Labels

Sunday, August 29, 2010

Καλοκαιρινές απορίες



Πώς να κρατήσουνε

τα μάτια μου

τ' αστέρια;

...

Πώς να χωρέσει

τόση θάλασσα

η καρδιά μου;

...

Όνειρο

φύλαξέ τα μου

σπόρους και νερό

για το χειμώνα

...

Thursday, August 26, 2010

Zaz - Je veux


Δόστε μου μια σουίτα στο Ριτζ, δεν τη θέλω!...
Κοσμήματα από του CHANEL, δεν τα θέλω!
Δόστε μου μια λιμουζίνα, τί να τη κάνω; papalapapapala
Προσφέρτε μου προσωπικό (υπηρέτες), τί να το κάνω;
Μια βίλλα στο Νεφσατέλ, δεν μου κάνει.
Προσφέρτε μου τον πύργο του Άιφελ, τί να τον κάνω; papalapapapala
Θέλω αγάπη, χαρά, καλή διάθεση, τα λεφτά σας δεν θα μου δόσουν ευτυχία,
εγώ θέλω να βάλω το χέρι στη καρδιά papalapapapala
ας πάμε μαζί, να βρω την ελευθερία μου,
ξεχάστε λοιπόν όλα τα κλισέ σας,
καλώς ήρθατε στη δική μου πραγματικότητα.
Βαρέθηκα τους καλούς σας τρόπους, είναι too much για μένα!
Τρώω με τα χέρια και αυτή είμαι!
Μιλάω δυνατά και είμαι ειλικρινής, συγνώμη!
Τέρμα η υποκρισία, γουστάρω να «την κάνω»!
Βαρέθηκα τις ξύλινες γλώσσες!
Κοιτάξτε με, δεν θέλω τους καλούς σας τρόπους, αυτή είμαιαιαιαιαιαιαι (αυτή είμαιαιαι) papalapapapala
Θέλω αγάπη, χαρά, καλή διάθεση, τα λεφτά σας δεν θα μου δόσουν ευτυχία,
εγώ θέλω να βάλω το χέρι στη καρδιά papalapapapala
ας πάμε μαζί, να βρω την ελευθερία μου,
ξεχάστε λοιπόν όλα τα κλισέ σας, καλώς ήρθατε στη δική μου πραγματικότητα.

Tuesday, August 24, 2010

Του ηλιοβασιλέματος



Αμαζόνα του Ήλιου
τον πύρινο έρωτά του
μαστιγώνει με το πάθος της
.......
Του δειλινού το μακροβούτι
ξεδιψά τη φωτιά
του αταίριαστου ζεύγους
στην άλμη του Αιγαίου
........

