Labels

Monday, December 31, 2012

Καλή χρονιά!!!




Αυτά τα προσφυγικά κάλαντα είναι αυτά που σήμερα με εκφράζουν με συμβολικό περιεχόμενο, μεταφρασμένο στα τωρινά μας βάσανα... 

Γιατί οι τότε Τούρκοι σήμερα είναι όλοι αυτοί οι δήθεν Έλληνες που καπηλεύτηκαν αυτόν τον όμορφο τόπο, ξεπούλησαν γη και ύδωρ, παραδόσεις και αρχές, πίστη και ιστορία, το αίμα των απλών και ταπεινών ανθρώπων, το παρελθόν και το παρόν μας... 

Εύχομαι ολόψυχα Καλή Χρονιά σε όλους όσους αντιστέκονται ακόμη, σε όσους ελπίζουν και αγαπούν, σε όσους μοχθούν καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί και μια ζεστή συντροφιά, σε όσους συμπονούν και σπλαχνίζονται τους αδύναμους και καταφρονεμένους, σε όσους υπομένουν σιωπηλά, αγαπούν μυστικά, συγχωρούν αυτούς που τους αδικούν, χαμογελούν στις πίκρες και διασκεδάζουν τους καημούς, ονειρεύονται στον ύπνο τους την ομορφιά και σκαλίζουν το γλυπτό της στον ξύπνιο τους με κάθε τους κίνηση, κάθε τους βλέμμα, κάθε λέξη τους. 

Εύχομαι μια χρονιά προσανατολισμένη στην ουσία της ζωής, στην αθέατη πλευρά της, στο άσβεστο φως της καρδιάς μας!



Sunday, December 30, 2012

Η σφαγή των νηπίων - Τρεις εικόνες - τρία χάι κου

 Ιερά Μονή Σταυρονικήτα Τοιχογραφία Θεοφάνους από το Καθολικό, 16ος αι.

1. Μετακομίζουν

μάτια πανσέληνα

στο πατρικό τους



 Τοιχογραφία Καθολικού Ιερά Μονή Ξηροποτάμου Η βρεφοκτονία του Ηρώδη



2. Δεκατέσσερις

χιλιάδες καντηλάκια

ανάβει η Ραχήλ






Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας Τοιχογραφία Καθολικού Η βρεφοκτονία του Ηρώδη 





3. Ανηφορίζουν

δάκρυα καραβάνια

προς την όαση











Φωτογραφίες:
ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/12/14000-29.html#ixzz2GWzL0dK6

Wednesday, December 26, 2012

Τα Χριστούγεννα της Μάρθας - Διήγημα - Β. Νευροκοπλή




Τι κι αν λυσσομανούσε ο Βαρδάρης; Τι κι αν είχαν ξενυχτήσει στο δόσιμο; Ένας καφές, δυο τσιγάρα, τρεις κουβέντες στα πεταχτά και μετά όλες ένα χεράκι ν’ ανάψουν το μεγάλο χάλκινο καζάνι της αυλής. Να βράσει το νερό, να ρίξουν μέσα τα σεντόνια, το σαπούνι, ξύλο, ανακάτωμα, στράγγισμα, άπλωμα. Υψηλής πίεσης έλεγαν πως ήταν το καζάνι, γύρω γύρω χτισμένο πυρότουβλα, άναβε στο πι και φι, το ζήλευε όλη η γειτονιά, το ζήλευα κι εγώ. Κάθε φορά που περνούσα έλεγα μέσα μου, “αχ, και να ’χα δικό μου όλον αυτόν τον χαλκό, να τον πουλήσω στον παλιατζή, ε, ρε, φράγκα που θα ’πιανα! Η μάνα μου θα πετούσε απ’ τη χαρά της…”

Μόλις νύχτωνε άλλες γυναίκες στέκονταν στο παράθυρο κι άλλες στην πόρτα φούμαραν βαριεστημένα μέσα στην παγωνιά ντυμένες στα φτηνά σιθρού με κίνδυνο ν' αρπάξουν πνευμονία. Οι γυναίκες που ξεδιψούσαν τις ορμές του 6ου Αμερικάνικου στόλου, για να ζήσουν. Η Μάρθα καθόταν σε μια αναπαυτική πολυθρόνα από κόκκινο βελούδο, καπνίζοντας αδιάφορα. “Όταν σε θέλει η δουλειά δεν την κυνηγάς, σε κυνηγάει. Την κυνηγάς μονάχα αν δε σε θέλει.” Και την Μάρθα η δουλειά την ήθελε. Εξάλλου είχε ήδη γίνει μαντάμα. Όλοι την ήξεραν, κι όποιος δεν την ήξερε, αλλά μπορούσε να την πληρώσει, την μάθαινε.

Δεν στολιζόταν όπως οι άλλες, δεν καταδέχονταν να φορέσει ψεύτικα. Μόνο ένα μεγάλο δαχτυλίδι φορούσε στο δεξί χέρι, απ’ τον μόνο άντρα που αγάπησε και την παράτησε κάποτε έξω απ’ της εκκλησιάς την πόρτα. Όποτε στεναχωριόταν, σήκωνε ασυναίσθητα το χέρι κι έτριβε το μονόπετρο στο μέτωπο σαν να προσπαθούσε ν’ ανοίξει χαραμάδα μέσα στο μυαλό της, να βολευτεί η καινούρια λύπη δίπλα στις παλιές. Ελεγε πως εκεί κατοικούν οι στεναχώριες. Αν καταφέρουν και μπουν και βρούνε τόπο να σταθούν, ησυχάζει ο άνρθωπος, ησύχαζε κι αυτή.

Την έβλεπα κάθε Κυριακή. Πήγαινα στις έξι στο φούρνο, -τσούρμο η  πιτσιρικαρία τις Κυριακές που δεν είχαμε σχολείο-, καμιά τριανταριά παιδιά. Παίρναμε τις τάβλες, στοιβάζαμε όρθια τα κουλούρια, εκατό κουλούρια στις μικρές, εκατόν πενήντα στις μεγάλες για όσους μπορούσαν να τις σηκώσουν, μιάμιση ώρα δουλειά. Μας ήξερε, δε μας ήξερε, ο φούρναρης μάς εμπιστεύονταν. Τις βάζαμε στο κεφάλι και ξεκινούσαμε. Γύρω στις οχτώ ήμασταν στους δρόμους. Εγώ στη γειτονιά είχα τους δικούς μου πελάτες. Σαράντα κουλούρια θα έφευγαν εκεί, τα υπόλοιπα τα πουλούσα έξω απ’ τους αγίους Πάντες μέχρι το μεσημέρι. Επέστρεφα την τάβλα άδεια, έδινα εξήντα δραχμές στον φούρναρη, μου έμεναν σαράντα, τα πήγαινα στη μάνα μου.

Πρώτη στάση στη Μάρθα. Κάθε Κυριακή με περίμενε έξω απ’ την πόρτα. Αγόραζε δυο κουλούρια, ένα γι’ αυτήν κι ένα για τον γιο της που ήταν φίλος μου, παίζαμε μαζί. Μου έδινε δέκα φράγκα σε χαρτονόμισμα, κι έλεγε: για την εκκλησία. Ήμουν εννιά χρονών. Δεν καταλάβαινα.

