Σπούδάσα στην Αθήνα μάγειρας. Ήμουν καλός και με πήραν σοτν Διόνυσο, το περίφημο εστιατόριο των Αθηνών, για βοηθό. Έξι φύγαμε τότε απ' το χωριό, οι άλλοι πέντε φοιτητές, από μένα περίμεναν καμιά μερίδα φαγητό.
Έρχονταν τότε με τα σκυλάκια τους εκεί, τα βάζαμε σε ειδικό χώρο και ετοιμάζαμε και το φαϊ τους, κατεψυγμένο φιλέτο. Κατεψυγμένο βέβαια, αλλά φιλέτο... Έψηνα κανένα παραπάνω. Είχαμε έναν φεγγίτη πάνω απ' την κουζίνα, νύχτα ήτανε, έβαζα φωνή...
Έλα Τζακ, έλεγα και πετούσα το φιλέτο από τον φεγγίτη τυλιγμένο σε χρυσόχαρτο να το πιάσει το φιλαράκι μου να το πάει στο δωμάτιο να το μοιραστεί η παρέα.
Ένα βράδυ έτυχε να μην έχουν σκυλιά οι πελάτες. Αρχίσαμε να μαζεύουμε στο τέλος και να πλένουμε, κι αγχώθηκα που θα άφηνα νηστικούς τους φίλους μου. Απλώνω το χέρι στο ράφι ψηλά και πιάνω μερικές κονσέρβες. Φωνάζω τον Τζακ και τις πετάω. Τόνος είναι, λέω, κάπως θα τη βγάλουνε και σήμερα. Γυρίζω αργά...
Εντάξει; τους ρωτάω σαν φτάνω σπίτι.
Τι εντάξει ρε Θανάση;
Καλός δεν ήταν ο τόνος; Δεν είχα τίποτα άλλο ρε παιδιά.
Ποιος τόνος ρε Θανάση;
Ο τόνος ρε παιδιά, δεν ήταν τόνος οι κονσέρβες;
Μαύρο χαβιάρι ήταν ρε Θανάση, μαύρο χαβιάρι και δεν είχαμε ούτε μια μπουκιά ψωμί να τον φάμε...
No comments:
Post a Comment
Σχόλια