Labels

Wednesday, June 29, 2011

29 Ιουνίου- Παραμονή των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων – Επιστροφή στο πατρικό


Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να συνειδητοποιήσω πως μεγάλωσα σαν αρχοντοπούλα. Αληθινή αρχοντοπούλα.

Όπως κάθε χρόνο έτσι και σήμερα επέστρεψα στο πατρικό μου σπίτι. Αυτό που εγκαινίασε ο πατριάρχης Νίφωνας ο Α΄ ως μοναστήρι το 1312, νότια της οδού Αγίου Δημητρίου σχεδόν σε επαφή με τα Δυτικά τείχη της Θεσσαλονίκης όπου υπήρχε η Λυταία Πύλη. Υπάρχει και το σχετικό μονόγραμμα του Πατριάρχη χαραγμένο στα επιστύλια των δύο κιόνων της αψίδας του νάρθηκα και από επιγραφή χαραγμένη στο ανώφλι της νότιας εισόδου.

Παππούδες μου οι Παλαιολόγοι και οι εργάτες που καταπιάστηκαν με το χτίσιμο και την φιλοτέχνιση του σπιτιού μου ήταν οι περίφημοι μάστορες της Μακεδονικής σχολής. Αυτοί ενέδρασαν τον τρούλο του σε ένα τετράγωνο που σχηματίζουν τέσσερις καμάρες σε σχήμα σταυρού. Τέσσερις μικρότεροι και χαμηλότεροι τρούλοι στήθηκαν σε κάθε πλευρά, βόρεια και νότια για τα μικρά παρεκκλήσια, δεξιά και αριστερά του ιερού έγιναν μικρότερες κόγχες, δυτικά εκτός από την είσοδο έξι ανοίγματα που διαχωρίζονται μεταξύ τους από τέσσερις μαρμάρινους κίονες με γλυπτά κιονόκρανα πάνω στα οποία καταλήγουν και εδράζονται ημικυκλικά τόξα.

Περίτεχνη η τοιχοποιία του αρχοντικού σπιτιού μου: πλινθοπερίκλειστος ονομάζεται. Διακοσμητικά σχήματα, μαίανδροι και οδοντωτές ταινίες μιας απαράμιλλης οικοδομικής τέχνης.

Τα εσωτερικά ψηφιδωτά αποκαλύφτηκαν μόλις το 1940 αφού τα είχαν επιχρίσει με κονίαμα οι Τούρκοι όταν το μετέτρεψαν σε τζαμί με το όνομα Σοούκ Σου τζαμί.

Έχει ιστορία μεγάλη το πατρικό μου σπίτι: O ναός των Δώδεκα Αποστόλων Θεσσαλονίκης.

Εκεί έκανα τα πρώτα μου βήματα. Εκεί τα πρώτα μου παιχνίδια από χώμα και νερό. Εκεί πρωτάνοιξα τα μάτια μου. Οι πρώτες εικόνες του κόσμου μου ήταν τα πρόσωπα των αγίων στα ψηφιδωτά, το μονόγραμμα του Πατριάρχη όταν ακόμα δεν ήξερα να διαβάζω, το πρώτο φως από τα πολλά του παράθυρα, η πρώτη στέγη ένα παιχνίδισμα των πολλών του τρούλων, κεραμίδια και πεττρούλες που αρμολόγησαν εργόχειρο στους τοίχους του οι μεγάλοι μάστορες. Οι πρώτες μου αναπνοές τα θυμιάματα. Η πρώτη σκούπα που έπιασα για να μάθω να σκουπίζω εκεί. Ο πρώτος κήπος που πότισα γεμάτος πικροδάφνες και τριανταφυλιές. Εκεί ο ύπνος, ο ξύπνιος, η ασφάλεια, η παρηγοριά, τα όνειρα. Εκεί η πιο ζεστή αγκαλιά. Ανάμεσα σε δώδεκα μεγαλύτερα αδέρφια ανατράφηκα τα πρώτα δώδεκα χρόνια της ζωής μου μέσα σ' αυτό το αρχοντικό. Δώδεκα αδέρφια που επισκέφτηκα πάλι σήμερα καθώς αύριο γιορτάζουν. Πήγα να τα χαιρετίσω και να τα φιλήσω με θέρμη σαν ξενιτεμένη που επιστρέφει στην εστία της.

Κόσμος πολύς στον εσπερινό. Κανένα πρόσωπο δεν αναγνώρισα κι ας το προσπάθησα. Άραγε φταίει η κακή μου όραση ή πέρασαν στ’ αλήθεια τόσα χρόνια που όσοι άνθρωποι γνώρισα παιδί δεν ζούνε πια και πώς να τους αναγνωρίσω αφού δεν ήταν εκεί σωματικώς;

Κόσμος πολύς και άγνωστος. Είναι αλήθεια. Τα αδέρφια μου όμως ίδια κι απαράλλαχτα. Όμορφα, νέα, ενωμένα σαν ένα σώμα, όπως και τότε. Μόνο αυτά γνωρίζουν με πόση λαχτάρα τα κοίταξα. Μόνο αυτά μ’ ένιωσαν να τρυπώνω πάλι σα παιδί ανάμεσά στις πλούσιες πτυχές των ιματίων τους. Να χώνομαι παραπονίαρικα στην αγκαλιά τους και να κλαίω από λύπη και χαρά. Και ίσως μόνον εγώ ένιωσα πως γύρισαν όλα τους και με κοίταξαν στοργικά. Πώς με σήκωσαν στην αγκαλιά τους και χάιδεψαν το αγύριστο κεφάλι μου και πάλι.