Κυριακή έπεσαν και τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς. Τρεις ώρες πιο μπροστά στο φούρνο, τρεις ώρες νωρίτερα κι έξω απ’ το σπίτι της Μάρθας. Δε φορούσε τη συνηθισμένη της ρόμπα, κόντεψα να μην τη γνωρίσω. Μια ζιβάγκο μαύρη μπλούζα και μια φούστα κάτω απ’ το γόνατο μαύρη κι αυτή, μαύρο καλσόν και παπούτσι χαμηλό. Καλοχτενισμένη, ούτε κραγιόνια, ούτε πούδρες.

“Πάρε νόστιμα, πάρε τραγανά!” Μου δίνει το δεκάρικο, “για την εκκλησία”, μου λέει πάλι, της δίνω τα δυο κουλούρια και τα ρέστα. Έβαλα την τάβλα στο κεφάλι κι έμεινα να την κοιτώ γεμάτος απορία  μέχρι που χάθηκε η μαύρη κουκίδα της μέσα στο χιόνι.

Το μεσημέρι κρυφάκουσα τη μάνα μου που έλεγε στον πατέρα μου πως την είδε ν’ ανάβει ένα μάτσο κεριά στην εκκλησία. “Η βρωμιάρα, ρίχνει τα βρωμολεφτά της στο παγκάρι, σαν δε ντρέπεται, μαγαρίζει και τα δικά μας λεφτά, τα τίμια”, μουρμούρισε η διπλανή της. “Μη τη συνορίζεσαι, ψυχή έχει κι αυτή…”, απάντησε η μάνα μου. Δεν φίλησε τις εικόνες, είπε, ούτε προχώρησε μπροστά. Τράβηξε ίσια στην πιο σκοτεινή γωνιά, πίσω στο νάρθηκα, κι έφυγε πρώτη απ’ όλους πριν το “Δι’ ευχών”. Η μάνα μου είδε το πρόσωπό της ν’ αστράφτει. Την είδε που έφυγε τρέχοντας και βγήκε να την προλάβει, να της πει ένα “χρόνια πολλά”. Δεν την πρόλαβε. Ήταν πονετική γυανίκα η μάνα μου.

Έτσι όπως έτρεχε μέσα στο χιόνι να γυρίσει γρήγορα πριν ξυπνήσει το παιδί, πριν την πάρουν είδηση οι κακές γλώσσες, όμορφη και μόνη, λευκή σαν το χιόνι μέσα στα μαύρα ρούχα της, γλύστρησε στους πάγους κι έπεσε στη μέση του δρόμου. Δεν έβγαλε φωνή, κανένας ήχος δεν ακούστηκε. Κανένας δεν την πήρε είδηση. Ούτε περαστικοί ούτε αυτοκίνητα περνούσαν εκείνη την ώρα. Η μάνα μου την είδε από μακριά κι έμεινε κόκκαλο. Ένας σκύλος έτρεξε κοντά της κι άρχισε να της γλείφει το μέτωπο που έτρεχε αίμα. Ίσως για να κλείσει καλά τη σχισμάδα που χώρεσε τις λύπες της ζωής της, να μην περάσουν άλλες το κατώφλι της, κι η ψυχή της, σαν το χιόνι και το δέρμα της το βελούδινο, λευκή, ν’ αφήσει μια για πάντα όλα τα βάρη της πίσω στη φτωχογειτονιά, να μη βαρύνει τα φτερά των αγγέλων, να μη σκιαχτεί το φως τους το εκτυφλωτικό. Σαν δάκρυ ν’  ανέβει λίγο πιο ψηλά, δάκρυ με τη συνοδεία του φωτός των κεριών της.

Πέρασαν τρία χρόνια από τότε. Έκλεισε το μπουρδέλο του Παλιού Σταθμού. Μόλις το έμαθα, άρχισα να πηγαίνω κάθε βράδυ με φόβο και τρόμο μη με πάρουν είδηση. Γκρέμιζα τα πυρότουβλα, ώσπου μια μέρα ελευθέρωσα το χάλκινο καζάνι κι ο Θεός ξέρει πώς, το κουβάλησα μέχρι τον παλιατζή. Η πείνα σου δίνει δύναμη που δεν υποψιάζεσαι πως έχεις. Με καλοπλήρωσε, και η μάνα μου έκανε χαρές και πανηγύρια. Μα δεν της έδωσα όλο το κατοστάρικο. Κράτησα οχτώ δραχμές και τράβηξα ίσια στην εκκλησία. Τα έριξα όλα στο παγκάρι κι άναψα ένα μάτσο κεριά για την ψυχή της Μάρθας, σαν να της το χρωστούσα. Γύρισα σπίτι. “Ήταν τίμια τα λεφτά που είχε ρίξει στο παγκάρι η Μάρθα, μάνα”, είπα στη μάνα μου μπαίνοντας στην κουζίνα. Με κοίραξε απορημένη. “Πού τη θυμήθηκες παιδάκι μου τη Μάρθα; Και πού ξέρεις τι λεφτά ήτανε;”, με ρώτησε ξαφνιασμένη. “Μου το είπε σήμερα ένας φίλος μου, μάνα, που εκείνη τη μέρα της πούλησε δυο κουλούρια το πρωί κι εκείνη του έδωσε δέκα δραχμές για να πάρει ρέστα λεφτά τίμια, για την εκκλησία…”


Θεσσαλονίκη, Χριστούγεννα 2012
Την ιστορία αυτή μου τη διηγήθηκε ο Γ. που τότε ήταν ο μικρός κουλουρτζής και έχει υποστεί τις αναγκαίες παραλλαγές προκειμένου να δημοσιευθεί.

