς: "Καθώς θα γίνεσαι Παρόν και λίγο λίγο Παρελθόν, μετρίασε το πάθος σου ή μάλλον καλύτερα κρύψ' το. Πώς να σε συμβουλέψω εγώ που είμαι ένα πάθος να το μετριάσεις; Κρύψ' το. Και σύναψε γάμο μυστικό με όλους τους παλιατζήδες της πόλης. Σαν έρθει η ώρα να βρεθείς στα ράφια τους πρέπει να έχεις διαφυλάξει κάτι από την πρώτη λάμψη σου για να σε βάλουν τουλάχιστον σε θέση περίοπτη. Να σου δώσουν έστω μια χαμηλή τιμή. Να μη βρεθείς στους κάδους παντελώς αχρείαστο και άχρηστο. Γιατί πρέπει να ξέρεις πως ακόμη κι ένα βλέμμα αν πέσει επάνω σου είναι ικανό να σε αναστήσει..."
Βασιλική, πολύ ωραίο, πολύ τρυφερό, πολύ νοσταλγικό. Κάπως έτσι νιώθω όταν κοιτάζω παλιά βιβλία, καθένα με την ιστορία του.
ReplyDeleteΚαλή Σαρακοστή!
Έτσι είναι και οντως και με τα παλιά βιβλία... Kαλή Σαρακοστη αδερφέ μου!
ReplyDeleteΓράφοντας ένα γράμμα στο Μέλλον δίνεις αξία σε κάτι που σήμερα δεν έχει αντίτιμο ούτε ένα ευρώ όπως το κατάντησαν.
ReplyDeleteΓράφοντας στο Μέλλον γράφεις ένα γραμμα Ελπίδας που παιχνιδίζει ανάμεσα στις λέξεις.
Mόλις γύρισα από τον εσπερινό της Μ.Βλατάδων, ήταν τόσο όμορφα όλα... και κάποια στιγμή σε σκέφτηκα... Πολύ γλυκό αυτό που έγραψες, σ' ευχαριστώ... Καλησπέρα και Καλή Σαρακοστή!
ReplyDelete