Κι έτσι έπαψα ν' ακούω το κήρυγμα που ένα σωρό χαζομάρες προσπαθούσε να τις κάνει μάταια να ηχήσουνε σοφίες. Έκλεισα όλες μου τις αισθήσεις στην καρδιά μου κι αυτήν παρέδωσα στα χέρια των μεγάλων μου αδερφών σαν μικρή ανόητη και ανάξια αδερφή τους που όμως ποτέ δεν τους αρνήθηκε. Που ακόμα κι αν φαίνεται πως απομακρύνεται από κοντά τους πάντα σ' αυτούς επιστρέφει τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. Και αυτοί οι γλυκύτατοι γι’ ακόμη μια φορά με ανάστησαν μέσα στην αγάπη τους και με παρηγόρησαν τόσο μα τόσο στοργικά...

Βοήθειά μας οι Άγιοι Δώδεκα Απόστολοι.


Monday, June 27, 2011

"κήπος και Κήπος"





"Όποιος θέλει να είναι ευτυχισμένος για έναν χρόνο να αρραβωνιαστεί. Όποιος θέλει να είναι ευτυχισμένος για τρία χρόνια να παντρευτεί. Όποιος θέλει να είναι μια ζωή ευτυχισμένος να φυτέψει έναν κήπο."


Αυτή η κινέζικη παροιμία αν και -τρόπος του λέγειν- χωρά αρκετό νερό στο κρασί τής διατύπωσής της, διέπεται ωστόσο από μια έστω σχετική αλήθεια.

Τη θυμήθηκα σήμερα το πρωί καθώς φρόντιζα πάλι τα παρτέρια της οικοδομής που εδώ και μέρες έχω φυτέψει. Τα ποτίζω και τα σκαλίζω να φτιάξω λούκια που θα ρέει ήσυχα το νερό. Με τον αέρα που φυσά αυτές τις μέρες ο νους μου είναι συχνά σ' αυτά. Κι έτσι ο νους απομακρύνεται από άλλες έννοιες -κάποτε στενάχωρες. Κατέβασα από το μπαλκόνι τις ελιές μου και τη λεμονιά που είχαν γίνει δεντράκια και ζητούσαν περισσότερο χώμα. Φύτεψα βασιλικούς και βιμπούρνο, όπως και μικρά καλλωπιστικά δεντράκια που τα είχα μεγαλώσει λίγο και τα είχα πάρει τα Χριστούγεννα από το Πανεπιστήμιο που τα πρόσφερε δωρεάν η Γεωργική σχολή σε όσους ήθελαν.

Κάθε βράδυ χαλούν τα παρτέρια από τον αέρα, τις γάτες που περνάν ασυνείδητες ή τα παιδιά που πετάν τις μπάλες τους. Κάθε πρωί κατεβαίνω και τα ξαναφτιάχνω. Μετρώ τα λιγοστά ευρώ μου και σκέφτομαι τι άλλο μπορώ να φυτέψω. Οπωσδήποτε πρέπει να βάλω κόκκινες πικροδάφνες που τις αγαπώ, μια νεραντζιά να ανοίγω το παράθυρο του γραφείου μου -που είναι ακριβώς μπροστά στα παρτέρια- την άνοιξη και να εισπνέει η καρδιά μου το μοναδικό της άρωμα. Θα ήθελα κι ένα λεμονοκυπάρισσο, αλλά αυτό είναι λίγο πιο ακριβό, -θα δούμε. Θα κατεβάσω κι άλλα δέντρα από το μπαλκόνι του σπιτιού και ίσως να τα αφήσω μέσα στις μεγάλες τους γλάστρες για να στέκονται μπροστά ακριβώς στα παράθυρά μου που περνώ τις περισσότερες ώρες της μέρας.

Κανείς δεν σου χαρίζει τον Παράδεισο, -τουλάχιστον επί της γης. Μόνος σου τον φτιάχνεις. Με τα χέρια σου. Κι εγώ λέω, γερή να είμαι, να τον φτιάξω και στο γραφειάκι μου, αυτό το πρώην γκαράζ που μεταμόρφωσα σε στέγη της γραφής μου, όπως τον έφτιαξα και στο μπαλκόνι του σπιτιού.

