Labels
- Εορτή (818)
- Ποίηση (492)
- Διήγημα (211)
- Παρουσίαση βιβλίου (200)
- Σκέψεις (196)
- Παραμύθι (191)
- φωτογραφία (173)
- Φωτογραφικό αφιέρωμα (152)
- χάι κου (148)
- Αφιέρωμα βίντεο (128)
- Μουσική (124)
- Προβληματισμοί (108)
- Πατέρες (96)
- φωτογραφια (93)
- Βιογραφία (89)
- Τραγουδι (75)
- Ταξιδιωτικά (67)
- Ημερολόγιο (63)
- Αποχαιρετισμός (59)
- Συνέντευξη (51)
- Αφιέρωμα λογοτεχνικό (50)
- Δοκίμιο (47)
- Συναυλία (46)
- Ο Αχτιδοϋφαντής (44)
- Ιστορία (40)
- Πολιτική (36)
- Πολιτισμός (35)
- Κριτική (34)
- Ως την άκρη του νερού (34)
- toportal (32)
- Ο τρελός του χωριού (29)
- Ζωγραφική (27)
- Ποιηση (27)
- Μυθιστόρημα (26)
- Αφιέρωμα κινηματογράφος (25)
- Διάφορα (24)
- Ερμηνεία Ευαγγελικών περικοπών (20)
- Σχόλιο της Δευτέρας (20)
- Μεγάλη Εβδομάδα (18)
- Παραβολή (17)
- Ημεροστίχιο (16)
- Ο μικρός μονομάχος (15)
- Γράμμα (14)
- Μέγας Βασίλειος (14)
- Χάι κου φωτογραφια (14)
- Τραγούδι (13)
- Αφιέρωμα Θέατρο (12)
- Νύχτα θαυμάτων (12)
- Οδύσσεια (12)
- Βραβεία (10)
- Ο λαμπερός πολεμιστής (10)
- fairy taile (9)
- Δοκκίμιο (8)
- Μαγειρική (7)
- Μικρές ιστορίες (7)
- ψηφιδωτό (7)
- Αφιέρωμα Εορτή (4)
- Εικόνα (4)
- Προσωνύμια Παναγίας (4)
- Φωτογραφίες (4)
- Όμηρος (3)
- Πόίηση (3)
- Αποφθεύγματα (2)
- Καληνύχτα Μαρία (2)
- Παλαιά Διαθήκη (2)
- Πρόσφυγες (2)
- αφήγημα (2)
- Απόδοση κειμένου (1)
- Βιβλία μου σε άλλες γλώσσες (1)
- Δημιουργική γραφή (1)
- Διασκευή παραμυθιού (1)
- Δοκί (1)
- Ευχή της ημέρας (1)
- Κυριακή του Πάσχα (1)
- Οι ιστορίες του Καλλίστρατου (1)
- Συνέδριο (1)
- Ταινία (1)
- ποί (1)
Saturday, May 29, 2021
Αποχαιρετώντας τον ερημίτη των στίχων, Γιώργη Σιδερή
Thursday, May 20, 2021
Εις μνήμην π. Ανανία Κουστένη: Προσκύνημα στην Καρκαλού - Δρ. Στέφανος Δημόπουλος, χειρουργός οφθαλμίατρος
Θυμίζει Καρακαλού ξέρω. Και όντως έχει σχέση με τον βυζαντινό τον στρατηγό όπως και το γνωστό αγιορείτικο μοναστήρι. Μόνο που η Καρκαλού της ευρωπαϊκής της Γορτυνίας είναι ένα χωριουδάκι ταπεινό κοντά στην Δημητσάνα της Αρκαδίας.
Εκεί λοιπόν στην Καρκαλού γεννήθηκε ο Γέροντας Ανανίας Κουστένης εκεί εβόσκησε αρνιά παιδάκι βοηθώντας από μικρός την οικογένεια του γιατί την εποχή εκείνη τα μικρά παιδιά δεν απαιτούσαν ρούχα και πατούμενα «σινιε» γιατί απλά τα περισσότερα δεν είχαν κάν παπούτσια.
Λίγα τα σπίτια και ένας νερόμυλος λίαν γραφικός ομως υπάρχει και ένα μικρό εργοστάσιο ζυμαρικών κάτι σαν βιοτεχνία γιατί έχουμε μακρά παράδοση σε αυτά τα μέρη για χυλόπιτες ,τραχανά κ. α. ζυμαρικά. Μου έδινε πάντα με καμάρι κάποια πακέτα η γιαγιά η Διαμάντω η Κουστένη όσο ζούσε. Και καρύδια επίσης μου έδινε απ το χωριό από τις καρυδιές της η γιαγιά και σας πληροφορώ τα έπαιρνα ευχαρίστως και την ευχαριστούσα δίχως ψευδοντροπές γιατί τρελαίνονταν για όλα αυτά τα εγγόνια μου.
Βλέπεις το αίμα!
Τι λες γιατρέ μου εσύ είσαι ο ευεργέτης μου μου απαντούσε πάντα η γιαγιά που ηταν οπως όλες οι καλλιεργημένες και άγιες ψυχές λίαν ευγνώμων που βοήθησα τον Γέροντα,τον γιο της με τα μάτια του όσο μπορούσα.
Εκεί λοιπόν κοντά στο σπίτι της οικογένειας του Γέροντα μας του Κουστένη του Ανανία σε ένα λοφάκο σαν τούμπα από αυτές που βρίσκουν τους αρχαίους τάφους και μνημεία οι αρχαιολόγοι ήταν και οι καρυδιές από όπου προέρχονταν και τα φιλέματα της γιαγιάς Κουστένη. Μια μέρα μάλιστα που ο άντρας της ήταν ανεβασμένος και εμάζευε καρύδια, έσπασε το κλαρί που στηριζότανε και έπεσε από πολύ ψηλά. Και θε να σκοτωνόταν ο φουκαράς αλλά τον μάζεψε στην αγκαλιά της και τον απίθωσε απαλά στο χώμα εκείνη η μαυροφόρα η γυναίκα που την εβλέπανε συχνά οι χωριανοί να τριγυρνά εκεί πέρα.
