Η γυναίκα όμως αυτή μπορεί πια να ομολογήσει πως πραγματοποιήθηκαν όλα της τα όνειρα. Πως τώρα είναι ελεύθερη απ' αυτά. Και πως διακατέχεται από μια πρωτόγνωρη ευτυχία. Την ευτυχία του παρατηρητή που του είναι αρκετό να βλέπει από ένα λόφο τη ζωή, του οδοιπόρου που τον οδηγούν μόνα τους τα βήματά του, του ενήλικου που αγκαλιάζει με θέρμη το παιδί που υπήρξε γιατί δεν το πρόδωσε, που όσα στραβοπατήματα κι αν έκανε στο διάβα της ζωής του ο άγγελός του το φύλαξε απ' όλες τις κακοτοπιές, το έσωσε αμέτρητες φορές από ληστείες, βιασμούς, το κακό του κόσμου.
Το τελευταίο όνειρο της γυναίκας πραγματοποιήθηκε την Μ.Δευτέρα. Το βράδυ της Κυριακής των Βαϊων μετά την ακολουθία κι ενώ καθόταν ακόμα στην καρέκλα της να χαρεί όσο μπορεί περισσότερο μέσα στο ναό την ευωδιά και τη χάρη του, που ποτέ δε χορταίνει, άκουσε μια από τις ηλικιωμένες γυναίκες που μεριμνούν ακούραστα για τη φροντίδα του, να λέει στις άλλες πως την επομένη το πρωί στις οχτώ, θα βρεθούν εκεί για να καθαρίσουν. Άστραψε το πρόσωπό της τότε και ρώτησε, μπορώ να έρθω κι εγώ να βοηθήσω; Και βέβαια μπορείς, ήταν η απάντηση, γιατί όχι;
Όλο το βράδυ κοιμήθηκε γλυκασμένη από την χαρά πως ήρθε επιτέλους η ώρα να γίνει κι αυτό που από παιδί διακαώς επιθυμούσε. Μια φορά τουλάχιστον να καθαρίσει μια εκκλησία. Πολλές φορές φρόντισε τα μανουάλια. Πολλές φορές πότισε τον κήπο μιας εκκλησίας. Αμέτρητες φορές έζησε το μυστήριο απολαμβάνοντας χωρίς κόπο τον κόπο άλλων μέσα στους ναούς της ζωής της. Μα αυτό που ποτέ δεν είχε κάνει και το είχε καημό, ήταν να πάρει κάποτε μια σκούπα κι ένα σφουγγαρόπανο να καθαρίσει και η ίδια. Θαύμαζε και σεβόταν βαθιά τις γυναίκες που φροντίζουν τους ναούς περισσότερο κι απ΄τα σπίτια τους. Να είναι όλα καθαρά, όλα σε τάξη, όλα έτοιμα για να γίνουν κάθε φορά οι ακολουθίες, να υποδεχθούν τα πλήθη των πιστών σαν το πιο φιλόξενο και ανοιχτό, το πιο γενναιόδωρο σπίτι του κόσμου.
Κρίνοντάς την κανείς εξωτερικά δε θα μπορούσε να υποπτευθεί ποτέ πως είχε μέσα της τέτοιον καημό. Άλλους καημούς θα περίμενε και άλλα θα φανταζόταν. Αλλά η καρδιά του ανθρώπου είναι κήπος μυστικός. Ποτέ δε ξέρεις τι περιέχει και καλύτερα μη μπεις ποτέ στον πειρασμό να υποθέσεις κάτι, συνήθως θα βγεις ψεύτης. Στον άλλον θα δεις μόνον τις προβολές των δικών σου επιθυμιών και ονείρων.
Έβαλε αποβραδύς το ξυπνητήρι, έφτασε δέκα λεπτά αργότερα από την καθορισμένη ώρα γεμάτη άγχος που καθυστέρησε, βρήκε τη μία γυναίκα να σκουπίζει με την ηλεκτρική τα χαλιά, την άλλη με το βιτέξ να τρίβει τα τζάμια των εικόνων, τι να κάνω εγώ, ρώτησε. Εσύ το δεξιό κλείτος, τα χαλιά εκεί σκούπισμα και τα μάρμαρα σφουγγάρισμα. Μήπως να σηκώσουμε τα χαλιά, τη ρώτησε η αρχηγός, αυτή που ο Παπαδιαμάντης θα χαρακτήριζε σημαιοφόρο των πανηγύρεων. Να τα σηκώσουμε και να τα δώσουμε και στο καθαριστήριο, ο ναός λεφτά δεν έχει, είμαστε ήδη αρκετά κουρασμένες για να τα καθαρίσουμε εμέις, να βάλουμε όλες από ένα δεκάρικο, τι λες εσύ, τι λέτε κορίτσια, ρώτησε και στις τρεις άλλες. Συμφώνησαν όλες, πέντε έξι ήτανε, κι έτσι άρχισαν να τα τυλίγουν ένα ένα και να τα βγάζουν έξω στον αυλόγυρο στιβάζοντάς τα πάνω στο ξύλινο παγκάκι.