Ο άγιος Σαμψών γιορτάζει σήμερα, ο ξενοδόχος. Διαβάζω τον βίο του στον ηλεκτρονικό συναξαριστή και διαπιστώνω πως δεν ήταν ξενοδόχος στο επάγγελμα αλλά γιατρός. Κάποτε θεράπευσε και τον Ιουστινιανό όταν αυτός αρρώστησε βαριά. Ο πατριάρχης Μηνάς τον είχε τότε ήδη χειροτονήσει σε πρεσβύτερο. Κι αυτός, όπως και άλλοι άγιοι, δεν έμεινε στην ιστορία της αγιότητας σύμφωνα με το επάγγελμά του. Δωρεάν θεράπευε τους ανθρώπους. Σαν τον άγιο Ευλόγιο κι αυτός είχε ξενοδόχα καρδιά. Ο Ευλόγιος ήτανε λατόμος. Ο άγιος Σαμψών, όπως και άλλοι, περίμενε να πεθάνουν οι γονείς του για να μοιράσει την μεγάλη περιουσία τους στους φτωχούς και τους ασθενείς. Ας πούμε πως έκανε την επαναστασή του ως νέος την κατάλληλη στιγμή, γιατί πιθανόν αν ζούσαν οι γονείς του να τους πίκραινε αυτή η χειρονομία του γιου τους. Ο Ιουστινιανός για να τον ευχαριστήσει έφτιαξε στην Κωνσταντινούπολη ένα νοσοκομείο που στο διάβα του χρόνου εξελίχθηκε σε μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα όπου έβρισκαν θεραπεία αλλά και παρηγοριά, ασθενείς και άποροι. Κοιμήθηκε εν ειρήνη σε βαθιά γεράματα.

Την ευχή του αγίου Σαμψών να έχουμε και να αξιωθούμε μια στάλα από την ξενοδόχα του καρδιά. Αυτός έκανε την ίδια την καρδιά του Κήπο και μέσα της φιλοξενούσε ανθρώπους ξένους και ανοικονόμητους.

