Labels

Wednesday, March 31, 2010

Δέκα ψίχουλα για έναν σπουργίτη


1. H μοναξιά,
ποδήλατο
χωρίς βοηθητικές

2. Η απουσία,
εξάρτηση
από το ορατό

3. Η αμαρτία,
φιάλη οξυγόνου
στην κατάδυση

4. Η αγιότητα,
βράγχια
αντί πνευμόνων

5. Η προσευχή,
μετάλλαξη αναστεναγμού
σε ανάσα

6. Ο φόβος,
οχυρό
στο ανοίκειο

7. Ο άγγελος,
διακριτική
προστασία

8. Ο θάνατος,
αφαίμαξη
πόνου

9. Το άνθος,
υπενθύμιση
παραδείσου

10. Το χαμόγελο,
καθρέφτης
του Θεού

Monday, March 29, 2010

Έντεκα ψίχουλα (στη μνήμη του μικρού Αφγανού)


Στο δρόμο

1. Μεγάλωσε απότομα το παιδί...
Άνθισε πρόωρα σα μυγδαλιά...
Στον ουρανό τα άνθη της φτεροκοπούν...

2. Τα άνθη των δρόμων
ξεδιψούν τα μάτια
ιαματικό νερό...

3. Λευκό άρωμα ζουμπουλιού
σαν το μύρο του πολιούχου
θεραπεύει τα ανίατα...

Στο σπίτι

4. Οι λέξεις θέλουν χρόνο
τα αισθήματα ρυθμό
Στην άλλη ζωή το τραγούδι.

5. - Τι φοβάσαι;
- Το Τίποτα.
- Τίποτα μη φοβάσαι.

6. Οι δυο μου φίλοι μακριά.
Η αγάπη τους εδώ.
Η φωνή τους;

Στη ζωή

7. Ενώνω την αρχή με το τέλος.
Μέσα σε τριάντα μέρες
τρεις κύκλους της ζωής μου έκλεισα.

8. Κλείνοντας τα μάτια
βλέπω πίνακες ζωγραφικής
που ποτέ με ανοιχτά δεν είδα.

Στο λεωφορείο

9. - Τριανταπέντε χρόνια
στα παλιοσίδερα της Γερμανίας
για εφτακόσια ευρώ σύνταξη.
Δόξα τω Θεώ...

10. - Ν' αφήσω τη σακούλα μου;
- Ναι, καταλαβαίνω...
Κι εμένα μου πονά το χέρι, το πόδι...

11. Με κοιτάζει εξηντάχρονος.
- Μπορούμε να γίνουμε για λίγο γείτονες;
Εις την Κωνσταντινούπολιν, που λέτε...



"Τον νυμφώνα Σου βλέπω..."

Sunday, March 28, 2010

"Ιδού ο Νυμφίος έρχεται..."

Σάββατο του Λαζάρου, τι μέρα κι αυτή!




Το πρωί καθυστερημένα έφτασα στη μονή Βλατάδων. Ευτυχώς είχε αρτοκλασία και μετείχα σ' αυτήν. Μετά πέρασα από ένα μικρό σπιτάκι κατηφορίζοντας τα κάστρα, που το έχουν μεταμορφώσει σε ανθοπωλείο. Κάθε φορά που περνάω με το αστικό ανοίγει η ψυχή μου όταν το βλέπω. Σήμερα περπάτησα μέχρις εκεί. Αγόρασα τρεις τριανταφυλλιές κι ένα λευκό σκυλάκι-γλαστρούλα. Η μια κόκκινη, η άλλη πορτοκαλιά και η τρίτη και καλύτερη αναρριχώμενη, μ' ένα ανθισμένο τριαντάφυλλο κόκκινο φωτιά.

Γύρισα σπίτι και τις μεταφύτεψα. Μαζί με όλα τα μικρά λουλούδια, βασιλικούς, μελλισσόχορτα, σπαράγγια, μαργαρίτες, που αγόρασα προχθές, μαζί με όλα όσα ήδη είχα, τελείωσα πια τον παράδεισο του μπαλκονιού μου κι έμεινα να τον κοιτώ. 

Φέτος το Πάσχα, σκέφτηκα, θα ντυθώ τριανταφυλλιά. Δε με παίρνει ν' αγοράσω ένα φόρεμα, όπως κάνω συνήθως κάθε Πάσχα. Και δε με πειράζει καθόλου. Αντιθέτως, είμαι πανευτυχής. Γέμισε η ψυχή μου ομορφιά.