Tuesday, December 25, 2012

Αγίου Ιωάννου Χρισοστόμου - Χριστός Γεννάται











Μυστήριο παράξενο καὶ παράδοξο ἀντικρύζω. Βοσκῶν φωνὲς φτάνουν στ’ αὐτιά μου. Δὲν παίζουν σήμερα μὲ τὶς φλογέρες τοὺς κάποιον τυχαῖο σκοπό. Τὰ χείλη τοὺς ψάλλουν ὕμνο οὐράνιο.
Οἱ ἄγγελοι ὑμνολογοῦν, οἱ ἀρχάγγελοι ἀνυμνοῦν, ψάλλουν τὰ Χερουβεὶμ καὶ δοξολογοῦν τὰ Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν ὅλοι, βλέποντας τὸ Θεὸ στὴ γῆ καὶ τὸν ἄνθρωπο στοὺς οὐρανούς.
Σήμερα ἡ Βηθλεὲμ μιμήθηκε τὸν οὐρανό: Ἀντὶ γι’ ἀστέρια, δέχτηκε τοὺς ἀγγέλους· ἀντὶ γιὰ ἥλιο, δέχτηκε τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Καὶ μὴ ζητᾶς νὰ μάθεις τὸ πῶς. Γιατί ὅπου θέλει ὁ Θεός, ἀνατρέπονται οἱ φυσικοὶ νόμοι.
Ἐκεῖνος λοιπὸν τὸ θέλησε. Καὶ τὸ ἔκανε. Κατέβηκε στὴ γῆ κι ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα συνεργάστηκαν μαζί Του γι’ αὐτὸν τὸ σκοπό.
Σήμερα γεννιέται Αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει αἰώνια, καὶ γίνεται αὐτὸ ποὺ ποτὲ δὲν ὑπῆρξε. Εἶναι Θεὸς καὶ γίνεται ἄνθρωπος! Γίνεται ἄνθρωπος καὶ πάλι Θεὸς μένει!
Ὅταν γεννήθηκε, οἱ Ἰουδαῖοι δὲν δέχονταν τὴν παράδοξη γέννησή Του: Ἀπὸ τὴ μία οἱ Φαρισαῖοι παρερμήνευαν τὰ ἱερὰ βιβλία· κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ γραμματεῖς δίδασκαν ἀλλὰ ἀντὶ ἄλλων. O Ἡρώδης πάλι, ζητοῦσε νὰ βρεῖ τὸ νεογέννητο Βρέφος ὄχι γιὰ νὰ τὸ τιμήσει, μὰ γιὰ νὰ τὸ θανατώσει.
Ἐ λοιπόν, ὅλοι αὐτοὶ σήμερα τρίβουν τὰ μάτια τους, βλέποντας τὸ Βασιλιὰ τ’ οὐρανοῦ νὰ βρίσκεται στὴ γῆ μ’ ἀνθρώπινη σάρκα, γεννημένος ἀπὸ παρθενικὴ μήτρα.
Καὶ ἦρθαν οἱ βασιλιάδες νὰ προσκυνήσουν τὸν ἐπουράνιο Βασιλιὰ τῆς δόξας.
Ἦρθαν οἱ στρατιῶτες νὰ ὑπηρετήσουν τὸν Ἀρχιστράτηγο τῶν οὐράνιων Δυνάμεων.
Ἦρθαν οἱ γυναῖκες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ μετέβαλε τὶς λύπες τῆς γυναίκας σὲ χαρά.
Ἦρθαν οἱ παρθένες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ δημιούργησε τοὺς μαστοὺς καὶ τὸ γάλα, καὶ τώρα θηλάζει ἀπὸ Μητέρα Παρθένο.
Ἦρθαν τὰ νήπια νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε νήπιο, γιὰ νὰ συνθέσει δοξολογικὸ ὕμνο «ἀπ’ τὰ στόματα τῶν νηπίων» (Ψάλμ. 8:3).
Ἦρθαν τὰ παιδιὰ νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἡ μανία τοῦ Ἡρώδη τὰ ἀνέδειξε σὲ πρωτομάρτυρες.
Ἦρθαν οἱ ποιμένες νὰ προσκυνήσουν τὸν καλὸ Ποιμένα, ποὺ θυσίασε τὴ ζωή Του γιὰ χάρη τῶν προβάτων.
Ἦρθαν οἱ ἱερεῖς νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε ἀρχιερέας ὅπως ὁ Μελχισεδὲκ (Ἑβρ. 5:10).
Ἦρθαν οἱ δοῦλοι νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ πῆρε μορφὴ δούλου, γιὰ νὰ μετατρέψει τὴ δουλεία μᾶς σ’ ἐλευθερία.
Ἦρθαν οἱ ψαράδες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ τοὺς μετέβαλε σὲ «ψαράδες ἀνθρώπων» (Μάτθ. 4:19)
Ἦρθαν οἱ τελῶνες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τοὺς τελῶνες ἀνέδειξε εὐαγγελιστή.
Ἦρθαν οἱ πόρνες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ παρέδωσε τὰ πόδια του στὰ δάκρυα μίας πόρνης.
Κοντολογίς, ἦρθαν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ δοῦν τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σηκώνει στοὺς ὤμους Τοῦ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου:
Οἱ μάγοι γιὰ νὰ Τὸν προσκυνήσουν·
οἱ ποιμένες γιὰ νὰ Τὸν δοξολογήσουν·
οἱ τελῶνες γιὰ νὰ Τὸν κηρύξουν·
οἱ πόρνες γιὰ νὰ Τοῦ προσφέρουν μύρα·
ἡ Σαμαρείτισσα γιὰ νὰ ξεδιψάσει·
ἡ Χαναναία γιὰ νὰ εὐεργετηθεῖ.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλοι σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά, θέλω κι ἐγὼ νὰ σκιρτήσω, θέλω νὰ χορέψω, θέλω νὰ πανηγυρίσω. Δίχως κιθάρα, δίχως αὐλό, δίχως λαμπάδες ἀναμμένες στὰ χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας, ἀντὶ γι’ αὐτά, τὰ σπάργανα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα μου, αὐτὰ ἡ ζωή μου, αὐτὰ ἡ σωτηρία μου, αὐτὰ ὁ αὐλός μου, αὐτὰ ἡ κιθάρα μου. Γι’ αὐτὸ τὰ ‘χω μαζί μου: Γιὰ νὰ πάρω ἀπὸ τὴ δύναμή τους δύναμη, γιὰ νὰ φωνάξω μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, «δόξα στὸν ὕψιστο Θεό», καὶ μὲ τοὺς ποιμένες, «καὶ εἰρήνη στὴ γῆ, εὐλογία στοὺς ἀνθρώπους» (Λούκ. 2:14).
Καὶ ξέρετε γιατί; Γιατί Ἐκεῖνος ποὺ προαιώνια γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα ἀνεξήγητα, γεννιέται σήμερα ἀπὸ παρθένα ὑπερφυσικά. Τὸ πώς, τὸ γνωρίζει ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐμεῖς μόνο τοῦτο μποροῦμε νὰ ποῦμε: Πὼς ἀληθινὴ εἶναι καὶ ἡ οὐράνια γέννησή του, ἀδιάψευστη εἶναι καὶ ἡ ἐπίγεια. Ἀλήθεια εἶναι ὅτι γεννήθηκε Θεὸς ἀπὸ Θεό, ἀλήθεια εἶναι καὶ ὅτι γεννήθηκε ἄνθρωπος ἀπὸ παρθένα. Στὸν οὐρανὸ εἶναι ὁ μόνος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα μόνο, γιὸς Τοῦ μονογενής. Καὶ στὴ γῆ εἶναι ὁ μόνος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο μόνο, γιὸς τῆς μονογενής. Ὅπως στὴν περίπτωση τῆς οὐράνιας γεννήσεώς Του εἶναι ἀσέβεια νὰ σκεφτοῦμε μητέρα, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τῆς ἐπίγειας γεννήσεώς Του εἶναι βλασφημία νὰ ὑποθέσουμε πατέρα. Ὁ Θεὸς Τὸν γέννησε μὲ τρόπο θεϊκό. Ἡ Παρθένος Τὸν γέννησε μὲ τρόπο ὑπερφυσικό. Ἔτσι, οὔτε ἡ οὐράνια γέννησή Του μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ, οὔτε ἡ ἐνανθρώπησή Του μπορεῖ νὰ ἐρευνηθεῖ. Τὸ ὅτι Τὸν γέννησε ἡ Παρθένος σήμερα τὸ γνωρίζω. Τὸ ὅτι Τὸν γέννησε ὁ Θεὸς προαιώνια τὸ πιστεύω. Κι ἔχω μάθει νὰ τιμῶ σιωπηλὰ τὴ γέννησή Του, χωρὶς φιλοπερίεργες ἔρευνες κι ἀνώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ Θεό, δὲν πρέπει νὰ στέκεται κανεὶς στὴ φυσικὴ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ νὰ πιστεύει στὴ δύναμη Ἐκείνου ποὺ κατευθύνει τὰ πάντα.
Τί φυσικότερο ἀπ’ τὸ νὰ γεννήσει μία παντρεμένη γυναίκα; Ἀλλὰ καὶ τί πιὸ παράδοξο ἀπ’ τὸ νὰ γεννήσει παιδὶ μία παρθένα, δίχως ἄνδρα, καὶ νὰ παραμείνει παρθένα;
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν μποροῦμε νὰ ἐρευνοῦμε ὅ,τι γίνεται σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Ὅ,τι ὅμως συμβαίνει μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, ἂς τὸ σεβόμαστε σιωπηλά. Ὄχι γιατί εἶναι ἐπικίνδυνο, ἀλλὰ γιατί εἶναι ἀνερμήνευτο.