Saturday, June 25, 2011

5΄ ζωής



Πρωινό.
Δεν βγαίνουν λόγια σήμερα απ’ το στόμα. Οι λέξεις όλες, -πλήθος λέξεις καταρράκτες και βράχοι- κατρακύλούν στα δάχτυλα. Μια λεπτότατη φλούδα εκεί τις συγκρατεί. Πόσο θ' αντέξει;
Μ’ αυτά τα δάχτυλα ανοίγει το μονόφυλλο δεξί παράθυρο. Να μπει αέρας.
Ο έξω κόσμος αντανακλάται στο τζάμι.
Το ένα τρίτο του έξω κόσμου κάγκελα της αυλής του διπλανού. Διαχωρίζουν το ακριβό του αυτοκίνητο από το σαράβαλό της. Ο διπλανός πιστεύει πως έτσι το προστατεύει καλύτερα από τους εχθρούς της πολυτέλειας. Μπορεί και να 'χει δίκιο.
Πράσινα κάγκελα. Κυπαρισσί.
Ένας θάμνος το φόντο πίσω τους, άλλο πράσινο – φρέσκο της φύσης. Δυο μέτρα δρόμος παραπίσω φόντο του θάμνου. Διασχίζεται από ένα αυτοκίνητο κι έναν ήχο φορτηγού ψυγείου με γάλατα. Φόντο ηχητικό όλων των αντανακλάσεων οι φωνές των πουλιών στα δέντρα που κρύβονται πίσω από το μισάνοιχτο στόρι του παραθύρου.
Τα δύο τρίτα του κόσμου σκιερές αντανακλάσεις του γραφείου της. Ο υπολογιστής, οι φωτογραφίες στο περβάζι. Τρία τρίτα του κόσμου -ένα εξεωτερικού και δύο εσωτερικού- σ’ ένα παράθυρο ανοιγμένο. Ο κόσμος όλος πάνω σ’ ένα τζάμι πρωινιάτικο. Το δεξί της βλέμμα.
Μια καμπάνα χτυπά ηλεκτρικά. Τα πουλιά συνεχίζουν να μιλούνε σε ήχο φυσικό μεταξύ τους κατονομάζοντας τα όνειρα που είδανε ψες βράδυ.
Πίσω από τον υπολογιστή ασώματοι άγιοι. Ο μεγάλος της υπολογιστής τούς αφαιρεί τα σώματά απ’ το οπτικό της πεδίο επιτρέποντας μόνον το κεφάλι του αγίου Βασιλείου με κάτι λίγο από τους ώμους του καθώς και το κεφάλι του Ταξιάρχη –μαύρο μπαρουτοκαπνισμένο. Αυτή είναι η πραγματικότητά της. Ίσια μπροστά. Όχι η αντανάκλαση. Αριστερά ένα ταμπλό γεμάτο ήρωες και βιογραφίκά για την νέα ιστορία που γράφει.
Το δέρμα των δαχτύλων ξεκινά να τρίβεται πάνω στο πληκτρολόγιο. Οι λέξεις αποτυπώνονται μέσω της τριβής στη σελίδα του word. Η τριβή χρειάζεται απαραιτήτως αέρα. Αν λείψει ο αέρας τίποτα δεν παράγεται. Τίποτα δεν θα γραφεί. Αέρας και τριβή ανάμεσα σε δύο. Αυτή είναι όλη η ιστορία του κόσμου μέσα στο χρόνο.
Ο χρόνος αποκτά υπόσταση στις παύσεις του. Ο κόσμος πολλαπλασιάζεται στις αντανακλάσεις του πάνω σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο. Δεν ξέρεις αν είσαι μέσα ή έξω. Μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο ποτέ δεν ξέρεις.
Μια κάθετη γραμμή ακριβώς πάνω από το αριστερό της φρύδι. Στην αφετηρία του. Εκεί που πάει να συναντήσει το δεξί. Θυμάται πως την είδε και σήμερα. Πριν από λίγο. Στη διάρκεια της μέρας η γραμμή λειαίνεται. Δεν τη βλέπει κανείς. Σκάβεται κάθε βράδυ από κάποιο αόρατο λεπίδι σαν αυλάκι που ο καθρέφτης φανερώνει το πρωί. Μόνο εκείνη το βλέπει. Κι ο καθρέφτης της.
Το δεξί της χέρι –τώρα σκέφτεται πρώτη φορά πως το πληκτρολόγιο καταργεί τη διάκριση δεξιόχειρα και αριστερόχειρα και σκέφτεται ακόμα πως το τυφλό σύστημα γραφής ενοποιεί τα δύο χέρια με ισοτιμία ή ισοπέδωση- κάθε πρωί ξυπνά γραπωμένο απ’ το πρώτο οριζόντιο ξύλο στο κεφαλάρι του κρεβατιού. Μοιάζει να κρατά το σώμα μη τυχόν γλιστρήσει και χαθεί για πάντα στην άβυσσο του ύπνου. Συμβαίνει πάντα καλοκαίρι. Το χέρι της πέφτει να κοιμηθεί χαλαρό και ελεύθερο αλλά ξυπνά πιασμένο στη χειροπέδα του ξύλου ή μήπως προστατευμένο απ’ αυτήν; Η επιθυμία της ξυπνά πάντα το καλοκαίρι. Ξυπνά μέσα στον ύπνο. Και τον ύπνο ξυπνά. Μόνο το δεξί της χέρι αντιστέκεται στην επιθυμία της. Το δεξί. Αυτό που κάνει το σταυρό. Δεν κάνεις το σταυρό με το αριστερό, ούτε και με τα δύο. Δεν είναι πληκτρολόγιο ο σταυρός. Εξακολουθεί να διατηρεί τη διάκριση ανάμεσα στα δυο χέρια. Τρία δύαχτυλα γίνονται ένα και διασχίζοντας τον αέρα σταυρώνουν το σώμα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντά του. Δεν πρόκειται εδώ για τριβή. Κάτι άλλο είναι. Δεν ξέρει ακριβώς να το ονομάσει. Αφού δεν ξέρει δεν γράφει. Αυτοσταυρώνεται.
Ένα μαύρο αυτοκίνητο διέσχισε το ένα τρίτο του κόσμου στην αντανάκλαση του τζαμιού. Δεύτερο μάύρο κι από πίσω ένα μπλε. Τα πουλιά συνεχίζουν απτόητα. Σαν αδιάφορα για όλα τα αυτοκίνητα που περνούν. Κάποιος καλεί το ασανσέρ. Στο βάθος της αντανάκλασης του κόσμου ο ήλιος πυρώνει.
Παύση πληκτρολογίου.
Μια ρουφηξιά τσιγάρου κι ύστερα μια γουλιά κακάο. Τεμαχισμός της παύσης. Ένα κουνούπι διασχίζει το οπτικό της πεδίο. Ταυτόχρονα ανοιγει παταγωδώς η ηλεκτρική γκαραζόπορτα του διπλανου να βγει το πολυτελές αυτοκίνητο. Ο ιδιοκτήτης του είναι σιδεράς. Μαύρος απ’ τη φωτιά και το σίδερο που παλεύει. Μόνον αυτός δικαιούται να έχει ένα τέτοιο αμάξι. Κάθε σταγόνα ιδρώτα που ρίχνουμε έχει αντίκρυσμα στα πράγματα. Αυτός ιδρώνει πολύ. Το αξίζει. Το σώμα του ιδρώνει. Γι’ αυτό και το αντίκρυσμα δεν μπορεί παρά να είναι υλικό. Αν ιδρώνει με ανάλογο τρόπο η ψυχή σου –και όχι το σώμα σου- μην περιμένεις υλικό αντίκρυσμα, ούτε ορατό. Και για να πούμε την αλήθεια… αν ιδρώνει η ψυχή σου καλύτερα μην περιμένεις τίποτα.
Θα ζήσουμε, λέει η Σόνια στο θείο της, το θείο Βάνια, λίγο αφότου φεύγουν οι πλούσιοι αστοί που ανακάτωσαν τη ζωή τους γεμίζοντάς την φρούδες ελπίδες με τη ματαιότητα των επιθυμιών τους για την ικανοποίηση των οποίων δουλεύουν η Σόνια κι ο Βάνιας πολύ σκληρά. Θα ζήσουμε, λέει.
Κι εμένα που πάντα μέχρι τώρα με συγκινούσε αυτή η φράση του Τσέχωφ, τώρα μου γεννά ερωτηματικά. Όσο τη σκέφτομαι τόσο περισσότερο μου προκαλεί κάτι περισσότερο από ερωτήματα, κάτι σαν ανομολόγητη απέχθεια που τώρα ομολογώ.
Είναι υπόσχεση; Ελπίδα; Προοπτική στην αντανάκλαση της ζωής πάνω σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο; Μου ακούγεται σχεδόν σαν καταδίκη. Σαν εξαγγελία ποινής από τον δικαστή. Είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε, μην ανησυχείς θείο... μοιάζει να λέει.
Όχι Σόνια μου, της απαντώ με θράσος.
Ζούμε!
Και δεν είναι λίγο…
Και θα ζήσουμε μόνο εφόσον τώρα ζούμε…
Παύση πληκτρολογίου.
Κοιτάζει τις λέξεις που έπεσαν στη σελίδα. Πέντε λεπτά ζωής του πρωινού της. Της έξω ζωής, των αντανακλάσεών της στο ανοιχτό παράθυρο, της μέσα ζωής του γραφείου της, του ύπνου και του ξύπνιου, των αναμνήσεων και της επιθυμίας. Τις λέξεις που δεν θα αρθρωθούν ποτέ από το στόμα της και μόνο από τα δάχτυλα θα γλιστρούν μέσω της τριβής στα πλήκτρα.
Ζει. Όταν γράφει.
Ζει. Εφόσον γράφει.
Ζει. Δίχως να ξέρει αν θα ζήσει.
Δεν απορεί. Ούτε ελπίζει να ζήσει. Ελπίζει να ζει.
Ζει. Και δεν είναι λίγο…
Μόνο άηχο είναι κι ίσως λιγάκι μοναχικό…