Το απόγευμα είπα να πάω στον εσπερινό, πάλι στη μονή Βλατάδων που μ' αρέσει πολύ. Πάλι καθυστερημένη έφτασα, προς το τέλος. Είπα μετά να μην πάρω λεωφορείο. Ξεκίνησα να κατηφορίζω με τα πόδια μέσα από τα στενά δρομάκια της Άνω Πόλης, να περπατήσω και να χαθώ μέσα σε δρόμους άγνωστους. Χάζεψα τα κοκέτικα σπιτάκια, τους κήπους τους κάτω από τους παρήγορους λυχνοστάτες. Κρυφοκοίταξα μέσα από τα χαμηλά παράθυρα, είδα τη ζωή των άλλων στο μισοσκόταδο. Ώσπου έφτασα στο πιο ωραίο σοκάκι της πόλης. Χρόνια το αναζητούσα και το βρήκα σήμερα. Σήμερα που ένιωσα μετά από καιρό ελεύθερη. Μάλιστα, ελεύθερη σαν πουλί πετούμενο. Όπως συνειδητοποιώ τον εαυτό μου γράφοντας, άλλο τόσο τον αναγνωρίζω περπατώντας.

Βρέθηκα μπροστά σε σκαλιά. Δεξιά και αριστερά τους αναρίθμητες γλάστρες, εκατοντάδες λουλούδια, όλων των ειδών φυτά, το ένα πλάι, μπροστά, πίσω από το άλλο. Στάθηκα. Δε χόρταινε η ψυχή μου, τα μάτια μου, το σώμα μου, το θέαμα. Ποιος καλός άνθρωπος είναι τόσο καλός που φροντίζει όλα αυτά τα φυτά; Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως υπάρχει αυτός ο άνθρωπος και κάνει την πόλη μου ομορφότερη. Την κάνει γενναία. Την δίνει ελπίδα. Χαρά. 

Τον ευχαρίστησα νοερώς και συνέχισα να κατηφορίζω. Ένας λευκός γάτος βγήκε από ένα μικρό καταφύγιο στα μέτρα του, μισογκρεμισμένο. Να ένας γάτος ασκητής, σκέφτηκα.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα κάπνιζε στο μπαλκόνι της μόνη.
Τα δέντρα πρασινίζουν, η καρδιά ανθίζει. Πλησιάζει η Ανάσταση. Οι πασχαλιές δεν την πρόλαβαν φέτος. Βιάστηκε η Ανάσταση. Βιάστηκε για να μας κάνει το χατίρι. Ναι, την είχαμε ανάγκη να έρθει πιο νωρίς.
Χαμογελώ. Στο τέλος της μέρας, είδα την ταινία "Ένας άντρας μόνος". Όμορφη ταινία. Ευγενική. Απαλή. Γύρισα σπίτι. Γράφω για να δω μπροστά μου τη μέρα που πέρασε πάλι ζωντανή. Γράφω γιατί είμαι πλημμυρισμένη ομορφιά και ελευθερία μετά από πόνο. Ελεύθερη κι απ' τον ίδιο τον πόνο. Γράφω γιατί... γιατί η ζωή είναι γεμάτη μυστήρια κι εγώ τρελά ερωτευμένη μαζί της. Ραβασάκια στη ζωή γράφω. Αυτό κάνω. 

Καλή Ανάσταση παιδιά!

Friday, March 26, 2010

Χάι κου ψίχουλα (α΄)



1. Νερό οι λέξεις
οι παύσεις τ' αλεύρι μου
ποίημα ψωμί

2. Ήμουνα πουλί
παιδί ονειρεύτηκα
πουλί να γίνω

3. Το μαστίγιο
της απιστίας, χτυπά
θανάτου τ' άτι


ΥΓ. Στη μνήμη του πατέρα μας Λαζάρου.

Aφιερωμένο σε όσους αγαπάω

Wednesday, March 24, 2010

Μας φτώχυναν στ' αλήθεια ή στα ψέμματα;



Ο λόγος μου ήτανε πάντοτε βαθιά πολιτικός. Ίσως όχι ευανάγνωστος από τους ενήλικες που ζητούν νούμερα, αναλύσεις, αποδείξεις και τα τοιαύτα. Σαφής και κατανοητός όμως πάντοτε από τα παιδιά που μπορούν και κατανοούν τα παραμύθια ως το πλέον καθαρό πολιτικό είδος σκέψης και γραφής. Σήμερα όμως θα γράψω και για τους ενήλικες προσπαθώντας να μιλήσω στη συγγενή τους γλώσσα, μη αποφεύγοντας βέβαια τις εκ του φυσικού μου παρεκτροπές στο παραμύθι και την ποίηση, μιας και διατηρώ μάλλον ακόμα μεγάλη δόση παιδικότητας εντός μου... Επιτρέψτε μου...