Φόβο νιώθω μπροστὰ στὸ θεῖο μυστήριο.
Τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ λαλήσω;

Βλέπω ἐκείνη ποὺ γέννησε. Βλέπω κι Ἐκεῖνον ποὺ γεννήθηκε. Ἀλλὰ τὸν τρόπο τῆς γεννήσεως δὲν μπορῶ νὰ τὸν καταλάβω. Ὅπου θέλει, βλέπετε, ὁ Θεός, νικῶνται οἱ φυσικοὶ νόμοι. Ἔτσι ἔγινε κι ἐδῶ: Παραμερίστηκε ἡ φυσικὴ τάξη καὶ ἐνέργησε ἡ θεία θέληση.
Πόσο ἀνέκφραστη εἶναι ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ!
Ὁ προαιώνιος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄφθαρτος καὶ ἀόρατος καὶ ἀσώματος, κατοίκησε μέσα στὸ φθαρτὸ καὶ ὁρατὸ σῶμα μας. Γιὰ ποιὸ λόγο; Νά, ὅπως ξέρετε, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πιστεύουμε περισσότερο σ’ ὅ,τι βλέπουμε παρὰ σ’ ὅ,τι ἀκοῦμε. Στὰ ὁρατὰ πιστεύουμε. Στ’ ἀόρατα ὄχι. Ἔτσι δὲν πιστεύαμε στὸν ἀόρατο ἀληθινὸ Θεό, ἀλλὰ λατρεύαμε ὁρατὰ εἴδωλα μὲ μορφὴ ἀνθρώπων.
Δέχτηκε λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ παρουσιαστεῖ μπροστὰ μας μὲ ὁρατὴ μορφὴ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ διαλύσει μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κάθε ἀμφιβολία γιὰ τὴν ὕπαρξή Του. Κι ὕστερα, ἀφοῦ μᾶς διδάξει μὲ τὴν αἰσθητὴ καὶ ἀναμφισβήτητη παρουσία Του, νὰ μᾶς ὁδηγήσει εὔκολα στὴν ἀληθινὴ πίστη, στ’ ἀόρατα καὶ ὑπερφυσικά.
Κατάπληξη μὲ γεμίζει τὸ θαῦμα!
Παιδὶ βλέπω τὸν προαιώνιο Θεό!
Σὲ φάτνη ἀναπαύεται, Αὐτὸς ποὺ ἔχει θρόνο τὸν οὐρανό!
Χέρια ἀνθρώπινα ἀγγίζουν τὸν ἀπρόσιτο κι ἀσώματο!
Μὲ σπάργανα εἶναι σφιχτοδεμένος, Αὐτὸς ποὺ σπάει τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας!
Ὅμως… τοῦτο εἶναι τὸ θέλημά Του: Τὴν ἀτιμία νὰ μεταβάλει σὲ τιμή· μὲ δόξα νὰ ντύσει τὴν εὐτέλεια· καὶ τὴν προσβολὴ σ’ ἀρετὴ νὰ μεταπλάσει.
Πῆρε τὸ σῶμα μου. Μοῦ προσφέρει τὸ Πνεῦμα Του. Μοῦ χαρίζει τὸ θησαυρὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, παίρνοντας ἀλλὰ καὶ δίνοντάς μου: Παίρνει τὴ σάρκα μου γιὰ νὰ μὲ ἁγιάσει· μοῦ δίνει τὸ Πνεῦμα Του γιὰ νὰ μὲ σώσει.
«Νά, ἡ παρθένος θὰ μείνει ἔγκυος» (Ἤσ. 7:14).
Τὰ λόγια εἶναι τῆς συναγωγῆς, μὰ τὸ ἀπόκτημα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ συναγωγὴ ἔβαψε τὸ νῆμα· ἡ Ἐκκλησία φόρεσε τὴ βασιλικὴ στολή.
Ἡ Ἰουδαία Τὸν γέννησε· ἡ οἰκουμένη Τὸν ὑποδέχτηκε.
Ἡ συναγωγὴ Τὸν θήλασε καὶ Τὸν ἔθρεψε· ἡ Ἐκκλησία Τὸν παρέλαβε καὶ ὠφελήθηκε.
Στὴ συναγωγὴ βλάστησε τὸ κλῆμα· ἐμεῖς ὅμως ἀπολαμβάνουμε τὰ σταφύλια τῆς ἀλήθειας.
Ἡ συναγωγὴ τρύγησε τὰ σταφύλια· οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως πίνουν τὸ μυστικὸ πιοτό.
Ἐκείνη ἔσπειρε στὴν Ἰουδαία τὸ σπόρο· οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως θέρισαν τὸ στάχυ μὲ τὸ δρεπάνι τῆς πίστεως. Αὐτοὶ ἔκοψαν μὲ σεβασμὸ τὸ ρόδο, καὶ στοὺς Ἰουδαίους ἔμεινε τὸ ἀγκάθι τῆς ἀπιστίας.
Τὸ πουλάκι πέταξε, κι αὐτοὶ οἱ ἀνόητοι κάθονται καὶ φυλᾶνε ἀκόμα τὴ φωλιά.
Οἱ Ἰουδαῖοι πασχίζουν νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ βιβλίο τοῦ γράμματος, καὶ οἱ εἰδωλολάτρες τρυγοῦν τὸν καρπὸ τοῦ Πνεύματος.
«Νά, ἡ παρθένος θὰ μείνει ἔγκυος».
Πές μου, Ἰουδαῖε, πές μου λοιπόν, ποιὸν γέννησε;
Δεῖξε, σὲ παρακαλῶ, θάρρος, ἔστω καὶ σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἔδειξες μπροστὰ στὸν Ἡρώδη. Ἀλλὰ δὲν ἔχεις θάρρος. Καὶ ξέρω γιατί. Γιατί εἶσαι ἐπίβουλος. Στὸν Ἡρώδη μίλησες γιὰ νὰ Τὸν ἐξολοθρεύσει· καὶ σ’ ἐμένα δὲν μιλᾶς γιὰ νὰ μὴν Τὸν προσκυνήσω.
Ποιὸν λοιπὸν γέννησε; Ποιόν;
Τὸ Δημιουργό της κτίσεως. Κι ἂν ἐσὺ σωπαίνεις, ἡ φύση τὸ βροντοφωνάζει. Τὸν γέννησε λοιπὸν μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ ἴδιος θέλησε νὰ γεννηθεῖ. Στὴ φύση δὲν ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα μίας τέτοιας γεννήσεως. Ἐκεῖνος ὅμως, ὡς κύριος της φύσεως, ἐπινόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο. Κι ἔδειξε ἔτσι ὅτι, καὶ ἄνθρωπος ποὺ ἔγινε, δὲν γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος, μὰ ὅπως μόνο σὲ Θεὸ ταιριάζει.
