Labels

Thursday, June 23, 2022

Ένας κοινός άγγελος


Ένας έμπειρος και παρατηρητικός άνθρωπος θα μπορούσε με την πρώτη ματιά να ισχυριστεί πως πρόκειται για έναν κοινό άνθρωπο. Δε θα ήταν μάλιστα καθόλου υπερβολικό να αποφανθεί πως πρόκειται για το "πρότυπο" του κοινού ανθρώπου.

Αδιάφορο έως κακοφτιαγμένο σουλούπι, λίγα λόγια κι αυτά χαμηλών τόνων, ντύσιμο απλό χωρίς καμία επιτήδευση, κάποιες φορές και κιτς. Δε θα χρειαζόταν καθόλου φαντασία για να συμπεράνει ο παρατηρητής, πως καμία γυναίκα, -της προκοπής τουλάχιστον-, δε θα γυρνούσε ποτέ να τον κοιτάξει. Κι ακόμα, πως ολοφάνερα πρόκειται για έναν φιλήσυχο, ολίγον βολεμένο και οπωσδήποτε αυτάρκη άντρα, που η ζωή του κύλησε αδιάφορη γεμάτη μικρά επαναλαμβανόμενα μοτίβα με απουσία εξάρσεων.

Ωστόσο, όλα αυτά τα προφανή και ανώδυνα συμπεράσματα των ηλιθίων  ισχύουν, όσο και το συμπέρασμα πως η γη είναι επίπεδη εφόσον ο ορίζοντας εκτείνεται στην ευθεία των ματιών μας.

Αυτός ο κοντός, ελαφρώς χοντρός και αρτσούμπαλος άντρας με τα βατραχίσια μάτια και τα πλατιά χείλη κάποτε παντρεύτηκε μία καλλονή που τον λάτρεψε όσο κι αυτός εκείνην. Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά. Πάνω στη δεύτερη γέννα τον κάλεσαν επειγόντως στην κλινική γιατί κάτι δεν πήγαινε καλά. Μια αλλόκοτη αρρώστια μεταμόρφωνε ώρα την ώρα την καλλονή σε τέρας. Το ονειρεμένο σώμα της γέμιζε μελανιές και παραμορφωνόταν με ταχύτατο ρυθμό. Όταν την είδε δεν μπόρεσε να την αναγνωρίσει. Λίγες ώρες μετά η βασίλισσά του πέθανε στην αγκαλιά του.

"Είσαι λοιπόν στ' αλήθεια πουτάνα ρε ζωή;", αναρωτήθηκε τότε μέσα του, και απάντησε ευθύς αμέσως: "θα σε γαμήσω". 

Από τότε κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες να μην αγαπήσει ξανά. Παρόλα αυτά η επιτυχία του στις γυναίκες ήταν αναμφισβήτητα σκανδαλιστική. Δεν άφησε ντόπιες στη μικρή επαρχία που έμενε, δεν άφησε ξένες που έρχονταν τα καλοκαίρια διψασμένες για θάλασσα και έρωτα. Οι φίλοι του τραβούσαν τα μαλλιά τους, κανείς δεν καταλάβαινε τι του βρίσκουν και πώς είναι δυνατόν να τον προτιμούν από μια ντουζίνα ωραιότερους και πλέον ελκυστικότερους εμφανισιακά άντρες. Μέγα μυστήριο αυτό που είχε πάνω του ο κύριος αυτός κι έπεφταν όλες με το πρώτο.

