Labels

Friday, February 3, 2012

Λίγα λεπτά με μια απλή λαϊκή ηλικιωμενη γυναίκα...




Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012, έξι και μισή το πρωί στο αεροδρόμιο Μακεδονία.
Εκεί που κάθομαι έξω και καπνίζω με πλησιάζει μια ηλικιωμένη γυναίκα και κάθεται δίπλα μου. Πίσω της έρχεται έαν παλικάρι τριάντα κάτι χρονών. Η γυναίκα αρχίζει να μου μιλά.

«Τέσσερις μήνες μιλούσαν στο ίντερνετ. Τα είπαν όλα. Τώρα αποφάσισαν να βρεθούν. Αν του αρέσει να την πάρει, αλλιώς, ταξίδι είναι, δεν του αρέσει, γυρνάει πίσω. Την είδα κι εγώ στο ίντερνετ. Την κοίταξα καλά. Αυτές έχουν δουλικότητα, λέω του γιου μου, οι δικές μας πήραν ψηλά τον αμανέ. Άμα έπιασαν πορτοφόλι, χάλασαν. Δεν τους κάνει ο άντρας, τον παρατάνε. Καλύτερα μια τέτοια γυναίκα απ’ τις δικές μας. Στην αρχή, να πω την αλήθεια, θύμωσα, μετά όμως το ξανασκέφτηκα. Ας πάει στο καλό τώρα, να πάω κι εγώ στην εκκλησία, Φώτα σήμερα. Πηγαίνω τακτικά στην εκκλησία, αλλά μέχρι εκεί. Μυαλό έχω, συνείδηση έχω, κρίνω και κρίνομαι. Πήγαν να με βάλουν στα καλούπια τους, πάνε χρόνια. Τόση η φούστα, δεν κάνει να πηγαίνεις θέατρο, μη βάφεις τα χείλια. Τι είναι αυτά; Υποκριτές είναι, Φαρισαίοι είναι αυτοί που τα λένε κάτι τέτοια. Δεν τους έκανα τη χάρη. Ήρθε ο παπάς και μ’ έφερε τα Χριστούγεννα κάτι δερμάτινα ωραία. Αδερφή και αδερφή, έλεγε. Είμαστε καμιά εκατό οι φτωχοί στην ενορία. Δεν είμαι αδερφή τους, το ένα από τα εκατό είμαι που τα θυμούνται κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Τι να πεις; Έτσι ήταν ο Χριστός; Εγώ τον Χριστό τον σκέφτομαι παλικάρι. Μπήκε στο ναό και τον έκανε ρημαδιό όταν είδε τους εμπόρους. Ο πρώτος μου άντρας ήτανε πλούσιος. Τι να τα κάνω τα λεφτά; Δεν τα  θέλω. Δεν ήθελε να βγαίνει απ’ το σπίτι. Εγώ ήθελα ανθρώπους, ήθελα να μιλήσω. Στο τέλος μ’ έδιωξε κι απ’ το δωμάτιο. Κοιμόμουν στο σαλόνι. Φώναζε στα παιδιά. Ευτυχώς πέθανε. Ο άλλος ήτανε ζωγράφος. Να το ξέρεις, οι ζωγράφοι είναι άρρωστοι άνθρωποι. Έκοψε ο Βαν Γκογκ το αφτί του και το έστειλε στην αγαπημένη του. Ήταν με τα καλά του αυτός ο άνθρωπος; Κι ο δικός μου τέτοιος παλαβός ήτανε. Είχε όμως μια βιβλιοθήκη και διάβασα, και τι δε διάβασα. Για όλους τους ζωγράφους διάβασα. Παρίσι πας, ε; Ωραία! Να πας στα Μουλαίν Ρουζ! Και ο Τουλούζ Λοτρέκ πήγε. (Ξεκαρδίζεται στα γέλια). Δε βγήκα ποτέ απ’ την Ελλάδα, τα νησάκια της όμως τα γύρισα όλα. Αχ, τα νησάκια της… μας ζηλεύουν καλέ, γι’ αυτό θέλουν να μας φάνε. Η Μέρκελ ψάχνει ποιο νησί θα κάνει δώρο στην κόρη της, την Κέρκυρα ή τη Ρόδο. Ποτέ δεν ήταν φίλοι μας οι Ευρωπαίοι. Ακόμα και η Τουρκοκρατία κράτησε τόσα χρόνια εξαιτίας τους. Βρε δε πάν στο διάολο… Άντε, κορίτσι μου, καλό ταξίδι! Εσύ σε λίγο θα φτάσεις. Ο γιος μου θα κάνει 24 ώρες για να φτάσει στις Φιλιππίνες, αλλά άμα είναι το τυχερό του, ας είναι…» «Έχω αγωνία», λέει ο γιος, «πρώτη φορά θα την δω τρισδιάστατη! Θα είναι το ίδιο;»

Τους χαιρετώ. Η φυσιογνωμία αυτής της γιαγιάς χαράχτηκε μέσα μου. Θα μπορούσε να είναι και βασίλισσα της Αγγλίας, σκέφτομαι. Τόσο ισχυρό πρόσωπο, θεληματικό, καθαρό, πανέξυπνο και καλόγνωμο μαζί. Άνθρωπος που μάσησε τη ζωή κι έφτυσε τα κουκούτσια. Κάθε τόσο γελούσε, όλο χιούμορ έκανε. Άνθρωπο που γελάει, δεν τον φοβάμαι. Ωραίος άνθρωπος…

Τι άλλο να πω; Καλή τύχη στο παλικάρι και καλά γεράματα στη μάνα του εύχομαι.

No comments:

Post a Comment

Σχόλια