Ἐκεῖνος ποὺ ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ παρθένα γῆ, Ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ κατόπιν ἔκαμε γυναίκα, γεννήθηκε σήμερα ἀπὸ παρθένα κόρη ποὺ νίκησε τὴ φύση, ξεπερνώντας τὸ νόμο τοῦ γάμου.
Ὁ Ἀδὰμ τότε, χωρὶς νὰ ἔχει γυναίκα, γυναίκα ἀπόκτησε.
Ἡ Παρθένος τώρα, χωρὶς νὰ ἔχει ἄνδρα, ἄνδρα γέννησε.
Καὶ γιατί ἔγινε αὐτό; Νὰ γιατί:
Οἱ γυναῖκες εἶχαν ἕνα παλαιὸ χρέος πρὸς τοὺς ἄνδρες, ἀφοῦ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ εἶχε βλαστήσει γυναίκα χωρὶς τὴ μεσολάβηση ἄλλης γυναίκας. Γιὰ αὐτὸ ἡ Παρθένος σήμερα, ξεπληρώνοντας στοὺς ἄνδρες τὸ χρέος τῆς Εὕας, γέννησε χωρὶς ἄνδρα, δείχνοντας ἔτσι τὴν ἰσοτιμία τῆς φύσεως.
Σῶος ἔμεινε ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἀφαίρεση τῆς πλευρᾶς του.
Ἀδιάφθορη ἔμεινε κι ἡ Παρθένος μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Βρέφους.
Ἀλλὰ πρόσεξε καὶ κάτι ἀκόμα:
Δὲν ἔπλασε ὁ Κύριος κάποιο ἄλλο σῶμα γιὰ νὰ ἐμφανιστεῖ στὴ γῆ. Πῆρε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι περιφρονεῖ τὴν ὕλη ἀπὸ τὴν ὁποία δημιουργήθηκε ὁ Ἀδάμ. Ἦρθαν ἔτσι, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, σὲ μυστικὴ ἕνωση. Κι ὁ διάβολος, ποὺ εἶχε ὑποδουλώσει τὸν ἄνθρωπο, τράπηκε σὲ φυγή.
Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, ἀλλὰ γεννιέται ὡς Θεός. Ἂν προερχόταν, ὅπως ἐγώ, ἀπὸ ἕναν κοινὸ γάμο, πολλοὶ θὰ θεωροῦσαν ἀπάτη τὴ γέννησή Του. Γι’ αὐτὸ γεννιέται ἀπὸ παρθένα· γι’ αὐτὸ διατηρεῖ τὴ μήτρα τῆς ἄθικτη· γι’ αὐτὸ διαφυλάσσει τὴν παρθενία τῆς ἀκέραιη: Γιὰ νὰ γίνει ὁ παράξενος τρόπος τῆς γεννήσεως αἰτία ἀκλόνητης πίστεως.
Σ’ αὐτὸν λοιπὸν ποὺ θ’ ἀμφισβητήσει τὴν ἄσπορη γέννηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐπικαλεστῶ ὡς μάρτυρα τὴν ἀμόλυντη σφραγίδα τῆς παρθενίας.
Πές μου λοιπόν, Ἰουδαῖε, γέννησε ἡ Παρθένος ἢ ὄχι; Κι ἂν μὲν γέννησε, γιατί δὲν ὁμολογεῖς τὴν ὑπερφυσικὴ γέννηση; Ἂν πάλι δὲν γέννησε, γιατί ἐξαπάτησες τὸν Ἡρώδη; Ὅταν ἐκεῖνος ζητοῦσε νὰ μάθει ποὺ θὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός, ἐσὺ δὲν εἶπες «στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας» (Μάτθ. 2:4); Μήπως ἐγὼ γνώριζα τὴν πόλη ἢ τὸν τόπο; Μήπως ἐγὼ γνώριζα τὴν ἀξία τοῦ Βρέφους ποῦ ἦρθε στὸν κόσμο; Ὁ Ἠσαΐας καὶ οἱ προφῆτες σας δὲν μίλησαν γι’ Αὐτό; Κι ἐσεῖς, οἱ ἀγνώμονες ἐχθροί, δὲν ἐξηγήσατε τὴν ἀλήθεια; Ἐσεῖς, οἱ γραμματεῖς κι οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ἀκριβεῖς φύλακες τοῦ νόμου, δὲν μᾶς διδάξατε γιὰ τὸ Χριστό; Ἐσεῖς δὲν ἑρμηνεύσατε τὶς Γραφές; Μήπως ἐμεῖς γνωρίζαμε τὴ γλώσσα σας; Καὶ ὅταν γέννησε ἡ Παρθένος, ἐσεῖς δὲν παρουσιάσατε στὸν Ἡρώδη τὴ μαρτυρία τοῦ προφήτη Μιχαία, «Ἀλλ’ ἀπὸ σένα, Βηθλεέμ, πόλη τῆς περιοχῆς τοῦ Ἐφραθᾶ, ἂν καὶ εἶσαι μία ἀπὸ τὶς μικρότερες πόλεις τοῦ Ἰούδα, θὰ ἀναδειχθεῖ ἀρχηγὸς τοῦ Ἰσραὴλ» (Μίχ. 5:1);
Πολὺ καλὰ εἶπε ὁ προφήτης «ἀπὸ σένα». Ἀπὸ σᾶς προῆλθε καὶ παρουσιάστηκε σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Παρουσιάστηκε ὡς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ καθοδηγήσει τοὺς ἀνθρώπους. Παρουσιάστηκε ὡς Θεός, γιὰ νὰ σώσει τὴν οἰκουμένη.
Μὰ τί ὠφέλιμοι ἐχθροὶ ποὺ εἲστ’ ἐσεῖς! Τί φιλάνθρωποι κατήγοροι!
Ἐσεῖς κατὰ λάθος δείξατε πὼς τὸ νεογέννητό της Βηθλεὲμ εἶναι Θεός. Ἐσεῖς Τὸν κηρύξατε χωρὶς νὰ τὸ θέλετε. Ἐσεῖς Τὸν φανερώσατε, πασχίζοντας νὰ Τὸν κρύψετε. Ἐσεῖς Τὸν εὐεργετήσατε, ἐπιθυμώντας νὰ Τὸν βλάψετε.
Τί ἀστοιχείωτοι δάσκαλοι εἶστε, ἀλήθεια; Ἐσεῖς πεινᾶτε, καὶ τρέφετε ἄλλους. Ἐσεῖς διψᾶτε, καὶ ποτίζετε ἄλλους. Πάμφτωχοι εἶστε, καὶ πλουτίζετε ἄλλους.