Γνωρίζοντάς τον δεν μου ήταν και τόσο δύσκολο να λύσω το αίνιγμα. Είχε πράγματι ένα σπάνιο χάρισμα. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε άμυνες. Του τις είχε αφαιρέσει όλες ο θάνατος. Και κατά δεύτερον, δεν έπαψε πραγματικά ποτέ να αγαπά τις γυναίκες και μάλιστα με τον τρόπο που εκείνες ήθελαν. Γνώριζε τη φύση της γυναίκας καλύτερα απ' όσο γνώριζε τον εαυτό του. Έκανε τα πάντα για να τους προσφέρει χαρά και απόλαυση με ευγένεια μοναδική. Ίσως να έπαιξε ρόλο και η μεγάλη του θλίψη, η απόγνωση που τον διακατείχε, χαρακτηριστικά ιδιαίτερα ελκυστικά στον κάθε άνθρωπο που δημιουργούν μια ιδιάζουσα ερωτική φύση αρκούντως θελκτική και πάντως ξεχωριστή. Γι' αυτό και άκρως ενδιαφέρουσα.

Στην πορεία της ζωής του έκανε έναν δεύτερο γάμο με μία ξένη, έναν τρίτο με μία Ελληνίδα. Ακολούθησαν διάφοροι αρραβώνες που δεν οδήγησαν σε γάμους, -δεν είχε εξάλλου και άλλα περιθώρια-, κι ένα πάθος που τον κυνήγησε και το κυνήγησε για χρόνια. Που του κατασπάραξε τα σωθικά ως οφείλει κάθε πάθος που σέβεται τον εαυτό του. Κάποτε τα άφησε όλα πίσω του κι έμεινε μόνος αφού έχασε ολάκερες περιουσίες, αφού μεγάλωσε σαν μάνα και πατέρας τα παιδιά του, διάβασε πολύ, λάτρεψε τη μουσική, έγινε συλλέκτης δίσκων που σπάνια άκουγε.

Έφτασε μια μέρα σε οριακό σημείο φτώχειας. Έκανε το σταυρό του κι αγόρασε ένα λαχείο. Κέρδισε τον πρώτο λαχνό και σώθηκε. Μια άλλη φορά για να κάνει δώρο σε μια ερωμένη του τη μέρα της γιορτής της και μη έχοντας λεφτά, πήγε κρυφά στον χρυσοχόο και του πούλησε τις κρυμμένες σ' ένα κουτί βέρες των πολλαπλών αρραβώνων του. Ο χρυσοχόος τον έκλεψε κι αυτός το ήξερε, αλλά το χρυσό δαχτυλίδι τής το πήρε. Μια τρίτη φορά που ο πόνος του ξέσκιζε τα σπλάχνα, -γιατί αυτός ο άντρας τα ζούσε όλα στον ακραίο τους βαθμό-, είδε στο δρόμο έναν γέρο. Σταμάτησε με το αμάξι και τον πήρε να τον πάει εκεί που θα ήθελε. Τον παρηγόρησε ο παππούς, του γλύκανε την ψυχή, έφτασε στον προορισμό του και κατέβηκε. Μόλις όμως κατέβηκε απ' το αμάξι εξαφανίστηκε. Τον έψαχνε από δω, τον έψαχνε από κει, πουθενά ο γέρος. Έσπαζε το κεφάλι του ο άντρας να θυμηθεί πού ήξερε αυτόν τον παππού, ώσπου θυμήθηκε. Δεν είχε πολλή ώρα που μπροστά στο εικόνισμά του είχε ανάψει κερί στο ξωκλήσι του βουνού και του είχε ζητήσει με όλη του την καρδιά βοήθεια. Ο Άη Νικόλας ήταν.

Μια φορά λίγο έλειψε να εγκληματήσει. Μια άλλη παρά τρίχα γλίτωσε τη φυλακή. Έσπασε άνθρωπο στο ξύλο γιατί πρόδωσε τη φιλία τους. Πολλές φορές χάρισε χρέη σε οφειλέτες. Σε γυναίκες ούτε λόγος να γίνεται. Από γενναιόδωρος μέχρι σπάταλος.

Τον συνάντησα πάλι πρόσφατα. Πάντα μιλούσαμε με ειλικρίνεια απ' την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε κι ας βρεθήκαμε μέχρι σήμερα ελάχιστες φορές. Κυρίως μου μιλούσε αυτός. Και μιλούσε σπάνια σε κάποιον. Δεν άνοιγε εύκολα την πολυτάραχη παθιασμένη ψυχή του.