Να ήταν η Παναγία η μητέρα μας;
Ναταν εκεί θαμμένος ναός της παλαιός; Πολλά ακούγονταν μα ποιος να ξέρει;
Μετά το δημοτικό σχολείο τα παιδιά της Καρκαλούς φοιτούσαν στο γυμνάσιο της Δημητσάνας όπου πήγαιναν ποδαράτο κάθε Δευτέρα το πρωί μες στα σκοτάδια και γύρναγαν το επόμενο Σάββατο μεσημέρι γιατί τα χρόνια εκείνα τα παλιά,δεκαετία του πενήντα μάθημα κάναμε και Σάββατο στα σχολεία.
Έτσι και ο Αποστόλης όπως λέγανε τον Γέροντα Ανανία νοίκιαζε ένα δωμάτιο σε ένα σπίτι παλαιό και πέτρινο στην Δημητσάνα.
Σπούδασε ύστερα στην ιερατική σχολή στην Καλαμάτα, έγινε Διάκος και Παππάς στην Δημητσάνα, σπούδασε και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών θεολογία και φιλολογία.
Στην Καρκαλού όμως είχε μείνει η καρδιά του. Έτσι σαν ήλθε ο καιρός ξεκίνησε και έκτισε μιαν Εκκλησία δίπλα στο πατρικό το σπίτι. Την Παναγία των Βλαχερνών με δυο πανηγυράκια μες τον χρόνο, (2/7 και 31/8). Είναι σε ύψωμα χτισμένος ο ναός στην τούμπα που σας έλεγα και έτσι μοιάζει με στέμμα μαζί με την αυλή του γύρω -γύρω. Η θέα από εκεί είναι καταπληκτική, τυφλά να έχουν τα χωριά στην Ελβετία.
Λίγο πιο κάτω διακριτικά αλλά πολύ κοντά στην εκκλησία είναι το φιλόξενο σπίτι του Αποστόλη του Κουστένη. Ξάδελφος και συνονόματος του Γέροντα μας Ανανία.
Ψάλτης ο Αποστόλης σε γειτονικό χωριό, όμως στα πανηγύρια της Παναγίας της Βλαχέρνας δεν ανεβαίνει στο ψαλτήρι. Αφήνει εμάς τους ξενόφερτους προσκυνητές και ο ίδιος διακονεί όλη την ώρα. Το σπίτι του ανοικτό για κάθε έναν από εμάς. Νεράκι και πολυθρόνα για τον έναν που λιποθύμησε και η τουαλέτα του πεντακάθαρη και συνεχώς κατειλημμένη. Μετά το «Δι ευχών» τρέχει για τους καφέδες και γλυκά και στην αυλή του είναι ήδη στρωμένο το τραπέζι.
Δεν προλαβαίνουν να τελειώσουν οι καφέδες και εκεί κατά τις δώδεκα πάλι ευλογητός για το πλούσιο γεύμα που έφθασε από τον φούρνο του χωριού ψημένο.
Όταν εζούσε η γιαγιά Διαμάντω καθόταν σαν μητέρα μας στην κεφαλή του τραπεζιού μαζί με τους παπάδες.
Ήταν πολύ χαρούμενη που έπαιρνε ζωή ο τόπος. Στην εκκλησία πάλι κάθονταν απέναντι απ τους Ψαλτάδες στην θέση που παλιά καθόντουσαν οι βασιλείς η οι νομάρχες. Χαιρόταν που μας έβλεπε όλους μαζί και αισθανόταν οικοδέσποινα στην χάρη της Βλαχέρνας.
Την εκκλησιά την ευρίσκαμε κάθε φορά και περισσότερο αγιογραφημένη. Δια χειρός του φίλου μας και αδελφού Δημήτρη Κουστένη ανιψιού του Γέροντα Ανανία που τον διακονεί από μικρό παιδί σαν «παπαδάκι» στον Άγιο Χαράλαμπο στην Δημητσάνα και έως σήμερα στον Άγιο Νεκτάριο στα Εξάρχεια στις παρασκευβιατικες βραδινές λειτουργίες. Δούλευε στο χειρουργείο του Οφθαλμιατρείου Αθηνών ο Δημήτρης μα ότι χρόνο ελεύθερο εξοικονομούσε τον παίρναγε αγιογράφωντας στην Καρκαλού την Παναγία την Βλαχέρνα.
Δεν ξέρω πουθε βρήκε τόσα χρήματα και έχτισε την εκκλησία ο Γερο-Ανανίας. Ο ίδιος λέει ότι ήταν ένα ακόμα θαύμα της Παναγίας. Έρχονταν χρήματα από παντού, τα έστελνε η Παναγία. Ας είναι η μνήμη του αιώνια, μαζί με την γιαγιά θα είναι σίγουρα παρέα και θα χαμογελάει η ψυχή τους και θα χαίρεται όταν μας βλέπουν να συνεχίζουμε τα πανυγηράκια μας στην Καρκαλού της Παναγίας μας της Βλαχέρνας.
Άφησα για το τέλος το ποιο σημαντικό που επαναλαμβάνεται κάθε φορά στο πανηγύρι.
Δεν ξέρω πουθε το οικονόμησε ο Γέροντας τον θησαυρό αυτό, όμως επροίκισε την Βλαχέρνα του με τεμάχιο από την Αγία Ζώνη, το μέγα προσκύνημα της Παναγίας των Βλαχερνών στην Πόλη.