Ἐλᾶτε λοιπὸν νὰ γιορτάσουμε! Ἐλᾶτε νὰ πανηγυρίσουμε! Εἶναι παράξενος ὁ τρόπος τῆς γιορτῆς -ὅσο παράξενος εἶναι κι ὁ λόγος τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Σήμερα λύθηκαν τὰ μακροχρόνια δεσμά.
Ὁ διάβολος καταντροπιάστηκε.
Οἱ δαίμονες δραπέτευσαν.
Ὁ θάνατος καταργήθηκε.
Ὁ παράδεισος ἀνοίχτηκε.
Ἡ κατάρα ἐξαφανίστηκε.
Ἡ ἁμαρτία διώχτηκε.
Ἡ πλάνη ἀπομακρύνθηκε.
Ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύφθηκε.
Τὸ κήρυγμα τῆς εὐσέβειας ξεχύθηκε καὶ διαδόθηκε παντοῦ.
Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μεταφυτεύθηκε στὴ γῆ.
Οἱ ἄγγελοι συνομιλοῦν μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅλα ἔγιναν ἕνα.
Γιατί;
Γιατί κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ κι ὁ ἄνθρωπος ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς. Κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ καὶ πάλι βρίσκεται στὸν οὐρανό. Ὁλόκληρος εἶναι στὸν οὐρανὸ κι ὁλόκληρος στὴ γῆ. Ἔγινε ἄνθρωπος κι εἶναι Θεός. Εἶναι Θεὸς καὶ πῆρε σάρκα. Κρατιέται σὲ παρθενικὴ ἀγκαλιὰ καὶ στὰ χέρια Τοῦ κρατάει τὴν οἰκουμένη.
Τρέχουν κοντὰ Τοῦ οἱ μάγοι. Τρέχουμε κι ἐμεῖς. Τρέχει καὶ τ’ ἀστέρι γιὰ νὰ φανερώσει τὸν Κύριο τ’ οὐρανοῦ. Μά… κι Ἐκεῖνος τρέχει. Τρέχει πρὸς τὴν Αἴγυπτο. Καὶ φαίνεται βέβαια, πὼς πηγαίνει ἐκεῖ γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ Ἡρώδη. Ὅμως τοῦτο γίνεται γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ προφητικὰ λόγια: «Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ πάρει τρίτος, μετὰ τοὺς Ἀσσυρίους καὶ τοὺς Αἰγυπτίους, τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ» (Ἤσ. 19:24).
Τί λές, Ἰουδαῖε; Ἐσὺ ποῦ ἤσουν πρῶτος ἔγινες τρίτος; Οἱ Αἰγύπτιοι καὶ οἱ Ἀσσύριοι μπῆκαν μπροστά, καὶ ὁ πρωτότοκος Ἰσραὴλ πῆγε πίσω;
Ναί. Ἔτσι εἶναι. Οἱ Ἀσσύριοι θὰ γίνουν πρῶτοι, ἐπειδὴ αὐτοὶ πρῶτοι μὲ τοὺς μάγους τοὺς προσκύνησαν τὸν Κύριο. Πίσω τους οἱ Αἰγύπτιοι, ποὺ Τὸν δέχτηκαν, ὅταν κατέφυγε στὰ μέρη τους γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ Ἡρώδη. Τρίτος καὶ τελευταῖος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ποὺ γνώρισε τὸν Κύριο ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, μετὰ τὴ βάπτισή Του στὸν Ἰορδάνη.
Τί ἄλλο μένει νὰ πῶ;
Δημιουργὸ καὶ φάτνη βλέπω… Βρέφος καὶ σπάργανα… Λεχώνα παρθένα, περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή… Ἀνέχεια πολλή…
Εἶδες ὅμως τί πλοῦτος μέσα στὴ μεγάλη φτώχεια; Ὁ Πλούσιος ἔγινε φτωχὸς γιὰ χάρη μας. Δὲν ἔχει οὔτε κρεβάτι οὔτε στρῶμα. Μέσα σὲ ταπεινὸ παχνὶ Τὸν ἔχουν ἀποθέσει…
Ὢ φτώχεια, πλούτου πηγή!
Ὢ πλοῦτε ἀμέτρητε, κρυμμένε μὲς στὴ φτώχεια!
Μέσα στὴ φάτνη κείτεσαι καὶ τὴν οἰκουμένη σαλεύεις.
Μέσα σὲ σπάργανα τυλίγεσαι καὶ σπᾶς τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας.
Λέξη ἀκόμα δὲν ἄρθρωσες καὶ δίδαξες στοὺς μάγους τὴ θεογνωσία.

Τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ λαλήσω;
Νὰ Βρέφος σπαργανωμένο!
Νὰ ἡ Μαρία, Μητέρα καὶ Παρθένος μαζί!
Νὰ ὁ Ἰωσήφ, πατέρας τάχα τοῦ Παιδιοῦ!
Ἐκείνη ἡ γυναίκα, αὐτὸς ὁ ἄνδρας. Νόμιμες οἱ ὀνομασίες, ἀλλὰ χωρὶς περιεχόμενο.
Ὁ Ἰωσὴφ μνηστεύθηκε μόνο τὴ Μαρία, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ἐπισκίασε. Ἔτσι, γεμάτος ἀπορία, δὲν ἤξερε τί νὰ ὑποθέσει γιὰ τὸ Βρέφος: Νὰ πεῖ πὼς ἦταν καρπὸς μοιχείας, δὲν τολμοῦσε. Νὰ προσφέρει λόγο βλάσφημο ἐναντίον τῆς Παρθένου, δὲν μποροῦσε. Οὔτε πάλι δεχόταν τὸ Παιδὶ σὰν δικό του, γιατί τοῦ ἦταν ἄγνωστο τὸ πὼς καὶ ἀπὸ ποιὸν γεννήθηκε.
Ἀλλὰ νά, πού, πάνω στὴ σύγχυσή του, παίρνει ἀπάντηση ἀπὸ τὸν οὐρανό, μὲ τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου: «Ἰωσήφ, μὴ διστάσεις νὰ πάρεις στὸ σπίτι σου τὴ Μαριάμ, γιατί τὸ παιδὶ ποὺ περιμένει προέρχεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα» (Μάτθ. 1:20). Καὶ φανέρωσε ἔτσι σ’ ἐκεῖνον καὶ σ’ ἐμᾶς ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπισκίασε τὴν Παρθένο.
Γιατί ὅμως ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ παρθένα, ἀφήνοντας ἀβλαβῆ τὴν παρθενία της;
Νὰ γιατί:
Κάποτε ὁ διάβολος ἐξαπάτησε τὴν παρθένα Εὕα. Τώρα ὁ ἄγγελος ἔφερε τὸ λυτρωτικὸ μήνυμα στὴν Παρθένο Μαριάμ.
Κάποτε ἡ Εὕα ξεστόμισε λόγο, ποὺ ἔγινε αἰτία θανάτου. Τώρα ἡ Μαρία γέννησε τὸ Λόγο, ποὺ ἔγινε αἰτία αἰώνιας ζωῆς.
Ὁ λόγος τῆς Εὕας ἔδειξε τὸ δέντρο, ποὺ ἔβγαλε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο.
Ὁ Λόγος τῆς Μαρίας ἔδειξε τὸ Σταυρό, ποὺ ἔβαλε τὸν Ἀδὰμ πάλι στὸν παράδεισο.

