Ήταν στο γύρισμα του αιώνα. Η γιαγιά μου η Ευαγγελία, μητέρα της μητέρας μου, παντρεύτηκε τον Αθανάσιο κι άρχισαν να ζουν στο χωριό του Εμμανουήλ Παπά των Σερρών. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Τόσο δύσκολα που οι άνθρωποι γίνονταν σκληροί για ν’ αντέξουν. Και τα Νταρνακοχώρια ήταν γνωστά για τους σκληρούς ανθρώπους τους. Όταν ο παππούς πήγε στον πόλεμο, η γιαγιά έμεινε στα πεθερικά της. Έγκυος στο πρώτο παιδί, ο πεθερός της την ανέβασε στο βουνό και την άφησε εκεί. Δεν την ήθελε. Ο γιος του έλειπε. Τι να την κάνει τη νύφη; Γέννησε η γιαγιά μου και μετά κατέβηκε στο σπίτι. Πέθανε το παιδί, γύρισε ο παππούς απ’ τον πόλεμο. Ακολούθησαν άλλες δώδεκα γέννες. Μόνο οι πέντε τελευταίες τους χάρισαν γερά παιδιά. Παιδιά που στέριωσαν. Μετά από τόσα χαμένα παιδιά, οι παππούδες μου αποφάσισαν να πάρουν ένα ψυχοπαίδι. Ήταν βαθιά ριζωμένη η πίστη των ανθρώπων τότε, πως αν αναθρέψουν ένα ξένο παιδί, ο Θεός θα τους δώσει και δικά τους. Είναι παράξενο, αλλά το ίδιο έκαναν κι οι γονείς του πατέρα μου. Κι έτσι ο Θανάσης κι η Βαγγελιώ ήρθανε στη Θεσσαλονίκη και γυρέψανε ένα παιδί να το πάρουν, να το μεγαλώσουν. Πήγαιναν και ρωτούσαν. Χαμόσπιτα ήταν γεμάτη η περιοχή στην οποία βρέθηκαν. Κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς. Ένα νεαρό ζευγάρι τούς έδωσε το μωρό τους και το μόνο που τους είπε ήταν πως το όνομα της κόρης τους ήταν Ζηνοβία. Πήραν αυτοί το μωρό, έφτασαν στο χωριό και η γιαγιά του έδωσε το όνομα της μητέρας της και την είπε Φωτεινή. Λίγο καιρό μετά, η γιαγιά απέκτησε την πρώτη δική της κόρη που την ονόμασε Στεργιανή για να στεριώσει. Μα και η επόμενη κόρη όταν γεννήθηκε, δεν πήρε το όνομα της μάνας του παππού Θανάση, όπως ήταν το συνήθειο. Είχε πεθάνει η γυναίκα του αδερφού του Θωμά από φυματίωση κι έτσι έδωσε το όνομα της νύφης του στο παιδί τους και την είπαν Ζωίτσα. Μετά γεννήθηκε η Βασιλική, ο Πολυχρόνης, ήρθε στο τέλος κι δική μου μητέρα. Το στερνοπαίδι τους.
Μεγάλωνε η Ζηνοβία και πρόκοβε. Βοηθούσε πολύ σαν πιο μεγάλη τη γιαγιά σε όλες τις δουλειές. Αλλά σ’ αυτό που δεν την έφτανε κανείς ήταν το κέντημα. Κεντούσε μεγάλες μπάντες, από κείνες που κρεμούσαν στους τοίχους των σπιτιών. Παιδί ακόμα, ήταν μια έξοχη κεντήστρα που όλο το χωριό τη θαύμαζε.