Friday, June 24, 2011

Του Ριζικάρη - Χρύσανθος Θεοδωρίδης



Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Χριστόδουλος Χάλαρης
Πρώτη εκτέλεση: Χρύσανθος

Κόσμε κόσμε του μπαξέ μου δυόσμε
κόσμε κόσμε του Θεού φουμιά.
Κάμε κάμε λουλουδάκι νά 'μαι
νά 'μαι νά 'μαι σ' ακροποταμιά.

Βαφτιστή μου κι άγιε Κλήδονα
βάλε μέλι στ' αγριοκύδωνα

Φίλε φίλε τον αητό σου στείλε
φίλε φίλε πάνω στα βουνά.
Τρέξε τρέξε με τον ήλιο παίξε
τρέξε τρέξε κι ο καιρός περνά.

Βαφτιστή μου καμηλιέρη μου
πες μου τώρα για το ταίρι μου

Χάρε χάρε τους γερόντους πάρε
Πάρε πάρε κι άσε τα παιδιά.
Κοίτα κοίτα τη χρυσή σαΐτα
κοίτα κοίτα πόχουν στην καρδιά.

Βαφτιστή μου Ριζικάρη μου
ποιος θα πάρει το λογάρι μου.

Βράδυ βράδυ γύρω στο πηγάδι
Βράδυ βράδυ έμπα στο χορό.
Μίλα μίλα στης καρδιάς τα φύλλα
μίλα μίλα δροσερό νερό.

Βαφτιστή μου και Σωτήρα μου
πες μου πάλι για τη μοίρα μου.

Κόσμε κόσμε του μπαξέ μου δυόσμε
κόσμε κόσμε του Θεού ματιά
Κάμε κάμε αγεράκι νά 'μαι
νά 'μαι νά 'μαι πάνω απ' τη φωτιά.

Βαφτιστή μου κι άγιε Κλήδονα
βάλε μέλι στ' αγριοκύδωνα

.....................