Αυτό λοιπόν το προσκυνούμε στις γιορτές αλλά στο τέλος όταν βγούνε όλοι από την εκκλησία ευωδιάζει με ένα τρόπο θαυμαστό σαν να μας ευχαριστεί και να μας αποχαιρετάει.
Μου το είπαν οι «παλιοί προσκυνητές» την πρώτη την φορά που πήγα αλλά συμβαίνει κάθε φορά από τότε που θα πάω και μάλιστα επί δικαίων και αδίκων. Σαν το Τίμιο Φως στα Ιεροσόλυμα που πολλοί το αμφισβητούν, πως είναι δυνατόν κατά παραγγελία θαύμα.
Εγώ πάντως την έστησα μια φορά και αντί να τρώω στο τραπέζι πρόσεχα την Εκκλησία, να δω μην μπαίνει κανένας με μύρο η κάποιο άλλο αρωματικό. Μπαινόβγαινα στην άδεια εκκλησία και δεν την άφηνα απ τα μάτια μου ούτε λεπτό μέχρι που ξαφνικά γέμισε με ευωδία όλη η εκκλησία, να σπάει μύτες….
Σαν να μου έλεγε άντε και συ ρε άπιστε Θωμά και γράψε και καμία αράδα να θαυμάσουν και άλλοι ολιγόπιστοι ωσάν και σένα.
https://www.pemptousia.gr/author/dr-stefanos-dimopoulos-chirourgos-ofthalmiatros/
Tuesday, May 18, 2021
Στον π. Ανανία Κουστένη (†14-5-2021) - του Αρχιμ. Εφραίμ τριανταφυλλόπουλου
https://www.romfea.gr/diafora/43633-14-5-2021
Γράφει ο Αρχιμ. Εφραίμ Τριανταφυλλόπουλος
Πρωτοσύγκελλος Ι. Μητρ. Σισανίου και Σιατίστης
Δὲ σὲ γνώρισα, σὲ ἄκουσα.
Δὲ σὲ εἶδα, σὲ διάβασα.
Κεῖνα τὰ κηρύγματά σου,
χαστούκι στὴν ἠθικιστικὴ ὑποκρισία,
τὸ φαρισαϊκὸ φτιασίδωμα,
θησαυρὸς
λόγου ἀνορθωτικοῦ,
ὑποστηρικτικοῦ, κατορθωτικοῦ τῆς ζωῆς.
Κεῖνο τὸ γλέντι τῆς Παλιγγενεσίας διαρκῶς παρόν,
τὸ Εἰκοσιένα,
μὲ τὰ χνῶτα τῶν Ἡρώων θαλπωρή μας.
Πρόταση ζωῆς μᾶς ἔκανες,
τῆς Μοναδικῆς.
Ξεκουράσου παπούλη,
παπᾶ μου πληγωμένε καὶ εὐωδιαστέ,
κορονο-στεφανωμένε κι ἐλόγου σου,
στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν ἁγίων
καὶ τοῦ Θοδωράκη τοῦ Κολοκοτρώνη ντέ,
ποὺ μὲ τὰ παλληκάρια του σὲ ὑποδέχονται
χίλιοι-καὶ νοματαῖοι
βαρώντας κλαρίνα τῆς Ἀλωνίσταινας καὶ τῆς Δημητσάνας!
Τὴν εὐχή σου νὰ ἔχουμε!
Εὐχαριστοῦμε τὸ Χριστό μας
ποὺ σὲ ἔστειλε
ραβασάκι τῆς ἀγάπης Του ἀνάμεσά μας.
Δροσίσου πλέον, Λέον τῶν ραδιοκυμάτων!
Προεξάρχον τῶν Ἐξαρχείων!
Βλαστάρι τῆς ματωμένης γῆς τῆς Ἀρκαδίας!
Sunday, May 16, 2021
Tα βιβλία του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη
Saturday, May 15, 2021
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ του Κώστα Λάνταβου
Τον αγαπούσα πολύ. Χέρι δεν σήκωσε πάνω μου. Ποτέ.
Όταν απειθαρχούσα με δυό λόγια κοφτά, καίρια, αποκαθιστούσε την τάξη. Τον αγαπούσα, ήμουν βέβαιος, αν και πολύ νέος για βεβαιότητες όταν άφησε τα εγκόσμια.
Περιέργως όμως, ο χαμός του δεν με διέλυσε. Η απουσία του, αισθητή ασφαλώς, δεν ταρακούνησε τον μέσα μου κόσμο. Δεν έφερε δυστυχία, απόγνωση, εγκατάλειψη, μοναξιά. Ένα κενό στην αρχή το άφησε, αλλά η ορμή της νιότης και η δίψα για ζωή γρήγορα έφεραν την ισορροπία.
Στην αρχή είχα ενοχές που δεν ένοιωθα συντριβή. Αναρωτιόμουν αν τον είχα αγαπήσει αρκετά.
Αργότερα όμως κατάλαβα πως τα είκοσι χρόνια που ζήσαμε μαζί ήταν μάλλον επαρκή να μου εμπνεύσουν την αγάπη και τον σεβασμό μου για εκείνον και να σφυρηλατήσουν εντός μου την πλήρη αποδοχή.
Κι αυτό ήταν έργο δικό του.
Δεν ήταν μόνο ο πατέρας.
Ήταν ο πρώτος και συνάμα ο καλύτερός μου φίλος μέχρι τη μέρα που έφυγε.
Όταν έφυγε ο πατέρας ήμουν εικοσιενός. Είπα τότε στον εαυτό μου: «Πάει, αυτό ήταν! Πρέπει να μάθεις να ζεις χωρίς πατέρα».