Saturday, August 21, 2010

Χάι κου του Φεγγαριού



Απ' το φεγγάρι
σκλάβα στο χαρέμι του
συλλαμβάνομαι

Friday, August 20, 2010

"Το παιδί, η μηλιά και το φεγγάρι" Έμμετρο παραμύθι



Αγάπη βγήκα για να βρω και έρωτα αιώνιο
με πήρε η νύχτα στο στρατί βγήκα σε μεσολόγγι
και το φεγγάρι κοίταξα, το είδα μαραμένο.
- Φεγγάρι μου ολόγιομο και τρισχαριτωμένο
ποια λύπη να σε χλώμιασε, ποιος πόνος σε μαραίνει;-
Δεν έχω στόμα να το πω, μιλιά να το μιλήσω
τράβα ρώτα τον άνεμο μη και στο μαρτυρήσει.
- Άνεμε των ψηλών βουνών και των γαλάζιων βράχων
πες μου ποια λύπη σκότισε το ολόγιομο φεγγάρι,
ποιο μυστικό, ποια συμφορά του πήρε τη μιλιά του;
- Πού να 'βρω λόγια να στο πω, πώς να στο μαρτυρήσω;
πάνε ρώτα τα κύματα στη μέση του πελάγους.
- Θάλασσα βαθυστόχαστη και μαργαριταρένια
τι ‘ναι του φεγγαριού ο καημός, το δόλιο του μαράζι;
- Ψάρια μουγκά στα σπλάχνα μου και σιωπηλά κοράλλια
δεν έχω λέξεις να στο πω και γράμματα δεν ξέρω.
Φεύγα ρώτα τις πέρδικες που τριγυρνούν στ' αλώνια.
- Πέρδικες, καλοπέρδικες που φέρνετε μαντάτα
μη ξέρετε το μυστικό που τρώει το φεγγάρι;
- Το μυστικό το ξέρουμε μα πώς να σου το πούμε;
Τ' άστρα θα μας θυμώσουνε, ο ήλιος θα κακιώσει.
Τράβα στον πάνω μαχαλά και ρώτα τη μηλίτσα
που 'ναι στο κέντρο της αυλής του βασιλιά του Ρήγα.
Πήρα τους δρόμους, τα στενά, πήρα τα μονοπάτια
άνθρωπο δεν απάντησα, φωνή δεν ηξιώθη
ίσκιοι, τριγμοί και ψίθυροι με πήραν καταπόδι.
Ήρθε στιγμή που τρόμαξα, ήρθε στιγμή που εσκιάχθη
μα ούτε κοντοστάθηκα ούτε που πήρα ανάσα.
Σβήνει το φεγγαριού το φως, χάνεται η λαλιά του
κι ο πόνος μου ‘δινε φτερά να μάθω την αιτία.
Φτάνω μπροστά σ' αρχοντικό, μπροστά σ' ένα παλάτι.
Όλα τα δέντρα της αυλής ήτανε μαραμένα
μα η Μηλιά στη μέση της έκλαιγε και θρηνούσε.
- Μηλίτσα πού ν’ τα μήλα σου και τα χρυσά κλαδιά σου;
Που ‘ναι το φως του φεγγαριού, ποιος πήρε τη μιλιά του;
- Πού να 'βρω θάρρος να στο πω, τα σπλάχνα μου καμένα
μα ο θάνατός μου έρχεται, ο θάνατός μου φτάνει
και το βαρύ το κρίμα μου στον τάφο δε το θέλω.
Στη ρίζα μου ορκιστήκανε παιδί και θυγατέρα
πως είναι η αγάπη αθάνατη, ο έρωτας αιώνιος.
Δώσαν φιλί και μια αγκαλιά που ζήλεψεν η πλάση.
Μα ήρθε μοίρα σκοτεινή, μοίρα φαρμακωμένη
Κοιμήθη ο άρχων της νυχτιάς, δε βγήκε να φωτίσει.
Ο δρόμος ήταν άφεγγος, το πέρασμα σκιαγμενο,
ξένος την κόρη φίλησε, ξένος την κόρη πήρε
κι εκείνη δεν κατάλαβε της συμφοράς το γράμμα.
Στο σκότος δε ξεχώρισε πως ξένος την εκλέβη.
Ήρθεν ο γιος να την εβρεί δεν ήβρε την αγάπη,
έπεσε για να σκοτωθεί, κανείς δεν του ‘πε όχι.
Οι ρίζες μου καήκανε, το κρίμα ήταν δικό μου,
εγώ τον όρκο ξέχασα, εγώ είχα αλλού το νου μου,
μα το φεγγάρι βγαίνοντας το επόμενο βραδάκι
πήρε το κρίμα πάνω του γιατί αποκοιμήθη.
Χλώμιασε και κιτρίνισε, έπεσε να πεθάνει,
κι αν άλλη αγάπη δε φανεί θα σβήσει από τη θλίψη.
Κι άντες εγώ να ξεραθώ, μ’ αξίζει ό, τι κι αν πάθω,
ο κόσμος δε θα γκρεμιστεί κανείς δε θα πονέσει.
Μα αν σβήσει ο αφέντης της νυχτιάς ο κόσμος θα χαλάσει.
- Μηλίτσα μου σε αγαπώ, μαζί σου εγώ θα ζήσω.
Κάθε πρωί θα σε φιλώ, το γιόμα θα σε ραίνω,
και κάθε βράδυ ορκίζομαι τραγούδια να σου λέω.
Στα λόγια μου άστραψε ένα φως, η νύχτα μέρα εγένη
και το φεγγάρι φώτισε, το χείλι του εγλυκάθηκι
ο κόσμος αναθάρρησε, η μοίρα πήρε δρόμο
τα μήλα γίνανε χρυσά κι ο έρωτας αιώνιος.