Το άρωμα της αφής




Kάθε αγόρι ένα όνειρο.
Κάθε όνειρο, αγόρι.
Μεγάλωσε ανάμεσά τους. Μαζί τους απ’ τα γεννοφάσκια της. Ίσως γι’ αυτό τη φώναζαν αγοροκόριτσο. Δεν είχαν άδικο.
Θηλυκά δεν υπήρχαν στον πλανήτη που γεννήθηκε. Στον πλανήτη των ονείρων, χώρα προέλευσης μα και καταγωγής της. Εκεί κατοικούσαν μόνον αγόρια. Κι ήταν όλα τα αγόρια όνειρα και τα όνειρα όλα αγόρια ήταν.
Κάθε πρωί τα ξυπνούσε ένα ένα. Βήμα δεν έκανε δίχως αυτά. Άλλα με χάδια κι άλλα με φιλιά. Στα πιο χουζούρικα έκανε πως φώναζε. Στα αγόρια δεν αρέσουν οι φωνές. Το ήξερε. Τα τρομάζουν όσο κι ο ίσκιος τους.
Κι αφού σηκώνονταν όλα τα όνειρα στο πόδι, τέντωναν χέρια, ξεδίπλωναν στέρνο κι έγερναν νωχελικά πίσω το κεφάλι, τα έπαιρνε το αγοροκόριτσο απ’ το χέρι και τα οδηγούσε στα δωμάτια του σπιτιού του. Άνοιγε τις ντουλάπες, ξεκλείδωνε τα συρτάρια του, όλα τα φιλντισένια του κουτιά απ’ τα ταξίδια που έκανε σε χώρες μυθικές, και άφηνε τα αγόρια να φορέσουν ό, τι θέλουν. Τους τα επέτρεπε όλα, ίσως γι’ αυτό την αγαπούσαν τόσο. Ήθελαν βραχιόλια, ήθελαν χρυσά, δαχτυλίδια αμέθυστων ή περίτεχνα περιδέραια από πορφυρά κοράλλλια; Ήθελαν μεταξωτά, λινά ή ταφτάδες; Γυμνά ήθελαν να μείνουν; Το αγοροκόριτσο ακουμπισμένο στον μεγάλο καθρέφτη της σάλας με τα χέρια σταυρωμένα περίμενε υπομονετικά. Χαμογελούσε πάντα βλέποντας τα αγόρια να γδύνονται, να ντύνονται, να δοκιμάζουν μια το ένα, μια το άλλο. Όνειρα είναι αυτά, σκεφτόταν, ας κάνουν ό, τι θέλουν. Κανείς δεν ορίζει τα όνειρα. Πόσο μάλλον όταν είναι αρσενικά. Και τα όνειρα είναι πάντα αρσενικά.
Κι αφού ετοιμάζονταν όλα για το μεγάλο πανηγύρι της νέας μέρας έβγαιναν απ’ το σπίτι κι έπαιρναν γύρω απ’ το αγοροκόριτσο τις θέσεις τους. Μπροστά του πηγαίναν τα πιο γελαστά -ασπίδα για τις θλίψεις που θα συναντούσε. Στο πλάι του τα τρυφερότερα κρατούσαν ανοιχτή την αγκαλιά του δίνοντας στα πόδια του βηματισμό χορευτικό. Κι ακολουθούσαν τα νωχελικά, αύρα μακρόσυρτη στο πέρασμά του.
Δεν περνούσαν ποτέ μέσα από δρόμους πολυσύχναστους. “Οι δρόμοι”, ψιθύριζε το αγοροκόριτσο στα αγόρια του κι εκείνα έσκυβαν άλλα στα χείλη κι άλλα στην καρδιά του να το ακούσουν, “χωρίζουνε τη γη, χωρίζουν τους ανθρώπους. Πάνω τους πεθαίνουν πληγωμένα πουλιά από βήματα τυφλά, λαβωμένα σκυλιά απ’ την αδιαφορία. Οι δρόμοι ορίζουνε διαδρομές που κανείς δε θυμάται ποιος χάραξε, κανείς δεν γνωρίζει στ’ αλήθεια πού πάνε. Στους δρόμους καθένας ακολουθεί τον μπροστινό του. Ο απέραντος ορίζοντας πνίγεται μέσα στα όρια ενός σώματος ή μιας σκιάς που έτυχε να προπορεύεται. Εμείς αγόρια μου - όνειρα”, έλεγε στ’ αφτί τους το αγοροκόριτσο κι εκείνα έσκυβαν κοντά στον άσπρο του λαιμό εκεί που οι φλέβες παθιασμένες πάλλονταν, “θα προχωρούμε μέσα απ’ το ραγισμένο χώμα. Θ’ ακολουθούμε τα μυρμήγκια και τις μέλισσες. Μέσα απ’ τα στάχυα θα περνά η αθόρυβη περπατησιά μας. Οι πεταλούδες και τ’ αηδόνια θα μας οδηγούν. Στην πράσινη θάλασσα θα ξαποστάσουμε το χλωμό μας πρόσωπο βαρκούλα πλεγμένη από τα λεπτά ματόκλαδά μας...”
Έτσι ζούσαν τη μέρα τους το αγοροκόριτσο με τα αγόρια - όνειρά του. Συναντούσαν ξυλοκόπους, κυνηγούς, ψαράδες. Ζητιάνους ναυαγούς. Έβλεπαν κι άκουγαν πολλά. Πληγές αγιάτρευτες, λόγια σκληρά, βούρκους να ξεχειλίζουν.
Κανείς δεν τους έβλεπε. Κανείς δεν τους άκουγε. Αόρατοι διάβαιναν. Το πέρασμά τους άηχο. Ίχνος δεν άφηναν, μήτε όνομα κανένα. Ήταν που έρχονταν απ’ τα βάθη των σπηλαίων εκείνων που η γλώσσα δεν είχε ακόμη αρθρωθεί και το νόημα της σιωπής ήταν ακόμα ολόκληρο και στρογγυλό.
Προχωρούσαν χαρίζοντας το αρχέγονο χάρισμά τους σε όλους. Μετά από χρόνια και καιρούς ένας πρίγκιπας το ονόμασε “άρωμα της αφής”.
Της αόρατης αφής το φευγαλέο άγγιγμα.
Χάδι στο δάκρυ της γης.
Όταν το δάκρυ στέγνωνε κανείς δεν υποψιαζόταν πως γι’ αυτό ευθυνόταν μονάχα ένα άρωμα.
Το άρωμα της αφής ενός αγοροκόριτσου και των ονείρων του, των αγοριών - ονείρων των θαυμάσιων…

Δημοσιεύτηκε στο protagon.gr

Wednesday, June 22, 2011

- ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ - THE FACE OF THE NIGHT




Το πρόσωπο της νύχτας
πνίγεται μέσα στον καπνό
και τα παιδιά στο δρόμο
πετάν νεκρά στον ουρανό.

Μαύρα πουλιά μ' ένα σπαθί γυμνό
σκύβουν φιλάν τον άσπρο τους λαιμό.
Το πρόσωπο της νύχτας
κλαίει μακριά στον ουρανό.

Απόψε είναι σκοτάδι
τ' άστρα δεν έχουνε ψυχή
κι εκεί στον άσπρο τοίχο
το αίμα γίνεται βροχή.

