Labels

Monday, March 1, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 25η: (Η δεξιά τσέπη του ράσου")


Ουρές ο κόσμος στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Κάθε λογής άνθρωποι, κάθε λογής ψυχές και σώματα, καθένας με τον τρόπο του προσκυνά, προσεύχεται, φιλά το τίμιο λείψανο και δέεται μυστικά για τα δικά του, αυτά που ξέρει μονάχα ο ίδιος και ο άγιος. Άλλοι φεύγουν αμέσως, άλλοι κοντοστέκονται, άλλοι κάθονται λίγο παραπάνω σε μια καρέκλα στα μπροστινά καθίσματα, να είναι όσο μπορούν πιο κοντά του. Κάθομαι κι εγώ. Να μείνω λίγο παραπάνω, να τον νιώσω μια στάλα. Είναι εκεί παρών. Είμαι τόσο βέβαιη όσο και για τον εαυτό μου. Λέω, λέω, λέω τα ίδια και τα ίδια, ξανά και ξανά, πάλι και πάλι. Δειλά στην αρχή και με κρύα καρδιά, ασαφή λόγια. Λίγο λίγο επιμένοντας καθαρίζουν όλα, συγκεντρώνομαι, και ο άγιος δηλώνει το παρών του. Ησυχάζω, ελαφραίνω όσο κι ένα πούπουλο που μεταμορφώθηκε από σίδερο που ήταν πριν. Αλαφροπατώντας βγαίνω στην Μητροπόλεως που με περιμένουν.

Καλώ τους φίλους μου για μεσημεριανό φαγητό, το ζευγάρι απ' το χωριό δυτικά της πόλεως και τον ηλικιωμένο λόγιο μονήρη. Παντού το κλίμα είναι βαρύ, γύρω τριγύρω τα βάσανα μεγάλα. Στο νου μου έρχεται και ξανάρχεται κάθε μέρα η φράση του Ίταλο Καλβίνο που βάζει στο στόμα του Μάρκο Πόλο κι εγώ έβαλα ως φινάλε στο κείμενό μου στην παράσταση: "Ψάξε και βρες ποιος και τι στη μέση της κόλασης δεν είναι κόλαση κι αυτά να τα κάνεις να διαρκέσουν, δώσ' τους χώρο". Ο χώρος είναι χώρος ψυχικός. Είναι ο χώρος της ελπίδας, της πίστης και της αγάπης. Προϋποθέτει αυτό το άλμα, που λέει ο Ελύτης, το μεγαλύτερο απ' τη φθορά. Πού γυρνάς τον φακό, πού εστιάζεις το μάτι της καρδιάς, αλλά και του σώματος. Και υπάρχει, αν πιστεύεις πως υπάρχει. Και τον βρίσκεις αν θέλεις να τον βρεις. Και κατοικείς μέσα του, αν δεν αντέχεις την κόλαση. Την κόλαση των παθών, της ασχήμιας, της απόγνωσης. Λίγο λίγο η παρέα αποκτά κέφι. Συντελεί το ωραίο πιλάφι, ο σιμιγδαλένιος χαλβάς, το ωραίο κρασί και πάνω απ' όλα, το κοινό τραπέζι.

Μετά από μια νύχτα κεντημένη άστρα του έρωτα, ξυπνώ στις πέντε και μισή το πρωί. Ω, μ' έπιασε η άνοιξη για τα καλά. Δεν είναι ώρα αυτή για μένα μετά από τόση κούραση. Ξανακοιμάμαι αφού πρώτα ρίξω ένα κλεφτό βλέμμα στο πρώτο φως που αχνοφέγγει στο σαλόνι και φωνάζει τον καλό μήνα. Ξαναξυπνώ σαν τον Λάζαρο που πέθανε δύο φορές και θα αναστηθεί μια μέρα για δεύτερη φορά. Με μισόκλειστα μάτια κάνω τις ίδιες πάντα πρωινές κινήσεις. Λίγο νερό στο μπρίκι, άναμα του γκαζιού, δυο κουταλιές της σούπας κακάο, λίγο φυτικό γάλα. Έτοιμο το ρόφημα, ένα πρωινό τσιγάρο. Ανοίγουν τα μάτια στον περήφανο ήλιο. "Με μισκόκλειστα μάτια οι ίδιες κινήσεις με τα ίδα αντικείμενα που στην ίδια πάντα θέση με περιμένουν". Τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της ζωής μας, σταθερά σαν τις χωνεμένες και σταθερές σχέσεις μας. Πάντα εκεί κι αυτές όταν υπάρχει ανάγκη. Πάντα πρόθυμες για μας κι εμείς για κείνες. Μια σιγουριά μέσα σε όλα τα αναπάντεχα της ζωής. Ένα έδαφος που μας βαστά και μας δίνει ώθηση στα άλματα που αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούμε να κάνουμε. 