Σ’ αὐτὸν λοιπόν, τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς Παρθένου, ποὺ ἄνοιξε δρόμο μέσα σὲ τόπο ἀδιάβατο, ἂς ἀναπέμψουμε δοξολογία μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.)



Friday, December 21, 2012

Το τέλος του κόσμου



Και γι' άλλη μια φορά το τέλος του κόσμου δεν ήρθε
Γιατί το τέλος ήταν ήδη εδώ
Εδώ ήταν το τέλος
απ' την αρχή του κόσμου
τη μέρα που γεννηθήκαμε εσύ κι εγώ

Το τέλος θα είναι πάντα εδώ 
για να κάνουμε κάθε στιγμή νέα αρχή 
χωρίς φρούδες ελπίδες πως θα υπάρξει μια συνέχεια

Δεν είναι το ίχνος συνεχόμενης γραμμής
που θα έπρεπε ν' αποζητά ν' αφήσει πίσω του ο άνθρωπος
αλλά σημεία που μόλις γεννηθούν πεθαίνουν
στίγματα φωτεινά διάσπαρτα στο χώμα 
σαν τ' αστέρια του ουρανού
που μόνο αν το θελήσουν οι αιώνες 
θα τα ενώσουν κάποτε να φτιάξουν 
την αστραφτερή τροχιά ενός ουράνιου τόξου 
παρηγοριά των ζωντανών στην καταιγίδα
ενός τέλος που πλησιάζει
ενώ ήταν πάντα εδώ...







Wednesday, December 19, 2012

Δυο ταινίες - δυο κόσμοι: "Amour" & "Ταξίδι στα Κύθηρα"

-


Πάει καιρός που είδα την ταινία "Amour". 

Πρόσφατα είδα την δεύτερη, "Ταξίδι στα Κύθηρα".

Η πρώτη, Αυστριακή - Γαλλική- Γερμανική συμπαραγωγή, σε σκηνοθεσία Μίκαελ Χάνεκε με τους: Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Εμανουέλ Ριβά, Ιζαμπέλ Ιπέρ. Οι ογδοντάχρονοι Ζορζ και Αν, συνταξιούχοι δάσκαλοι μουσικής, έρχονται ξαφνικά αντιμέτωποι με το τέλος τής για δεκαετίες κοινής τους διαδρομής. Στο αθηνόραμα, ο Χρήστος Μάντης έγραψε: Ο Μικάελ Χάνεκε ενώνει με πρωτότυπο, συναπαρστικό και απόλυτα συγκινητικό τρόπο τον έρωτα και το θάνατο, τη σκληρότητα της ζωής και την τρυφερότητα της αγάπης. Χρυσός φοίνικας στο φεστιβάλ των Κανών.





Το Ταξίδι στα Κύθηρα είναι ελληνική ταινία, σε σκηνοθεσία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Βγήκε στις αίθουσες το 1984.

Ο Αλέξανδρος (Giulio Brogi) είναι στην αναζήτηση ενός ηλικιωμένου ηθοποιού. Τον συναντά τελικά σε ένα οπωροπωλείο και η ταινία του μπορεί να αρχίσει. Ο Αλέξανδρος υποδέχεται τον πατέρα του, Σπύρο (Μάνος Κατράκης), πρώην κομμουνιστή που επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από 32 χρόνια εξορίας στην ΕΣΣΔ χάρη στην αμνηστία που αποδόθηκε με την πτώση της δικτατορίας το 1974. Ο Σπύρος ξαναβρίσκει τη γυναίκα του, Κατερίνα (Δώρα Βολανάκη), το σπίτι του και κάποιους παλιούς συντρόφους. Έχοντας περάσει 32 χρόνια ονειρευόμενος την ημέρα της επιστροφής του, αδυνατεί να προσαρμοστεί στον τόπο καταγωγής του και να επικοινωνήσει με τους γύρω του. Μόνο η γυναίκα του τον καταλαβαίνει.



Οι πληροφορίες για την πρώτη ταινία είναι από το αθηνόραμα, για τη δεύτερη από τη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ. Κι εγώ γιατί επιλέγω να βάλω δίπλα δίπλα τώρα δυο ταινίες με εξ' ολοκλήρου διαφορετικό θέμα και χρονική απόσταση μεταξύ τους σχεδόν τριάντα χρόνια; Γιατί ενώ η πρώτη διαπραγματεύεται την αγάπη, ενώ η δεύτερη την εξορία ενός πολιτικού κρατούμενου, τις βάζω στο ίδιο τραπέζι της σκέψης μου;

Καταρχάς, διότι επιτέλους μπορώ τώρα να γράψω για την πρώτη, -πράγμα που θέλω από τότε που την είδα-, και το μπορώ επειδή είδα τη δεύτερη. Αυτά είναι τα μυστήρια της γραφής που έχει τον δικό της χρόνο και όχι τον δικό μας. Αυτή αποφασίζει κι εμείς υπακούμε, -αν τύχει κι έχουμε ανοιχτά τ' αφτιά μας...

Το πρώτο που αντιλαμβανόμαστε όταν προσεγγίζουμε ένα καλλιτεχνικό έργο είναι ο τίτλος του. Αυτός φέρει τη σφραγίδα του έργου. Ο τίτλος οφείλει καταρχάς να συμπυκνώνει το κέντρο κάθε δημιουργίας. Είναι ο άξονας και το πρίσμα βάσει του οποίου διαβάζουμε, βλέπουμε, επεξεργαζόμαστε κάθε έργο. Εϊναι το όχημα πάνω στο οποίο κινείται η σκέψη, το συναίσθημα, το βλέμμα μας. Οφείλει να μας πηγαίνει μέχρι το τέλος. Οφείλειι και να δικαιώνεται, 
-έστω και με ειρωνικό τρόπο.

Όσες  κριτικές κι αν διάβασα για την ξένη ταινία "Αγάπη" εκθειάζαν την παραγωγή, τονίζοντας πως κατάφερε να συμπυκνώσει το νόημα της αληθινής αγάπης. Αν κάποιος κάνει αναζήτηση στο Coogle, η κυρίαρχη φωτογραφία της ταινίας θα δει πως είναι αυτή που ανέβασα. Δεν θα δει καμιά φωτογραφία από το φινάλε του έργου, όπου ο γέρος πνίγει την γριά άρρωστη γυναίκα του με το μαξιλάρι της, για να τη "σώσει" από την αρρώστεια και τους πόνους γιατί δεν αντέχει άλλο να την βλέπει να υποφέρει, και μετά να αυτοκτονεί και ο ίδιος, -πράγμα που ευτυχώς υπαινίσσεται η ταινία και δεν μας δείχνει πώς συμβαίνει. 

