Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να ζει αιώνια. Τον έλεγαν Παντελή. Ειχε όλα τα καλά. Ήταν νέος, γερός, αγαπούσε την οικογένειά του και χαιρόταν τη ζωή. Πάει μια μέρα στη Σοφή του χωριού και της λέει:
Ξέρεις ποιο είναι το μυστικό για να ζήσω αιώνια; Εκείνη σκύβει συλλογισμένη και κοιτά τα μαύρα της νύχια. "Εγώ δεν ξέρω. Άμε στον γέρο του δάσους που είναι πιο γέρος κι από μένα να ρωήσσεις. Αυτός πρέπει να ξέρει".
Τραβά τον δρόμο του ο Παντελής, φτάνει κάποτε στον γέρο του δάσους που καθόταν πάνω σ' ένα κούτσουρο. "Ξέρεις πώς θα μπορέσω να ζήσω αιώνια;" τον ρωτά. "Εγώ", του λέει αυτός, "θα ζήσω μέχρι να πέσουν όλα τα δέντρα του δάσους". "Α, όχι, αυτό δεν μου κάνει. Κάποτε θα πέσουν τα δέντρα. Δεν είναι αυτό που ζητώ". "Ε, τότε, πήγαινε να βρεις το γέρο της λίμνης, αυτός είναι πιο γέρος κι από μένα, μπορεί να ξέρει το μυτστικό".
Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει ο Παντελής φτάνει κάποτε στο γέρο της λίμνης που τον εβρίσκει να πίνει το νερό της λίμνης πεσμένος μπρούμυτα. "Ξέρεις πώς θα μπορέσω να ζήσω αιώνια;", τον ρωτά. "Εγώ", του λέει αυτός, "θα ζήσω μέχρι να στερέψει ετούτη η λίμνη". "Α, όχι, δε θέλω", λέει στενάχωρος ο Παντελής. "Σίγουρα θα έρθει μια μέρα που το νερό της λίμνης θα στερέψει και τότε κι εσύ κι εγώ θα πεθάνουμε". "Πήγαινε τότε να βρεις τον γέρο του βουνού", του απαντά ο γέρος της λίμνης, "αυτός είναι πιο γέρος κι από μένα, κάτι παραπάνω θα ξέρει".
Το δισάκι του στον ώμο ο Παντελής, βουνά λαγκάδια περνά, ραχούλες και κάμπους διαβαίνει, φτάνει μια μέρα στον γέρο του βουνού που ήταν στ' αλήθεια πάρα πολύ γέρος. "Ξέρω γιατί ήρθες" του λέει, "ψάχνεις να βρεις πώς θα μπορέσεις να ζήσεις αιώνια". "Ναι", του απαντά ενθουσιασμένος ο Παντελής. "Εγώ θα ζήσω μέχρι να πέσει ετούτο το βουνό", του λέει. "Αυτό μάλιστα! Θα μείνω μαζί σου!" απάντησε κι έμεινε μαζί του, τι να σας πω, αν σας πω αιώνες ολόκληρους θα σας φανεί απίστευτο; Και όμως δε σας λέω ψέμματα. Πέρασαν αιώνες μαζί κι έγιναν αχώριστοι φίλοι.
Κάποτε όμως, καθισμένος καθώς ήτανε πάνω στην κορφή του βουνού, ο Παντελής ένιωσε μια βαθιά νοσταλγία για το χωριό του. "Μη πας", του είπε ο γέρος του βουνού, "το χωριό σου άλλαξε πολύ, οι δικοί σου έχουν πεθάνοι όλοι εδώ και πάρα πολλούς αιώνες, καμιά δουλειά δεν έχεις πια εκεί". Το σαράκι όμως τον έτρωγε τον Παντελή και ο γέρος κατάλαβε πως το 'χε πια πάρει απόφαση και πως τίποτα δεν θα τον σταματούσε. "Πάρε το άλογό μου", του είπε μια μέρα. "Είναι γρήγορο σαν τον άνεμο, σε μια μέρα θα σε πάει και θα σε φέρει. Μόνο ένα πράγμα προσεξε: μη κατέβεις ούτε μια στιγμή από τη σέλα του γιατί θα πάθεις μεγάλο κακό. Για κανέναν λόγο δεν θα κατέβεις, εντάξει;"
Συμφώνησε ο Παντελής, καβαλίκεψε το άτι και πριν προλάβει να πει κίμινο έφτασε έξω απ' το χωρίο του. Ίδιο το ποτάμι, ίδιος ο κάμπος που το περιτρυγύριζε, μπαίνει μέσα και τι να δει; Δεν αναγνώριζε τίποτα. Μεγάλοι δρόμοι, μεγάλα σπίτια, σήματα κόκκινα και πράσινα, όλοι άγνωστοι. Σεργιάνισε από δω, σεργιάνισε από κει, το βράδυ πήρε λυπημένος το δρόμο για το βουνό.
Στο δρόμο ξαφνικά συναντά στη μέση του πουθενά ένα χαλασμένο κάρο που η μια του ρόδα είχε φύγει και γύρω γυρω στίβες παπούτσια τρύπια. Ένα γεράκος καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα του. "Βοήθα με παλικάρι μου να φτιάξω το κάρο μου, σε παρακλλώ", του λέει. "Θα σε βοηθούα" του απαντά, "αλλά δεν πρέπει με τίποτα να κατέβω από το άλογό μου, λυπάμαι...". Έπεσε σε απελπισία ο γέρος, τον λυπήθηκε το καλό το παλικάρι, κατάβηκε απ' τ' άλογο, έβαλε τον τροχό στη θέση του. Πάνω που πήγε να βάλει το πόδι στη σέλα, ένα σύννεφο σκέπασε τη σελήνη, μια ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί του απ΄ το απαλό χέρι του γέρου που ακούμπησε το δικό του.
"Ποιος είσαι;" τον ρωτά, "και τί είναι όλα αυτά τα τρύπια παπούτσια;" "Είμαι ο Θάνατος και όλα αυτά που βλέπεις είναι τα παπούτσια που χάλασα για χάρη σου κυνηγώντας σε τόσα χρόνια..."
No comments:
Post a Comment
Σχόλια