Μας φτώχυναν... η φράση, η έννοιά της, το σημαινόμενό της και όλα της τα παρελκόμενα και συμπαραμαρτούντα, κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, από βλέμμα σε βλέμμα, από χειρονομία σε συναλλαγή, από συνειδητό σε ασυνείδητο.

Μας φτώχυναν περικόπτωντας μισθούς, μειώνοντας συντάξεις και επιδόματα, φορολογώντας αναπηρικά καρότσια... Μας φτώχυναν περισσότερο εκφοβίζοντάς μας με την απειλή της φτώχιας. Μας φτώχυναν ακόμη παραπάνω με τους κάλπικους ιδεαλισμούς τους, τις διακηρύξεις περί καταπολέμησης του οικονομικού αδιέξοδου, νοικοκυρέματος της χώρας, υποσχέσεις για βολές κατά των μεγάλων συμφερόντων.

Μας φτώχυναν και μας φτώχυναν όλους, -αν όχι τους περισσότερους. Μόνον που δε μας φτώχυναν ούτε τώρα ούτε μέσα από τα σκληρά μέτρα που προανήγγειλαν. Μας φτώχυναν όντως, αλλά όχι όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι φτωχύναμε.

Γιατί η μεγαλύτερη φτώχια είναι να αναγάγεις τον πλούτο σε πρώτιστο αγαθό. Να φτάσεις να πιστεύεις πως το σπίτι, το αυτοκίνητο, το κότερο, οι διακοπές, τα μπουζούκια, τα επώνυμα ρούχα, τα ακριβά κοσμήματα, οι εφημερίδες, η τηλεόραση, τα σπορ, ένα σωρό άλλα και πάνω από όλα τα λεφτά, είναι το ζητούμενο της ζωής μας.

Μα η αλήθεια είναι πως μας φτώχυναν όχι τώρα, αλλά όταν όλα αυτά μας τα χάρισαν πλουσιοπάροχα. Όταν μας πρότειναν πως ο καταναλωτισμός ανεβάζει το βιοτικό μας επίπεδο. Όταν μας ανάγκασαν να δουλεύουμε σα σκλάβοι χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας σε συνθήκες απάνθρωπες. Όταν μας έστειλαν να μάθουμε γράμματα σε σχολεία που δεν είχαν σχέση με τη γνώση και το παράγωγό της, την ελευθερία.

Μας φτώχυναν από τη στιγμή που κατάφεραν να μας πείσουν πως είμαστε ανίκανοι να δημιουργήσουμε οτιδήποτε και μας υποχρέωσαν σε στείρα αποστήθιση μιας μούμιας που αποκαλούσαν, ζωή. Όταν μας έβγαλαν από την τάξη επειδή βαριόμασταν την ξενέρωτη διδασκαλία. Όταν μας έδωσαν αποβολές γιατί μας έπιασαν να φιλιόμαστε με τον συμμαθητή μας. Όταν μας χτύπησαν με τη βέργα επειδή η γραμμή που τραβήξαμε στο μάθημα της ζωγραφικής ήταν στραβή.

Μας φτώχυναν όταν έκαναν τα πάντα για να μας πουλήσουν το ψωμί από το φούρνο ώστε να ξεχάσουμε γρήγορα πως μπορούμε να το ζυμώσουμε και μόνοι μας με λίγο αλέυρι και νερό. Όταν το να αγοράσουμε ένα ζευγάρι κάλτσες έγινε προτιμότερο από το να μπατάρουμε τις τρύπιες μας. Όταν εξαφανίστηκαν οι σπόροι από την αγορά και αναγκαστήκαμε να αγοράζουμε με ένα ευρώ τον μαϊντανό που με το ίδιο ποσό φυτεμένος στη γλάστρα σε ταϊζει τρία χρόνια τουλάχιστον.

Μας φτώχυναν αδέρφια μου, όταν μας έπεισαν πως είμαστε τόσο ανίκανοι που μας απομένει μόνον μία ικανότητα: να αγοράζουμε την ικανότητα των άλλων. Τότε φτωχύναμε στ' αλήθεια.

Τώρα, αντιθέτως με ό,τι νομίζουμε, βρισκόμαστε ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τώρα θα αρχίσουμε να πλουτίζουμε. Γιατί τώρα που το χρήμα λίγο λίγο θα παίρνει τη θέση που του αξίζει, θα αρχίσει ο νους και η ψυχή μας να ελευθερώνεται από τα άγρια δεσμά του στα οποία άνευ όρων υποτάχθηκε.