Λίγο πριν φτάσουμε σ' αυτό το φινάλε, θαύμασα κι εγώ τον χειρισμό του σκηνοθέτη, για το πώς στηρίζει ο παππούς την γυναίκα του στην αρρώστεια. Όταν όμως τον είδα ξαφνικά να παίρνει το μαξιλάρι και να σκεπάζει το πρόσωπό της για να πάψει αυτή να αναπνέει, κόντεψα κυριολεκτικά να κάνω εμετό κι έκανα να συνέλθω αρκετές ώρες. Θύμωσα αφάνταστα, και όχι γιατί δεν κατανοώ μια ανάλογη αντίδραση, ή γιατί μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης αδυναμίας δεν μπορώ να δικαιολογήσω ακόμη και τον φόνο, αλλά γιατί ο τίτλος της ταινίας ήταν "Αγάπη" και αυτός ο τίτλος δεν δικαιώνεται, αλλά αντίθετα αυτοακυρώνεται. Αν η ταινία είχε τίτλους όπως: "Όρια", "Αντοχές", "Αδυναμία", "Θάνατος" ή ό, τι άλλο εκτός από "Αγάπη", ούτε εγώ θα έφτανα να θέλω να κάνω εμετό, ούτε και θα είχα μάλλον κανένα λόγο να γράψω τώρα μια τέτοια κριτική σαν αυτή που επιχειρώ. Θεωρώ όμως απαράδεκτο, εξωφρενικό, διαστροφικό και ολότερλα απάνθρωπο -έως δαιμονικό-, να τιτλοφορείται αυτή η ταινία "Αγάπη" και να εκθειάζεται από όλους τους κριτικούς ως υποδειγματική αγάπη μια σχέση ηλικιωμένων που οδηγεί στο να σκοτώσει ο ένας τον άλλον και μετά να αυτοκτονήσει και ο ίδιος, προκειμένου να αποφύγουν τον πόνο, την παιδαγωγία του, την φιλαδελφία στην οποία οδηγεί μαζί με όλες τις άλλες αρετές που σου παρέχει τη δυνατότητα, ο πόνος, να αναπτύξεις, υπομένοντας τα πάντα για χάρη του αγαπημένου. Αν αυτό είναι το νόημα της αγάπης για τους φίλους Ευρωπαίους, τότε δεν έχουμε ουδεμία σχέση μαζί τους. Το θεμελιώδες δώρο της ζωής, εμείς έχουμε διδαχθεί -από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, εν μέσω ενός Χριστιανισμού που ο Θεάνθρωπος υπομένει τον Σταυρό και ανασταίνεται,- πως δεν έχει δικαίωμα κανείς να το καταλύει και μάλιστα ακριβώς εν ονόματι αυτής της αγάπης. Μπορείς να πεθάνεις για τον αγαπημένο, όχι όμως να τον σκοτώσεις.

Σε απόλυτη αντίθεση μ' αυτή την ταινία είναι η ταινία του συχωρεμένου πλέον, Θεόδωρου Αγγελόπουλου, που θα μπορούσε κάλλιστα να φέρει τον ίδιο τίτλο "Αγάπη" αντί "Ταξίδι στα Κύθηρα" και να αντιπροσωπεύει αυτό που ως Έλληνες, αλλά και ως απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, μα και Ορθόδοξοι, πιστεύουμε, αισθανόμαστε, ακολουθούμε καθένας όσο μπορεί. 
Σε αντίθεση με την ξένη ταινία, αναζητώντας πάλι στο Coogle μαι αντιπροσωπευτική φωτογραφία της ταινίας, η κυρίαρχη είναι αυτή που ανέβασα εδώ, και επίσης σε αντίθεση με την ξένη ταινία, δεν είναι απλώς ένα στιγμιότυπο της ταινίας, αλλά το φινάλε της. Είναι μάλλον περιττό να υπενθυμίσω την αρχαία ρύση: "μηδένα προ του τέλους μακάριζε". Καί είναι περιττό να πω πως εμείς μακαρίζουμε τα ζευγάρια που τελειώνουν έτσι την ζωή τους. Γιατί στο "Ταξίδι στα Κύθηρα" ο εξόριστος για 32 χρόνια από την χώρα του, εξορίζεται ακόμη μια φορά και επειδή δεν τον παίρνει ένα ξένο πλοίο που περνά εκείνη την ώρα που δίνεται η νέα εντολή εξόδου του από τη χώρα και ταυτόχρονα δεν μπορεί να παραμείνει μετά την εντολή ούτε στα χωρικά ύδατα της Ελλάδας, τον αφήνουν σε μια πλατφόρμα μέσα στα διεθνή ύδατα παραμονές Χριστουγέννων. Παρ' όλο που η ταινία φαίνεται να διαπραγματεύεται την επιστροφή του πολιτικού εξόριστου στην πατρίδα του και την νέα του εξορία, στην πραγματικότητα διαχειρίζεται απ' την αρχή μέχρι το τέλος, όπως και η ξένη, τη σχέση ηλικιωμένου ζευγαριού. 

Παρ' όλο που η γυναίκα έχει να δει τον άντρα της 32 ολόκληρα χρόνια, παρ' όλο που αυτός ξαναπανττρεύτηκε στα ξένα κι έχει κάνει εκεί κι άλλα παιδιά, γιατί δεν άντεξε τη μοναξιά και όπως λέει, βρέθηκε μια γυναίκα να του ράψει ένα κουμπί και να του προσφέρει ένα πιάτο ζεστό φαγητό, η ελληνίδα γυναίκα του, όχι μόνο τον συγχωρεί, όχι μόνο εξακολουθεί να τον νοιάζεται και να τον πονά, αλλά ακόμα και στο τέλος που τον εξορίζουν και πάλι και στέκει μέσα στη θάλασσα ολομόναχος μέχρι να βρει η αστυνομία τι θα τον κάνει, αυτή ζητά να πάει μαζί του, να μείνει μαζί του, ό, τι κι αν συμβεί, ό, τι κι αν του μέλλεται. 

Ο υποκριτικά ανυπέρβλητος Κατράκης σηκώνεται όρθιος στην πλατφόρμα μετά τη νύχτα που περνούν αγκλιασμένοι στην πλατφόρμα και λέει, "Ξημερώνει". Σηκώνεται και η γυναίκα του και το μόνο που απαντά είναι, "είμαι έτοιμη". Έτοιμη για όλα όσα είναι να έρθουν, αρκεί να είναι μαζί. Εκείνος λύνει τότε το παλαμάρι που δένει την πλατφόρμα στο λιμάνι κι αυτή απομακρύνεται. Ταξιδεύουν μέσα στην ομίχλη και τ' αγιάζι μακριά από την αδικία και τη σκληρότητα των ανθρώπων. Μπορεί να ταξιδεύουν προς τον θάνατο, μπορεί σε μια νέα ζωή που θα ξεπροβάλλει. Κανείς δεν ξέρει. Αναλαμβάνουν την ευθύνη της αγάπης τους μαζί. Ελεύθεροι και με δική τους βούληση, αποφασίζουν να ζήσουν αυτό που θα τους βρει, παραδομένοι σ' αυτό που έρχεται, και χωρίς κανέναν εκβιασμό της πραγματικότητας. 
Αυτό, λοιπόν, εγώ μπορώ να το δεχτώ ως Αγάπη. Την ίδια την ταινία μπορώ να της δώσω αυτόν τον τίτλο με όλο το τραγικό, αλλά και τόσο ανθρώπινο, ουσιαστικό, μα και μεγαλειώδες περιεχόμενο που μπορεί να σηκώσει.

Δυο ταινίες - δυο κόσμοι. Μόνο που το νόημα της αγάπης το κερδίζει η ταινία του Αγγελόπουλου και ο ίδιος, και το χάνει εντελώς, το ακυρώνει η ταινία του Χάνεκε, ο ίδιος και όσοι τον επικροτούν.