Wednesday, August 18, 2010

"Αυγή"


Σεβάστηκα τη νύχτα
που ξαγρυπνά για το χατίρι μας
αιώνες τώρα
Σεβάστηκα την ανατολή
που περιμένει τη σειρά της
από κτίσεως κόσμου
Σεβάστηκα τους κόκορες
που κάθε χάραμα
υπενθυμιζουν τη δειλία μας
Σεβάστηκα το τρακτέρ
που ακόμα ελπίζει στη γη
Το τζιτζίκι προάγγελο του καύσωνα
Τον αντίλαλο των αηδονιών στα βουνά
Το γάβγισμα του σκύλου
Την υπομονή της θάλασσας
Τα άκαμπτα κυπαρίσσια
Τα διψασμένα γεράνια
Τους σβησμένους λαμπτήρες της δημοσιάς
Το ρολόι που σημάνει έξι χτύπους
Σεβάστηκα την αγάπη μου
καθώς κοιμάται ήσυχη πως
σαν ξυπνήσει
θα με βρει πάλι στο πλάι της
Σεβάστηκα την αϋπνία μου
που κάρπισε ευγνωμοσύνη
στην υποδοχή της νέας μέρας.
Όλα σε μια μόνο στιγμή τα σεβάστηκα
Η μέρα ξεδιπλωνόταν φύλλο πίτας
στα χέρια του Πλάστη
έτοιμη να γεμίσει τις στιγμές όλων μας
προσφορά στο μυστικό δείπνο της ζωής

Tuesday, August 17, 2010

"H στολή" - Στιχούργημα


Θα υφάνω απ' αστέρια μια χρυσή στολή
να ντύσω την πληγή που σε μαραίνει
Η αγάπη μου σα μύρο θα τη ραίνει
της θλίψης σου τη συστολή
Από το κλάμα του Θεού φτιάχτηκαν θάλασσες
από τον αναστεναγμό του ο αέρας
Μονάχα ο πόνος το μπορεί να φέρει εις πέρας
την άγια εικόνα του που χάλασες
Θα κλέψω των κυμάτων τους λευκούς αφρούς
να πλύνω των ματιών σου το μαράζι
ο ίσκιος κυνηγός να μη ταράζει
του βλέμματός σου τους φρουρούς.
Από το γέλιο του Θεού χτίστηκαν σύμπαντα
κι απ' το έλεός του χρώματα χιλιάδες
Δώσ' μου το χέρι σου να παίξουμε αμάδες
μη σκιάζεσαι του κόσμου τα ασήμαντα.
.16 Αυγούστου 2010 εν Τρυπητή της Νήσου Μήλου


Monday, August 16, 2010

Mικρή ιστορία - Η Παναγιά του Κάστρου


...Και είπα να μην κατέβω στο κάτω χωριό του Αδάμαντα και στο μεγάλο πανηγύρι όπου θα πήγαιναν όλοι, μόνο πήρα τα πόδια μου κι ανηφόρισα στον απάνω μαχαλα της Τρυπητής, και στην Πλάκα που από πάνω της στέκει το βουνό… στην κορφή του ψηλότερου βουνού της Μήλου είναι το Κάστρο, ένα ακτάστατο άθροισμα από χαλάσματα των καιρών που το κοσμεί το ξωκλήσι της Παναγιάς… στην Παναγιά του Κάστρου έφτασα κατάκοπη και καταϊδρωμένη ενώ ο παπα Χαραλάμπης, ταπεινός και απλούς ιερομόνασχος τελούσε την Λειτουργία… μια χούφτα πιστοί μέσα, όσους χωρούσε ο ναϊσκος, πλήθη ευλαβικά έξω καθισμένα γύρω στις πεζούλες… βρήκα στην αρχή μια σκιερή θέση σε μια πεζούλα να βγάλω το αγκομαχητό μου κι ύστερα ακούμπησα στον τοίχο της πλαϊνής πόρτας που τιμούσε ο βοριάς… δεν άργησε να αδειάσει και μια καρέκλα ανθρώπου που δεν γνώριζε πως αργεί ακόμα η Μετάληψη… Λέω πως ίσως βρέθηκα στο ωραιότερο σημείο του κόσμου αγναντεύοντας όλο το νησί τριγύρω με τους δαντελωτούς του κόλπους, τους ποικίλλους οριενούς λόφους του και τα θαλασσινά σπαράγματα κάτω από έναν ασσυνέφιαστο ουρανό… Εδώ να στήσω μια σκηνή σκέφτηκα, και να μείνω, όπως το είπε και ο Πέτρος στην Μεταμόρφωση που ως σκληραγωγημένος ψαράς και ταπεινός μαθητής δεν βρήκε απαραίτητο να έχει την προσωπική του σκηνή… Ένας άρτος σουσαμένιος στο τέλος, η περιφορά της εικόνας τρεις φορές γύρω απ’ το ξωκλήσι κι άμε στον κατήφορο, στην κάτω μεριά του κόσμου, έχοντας φτερά στα πόδια, στο νου και στην καρδιά, που αξιώθηκα τόση ομορφιά… Βοήθειά μας και Χρόνια Πολλά!