Ποιος με φωνάζει και ζητά νερό
ποιος θα γλυτώσει απ' τον πικρό χορό.
Το πρόσωπο της νύχτας
χάθηκε μέσα στον καιρό.

THE FACE OF THE NIGHT

The face of the night
is choking in the smoke
and the children in the streets
are flying dead in the sky

Black birds with a sword out of the sheeth
kneel down and kiss their alabaster necks
The face of the night
far away is crying in the sky

Tonight it is pitch dark
the stars do not have any soul
and there on the white wall
the blood is now becoming rain

Who is calling me and asks for water
and who will save me from the bitter dance?
The face of the night
was lost in the midst of time


Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη

Saturday, June 18, 2011

Συνέντευξη της Βασιλικής Νευροκοπλή στην Εύη Τσιτιρίδου για τους Ερευνητές της Καθημεερινής 04/04/2011


Καλωσορίσατε στις σελίδες των Ερευνητών! Που σας βρίσκει η φετινή άνοιξη και με ποια διάθεση;
Kαλώς σας βρίσκω!
Η άνοιξη με βρήκε στην Κωνσταντινούπολη, μετά στο Μόντρεαλ και στη συνέχεια σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας για παρουσιάσεις των βιβλίων μου. Η διάθεσή μου σαν των λουλουδιών που ανθίζουν ρουφώντας αχόρταγα το φως!
Από πότε ξεκινήσατε να γράφετε; Αν κρύβεται μια μικρή ιστορία πίσω από αυτήν σας την επιλογή, θα μας τη «μαρτυρήσετε»;
Το καλοκαίρι του 1992 βρέθηκα στα Χανιά για σεμινάρια Θεατρικού παιχνιδιού γιατί είχα ξεκινήσει το παιχνίδι στον Μύλο της Θεο/νίκης. Ένα βράδυ πήγαμε να δούμε μια θεατρική πρόβα στο Κάστρο του Φιρκά, στο έργο “Οι Φασουλήδες με τη μαγκούρα” του Λόρκα. Ήταν τόσο μαγευτική η πρόβα που μέσα μου ήρθαν “τα πάνω κάτω”. Μέχρι τα χαράματα κουβεντιαζα με τον σκηνοθέτη Θωδ Εσπίριτου για το τι είναι θέατρο. Από εκείνο το χάραμα άρχισα να γράφω. Αυτή η πρόβα άνοιξε μέσα μου δύο πόρτες, του θεάτρου και της γραφής…
Μιλήστε μας λίγο για τα παιδικά σας χρόνια. Ήταν γεμάτα «χάρτινα όνειρα», «παραμύθια της μουσικής» και «μοναδικά φιλιά»;
Ναι, μ’ έναν ασυνήθιστο τρόπο… Αυτό που με καθόρισε στα παιδικά μου χρόνια ήταν μια εκκλησία, οι Δώδεκα Απόστολοι Θεσ/νίκης στην οποία ο πατέρας μου ήταν ιερέας. Εκεί ήταν το δεύτερο σπίτι μου. Κυριακάτικες λειτουργίες, αγρυπνίες, Χριστούγεννα και Πασχαλιές, ποτίζοντας τον κήπο του ναού, ακούγοντας τις βυζαντινές ψαλμωδίες, ανασαίνοντας το λιβάνι, παίζοντας με τα κεριά, και νιώθοντας τα φιλιά των Αγίων…
Στα βιβλία σας πρωταγωνιστούν η μουσική, τα χρώματα, τα στοιχεία της φύσης. Έχουν όλα αυτά μια θέση και στη δική σας τη ζωή;
Απόλυτη! Η μουσική πρωταγωνιστεί αφού παντρεύτηκα τον ουτίστα Κυριάκο Καλαϊτζίδη. Εδώ και 22 χρόνια ζω σ’ ένα σπίτι που κατακλύζεται από μουσικοή.
Τα χρώματα, κυριαρχούν στη ζωή μου από τα ρούχα μου μέχρι τους τοίχους του σπιτιού μου, και η φύση γεμίζει λουλούδια τα μπαλκόνια μου.
Διαβάζοντας τις ιστορίες σας αισθάνεται κανείς ότι μιλούν πάντα για το ίδιο πράγμα: την αγάπη στις διάφορες μορφές της. Είναι έτσι; Σκοπεύετε στο μέλλον να καταπιαστείτε και με άλλα θέματα; Ποια θα είναι αυτά;
Από μικρό παιδί μ’ έπαιρνε ο πατέρας μου να τον βοηθάω στα Ευχέλαια διαβάζοντας τους Αποστόλους. Όταν πρωτοδιάβασα τον “ύμνο της αγάπης” του Αποστόλου Παύλου, έπαθα σοκ! “Εάν μιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων και δεν έχω αγάπη είμαι σαν ένας χαλκός με κούφιο ήχο…” Από τότε δεν έπαψε να με απασχολεί η αγάπη. Τι υπάρχει έξω από την αγάπη; Αυτή τα ζωντανεύει όλα, κινεί όλη τη δημιουργία…
