Εδώ και εξήντα πέντε χρόνια κάθε πρωί της ψήνει τον καφέ. Είναι ογδόνα πέντε σήμερα αυτός, η γιαγιά σχεδόν συνομήλικη.
Δεν πήρε ποτέ στη ζωή του ένα παυσίπονο. Πόνος είναι, θα περάσει, έλεγε... Πριν ένα χρόνο έπαθε γλαύκωμα. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Σ' όλο το δρόμο φώναζε φουρκισμένος:
- Πού με πάτε τώρα; Τι θα κάνει η Κομουσινιώ; Ποιος θα της ψήσει τον καφέ; Αφού μόνη της δεν τα καταφέρνει...
Τόσα χρόνια ποτέ δεν της είπε μια κακή κουβέντα. Αυτή θεούς και δαίμονες βρόνταγε πάνω του. Σιωπή εκείνος. Μια μέρα του λέει απηυδισμένος ο γιος του:
Ε, βρε πατέρα, πες της κι εσύ καμιά κουβέντα να πάψει πια...
Κομουσινιώ μου, της λέει μαλακά, μη μιλάς έτσι...
Πλάνταξε στο κλάμα η Κομουσινιώ. "Εσύ ποτέ δε μου μίλησες έτσι, τι λόγια είναι αυτά που ξεστόμισες..."
"Δεν θα το ξανακάνω" είπε τότε ο παππούς κατεβάζοντας το κεφάλι του και δεν ξαναμίλησε.
ξεχώρισε η ευλογημένη!!!
ReplyDeleteΠολύ εύγλωττα μέσα από την ιστορία βγαίνει το μυστήριο αλλά και η λύση του...
ReplyDelete...ναι, Μενέλαε!!! Καλό βράδυ!!!
ReplyDeleteΚορυφαίο το σχόλιό σου Sot!!!!!
ReplyDelete