Νόμιζα πως θα ήταν δύσκολο. Ήταν. Όχι πάντως όσο στην αρχή υπολόγιζα. Και σ’ αυτό με βοήθησε η αγάπη που του είχα. Η όμορφη και ήρεμη σχέση μας με τροφοδοτούσε για πολύν καιρό ακόμα κι αυτό απάλυνε τον πόνο της απώλειας, γλύκαινε την πίκρα της απουσίας. Οι αναμνήσεις που έχω από εκείνον ακόμα και σήμερα μου φέρνουν μια γλυκιά νοσταλγία, ένα αίσθημα ευφορίας, ένα αυθόρμητο ευχαριστώ για ό,τι στάλαξε στην ψυχή μου.
Τον αγαπούσα περισσότερο απ’ όσο νόμιζα. Ποτέ δεν με πίεζε, μάλλον με έπαιζε με μιαν αρσενική τρυφερότητα που ημέρευε κάθε πιθανή εναντίωση. Δεν με νουθετούσε, μου μιλούσε με ιστορίες που έμοιαζαν με τις παραβολές του Ιησού. Δεν του άρεσαν οι συμβουλές. Εκείνος είχε ορφανέψει στα επτά του χρόνια, και χωρίς πατρικό πρότυπο είχε γίνει ένα ατίθασο πλάσμα. Δεν έπαιρνε από συμβουλές, δεν τις καταλάβαινε, του έφερναν αλλεργία. Πώς λοιπόν να τις απευθύνει στα παιδιά του. Μάλλον διαισθανόταν πως αρκούσε να είναι ο ίδιος σωστός.
Τον αγαπούσα. Έλειπε όλη την ημέρα στη δουλειά. Έφευγε χαράματα και γύρναγε σχεδόν νύχτα. Τα περισσότερα βράδυα πήγαινα στο ΚΤΕΛ και τον περίμενα να γυρίσουμε μαζί στο σπίτι. Το καλοκαίρι επέστρεφε με διάφορα ζαρζαβατικά, κανένα καρπούζι ή πεπόνι και τον βοηθούσα στο κουβάλημα. Πόσο όμορφα ένοιωθα! Αληθινές στιγμές ευτυχίας!
Έλειπε πολλές ώρες στη δουλειά. Τον έβλεπα λίγο. Τον χαιρόμουν μόνο τις Κυριακές. Τότε οι άνθρωποι δούλευαν έξι μέρες, το πενθήμερο ο πατέρας δεν το πρόλαβε. Για να τον βλέπω λοιπόν περισσότερο δεν έβγαινα έξω με τους συμμαθητές μου, δεν έκανα φίλους. Καθόμουν σπίτι να χορταίνω τη συντροφιά του. Κι όχι μόνο δεν με στενοχωρούσε αυτή η κατάσταση, απεναντίας με γέμιζε, με ηρεμούσε και καμάρωνα που ο μεροκαματιάρης γονιός μου έβρισκε χαρά κουβεντιάζοντας μαζί μου. Του άρεσε να του διαβάζω την τοπική εφημερίδα. Δεν ήξερε γράμματα, κατάφερνε να χαράξει μόνο το ονοματεπώνυμό του. Ύστερα από τα νέα του Τύπου, αράδιαζε με σκωπτική διάθεση όσα περίεργα ή αξιομνημόνευτα είχαν συμβεί στη δουλειά του. Στο τέλος – κι εδώ ήταν το φόρτε του – έπιανε τις ιστορίες από τον πόλεμο στην Αλβανία. Βέβαια. Ήταν πολεμιστής του αλβανικού έπους, είχε φτάσει μέχρι το Τεπελένι. Και φούσκωνε από περηφάνεια. «Άχ, μπήκαν οι Γερμανοί και οπισθοχωρήσαμε. Ειδεμή θα τους είχαμε ρίξει στη θάλασσα τους μακαρονάδες». Το έλεγε με τόσο καημό, σαν να τον ενοχλούσε που άφησαν μια δουλειά στη μέση…
Τον είχε τόσο σημαδέψει ο πόλεμος του ΄40 που είκοσι χρόνια μετά, και περισσότερα, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Είχα μάθει κάθε λεπτομέρεια της πολεμικής του δράσης. Κάθε 28η Οκτωβρίου σηκωνόταν πολύ πρωί, ξυριζόταν κόντρα, πάντα κόντρα, από εκείνον το πήρα κι εγώ, κοστουμαριζόταν κι έβγαινε με τους πρώτους στην πλατεία και έπιανε θέση ακριβώς πίσω από τις θέσεις των αναπήρων και παρακολουθούσε την παρέλαση έμπλεος τιμής και δόξης. Πριν φύγει απ’ το σπίτι τον πείραζα για το επίσημο ντύσιμό του κι αυτός μου αντέτεινε: «Σήμερα γιορτάζω εγώ και η γενιά μου που πολεμήσαμε στην Αλβανία! Σήμερα είμαι στην τρίχα. Δες τσάκιση στο παντελόνι. Κόκορα σφάζει».