Τελείωσε το σκούπισμα και το σφουγγάρισμα του δεξιού κλείτους η γυναίκα, εκεί που συνηθίζει να στέκεται τις Κυριακές, μπροστά στο μικρό ιερό και την εικόνα του αγίου Σάββα στη μικρή του κόγχη, ακουμπώντας συχνά το κεφάλι στην ψηλή δρύινη ντουλάπα που πάντα έχει μπροστά της εκεί στην πρώτη καρέκλα της σειράς, με όλα τα ιερατικά μέσα, από τα βιβλία μέχρι τα καλύμματα, τις περισσευούμενες εικόνες, τα θυμιάματα και τα καρβουνάκια. Εκεί που αριστερά υψώνοντας το βλέμμα βλέπει στον τοίχο πάντα τον Γάμο της Κανά και παραδίπλα τους ασκητές της ερήμου να ταϊζουν λιοντάρια και θηρία άγρια σαν εξημερωμένα πάθη των ανθρώπων.
Της δίνουν ύστερα ένα βρεγμένο πανί να καθαρίσει τον Επιτάφιο. Αυτή κι αν είναι ωραία δουλειά κι απ' τις πλέον περιπόθητες. Βάζει με προσοχή τα δάχτυλα τυλιγμένα το πανί μέσα στα σκαλιστά του να καθαρίσει όσο μπορεί καλύτερα. Έρχεται μια άλλη από τις νέες, πειράζει να κάνω κι εγώ γιατί κάθε χρόνο εγώ το κάνω, τη ρωτά. Η γυναίκα γελά με την καρδιά της, είναι δυνατόν να πειράζει, κάνε εσύ από κει, εγώ από δω και το πολύ πολύ να τον περάσουμε δυο χέρια να είναι ακόμα πιο καθαρός.
Τελειώνει κι αυτό, πιάνει τους δίσκους πάνω στους οποίους στηρίζονται τα μανουάλια, πάει να τρίψει τα λιωμένα κεριά με μαχαίρι. Όχι με μαχαίρι, λέει η σημαιοφόρος, θα αφήσει σημάδι, πάρε αυτό το σύρμα και πρόσεχε. Την υπακούει και λίγο λίγο βγάζει όλες τις σταλαγματιές. Χτυπά ένα κινητό, η γυναίκα που από τις οχτώ σκούπιζε τα χαλιά πρέπει να φύγει για το χωριό γιατί πέθανε ξαφνικά ένας της ξάδερφος. Ζητά χίλια συγνώμη που δε θα μείνει περισσότερο και οι άλλες την παροτρύνουν να φύγει το συντομότερο και να μη νοιάζεται, έτσι κι αλλιώς τέλειωσε το καθάρισμα, τα χέρια είναι αρκετά, καλή δύναμη να έχει.
Μπαίνουν όλες στο μικρό καμαράκι για έναν καφέ. Οι μεγάλες γυναίκες θυμούνται τις παλιότερες, αυτές που δε ζουν πια. Οι διηγήσεις δεν έχουν τελειωμό. Οι θάνατοι το ίδιο. Η αγάπη επίσης. Η σημαιοφόρος είναι το κέντρο της ομήγυρης. Θα ήταν ωραία γυναίκα στα νιάτα της. Σήμερα πάνω από εβδομήντα κι ακόμα την προσέχεις. Κάθε θάνατος κι ένα κουσούρι πάνω μου, λέει. Παίρνει ένα κάρο φάρμακα. Από πέρσι που πέθανε κι ο ανιψιός της άρχισε να κουτσαίνει, της στοίχισε πολύ. Είναι η αδιαμφισβήτητη αρχηγός, δε σηκώνει κουβέντα, τους καθοδηγεί όλους, έχει μια έμφυτη δικαιοσύνη κι ένα καθαρό κριτήριο για το κάθε τι, για τον καθένα. Ξέρει πότε να υποχωρεί, πού την παίρνει και πού όχι. Γεμάτη ενέργεια που το σώμα προδίδει πλέον ανήμπορο, μ' ένα μάτι που βγάζει ακτινογραφία ό,τι κοιτά. Υπάρχει μια αμοιβαία συμπάθεια με τη γυναίκα που πραγματοποιεί το όνειρό της σήμερα. Πειράζονται συχνά αναμεταξύ τους. Έχουν έναν δικό τους κώδικα που άλλοι θα παρεξηγούσαν, καθότι είναι αρκούντως αντισυμβατικός, αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει ούτε τη μία ούτε την άλλη.