Friday, August 6, 2010

"Ο μάγος σου" Στιχούργημα





Ο κόσμος σφαίρα που γυρίζει
κι οι αγάπες μας κουτρουβαλούν
παίζουν κρυφτό, παιζουνε μήλα
Πίνω νερό κι εσυ τεκίλα
μέσα στην άσπρη σου μπαλούν.

Μόλις σε πιάσω μου ξεφεύγεις
πάω να σε κάψω ξεγλυστράς
κι άμα θυμώσω μ’ αποφεύγεις
γίνεσαι σύννεφο από στρας

Τη μια με κάνεις βασιλιά σου
την άλλη υποδουλο και σκλάβο
Τον μαθητή, τον κύριό σου
ποιο ρόλο θέλεις ν’  αναλάβω;

Είσαι τρελή γι’ αυτό μ’ αρέσεις
μα βρηκες και το δάσκαλό σου...
Όσο κι αν θες να με μαγέψεις
εγώ είμαι ο μάγος ο καλός σου...

Thursday, August 5, 2010

Απόγνωση

Υπόσχεση

Χρόνος

Μοναξιά

Αμαρτία

Σχέση

Το ταίρι μου

Στάση

Πορεία

Wednesday, August 4, 2010

Μικρή ιστορία 11. Ο μάγειρας και οι πεινασμένοι φίλοι του




Σπούδάσα στην Αθήνα μάγειρας. Ήμουν καλός και με πήραν σοτν Διόνυσο, το περίφημο εστιατόριο των Αθηνών, για βοηθό. Έξι φύγαμε τότε απ' το χωριό, οι άλλοι πέντε φοιτητές, από μένα περίμεναν καμιά μερίδα φαγητό.

Έρχονταν τότε με τα σκυλάκια τους εκεί, τα βάζαμε σε ειδικό χώρο και ετοιμάζαμε και το φαϊ τους, κατεψυγμένο φιλέτο. Κατεψυγμένο βέβαια, αλλά φιλέτο... Έψηνα κανένα παραπάνω. Είχαμε έναν φεγγίτη πάνω απ' την κουζίνα, νύχτα ήτανε, έβαζα φωνή...
Έλα Τζακ, έλεγα και πετούσα το φιλέτο από τον φεγγίτη τυλιγμένο σε χρυσόχαρτο να το πιάσει το φιλαράκι μου να το πάει στο δωμάτιο να το μοιραστεί η παρέα.

Ένα βράδυ έτυχε να μην έχουν σκυλιά οι πελάτες. Αρχίσαμε να μαζεύουμε στο τέλος και να πλένουμε, κι αγχώθηκα που θα άφηνα νηστικούς τους φίλους μου. Απλώνω το χέρι στο ράφι ψηλά και πιάνω μερικές κονσέρβες. Φωνάζω τον Τζακ και τις πετάω. Τόνος είναι, λέω, κάπως θα τη βγάλουνε και σήμερα. Γυρίζω αργά...

Εντάξει; τους ρωτάω σαν φτάνω σπίτι.
Τι εντάξει ρε Θανάση;
Καλός δεν ήταν ο τόνος; Δεν είχα τίποτα άλλο ρε παιδιά.
Ποιος τόνος ρε Θανάση;
Ο τόνος ρε παιδιά, δεν ήταν τόνος οι κονσέρβες;
Μαύρο χαβιάρι ήταν ρε Θανάση, μαύρο χαβιάρι και δεν είχαμε ούτε μια μπουκιά ψωμί να τον φάμε...