Θα ήταν δέκα - δώδεκα χρονών εκείνο το βαρύ χειμώνα. Το χιόνι έφτανε στο γόνατο. Στα σπίτια βρύσες δεν υπήρχαν. Οι βρύσες ήταν έξω στην πλατεία. Και το σπίτι των παππούδων μου ήταν στην πλατεία, καπνέμπορος ο παππούς, βαστιόταν καλά. Έστειλε, λοιπόν, η γιαγιά τη Ζηνοβία να φέρει νερό. Βγήκε εκείνη και πάνω που πάλευε να περάσει μέσα απ’ τα χιόνια για να φτάσει στη βρύση, τη βλέπει μια γριά και της λέει: εμ, έτσι είναι... Αν ήταν αληθινή μάνα σου η Βαγγελούδα δε θα σ’ έστελνε για νερό... Το παιδί φαρμακώθηκε. Γύρισε στο σπίτι κλαίγοντας. Το αγκάλιασε η γιαγιά, το φίλησε, ησύχασε. Εσύ είσαι η αληθινή μάνα μου, είπε στο τέλος.
Δεν πέρασαν δυο τρία χρόνια. Τη Ζηνοβία - Φωτεινή τη βρήκε η φυματίωση στα δεκατέσσερα. Την πήραν οι παππούδες μου και την έφεραν στη Θεσσαλονίκη. Θαρρούσαν πως έπρεπε το παιδί σε μια τόσο δύσκολη ώρα να είναι με τους αληθινούς γονείς του. Εκείνοι όμως τους έκλεισαν την πόρτα. Έκλεισαν και στο παιδί τους την πόρτα. Ποιος ξέρει γιατί. Γύρισαν οι παππούδες μου στο χωριό, κρεμάστηκε απ’ το λαιμό της γιαγιάς το παιδί. Εσύ είσαι η αληθινή μου μάνα, έλεγε κι έκλαιγε. Πέθανε η Ζηνοβία. Δεν έζησε περισσότερο. Δεν άντεξε. Τότε γεννήθηκε η μαμά μου που δεν την πρόλαβε. Κι οι παππούδες μου της έδωσαν το όνομα της συγχωρεμένης ψυχοκόρης τους. Λίγο μετά σκότωσαν τον παππού οι αντάρτες κι έμεινε η χαροκαμένη με πέντε παιδιά.
Κατά καιρούς η μαμά μού διηγούνταν ιστορίες της αδερφής που δεν γνώρισε και όλες τις ιστορίες τις ήξερε από τη μάνα της που κανένα παιδί της δεν αγάπησε όσο το ψυχοπαίδι της κι όλο γι’ αυτό μιλούσε. Άκουγε όμως κι από τη Στεργιανή, τη μεγάλη της αδερφή που έμελλε να μακροημερεύσει και να φύγει πλήρης ημερών πριν λίγα χρόνια.
Σήμερα, Παρασκευή 30 Οκτωβρίου, πρωί πρωί με πήρε τηλέφωνο η μαμά για να κανονίσουμε να συναντηθούμε. Σ’ αυτό το σύντομο τηλεφώνημα άρχισε να μου μιλά για τη Ζηνοβία χωρίς κάποια φανερή ή εύλογη αφορμή. Αφού μου είπε και μου είπε για τη ζωή της, τη ρώτησα αν ήξερε πως σήμερα γιορτάζουν οι αυτάδελφοι άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία. Χθες βράδυ διάβαζα τον συγκινητικό βίο τους. Στην Κιλικία ζούσανε, Ανάργυρος ιατρός ο Ζηνόβιος και επίσκοπος, κατηγορήθηκε ως χριστιανός και οδηγήθηκε στον άρχοντα. Και ενώ το μαρτύριό του ήταν ακόμα στην αρχή, έμαθε η αδερφή του τα μαντάτα κι έτρεξε στη φυλακή, παρακαλώντας να μαρτυρήσει μαζί του, να μπούνε παρέα στον παράδεισο. Η μαμά όμως δεν είχε ιδέα πως σήμερα γιόρταζε η αδερφή της. Δεν είχε κοιτάξει από βραδύς το εορτολόγιο.