Ένα άλλο του καμάρι ήταν η μεγάλη του ευχέρεια στο τραγούδι. Στο Δημοτικό τραγούδι. Καταγόταν από γενιά σπουδαίων τραγουδιστών. Τα αδέλφια του και δυό τρεις θείοι του τραγουδούσαν υπέροχα. Στο ορεινό χωριό των Τζουμέρκων, όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, έκαναν θραύση. Το ίδιο και στη Θεσσαλία όπου μετοίκησαν. Ήταν περιζήτητοι στα γλέντια. Ο ίδιος ήταν αγαπημένος τραγουδιστής του περίφημου Θεσσαλού κλαρινίστα, του Βάϊου Μαλλιάρα. Τον καλούσε σε γάμους και πανηγύρια. Αμισθί πάντα. Ποτέ δεν γύρευε αμοιβή. Τραγουδούσε για το κέφι του. Νόμιζε πως το χρήμα μόλυνε την αγάπη του για το τραγούδι. Ο Μαλλιάρας μάλιστα του πρότεινε να κατέβουν στην Αθήνα να βγάλουν δίσκο με δημοτικά τραγούδια, αλλά, όπως μου έλεγε «δεν μ’ άφησε η μάνα σου, μην μπλέξω με γυναίκες στην Αθήνα και με χάσει». Το έλεγε αυτό και υπομειδιούσε αυτάρεσκα. Τελευταία φορά μου τραγούδησε, βαριά άρρωστος, είκοσι μέρες πριν «φύγει». «Έλα δω να σου πω τον Μάρκο παν στην εκκλησιά τον Μάρκο παν στο μνήμα», μου είπε με την αδυνατισμένη του φωνή, λες και ήθελε να μου επισημάνει το επερχόμενο τέλος. Το είπε μάλλον ξεψυχισμένα και οι δυό προσποιηθήκαμε πως δεν συγκινηθήκαμε…
Τον αγαπούσα. Ήταν μειλίχιος άντρας, όμορφος, αν και ο ήλιος – δούλευε πάντα στο ύπαιθρο - τον είχε τσακίσει, τον είχε γεράσει πρόωρα. Πάντα φρόντιζε τον εαυτό του. Και με παρότρυνε να κάνω το ίδιο. «Η καλή εμφάνιση, μου έλεγε, έχει να κάνει. Προδιαθέτει τον άλλο θετικά. Αυτό μου το έμαθε ο Δαβίδος στη Γεωργική Σχολή όταν δούλευα μαζί του στ’ άλογα. Ήξερε αυτός, ήταν Ρώσος άρχοντας, άνθρωπος του τσάρου». Όταν αργότερα, φοιτητής, του διάβασα τον Λιάπκιν του Καραγάτση, δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο επιστάτης «επιβητόρων ίππων», ο Νταβίντ Λιάπκιν, ο δικός του Δαβίδος είχε γίνει μυθιστορηματικός ήρωας. «Έτσι ήταν όπως τα γράφει, μπράβο του τού συγγραφέα. Λεβέντης, κεμπάρης άντρας, γυναικάς, αριστοκράτης, ήταν αυτός ο Ρώσος. Όλοι μας τον θαυμάζαμε».
Τον αγαπούσα τον πατέρα. Ήταν ντόμπρος άντρας. Αργότερα κατάλαβα και ερωτικός. Σεβόταν πολύ τις γυναίκες. Τις φλέρταρε όλες, σχεδόν όλες, μ’ ένα ανάλαφρο παιγνιώδες ύφος που μπορεί να μη σήμαινε τίποτα, μπορεί όμως και πολλά. Όπως το ερμήνευε η καθεμιά. Γενικότερα όμως υπήρξε πειραχτήρι, ενίοτε ελαφρώς είρων και καμιά φορά σαρκαστικός. Αλλά πάντοτε υπονόμευε τον λόγο του φορώντας το πιο αθώο του χαμόγελο.
Και σήμερα ακόμα μου λείπει. Πάντα μου έλειπε. Αλλά όχι μ’ έναν τρόπο μίζερης απώλειας. Μου έλειψε και μου λείπει η ξένοιαστη αύρα του που έκανε τη ζωή μας ένα δροσερό κι ευχάριστο πέρασμα.
* Δημοσιεύτηκε στο 65ο τεύχος του περιοδικού Δέκατα με θέμα την Απώλεια.
Wednesday, May 12, 2021
Πρόβα θανάτου
Δεν πάνε πολλές μέρες που επισκέφτηκα τον αγαπημένο μας γιατρό στο ιατρείο του. Από συνάδελφό του ειχα μάθει πως είχε περάσει τον ιό. “Πώς το πέρασες;” ήταν το πρώτο πράγμα που τον ρώτησα. “Μόλις το έμαθα”, μου απάντησε, “αποφάσισα να κάνω την καραντίνα μου στο ιατρείο. Πήρα τηλέφωνο τη γυναίκα μου, την ενημέρωσα για τις εκκρεμότητες που είχα, της διάβασα τη διαθήκη μου, τι να φροντίσει για τα παιδιά και ποια βιβλία θα ήθελα να μου φέρει να διαβάσω. Κάθισα και σκέφτηκα καλά. Κατέληξα πως στη ζωή μου όλη δεν πείραξα ποτέ ούτε μυρμήγκι. Αν ήταν να έρθει ο θάνατος, όπως έρχεται σε όλους, ας έρθει και σ’ εμένα. Το πιο δύσκολο στην περίοδο αυτή, αφού δεν πέθανα, ήταν πως από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα άλλο να διαβάσω.”
Θαύμασα για άλλη μια φορά τη λεβεντιά αυτου του ανδρός. Η σωματική του λεβεντιά καθρεφτίζει την ψυχική του. Μου είχαν πει παλιότερα πως αποτελεί μια σπάνια περίπτωση που γιατρού που στον ακαδημαϊκό χώρο, γνωστόν για τα μίση, τις έχθρες και τις ίντριγκες, τον αγαπούν όλοι αδιακρίτως. Θαύμασα όμως και την ήσυχη συνείδησή του και για μια μόνο στιγμή αναρωτήθηκα αν βρισκόμενη στην ίδια θέση, θα μπορούσα να μιλούσα κι εγώ κατά τον ίδιο τρόπο. Την επόμενη στιγμή εγκατέλειψα το ερώτημα αφήνοντάς το μετέωρο.