Tuesday, August 3, 2010

"Ο άνθρωπος που ήθελε να ζει αιώνια" Διασκευή παραδοσιακού παραμυθιού



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να ζει αιώνια. Τον έλεγαν Παντελή. Ειχε όλα τα καλά. Ήταν νέος, γερός, αγαπούσε την οικογένειά του και χαιρόταν τη ζωή. Πάει μια μέρα στη Σοφή του χωριού και της λέει:


Ξέρεις ποιο είναι το μυστικό για να ζήσω αιώνια; Εκείνη σκύβει συλλογισμένη και κοιτά τα μαύρα της νύχια. "Εγώ δεν ξέρω. Άμε στον γέρο του δάσους που είναι πιο γέρος κι από μένα να ρωήσσεις. Αυτός πρέπει να ξέρει".

Τραβά τον δρόμο του ο Παντελής, φτάνει κάποτε στον γέρο του δάσους που καθόταν πάνω σ' ένα κούτσουρο. "Ξέρεις πώς θα μπορέσω να ζήσω αιώνια;" τον ρωτά. "Εγώ", του λέει αυτός, "θα ζήσω μέχρι να πέσουν όλα τα δέντρα του δάσους". "Α, όχι, αυτό δεν μου κάνει. Κάποτε θα πέσουν τα δέντρα. Δεν είναι αυτό που ζητώ". "Ε, τότε, πήγαινε να βρεις το γέρο της λίμνης, αυτός είναι πιο γέρος κι από μένα, μπορεί να ξέρει το μυτστικό".

Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει ο Παντελής φτάνει κάποτε στο γέρο της λίμνης που τον εβρίσκει να πίνει το νερό της λίμνης πεσμένος μπρούμυτα. "Ξέρεις πώς θα μπορέσω να ζήσω αιώνια;", τον ρωτά. "Εγώ", του λέει αυτός, "θα ζήσω μέχρι να στερέψει ετούτη η λίμνη". "Α, όχι, δε θέλω", λέει στενάχωρος ο Παντελής. "Σίγουρα θα έρθει μια μέρα που το νερό της λίμνης θα στερέψει και τότε κι εσύ κι εγώ θα πεθάνουμε". "Πήγαινε τότε να βρεις τον γέρο του βουνού", του απαντά ο γέρος της λίμνης, "αυτός είναι πιο γέρος κι από μένα, κάτι παραπάνω θα ξέρει".

Το δισάκι του στον ώμο ο Παντελής, βουνά λαγκάδια περνά, ραχούλες και κάμπους διαβαίνει, φτάνει μια μέρα στον γέρο του βουνού που ήταν στ' αλήθεια πάρα πολύ γέρος. "Ξέρω γιατί ήρθες" του λέει, "ψάχνεις να βρεις πώς θα μπορέσεις να ζήσεις αιώνια". "Ναι", του απαντά ενθουσιασμένος ο Παντελής. "Εγώ θα ζήσω μέχρι να πέσει ετούτο το βουνό", του λέει. "Αυτό μάλιστα! Θα μείνω μαζί σου!" απάντησε κι έμεινε μαζί του, τι να σας πω, αν σας πω αιώνες ολόκληρους θα σας φανεί απίστευτο; Και όμως δε σας λέω ψέμματα. Πέρασαν αιώνες μαζί κι έγιναν αχώριστοι φίλοι. 

Κάποτε όμως, καθισμένος καθώς ήτανε πάνω στην κορφή του βουνού, ο Παντελής ένιωσε μια βαθιά νοσταλγία για το χωριό του. "Μη πας", του είπε ο γέρος του βουνού, "το χωριό σου άλλαξε πολύ, οι δικοί σου έχουν πεθάνοι όλοι εδώ και πάρα πολλούς αιώνες, καμιά δουλειά δεν έχεις πια εκεί". Το σαράκι όμως τον έτρωγε τον Παντελή και ο γέρος κατάλαβε πως το 'χε πια πάρει απόφαση και πως τίποτα δεν θα τον σταματούσε. "Πάρε το άλογό μου", του είπε μια μέρα. "Είναι γρήγορο σαν τον άνεμο, σε μια μέρα θα σε πάει και θα σε φέρει. Μόνο ένα πράγμα προσεξε: μη κατέβεις ούτε μια στιγμή από τη σέλα του γιατί θα πάθεις μεγάλο κακό. Για κανέναν λόγο δεν θα κατέβεις, εντάξει;" 