Εγώ δεν παίρνω όποια κι όποια στη δουλειά, δοκιμάζω, είσαι τσακαλάκι, εσύ να ξανάρθεις άμα θες, της λέει στο τέλος, αφού όλα συγυρίστηκαν ως έπρεπε και ήρθε η ώρα να πάει κάθε μια στο σπίτι της. Να βάλω και τα λουλούδια, απαντά η γυναίκα στη σημαιοφόρο, τώρα που στέγνωσαν τα μάρμαρα. Παίρνει ένα μαχαίρι και κόβει δενδρολίβανα από τα παρτέρια και τις ανθισμένες άκρες του κίτρινου γιασεμιού που βρίσκεται στο κέντρο της αυλής κι έχει γίνει ένας χορταστικός στην όψη θάμνος. Μπαίνει στο ναό και στολίζει τις εικόνες. Του αγίου Νικολάου, της αγίας Βαρβάρας, του Χριστού και της Παναγίας. Μαζεύει όποιο ανθάκι έπεσε στο πάτωμα και βγαίνει. Χαιρετά τις καλόκαρδες γυναίκες που όλες την ευχαριστούν θαρρείς κι έκανε κάτι άλλο από ότι κάνουν οι ίδιες χρόνια ολόκληρα. Εσύ καινούρια είσαι, τη ρωτά μία καθώς την χαιρετά. Ναι, καινούρια είμαι, απαντά η γυναίκα και βγαίνοντας απ' την αυλόπορτα σκέφτεται μειδιώντας πως ίσως να είναι και παλιά, ενδεχομένως και πιο παλιά από όλες τους, εκτός της σημαιοφόρου, μιας και μέσα στους ναούς μεγάλωσε, για να μην πούμε με ολίγη υπερβολή χαριτολογώντας, πως μέσα τους γεννήθηκε κιόλας...
Κατηφορίζοντας τα δρομάκια της Άνω Πόλης νιώθει στα πόδια της φτερά. Πραγματοποιήθηκε το τελευταίο της όνειρο σήμερα, δεν είναι λίγο. Άλλες φιλοδοξίες δεν έχει. Ξέρει πως όλα τα άλλα με τα οποία ασχολείται και για τα οποία κοπιάζει, όπως κάθε άνθρωπος, θα γίνουν ή δε θα γίνουν, θα πορευθούν πάντως με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Σήμερα όμως υπηρέτησε τον άγιο και τον ναό του. Συμμετείχε στο μυστικό παρασκήνιο της φροντίδας ενός ναού. Ενώθηκε με άλλες γυναίκες που χρόνια τώρα άοκνα και σιωπηλά κάνουν το ίδιο χωρίς αντίτιμο.
Η Μ.Εβδομάδα θα περάσει κι η γυναίκα θα τη ζήσει όπως το λαχταρά. Εκεί, ντυμένη στα μαύρα, στη θέση της μπροστά στο δεξιό κλείτος δίπλα στην ενεντηντάχρονη γριά που φέτος θα είναι πιο σκυφτή από πέρσι. Το βράδυ της Ανάστασης θα αλλάξει θέση όπως κάνει μόνο τέτοια μέρα. Θα πάρει ένα μικρό καρεκλάκι και θα κάτσει αριστερά της Ωραίας Πύλης να τα δει όλα από κοντά, να μη χάσει τίποτα, να ανάψει από τον ιερέα τελευταία τη λαμπάδα της με το Άγιο Φως και να βγει παρέα με τους ψαλτάδες να ψάλλει ολόψυχα το Χριστός Ανέστη, φορώντας το φυστικί φόρεμα και το κατακόκκινο παλτό.
Χριστός Ανέστης αγάπη μου, θα της ευχηθεί η σημαιοφόρος των πανηγύρεων. Αληθώς Ανέστη θα απαντήσει η γυναίκα, και θα ρωτήσει γελώντας, πότε καθαρίζουμε τώρα; Μετά του Θωμά, μέχρι τότε τίποτα... Η γυναίκα φιλά ένα ένα όλα τα παιδιά που χρόνια τώρα μεγαλώνουν μέσα στο ναό, όπως μεγάλωσε κι αυτή...
Άλλη μια Μ.Εβδομάδα πέρασε, άλλη μια Ανάσταση ήρθε και λάμπρυνε τη ζωή της και τον κόσμο ολάκερο. Πραγματοποιήθηκε και το τελευταίο της όνειρο, τι άλλο να ζητά; Μετά κι απ' αυτό μοιάζει να είναι όλα ένα όνειρο ζωντανό. Ένα όνειρο που την ονειρεύεται και δεν το ονειρεύεται η ίδια. Όλα καλά κι ευλογημένα. Πίνει τη σοκολάτα της στο μπαλκόνι που μοσχοβολούν οι τριανταφυλλιές που άνθισαν και σε κάθε γουλιά και κάθε ανάσα λέει πάλι και πάλι: Δόξα τω Θεώ και Χριστός Ανέστη!