Ανταμώσαμε, τη ρώτησα να μου πει και όσα άλλα θυμόταν, χωρίσαμε. Η μαμά επέστρεψε στο σπίτι της κι εγώ κατηφόρισα προς τη Λαχαναγορά περπατώντας. Είχα στο πρόγραμμα να περάσω από ένα μικρό μαγαζάκι στο Βαρδάρι για να αγοράσω κανένα ύφασμα να ράψω. Τα πόδια μου, ερήμην μου, με οδήγησαν στο αγαπημένο πατρικό σπίτι των παιδικών μου χρόνων. Έφτασα στο ναό των Δώδεκα Αποστόλων, όπως φτάνεις στο σπίτι των παππούδων σου. Χωρίς προειδοποίηση και χωρίς κανένα σκοπό. Μια νεκροφόρα ήταν παρκαρισμένη στον αυλόγυρο, δυο στεφάνια από ολόλευκα χρυσάνθεμα ξεκουράζονταν στην τοιχοποιία του 14ου αιώνα. Εισήλθα στο ναό, πήρα τα κεράκια μου και τα άναψα σχεδόν όλα στο χαμηλό μανουάλι. Για τη μικρή μου θεία Ζηνοβία που γιόρταζε σήμερα, για τους παππούληδές μου και τις αδερφές της μαμάς μου, αλλά και για τους αληθινούς γονείς της μικρής κεντήστρας. Σήμερα για τους ζώντες ένα κεράκι ήταν αρκετό. Στάθηκα μπροστά στην εικόνα των αγίων που για μένα ήταν από πάντα και θα είναι για πάντα τα δώδεκα αδέρφια μου. Φορούσα τη μάσκα. Πρώτη φορά δεν φίλησα την εικόνα τους. Μια μετάνοια έβαλα κι έμεινα για λίγο να τους κοιτώ. Τίποτα δε σκεφτόμουν. Τίποτα δε ζητούσα. Απλώς τους κοίταζα και τους χαιρόμουν έτσι όπως και οι δώδεκα χωρούν στην αγκαλιά της εικόνας, αγαπημένοι και αδελφωμένοι. Αλλά τ’ αδέρφια μου με γνωρίζουν και γνωρίζουν καλά και ό,τι κουβαλά η καρδιά μου. Ακούμπησα σε μια κολώνα. Η κηδεία δεν είχε ξεκινήσει. Ένα ρυθμικό πνιχτό κλάμα έσπαζε τη σιωπή ίδιο νανούρισμα που κοιμίζει βρέφος. Ασημένια βάζα με λευκά χρυσάνθεμα, πνιγμένο στα ίδια λουλούδια και το φέρετρο. Θαρρούσες πως σε λίγο θα γινόταν ένας γάμος παράδοξος. Μετρημένοι στα δάχτυλα προσέρχονταν οι μαυροφορεμένοι συγγενείς. Στο τοιχοκολλημένο χαρτί έγραφε πως τον έλεγαν Δημήτρη κι ήταν εβδομήντα τεσσάρων χρονών. Γύρισαν και με κοίταξαν οι συγγενείς. Θα αναρωτήθηκαν βέβαια ποια είμαι εγώ και τι σχέση έχω με τον νεκρό. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων βγήκα έξω. Τότε ένιωσα τόσο ανάλαφρη που κατάλαβα πως πάλι τ’ αδέρφια μου είχαν κάνει το θαύμα τους. Ένωσαν τα χεράκια τους κι όλοι μαζί αφαίρεσαν το βάρος της καρδιάς μου. Μέρες τώρα το κουβαλούσα σιωπηλά. Προχώρησα προς την ανατολική πλευρά του ναού, παρόλο που ο δρόμος μου ήταν αντίθετος. Πάλι τα πόδια μου με οδηγούσαν ερήμην μου. Σκεφτόμουν τη μικρή Ζηνοβία. Στο μυαλό μου την έπλαθα πετσί και κόκαλο με δυο μακριές μαύρες πλεξούδες και φουστάνια μακριά. Θαυμάζοντας για μια ακόμη φορά τον περικαλλή ναό σήκωσα ψηλά το βλέμμα. Είδα τότε κάτι ολότελα παράδοξο και θαυμαστό. Στον τρούλο της εκκλησίας είχε ξεπεταχτεί ένα καταπράσινο φυτό. Ο ουρανός είχε κατέβει και το αγκάλιαζε. Και μη θαρρεί κανείς πως μπορεί να μου αφαιρέσει τη βεβαιότητα πως η ψυχούλα της μικρής κεντήστρας πετούσε ολόγυρά του περιστέρι ανέγγιχτο.