Συμφώνησε ο Παντελής, καβαλίκεψε το άτι και πριν προλάβει να πει κίμινο έφτασε έξω απ' το χωρίο του. Ίδιο το ποτάμι, ίδιος ο κάμπος που το περιτρυγύριζε, μπαίνει μέσα και τι να δει; Δεν αναγνώριζε τίποτα. Μεγάλοι δρόμοι, μεγάλα σπίτια, σήματα κόκκινα και πράσινα, όλοι άγνωστοι. Σεργιάνισε από δω, σεργιάνισε από κει, το βράδυ πήρε λυπημένος το δρόμο για το βουνό.

Στο δρόμο ξαφνικά συναντά στη μέση του πουθενά ένα χαλασμένο κάρο που η μια του ρόδα είχε φύγει και γύρω γυρω στίβες παπούτσια τρύπια. Ένα γεράκος καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα του. "Βοήθα με παλικάρι μου να φτιάξω το κάρο μου, σε παρακλλώ", του λέει. "Θα σε βοηθούα" του απαντά, "αλλά δεν πρέπει με τίποτα να κατέβω από το άλογό μου, λυπάμαι...". Έπεσε σε απελπισία ο γέρος, τον λυπήθηκε το καλό το παλικάρι, κατάβηκε απ' τ' άλογο, έβαλε τον τροχό στη θέση του. Πάνω που πήγε να βάλει το πόδι στη σέλα, ένα σύννεφο σκέπασε τη σελήνη, μια ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί του απ΄ το απαλό χέρι του γέρου που ακούμπησε το δικό του.


"Ποιος είσαι;" τον ρωτά, "και τί είναι όλα αυτά τα τρύπια παπούτσια;" "Είμαι ο Θάνατος και όλα αυτά που βλέπεις είναι τα παπούτσια που χάλασα για χάρη σου κυνηγώντας σε τόσα χρόνια..."


Sunday, August 1, 2010

Μικρή ιστορία 10. Ο γέρος κι η γριά



Εδώ και εξήντα πέντε χρόνια κάθε πρωί της ψήνει τον καφέ. Είναι ογδόνα πέντε σήμερα αυτός, η γιαγιά σχεδόν συνομήλικη.
Δεν πήρε ποτέ στη ζωή του ένα παυσίπονο. Πόνος είναι, θα περάσει, έλεγε... Πριν ένα χρόνο έπαθε γλαύκωμα. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Σ' όλο το δρόμο φώναζε φουρκισμένος:
- Πού με πάτε τώρα; Τι θα κάνει η Κομουσινιώ; Ποιος θα της ψήσει τον καφέ; Αφού μόνη της δεν τα καταφέρνει...



Τόσα χρόνια ποτέ δεν της είπε μια κακή κουβέντα. Αυτή θεούς και δαίμονες βρόνταγε πάνω του. Σιωπή εκείνος. Μια μέρα του λέει απηυδισμένος ο γιος του:
Ε, βρε πατέρα, πες της κι εσύ καμιά κουβέντα να πάψει πια...
Κομουσινιώ μου, της λέει μαλακά, μη μιλάς έτσι...
Πλάνταξε στο κλάμα η Κομουσινιώ. "Εσύ ποτέ δε μου μίλησες έτσι, τι λόγια είναι αυτά που ξεστόμισες..."
"Δεν θα το ξανακάνω" είπε τότε ο παππούς κατεβάζοντας το κεφάλι του και δεν ξαναμίλησε.




Καμιά φορά άμα ήταν πολυ συγχισμένη την άφηνε πρώτα να ξεσπάσει κι ύστερα έφτιαχνε μια ρίμα και της την τραγουδούσε. Έσκαζε στα γέλια η γιαγιά κι όλα περνούσαν...


... Η σχέση ενός ζευγαριού παραμένει πάντα ένα μέγα μυστήριο... λέω... τι να πεις...