Κατηφορίζοντας χθες το απόγευμα από τα κάστρα προς το Γεννηματά για να κάνω την πρώτη δόση του εμβολίου, ενώ ακόμα ήμουν ψηλά, σταμάτησα για λίγο. Κοίταξα τα νεαρά παιδιά που κάθονταν πάνω στις πολεμίστρες σαν πουλιά που έφερε η άνοιξη, κοίταξα τον Θερμαϊκό που νηφάλιος και σιωπηλός έλαμπε ασημένιος στο απογευματινό θάμβος, κοίταξα και τον Όλυμπο που αντικαθρέφτιζε μια υποψία του μεγαλείου της ζωής που δεν ξέρεις αν είναι πραγματικότητα ή όνειρο. Γέμισε η ψυχή μου ομορφιά που πετάριζε σαν χελιδόνι στην καρδιά μου και συνέχισα το δρόμο μου.
Δεξιά μου ήταν τα κάστρα τα ψηλά, απομεινάρι των αιώνων, των πολέμων, των φόβων, των χεριών που τα έχτισαν. Τόσο μεγαλεπήβολα ως σήμερα κι άλλο τόσο αχρείαστα μα και σοφά σαν τους γέρους γονείς μας. Αριστερά μου τα μνήματα, τα αρμένικα, τα χριστιανικά και κατά φαντασίαν τα εβραίϊκα που ξηλώθηκαν κάποτε για να χτιστεί το πανεπιστήμιο. Ο δρόμος που περπατώ είναι ένας σωστός δρόμος. Η ζωή βρίσκεται πάντα στα δεξιά μας και ο θάνατος αριστερά. Καταμεσής του δρόμου αυτού περπατούμε. Και τα πουλιά φωλιάζουν στις σκιερές τρύπες των τειχών κι ακατάπαυστα τιτιβίζουν σαν παιδιά που δεν χορταίνουν το κρυφτό. Πάντα θέλει κάπου να κρύβεται ο άνθρωπος. Μα και πάντα επιζητεί κάποιος να τον ανακαλύπτει. Το θέμα είναι να μην κρύβεται από τον εαυτό του και από τον Θεό. Ας κρύβεται απ’ τον κόσμο.
Ανάσανα βαθιά κι ήμουν άλλο τόσο βαθιά χαρούμενη. Πάνε τρεις μέρες που οι αιφνίδιες ταχυπαλμίες μου έπαψαν. Τότε κατάλαβα πόσο στενεύτηκε η ψυχή μου τούτο τον χρόνο. Σαν να φόρεσε ένα στενό, κολλητό ρούχο εφαρμοστό που κόντεψε να την πνίξει. Δε μιλούσα, δεν διάβαζα, δεν έγραφα. Μήτε παραπονιόμουν. Κρατούσα την ανάσα μου όπως κάνεις όταν βρεθείς στο βυθό. Και περίμενα κάποιος να ρυμουλκήσει στην επιφάνεια.
Λίγο πριν φτάσω στο νοσοκομείο αναρωτήθηκα για δεύτερη φορά, όπως προχθές, κι αν πεθάνω; Κάποιοι πέθαναν κι από τα εμβόλια, γιατί όχι κι εγώ που στο κάτω κάτω έχω και κάποιες αλλεργίες; Τη μανούλα μου την είχα αποχαιρετήσει έστω και χαριτολογώντας. Με τον άντρα μου έχω ζήσει ήδη πολλά χρόνια μια χορταστική ζωή και μεγάλη αγάπη. Τα λατρεμένα μου παιδιά είναι μεγάλα, δε μ’ έχουν πια τόση ανάγκη. Προσπάθησα να σκεφτώ αν έχω να ζητήσω από κάποιον συγχώρεση. Δε βρήκα κανέναν. Όχι βέβαια επειδή δεν έχω λυπήσει κανέναν ως σήερα. Πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν; Αλλά επειδή φροντίζω να ζητώ αμέσως συγνώμη μη αντέχοντας το βάρος. Ίσως όμως και να μην είχα φτάσει τόσο κοντά στον θάνατο όσο νόμιζα. Τι εκκρεμότητες θα άφηνα πίσω μου, λοιπόν; Δυο μισοτελειωμένα βιβλία που ετοιμάζω. Το ένα καιρό τώρα και το άλλο πρόσφατο. Ε, αν θέλει ο Θεός να μείνουν μισοτελειωμένα, ας μείνουν. Δε θα χάσει και τίποτα ο κόσμος χωρίς αυτά. Μα όταν φτάνεις λίγο πιο κοντά στον θάνατο ή έστω στην ιδέα του θανάτου, δε σου αρκεί μόνο τι έκανες κι αν το έκανες καλά. Αυτό που αρχίζει και σε τρώει είναι αν έκανες και τίποτα καλό στη ζωή σου. Κι εκεί βρήκα το μεγάλο μου έλλειμα. Δεν αρκεί να μην κάνει το κακό ο άνθρωπος. Αυτό είναι λίγο, πολύ λίγο σαν αίτημα. Δεν του αξίζει, ούτε πλάστηκε γι’ αυτό. Παρακάλεσα τον Θεό να με συγχωρέσει για όσα δεν έκανα καλά, για όσα δεν έκανα καθόλου και για όσα κακά δεν έχω επίγνωση πως έκανα, και μπήκα στο Γεννηματά. Κουβεντιάζοντας με τον γιατρό που μου πήρε την ιατρική συνέντευξη, διαπίστωσα πως έχω αλλεργία στο τσίμπημα της μέλισσας. Συνειδητοποίησα τότε πως όταν ήμουν πρώτη δημοτικού θα μπορούσα να έχω πεθάνει. Πόσες φορές γλυτώνουμε τον θάνατο και δεν το ξέρουμε; Πόσες φορές, κι ίσως ίσως και άπειρες, ένα αόρατο χέρι μας κρατά και μας οδηγεί, μας θεραπεύει και μας σώζει; Προχθές ο φίλος ιερέας μού εέπε πως πήγε να κάνει το εμβόλιο μ’ ένα κουτί γλυκά για τους νοσηλευτές. Το να σκέφτεσαι τους άλλους και να κάνεις κάτι γι’ αυτούς δεν είναι λίγο ούτε και αυτονόητο. Θέλει ψυχή λεπτή, εξασκημένη, γυμνασμένη. Κι είπα θα κάνω κι εγώ το ίδιο. Άφησα στο τέλος τα γλυκά κι είδα τη χαρά στα μασκοφορεμένα πρόσωπα των νεαρών πανέμορφων νοσηλευτριών και χάρηκα διπλά απ’ αυτές.
