Θα υφάνω απ' αστέρια μια χρυσή στολή
να ντύσω την πληγή που σε μαραίνει
Η αγάπη μου σα μύρο θα τη ραίνει
της θλίψης σου τη συστολή
Από το κλάμα του Θεού φτιάχτηκαν θάλασσες
από τον αναστεναγμό του ο αέρας
Μονάχα ο πόνος το μπορεί να φέρει εις πέρας
την άγια εικόνα του που χάλασες
Θα κλέψω των κυμάτων τους λευκούς αφρούς
να πλύνω των ματιών σου το μαράζι
ο ίσκιος κυνηγός να μη ταράζει
του βλέμματός σου τους φρουρούς.
Από το γέλιο του Θεού χτίστηκαν σύμπαντα
κι απ' το έλεός του χρώματα χιλιάδες
Δώσ' μου το χέρι σου να παίξουμε αμάδες
μη σκιάζεσαι του κόσμου τα ασήμαντα.
τις ψυχής σου η ομορφιά μπουκέτο απ' ανθισμένεςλέξεις
ReplyDeleteτρέφομαι από όλες o πεινασμένος, ποια να πρωτοδιαλέξεις?
σε ευχαριστώ που μοιράζεσαι τον οίστρο σου μαζί μας.
εμενα με εγκατέλειψε αφού γύρισα στα καθημερινά ανούσια!
Ευωδιάζει αύρα θαλασσινή που φέρνει ελπίδα στην κάψα του καλοκαιριού.
ReplyDeleteZoro, σ' ευχαριστώ που είσαι εδώ.. ο οίστρος είναι ναζιάρης,΄τέτοια κάνει, έρχεται, φεύγει οποτε θέλει... θέλει χάδια και παρακάλια... ταχτάρισέ τον και θα έρθει και μέσα στα καθημερινά...
ReplyDeleteΤη δροσιά του να 'σεις Sot!
ReplyDelete