"Μόνος;" τον ρώτησα. "Ανδρέας και μόνος δεν γίνεται" μου απάντησε χαμογελώντας. "Προχθές μου είπε η γυναίκα πως μ' αγαπάει μετά από ένα μήνα σχέσης, κι εγώ της απάντησα, εμένα δε γίνεται να μη μ' αγαπήσεις, σε είχα προειδοποιήσει."

Βούρκωσα από χαρά και τον αγκάλιασα. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι σ' αυτόν τον κόσμο που δεν είναι για να μένουν μόνοι και κυρίως δεν γίνεται να μην αγαπηθούν.

Προσωπικά δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τον εαυτό μου ερωτικά στο πλάι του. Θα μπορούσα όμως άνετα να με φανταστώ να αφήνομαι στην αγκαλιά του και να βγάζω κάποια στιγμή τον πόνο μου. Κι απ' την άλλη καταλαβαίνω και όλες τις γυναίκες που τον ερωτεύτηκαν και τον αγάπησαν και τις δικαιολογώ απολύτως. Μεγάλης αγκαλιάς άντρας παρόλο το μικρό του δέμας. Βράχος άφοβος. Στήριγμα και απάνεμο λιμάνι που δε σκιάζεται πια φουρτούνες. Τόσο χώνεψε τον πόνο, τόσο κατάπιε τα πάθη της ζωής και τόσο αποδέχθηκε το διπλό της πρόσωπο που παρκάρει κάθε φορά το αυτοκίνητο στο σπίτι του με τη μούρη προς τα έξω ώστε να είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να φύγει αν τύχει κάτι κακό και πρέπει να τρέξει για τον εαυτό του ή τους δικούς του.

Αυτός ο φαινομενικά κοινός άντρας είναι φιλόστοργος, καθαρός σαν παιδί, φιλότιμος όσο δεν πάει και περισσότερο από όλα, ταπεινός. Δεν έχει καμία απολύτως ιδέα για τον εαυτό του. Διαρκώς τονίζει πως είναι ένα "τίποτα" και το εννοεί.

Κι επειδή το πιστεύει το εννοεί, κάθε πρωί εδώ και είκοσι χρόνια, -από τότε που έχασε τη βασίλισσά του-, μόλις ξυπνήσει κι ανοίξει τα βατραχίσια μάτια του στο φως, κάνει τον σταυρό του και λέει: Σ' ευχαριστώ Θεέ μου που με αξίωσες να ξημερώσω... αξίωσέ με να βραδιάσω κιόλας..." Και το λέει με όλη του τη θέρμη που δεν είναι καθόλου κοινή όπως βέβαια και ο ίδιος...

Άραγε, υπάρχουν άνθρωποι κοινοί άνθρωποι. Ακούω προσεκτικά τον Πεσσόα να λέει: "Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις, όλοι οι άνθρωποι είναι εξαίρεση σ' έναν κανόνα που δεν υπάρχει."

 Στην ταινία του Κουροσάβα "Ο μεθυσμένος άγγελος" ένας γιατρός προσπαθεί να σώσει από τον αλκοολισμό έναν άντρα. Κάθονται σ' ένα μπαρ κι αφού τον έχει ζορίσει, ο αλκοολικός τον ρωτά: Τι θέλεις, ρε γιατρέ; Γιατί προσπαθείς να με σώσεις; Μήπως είσαι ο άγγελός μου;

Και ο γιατρός του απαντά: Δηλαδή εσύ νομίζεις ότι οι άγγελοι είναι ψηλές, ξανθιές κοπέλες ντυμένες στα μεταξωτά;

Δεν ξέρω αν υπάρχουν κοινοί άνθρωποι. Ξέρω όμως πως υπάρχουν κάποιοι λίγοι, μοναδικοί κι άλλο τόσο σπάνιοι κοινοί άγγελοι...


No comments:

Post a Comment

Σχόλια