Σήμερα ξύπνησα. Ακόμα ζω. Και σήμερα ξέρω καλά, καλύτερα από χθες, πως ζω για όλους αυτούς που έφυγαν και για όλους αυτούς που ζουν ακόμα. Έχω να τελειώσω τα βιβλία μου, να τελειωθώ κι εγώ, πολύ παραπάνω από χτες κι από προχτές να αγαπήσω.
“Οχτώ χρόνια φρόντισα τον κατάκοιτο άντρα μου κι ύστερα έφυγε. Κοιτάζω τώρα τη φωτογραφία του και του λέω: Στείλε μου, μωρέ Φώτη, ένα εισητήριο, να έρθω κι εγώ κοντά σου”, μου είπε χθες το πρωί η ενενηντάχρονη αντάρτισσα της γειτονιάς μου. Κι εκείνος τι σας απαντάει; τη ρώτησα. “Είναι πολύ ακριβά τα εισητήρια, Ευθυμία, κι εγώ όσα είχα τα έδωσα”.
Ναι, ο συγχωρεμένος μια χαρά το είπε. Είναι πολύ ακριβά αυτά τα εισιτήρια. Κι αν δεν τα δώσεις όλα δεν τα αγοράζεις…
Πρόβα θανάτου
Δεν πάνε πολλές μέρες που επισκέφτηκα τον αγαπημένο μας γιατρό στο ιατρείο του. Από συνάδελφό του ειχα μάθει πως είχεπεράσει τον ιό. “Πώς το πέρασες;” ήταν το πρώτο πράγμα πουτον ρώτησα. “Μόλις το έμαθα”, μου απάντησε, “αποφάσισα να κάνω την καραντίνα μου στο ιατρείο. Πήρα τηλέφωνο τηγυναίκα μου, την ενημέρωσα για τις εκκρεμότητες που είχα, τηςδιάβασα τη διαθήκη μου, τι να φροντίσει για τα παιδιά και ποια βιβλία θα ήθελα να μου φέρει να διαβάσω. Κάθισα και σκέφτηκα καλά. Κατέληξα πως στη ζωή μου όλη δεν πείραξα ποτέ ούτε μυρμήγκι. Αν ήταν να έρθει ο θάνατος, όπως έρχεται σε όλους, ας έρθει και σ’ εμένα. Το πιο δύσκολο στην περίοδοαυτή, αφού δεν πέθανα, ήταν πως από ένα σημείο και μετά δενμπορούσα άλλο να διαβάσω.”
Θαύμασα για άλλη μια φορά τη λεβεντιά αυτου του ανδρός. Η σωματική του λεβεντιά καθρεφτίζει την ψυχική του. Μου είχαν πει παλιότερα πως αποτελεί μια σπάνια περίπτωση που γιατρούπου στον ακαδημαϊκό χώρο, γνωστόν για τα μίση, τις έχθρες και τις ίντριγκες, τον αγαπούν όλοι αδιακρίτως. Θαύμασα όμως και την ήσυχη συνείδησή του και για μια μόνο στιγμή αναρωτήθηκα αν βρισκόμενη στην ίδια θέση, θα μπορούσα να μιλούσα κι εγώ κατά τον ίδιο τρόπο. Την επόμενη στιγμή εγκατέλειψα το ερώτημα αφήνοντάς το μετέωρο.
Κατηφορίζοντας χθες το απόγευμα από τα κάστρα προς το Γεννηματά για να κάνω την πρώτη δόση του εμβολίου, ενώακόμα ήμουν ψηλά, σταμάτησα για λίγο. Κοίταξα τα νεαρά παιδιά που κάθονταν πάνω στις πολεμίστρες σαν πουλιά πουέφερε η άνοιξη, κοίταξα τον Θερμαϊκό που νηφάλιος και σιωπηλός έλαμπε ασημένιος στο απογευματινό θάμβος, κοίταξα και τον Όλυμπο που αντικαθρέφτιζε μια υποψία του μεγαλείουτης ζωής που δεν ξέρεις αν είναι πραγματικότητα ή όνειρο. Γέμισε η ψυχή μου ομορφιά που πετάριζε σαν χελιδόνι στηνκαρδιά μου και συνέχισα το δρόμο μου.
Δεξιά μου ήταν τα κάστρα τα ψηλά, απομεινάρι των αιώνων, των πολέμων, των φόβων, των χεριών που τα έχτισαν. Τόσομεγαλεπήβολα ως σήμερα κι άλλο τόσο αχρείαστα μα και σοφάσαν τους γέρους γονείς μας. Αριστερά μου τα μνήματα, τα αρμένικα, τα χριστιανικά και κατά φαντασίαν τα εβραίϊκα πουξηλώθηκαν κάποτε για να χτιστεί το πανεπιστήμιο. Ο δρόμοςπου περπατώ είναι ένας σωστός δρόμος. Η ζωή βρίσκεται πάντα στα δεξιά μας και ο θάνατος αριστερά. Καταμεσής του δρόμουαυτού περπατούμε. Και τα πουλιά φωλιάζουν στις σκιερές τρύπες των τειχών κι ακατάπαυστα τιτιβίζουν σαν παιδιά πουδεν χορταίνουν το κρυφτό. Πάντα θέλει κάπου να κρύβεται ο άνθρωπος. Μα και πάντα επιζητεί κάποιος να τον ανακαλύπτει.Το θέμα είναι να μην κρύβεται από τον εαυτό του και από τον Θεό. Ας κρύβεται απ’ τον κόσμο.