Ένα ντουζάκι, λίγα πορτοκάλια απ' το μπακάλη. Παίρνω πορτοκάλια γιατί αγαπώ τα μήλα. Δεν αγοράζω μήλα γιατί απεχθάνομαι τα πορτοκάλια. Αλλιώς δε θα φάω ποτέ πορτοκάλια και τώρα που παίρνω τα βραδινά αντιοξειδωτικά είναι απαραίτητη η βιταμίνη C για να απορροφηθούν καλύτερα. Είναι ίσως παράξενο, αλλά νιώθω τις οξειδώσεις στον οργανισμό μου και ακόμα παραπάνω σοτν εγκέφαλο. Μια δυο φορές το χρόνο παίρνω αντιοξειδωτικά και διαπιστώνω γρήγορα την ευεργετική τους επίδραση. Αποκτώ ξανά διαύγεια και ενέργεια. Πορτοκάλια, λοιπόν, και όχι πολλές αντιρρήσεις. Μόκο.

Έχει περισσέψει πιλάφι απ' την Κυριακή, αρακάς απ' το Σάββατο ανέγγιχτος και λίγες πατάτες φούρνου. Δεν υπάρχει λόγος να μαγειρέψω. Ας φάμε αυτά που έχουμε μη πεταχτούν, κρίμα είναι. Ξαπλώνω για καμιά ώρα. Τελειώνω το βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη Η δεξιά τσέπη του ράσου. Όσο με είχε προκαταβάλλει αρνητικά ο τίτλος του, άλλο τόσο με κέρδισε το περιεχόμενο. Εδώ και λίγες μέρες δεν μπορώ να το αφήσω. Τώρα που το τελείωσα μπορώ να μιλήσω γι' αυτό.

Ο συνάδελφος είναι αναμφισβήτητα ταλαντούχος. Έχει μια εξαιρετική γλώσσα ποτισμένη την χιώτικη ντοπιολαλιά. Έχει ένα συγκρατημένο αφηγηματικό πάθος που βαστά τον ίδιο ενεργό ρυθμό σε όλο το βιβλίο με συνέπεια. Μα το κυριότερο για μένα, έχει ευγένεια στη γραφή. Ό,τι αγγίζει το ομορφαίνει. Σου γεννά σεβασμό για όλα, γιατί τα σέβεται ο ίδιος. Παίζει στο όριο του χιούμορ και της ειρωνείας, χωρίς να παρεκτρέπεται και να ρίχνει το επίπεδο στη δεύτερη. Κατανοεί τα απλά και βασικά της ζωής, χωρίς να αδιαφορεί για τα μεγάλα. Διαχειρίζεται μια απλή, απλούστατη ιστορία που δεν έχει καμία περιπλοκή και κανέναν άλλον ήρωα εκτός από τον μοναχό Βικέντιο που έχει απομείνει μόνος σ' ένα μοναστήρι της Χίου, στο ακρωτήρι της Παναγιάς. Όλοι οι άλλοι καλόγεροι έχουν πεθάνει, όπως και ο γέροντάς του, κι αυτός παλεύει τη μοναξιά του, έχοντας μια σχέση μ' ένα ζωντανό, τη μικρή σκυλίτσα Σίσσυ που φεύγει απ' τη ζωή την ίδια μέρα με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, πεθαίνοντας πάνω στη γέννα. Του αφήνει τρία κουταβάκια, εκ των οποίων θα ζήσει μόνον το ένα.

Είναι αξιοθαύμαστη η λεπτότητα των χειρισμών του συγγραφέα και η εμβάθυνση στον ψυχικό κόσμο του ήρωα, όπως και στην περιγραφή των αντικειμένων, των ακολουθιών, της φύσης, των μεταβολών του καιρού, του αγώνα του, της συναναστροφής του με τους ανθρώπους και των λογισμών του. Τελειώνει το βιβλίο με τη φράση: όμορφα πράματα. Και είναι αυτό ακριβώς που έχω να πω κι εγώ για το βιβλίο του: όμορφα πράματα.

Θυμάμαι αυτό που μου είπε πέρσυ η Ντάντι Σιδέρη Σπεκ, όταν διάβασε το "Σε τέμπο κόκκινο". "Το διάβασα και ένιωθα πως με κάνει καλύτερο άνθρωπο". Αυτό ακριβώς ένιωσα κι εγώ με το βιβλίο του Γιάννη. Μ' έκανε καλύτερο άνθρωπο και τον ευχαριστώ εδώ από καρδιάς κι ας μην το διαβάσει ποτέ αυτό που γράφω, δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Το λόγια και οι ευχές ταξιδεύουν ερήμην μας, ευτυχώς! 

Το αγόρι στο σκίτσο μου, ο Άρης το ονομάζει "γαλάζιο άγγελο". Του ταιριάζει για Μάρτης και γι' αυτό το αφήνω εδώ, πρώτη μέρα του μήνα. 

No comments:

Post a Comment

Σχόλια