Labels

Sunday, January 3, 2010

"Το Συμβάν" - κεφ. 12ο (Προδημοσίευση)




12.

Εκεί αγκαλιαστήκαμε σφιχτά δίχως να πούμε λέξη. Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτή η αγκαλιά. Ξέρω πως έχω ακόμα τη γεύση της κι όταν την θυμηθώ μια απέραντη γλύκα πλημμυρίζει απ’ άκρη σ’ άκρη όλο μου το σώμα. Φιλιόμασταν σαν τρελοί, στο πρόσωπο, στο λαιμό, στους ώμους, στο στήθος, ώσπου βγήκε κι από τους δυο μας ένας βαθύς αναστεναγμός. Πάνω που αποφάσισα πως ήρθε επιτέλους η ώρα να της τα δώσω όλα, με σταμάτησε απότομα και μ’ έβαλε να κάτσω καταγής. Καθίσαμε στο γρασίδι έχοντας μπροστά μας την απέραντα ανθισμένη κόκκινη θάλασσα των λουλουδιών που γινόταν ένα με το φόρεμά της, ένα με το αίμα μας, το ακριβό πάθος της καρδιάς μας.

-Δεν θα είναι εύκολο, ξεκίνησε να μιλά πρώτη με φωνή απαλή, αλλά δεν θα κρατήσει πολύ. Ένας χρόνος είναι κι αν καταφέρεις εσύ να πάρεις κατευθείαν μια υποτροφία και να έρθεις εκεί για να σπουδάσεις αστροφυσική, θα έχω κι εγώ κάπου περάσει και θα είμαστε πάλι μαζί.

-Ελισώ, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Στιγμή δεν μπορώ, της είπα και πάλι μπούκωσα. Πάλι ντράπηκα που δεν ήμουν τόσο άντρας όσο όφειλα.

-Κι εγώ δεν μπορώ χωρίς εσένα. Σκέψου κι εμένα. Εσύ έχεις και τον παππού σου. Εγώ έχω μόνον εσένα. Έφυγε κι η νταντά μου, την έδιωξε ο μπαμπάς...

-Πεθαίνει ο παππούς Ελισώ....

Σήκωσα τα μάτια και κοίταξα το κόκκινο λιβάδι προσπαθώντας να συγκρατήσω γι’ αλλη μια φορά τα δάκρυά μου. Θυμήθηκα τα λόγια του. Πως θα φύγει αυτήν την άνοιξη θυμήθηκα, όταν θ’ ανθίσουν οι τουλίπες και οι άγριες ορχιδέες. Όταν μοσχοβολήσει όλη η Χίος. Το είχα λησμονήσει μέσα στον πόνο μου. Σηκώθηκα απότομα. Μια άγρια δύναμη με κυρίεψε. Και πήρα την απόφαση σαν να έβγαζα από το θηκάρι της απελπισμένης μου ψυχής το κρυμμένο σπαθί μου, έτοιμος να υπερασπίσω με κάθε τρόπο την αγάπη μας:

-Θα αντέξουμε και θα παλέψουμε. Κανείς δεν μπορεί να κλέψει την αγάπη μας. Κανείς δεν μπορεί να την σκοτώσει ό, τι και να κάνει. Σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ για πάντα. Στ’ ορκίζομαι. Αυτό ήταν για σένα, της είπα στο τέλος, και της έδωσα το ξύλινο κουτί.

-Κι εγώ θα σ’ αγαπώ για πάντα και θα σε περιμένω. Θα σου γράφω γράμματα, είπε μ’ εκείνη τη φωνή που είχε μια βεβαιότητα αναμφισβήτητη στους τονισμούς της σαν μελωδία που από καιρό είχε μάθει απέξω κι ανακατωτά.

Σηκώθηκε και πήρε το κουτί στα χέρια. «Καλά Χριστούγεννα» διάβασε δυνατά και χαμογέλασε. Πάνω που έσκυψε να με φιλήσει ακούστηκε η φωνή του Γιώργη. Δε μιλούσε. Μούγκριζε σα θηρίο ανήμερο:

-Πήγαινε αμέσως σπίτι. Σε γυρεύει ο μπαμπάς. Τσακίσου...

Την είδα να φεύγει τρέχοντας και να χάνεται στα σοκάκια. Ο Γιώργης δεν ήτανε μόνος. Άλλοι πέντε φίλοι του, με τους οποίους εγώ είχα κόψει κάθε σχέση, ήταν μαζί του.

-Πάμε για πέρδικες, είπε, έλα...
-Δεν έρχομαι Γιώργη. Δεν έχω όπλο και δεν μ’ αρέσει πια να σκοτώνω πουλιά.
-Θα έρθεις θέλεις δε θέλεις, είπε προστακτικά. Να δούμε αν εκτός από κορίτσια μπορείς να κυνηγάςς και τίποτα άλλο, συμπλήρωσε μ’ ένα μοχθηρό ύφος και γέλασαν όλοι δυνατά.
-Δεν θα έρθω. Πάω σπίτι μου.

Κίνησα να φύγω. Τον είδα να σηκώνει το φλόμπερ ίσια καταπάνω μου. Σταμάτησα και τον κοίταξα στα μάτια. Ένας απ’ την παρέα πήγε να του κατεβάσει το χέρι. Αυτός αντιστάθηκε. Οι άλλοι είχαν μείνει παγωμένοι στη θέση τους, όπως κι εγώ. Πάνω στην προσπάθεια να ελευθερώσει το χέρι του, το όπλο εκπυρσοκρότησε.


4 comments:

  1. ....και μετά την εκπυρσοκρότηση; Τι;

    Πάλι μας το έκοψες....!

    Δεν πειράζει όμως! Χαλάλι! Εξελίσσεται ωραία!

    ReplyDelete
  2. καλή δημιουργική χρονια σε όλους μας

    ReplyDelete
  3. Μετά λίγο λίγο, αλλάζει η ζωή του ήρωα... Για να δούμε...

    ReplyDelete
  4. Καλή χρονιά, με δύναμη στα ζόρια, αισιοδοξία και θάρρος και χαρά για όλες τις στιγμές που μας αποδεικνύουν πως είμαστε ακόμη ζωντανοί!

    ReplyDelete

Σχόλια