Ανάσανα βαθιά κι ήμουν άλλο τόσο βαθιά χαρούμενη. Πάνετρεις μέρες που οι αιφνίδιες ταχυπαλμίες μου έπαψαν. Τότεκατάλαβα πόσο στενεύτηκε η ψυχή μου τούτο τον χρόνο. Σαν να φόρεσε ένα στενό, κολλητό ρούχο εφαρμοστό που κόντεψενα την πνίξει. Δε μιλούσα, δεν διάβαζα, δεν έγραφα. Μήτε παραπονιόμουν. Κρατούσα την ανάσα μου όπως κάνεις όταν βρεθείς στο βυθό.
Λίγο πριν φτάσω στο νοσοκομείο αναρωτήθηκα για δεύτερηφορά, όπως προχθές, κι αν πεθάνω; Κάποιοι πέθαναν κι από τα εμβόλια, γιατί όχι κι εγώ που στο κάτω κάτω έχω και κάποιες αλλεργίες; Τη μανούλα μου την είχα αποχαιρετήσει έστω και χαριτολογώντας. Με τον άντρα μου έχω ζήσει ήδη πολλά χρόνια μια χορταστική ζωή και μεγάλη αγάπη. Τα λατρεμένα μου παιδιά είναι μεγάλα, δε μ’ έχουν πια τόση ανάγκη. Προσπάθησα να σκεφτώ αν έχω να ζητήσω από κάποιον συγχώρεση. Δε βρήκα κανέναν. Όχι επειδή δεν έχω λυπήσει κανέναν, αλλά επειδή μη αντέχοντας το βάρος στη χάρτινη καρδιά μου φροντίζω να ζητώ αμέσως συγνώμη. Ίσως όμως και να μην είχα φτάσει τόσο κοντά στον θάνατο όσο νόμιζα. Τι εκκρεμότητες θα άφηνα πίσω μου, λοιπόν; Δυο μισοτελειωμένα βιβλία που ετοιμάζω. Το ένα καιρό τώρα και το άλλο πρόσφατο. Ε, αν θέλει ο Θεός να μείνουν μισοτελειωμένα, ας μείνουν. Δε θα χάσει και τίποτα ο κόσμος χωρίς αυτά. Μα όταν φτάνεις λίγο πιο κοντά στον θάνατο ή έστω στην ιδέα του θανάτου, δε σου αρκεί μόνο τι έκανες κι αν το έκανες καλά. Αυτό που αρχίζει και σε τρώει είναι αν έκανεςκαι τίποτα καλό στη ζωή σου. Κι εκεί βρήκα το μεγάλο μου έλλειμα. Δεν αρκεί να μην κάνει το κακό ο άνθρωπος. Αυτό είναι λίγο, πολύ λίγο σαν αίτημα. Δεν του αξίζει, ούτε πλάστηκεγι’ αυτό. Παρακάλεσα τον Θεό να με συγχωρέσει για όσα δεν έκανα καλά, για όσα δεν έκανα καθόλου και για όσα κακά δενέχω επίγνωση πως έκανα, και μπήκα στο Γεννηματά. Κουβεντιάζοντας με τον γιατρό που μου πήρε την ιατρικήσυνέντευξη, διαπίστωσα πως έχω αλλεργία στο τσίμπημα τηςμέλισσας. Συνειδητοποίησα τότε πως όταν ήμουν πρώτηδημοτικού θα μπορούσα να έχω πεθάνει. Πόσες φορές γλυτώνουμε τον θάνατο και δεν το ξέρουμε; Πόσες φορές, κιίσως ίσως και άπειρες, ένα αόρατο χέρι μας κρατά και μας οδηγεί, μας θεραπεύει και μας σώζει; Προχθές ο φίλος ιερέας μού εέπε πως πήγε να κάνει το εμβόλιο μ’ ένα κουτί γλυκά για τους νοσηλευτές. Το να σκέφτεσαι τους άλλους και να κάνειςκάτι γι’ αυτούς δεν είναι λίγο ούτε και αυτονόητο. Θέλει ψυχήλεπτή, εξασκημένη, γυμνασμένη. Κι είπα θα κάνω κι εγώ τοίδιο. Άφησα στο τέλος τα γλυκά κι είδα τη χαρά στα μασκοφορεμένα πρόσωπα των νεαρών πανέμορφωννοσηλευτριών και χάρηκα διπλά απ’ αυτές.
Σήμερα ξύπνησα. Ακόμα ζω. Και σήμερα ξέρω καλά, καλύτερα από χθες, πως ζω για όλους αυτούς που έφυγαν και για όλουςαυτούς που ζουν ακόμα. Έχω να τελειώσω τα βιβλία μου, να τελειωθώ κι εγώ, πολύ παραπάνω από χτες κι από προχτές να αγαπήσω.
“Οχτώ χρόνια φρόντισα τον κατάκοιτο άντρα μου κι ύστερα έφυγε. Κοιτάζω τώρα τη φωτογραφία του και του λέω: Στείλε μου, μωρέ Φώτη, ένα εισητήριο, να έρθω κι εγώ κοντά σου”, μου είπε χθες το πρωί η ενενηντάχρονη αντάρτισσα τηςγειτονιάς μου. Κι εκείνος τι σας απαντάει; τη ρώτησα. “Είναι πολύ ακριβά τα εισητήρια, Ευθυμία, κι εγώ όσα είχα τα έδωσα”.
Ναι, ο συγχωρεμένος μια χαρά το είπε. Είναι πολύ ακριβά αυτά τα εισιτήρια. Κι αν δεν τα δώσεις όλα δεν τα αγοράζεις…