Περνούν διάφορα θέματα μέσα από τα βιβλία μου, όπως η απώλεια στο “Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται”, η μουσική και η διαφορετικότητα στο “Παραμύθι της Μουσικής”, ο αντισυμβατικός τρόπος ζωής στο “Μοναδικό φιλί”, η δύναμη της γραφής στα “Χάρτινα Όνειρα” κά., όμως όλα αυτά κάτω από το φως της αγάπης.
Δεν κάνω σχέδια για το μέλλον. Γράφω ό, τι μου έρχεται στο κεφάλι και στην καρδιά μου...
Ας παίξουμε λίγο! Αν η Έμπνευση ήταν: α) φαγητό, β) μεταφορικό μέσο, γ) σπορ, δ) ζώο, ε) ρούχο, στ) τοπίο, ζ) σχολικό μάθημα, τι είδους φαγητό, μεταφορικό μέσο, σπορ, ζώο, ρούχο, τοπίο και σχολικό μάθημα θα ήταν και γιατί; (παρακαλούμε, απαντήστε με μία φρασούλα σε κάθε μία από τις εκδοχές).
Αν η Έμπνευση ήταν φαγητό θα ήταν χοιρινό κυδωνάτο, ένας ξινόγλυκος συνδιασμός λεπτών αποχρώσεων.
Αν ήταν μεταφορικό μέσο, αεροπλάνο που εκτοξεύεται στους ουρανούς.
Αν ήταν σπορ, ιππασία γιατί πάνω στο άλογο καλπάζεις και είναι το πιο καλόψυχο ζώο.
Αν ήταν ζώο… ελάφι που τρέχει σαν μια αστραπιαία ομορφιά.
Αν ήταν ρούχο, ένα πολύχρωμο μεταξωτό φόρεμα που το χαίρεσαι κι εσύ που το φοράς και οι άλλοι.
Αν ήταν τοπίο, το χωριό Μπελάτζιο στη λίμνη Κόμο της Ιταλίας.
Και αν ήταν σχολικό μάθημα, το… διάλειμμα!!!
Έρχεστε σεπαφή με παιδιά, με αφορμή τα βιβλία σας; Με ποιους τρόπους; (π.χ. επισκέψεις σε σχολεία, βιβλιοθήκες, συμμετοχή σε εκδηλώσεις, μέσω προσωπικής ιστοσελίδας, κ.τ.λ.). Θα μας «εξομολογηθείτε» κάτι που σας είπαν (ή σας ζωγράφισαν) και σας συγκίνησε τόσο που να επηρέασε με κάποιο τρόπο τη ζωή σας;
Με επισκέψεις σε σχολεία, βιβλιοθήκες και θέατρα με παραστάσεις κυρίως του Παραμυθιού της Μουσικής.
Μία από τις πρώτες μου εμπειρίες ήταν όταν παρουσίασα το “Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται”, σε μια Γ’ Δημοτικού. Ήρθε ένα κοριτσάκι μ’ ένα χαρτί όπου έγραφε: “Μέχρι τώρα νόμιζα πως η λύπη μένει για πάντα. Ακούγοντας το παραμύθι αυτό κατάλαβα πως η λύπη μπορεί να γίνει χαρά!”. Με συγκίνησε πολύ και μ’ έκανε να πιστέψω πως έχει νόημα να συνεχίσω να γράφω παραμύθια.
Τρία από τα βιβλία σας έχουν εικονογραφηθεί από δύο πολυβραβευμένους εικονογράφους, τον Νικόλα Ανδρικόπουλο και τον Σβετλίν. Πως ήταν η συνεργασία μαζί τους; Τι καινούργιο σας έμαθε και τι σας έκανε να ξεχάσετε;
Και οι δυο αγάπησαν πολύ τα παραμύθια μου και έδωσαν σ’ αυτά τον καλύτερο εαυτό τους. Πλούτισαν με τον τρόπο τους τις λέξεις μου κι εμένα, και μ’ έκαναν να ξεχάσω τη μοναξιά που νιώθει συχνά ο συγγραφέας.
Ο σοφός λαός μας λέει «Αν δεν έχεις γέρο, ναγοράσεις». Στην Κρήτη, μάλιστα, συμπληρώνουν: «Γερόντοι περνούν τα ποτάμια, νέοι χτίζουν τα γιοφύρια». Και στις δικές σας ιστορίες συναντάμε συχνά σοφούς γέροντες, λατρεμένους παππούδες και γιαγιάδες. Για τον ίδιο λόγο, ή και γιάλλους;
Αγαπήσα πολλούς παπούδες και γιαγιάδες, ηλικιωμένους καλογέρους και ιερείς που με καθόρισαν. Μου δίδαξαν με τον τρόπο τους πως η ζωή αξίζει γιατί είναι επικίνδυνη και γεμάτη εκπλήξεις. Πως δεν πρέπει ποτέ να απογοητεύομαστε, αλλά να προχωράμε και να δεχόμαστε τα βάσανα χωρίς πολλές ερωτήσεις, υπομονετικά, μιας και ό, τι μας στέλνει ο Θεός είναι για καλό μας.
Αν ανεβαίνατε εσείς πάνω στο μικρό λευκό χαρτί των «Χάρτινων Ονείρων», που θα θέλατε να σας ταξιδέψει και γιατί;
Μα… παντού!!! Περισότερο όμως θα ήθελα να με πάει μια βόλτα στον Παράδεισο!!!
Σας ευχαριστούμε πολύ!
Κι εγώ σας ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά!