Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να συνειδητοποιήσω πως μεγάλωσα σαν αρχοντοπούλα. Αληθινή αρχοντοπούλα.
Όπως κάθε χρόνο έτσι και σήμερα επέστρεψα στο πατρικό μου σπίτι. Αυτό που εγκαινίασε ο πατριάρχης Νίφωνας ο Α΄ ως μοναστήρι το 1312, νότια της οδού Αγίου Δημητρίου σχεδόν σε επαφή με τα Δυτικά τείχη της Θεσσαλονίκης όπου υπήρχε η Λυταία Πύλη. Υπάρχει και το σχετικό μονόγραμμα του Πατριάρχη χαραγμένο στα επιστύλια των δύο κιόνων της αψίδας του νάρθηκα και από επιγραφή χαραγμένη στο ανώφλι της νότιας εισόδου.
Παππούδες μου οι Παλαιολόγοι και οι εργάτες που καταπιάστηκαν με το χτίσιμο και την φιλοτέχνιση του σπιτιού μου ήταν οι περίφημοι μάστορες της Μακεδονικής σχολής. Αυτοί ενέδρασαν τον τρούλο του σε ένα τετράγωνο που σχηματίζουν τέσσερις καμάρες σε σχήμα σταυρού. Τέσσερις μικρότεροι και χαμηλότεροι τρούλοι στήθηκαν σε κάθε πλευρά, βόρεια και νότια για τα μικρά παρεκκλήσια, δεξιά και αριστερά του ιερού έγιναν μικρότερες κόγχες, δυτικά εκτός από την είσοδο έξι ανοίγματα που διαχωρίζονται μεταξύ τους από τέσσερις μαρμάρινους κίονες με γλυπτά κιονόκρανα πάνω στα οποία καταλήγουν και εδράζονται ημικυκλικά τόξα.
Περίτεχνη η τοιχοποιία του αρχοντικού σπιτιού μου: πλινθοπερίκλειστος ονομάζεται. Διακοσμητικά σχήματα, μαίανδροι και οδοντωτές ταινίες μιας απαράμιλλης οικοδομικής τέχνης.
Τα εσωτερικά ψηφιδωτά αποκαλύφτηκαν μόλις το 1940 αφού τα είχαν επιχρίσει με κονίαμα οι Τούρκοι όταν το μετέτρεψαν σε τζαμί με το όνομα Σοούκ Σου τζαμί.
Έχει ιστορία μεγάλη το πατρικό μου σπίτι: O ναός των Δώδεκα Αποστόλων Θεσσαλονίκης.
Εκεί έκανα τα πρώτα μου βήματα. Εκεί τα πρώτα μου παιχνίδια από χώμα και νερό. Εκεί πρωτάνοιξα τα μάτια μου. Οι πρώτες εικόνες του κόσμου μου ήταν τα πρόσωπα των αγίων στα ψηφιδωτά, το μονόγραμμα του Πατριάρχη όταν ακόμα δεν ήξερα να διαβάζω, το πρώτο φως από τα πολλά του παράθυρα, η πρώτη στέγη ένα παιχνίδισμα των πολλών του τρούλων, κεραμίδια και πεττρούλες που αρμολόγησαν εργόχειρο στους τοίχους του οι μεγάλοι μάστορες. Οι πρώτες μου αναπνοές τα θυμιάματα. Η πρώτη σκούπα που έπιασα για να μάθω να σκουπίζω εκεί. Ο πρώτος κήπος που πότισα γεμάτος πικροδάφνες και τριανταφυλιές. Εκεί ο ύπνος, ο ξύπνιος, η ασφάλεια, η παρηγοριά, τα όνειρα. Εκεί η πιο ζεστή αγκαλιά. Ανάμεσα σε δώδεκα μεγαλύτερα αδέρφια ανατράφηκα τα πρώτα δώδεκα χρόνια της ζωής μου μέσα σ' αυτό το αρχοντικό. Δώδεκα αδέρφια που επισκέφτηκα πάλι σήμερα καθώς αύριο γιορτάζουν. Πήγα να τα χαιρετίσω και να τα φιλήσω με θέρμη σαν ξενιτεμένη που επιστρέφει στην εστία της.
Κόσμος πολύς στον εσπερινό. Κανένα πρόσωπο δεν αναγνώρισα κι ας το προσπάθησα. Άραγε φταίει η κακή μου όραση ή πέρασαν στ’ αλήθεια τόσα χρόνια που όσοι άνθρωποι γνώρισα παιδί δεν ζούνε πια και πώς να τους αναγνωρίσω αφού δεν ήταν εκεί σωματικώς;
Κόσμος πολύς και άγνωστος. Είναι αλήθεια. Τα αδέρφια μου όμως ίδια κι απαράλλαχτα. Όμορφα, νέα, ενωμένα σαν ένα σώμα, όπως και τότε. Μόνο αυτά γνωρίζουν με πόση λαχτάρα τα κοίταξα. Μόνο αυτά μ’ ένιωσαν να τρυπώνω πάλι σα παιδί ανάμεσά στις πλούσιες πτυχές των ιματίων τους. Να χώνομαι παραπονίαρικα στην αγκαλιά τους και να κλαίω από λύπη και χαρά. Και ίσως μόνον εγώ ένιωσα πως γύρισαν όλα τους και με κοίταξαν στοργικά. Πώς με σήκωσαν στην αγκαλιά τους και χάιδεψαν το αγύριστο κεφάλι μου και πάλι.
Κι έτσι έπαψα ν' ακούω το κήρυγμα που ένα σωρό χαζομάρες προσπαθούσε να τις κάνει μάταια να ηχήσουνε σοφίες. Έκλεισα όλες μου τις αισθήσεις στην καρδιά μου κι αυτήν παρέδωσα στα χέρια των μεγάλων μου αδερφών σαν μικρή ανόητη και ανάξια αδερφή τους που όμως ποτέ δεν τους αρνήθηκε. Που ακόμα κι αν φαίνεται πως απομακρύνεται από κοντά τους πάντα σ' αυτούς επιστρέφει τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. Και αυτοί οι γλυκύτατοι γι’ ακόμη μια φορά με ανάστησαν μέσα στην αγάπη τους και με παρηγόρησαν τόσο μα τόσο στοργικά...
Βοήθειά μας οι Άγιοι Δώδεκα Απόστολοι.