Τώρα που μπαίνει από την αρχή το ερώτημα, τι αξίζει και τι δεν αξίζει. Τι μπορώ και τι δεν μπορώ. Τι θα επιτρέψω στον εαυτό μου και τι θα απαγορέψω.
Και τώρα, όλη αυτή η κοσμοχαλασιά που αρχικά δημιουργεί σύγχιση, θα αρχίσει να γεννά αλληλεγγύη, υπομονή, δημιουργικότητα, σκέψη, έργο και ταπείνωση, αρετές ξεχασμένες από καιρό, -αν το χρήμα δεν απονέκρωσε τελείως την ανθρώπινη υπόστασή μας. Φυσικά θα γεννήσει και εγκληματικότητα, αλλά κι αυτήν εμεις οφείλουμε να βρούμε τον τρόπο να την χειριστούμε.

Μη με ρωτήσετε ποιοι μας φτώχυναν. Η ιστορία πάει πολύ πολύ μακριά. Και όσο υπεύθυνοι ήταν όλοι αυτοί που το κατάφεραν, άλλο τόσο και όλοι όσοι υποταχτήκαμε στην ψευτιά τους και την κάναμε ψέμα μας.

Η σημερινή ευκαιρία, -διότι περί μεγάλης ευκαιρίας πρόκειται-, μας δίνει τη δυνατότητα μιας επαναξιολόγησης της ζωής, του εαυτού μας, των σχέσεών μας με τους άλλους, με το χρόνο, το κενό, το αδιέξοδο, την απόγνωση. Και αυτά είναι μεγάλες δωρεές. Μηδενίζονται τα αυτονόητα που μας οδήγησαν στον όλεθρο. Κατρακυλά η ευμάρεια στην οποία ξεπουλήθηκαν συνειδήσεις. Στον Καιάάδα γκρεμίζονται οι άρρωστες ευκολίες που μας κατέστησαν ανίκανους, μαλθακούς, απονεκροωμένους.

Δε λέω πως δεν πονάει αυτό που όλοι ζούμε. Αλλά και το μωρό βγαίνοντας από τη μήτρα πονάει αφάνταστα και ξεσπάει σε κλάμα γοερό που όμως είναι η απόδειξη πως άνοιξαν τα πνευμόνια του και είναι ολοζώντανο.

Κι εμείς τώρα ξαναγεννιόμαστε μέσα από την επώδυνη κατάσταση που ζούμε και έχουμε την ανεπανάληπτη ευκαιρία να γεννηθούμε αυτή τη φορά άνρθωποι ζωντανοί. Με όνειρα, ικανότητες, σκέψεις.

Όσο ακόμα υπάρχει ουρανός ελπίζουμε. Όσο ανθίζουν οι νεραντζιές χαμογελάμε. Όσο έχουμε ανθρώπους μοιράζουμε και μοιραζόμαστε. Μπορούμε τα πάντα καθένας με τον τρόπο του. Μπορούμε τα πάντα αγαπώντας τους άλλους και παραδεχόμενοι πως είμαστε κάποτε κι εμείς ανήμποροι και πάσχοντες, ανάπηροι και πτωτικοί. Μπορούμε τα πάντα όσο ξημερώνει και βραδιάζει. Όσο υπάρχει Θεός που μας σπλαχνίζεται.

Γιατί φτώχια αδέρφια μου, δεν είναι οι περικοπές των μισθών και όλες αυτές οι γελοίες επανορθωτικές κινήσεις προς ανάκαμψη της οικονομίας για τις οποίες προσπαθούν να μας πείσουν πως πρέπει να είμαστε και υπερήφανοι συμμετέχοντας στην απατηλή της διάσωση. Αυτοί που τα σκέφτονται αυτά και μας τα επιβάλλουν είναι φτωχότεροι όλων μας.

Φτώχια είναι να μη μπορείς να χαμογελάς, να αγκαλιάσεις, να δοθείς, να μοιραστείς, να ελεήσεις, να συγχωρήσεις, να ονειρευτείς, να μετανιώσεις. Φτώχια είναι να πιστέψεις πως είσαι μόνος και αβοήθητος. Ναι, αυτή ίσως είναι η μεγαλύτερη φτώχια απ' όλες. Κι αν αυτό περάσει από το μυαλό κάποιου, να ξέρει πως αυτό είναι το μεγαλύτερο ψέμα που φτιάχτηκε ποτέ σ' αυτή τη γη.

Γι' αυτό αδέρφια μου πάμπλουτα, εμείς δε φοβόμαστε για τίποτα. Κι αν έγραψα αυτό το κείμενο είναι γιατί πρώτη εγώ μετεωρίζομαι στο κενό αυτόν τον καιρό κι αρχίζω μέσα από την οδύνη του να γεύομαι τη χάρη του. Πτωχός ειμί και πένης, όχι όμως φτωχός όπως θέλουν κάποιοι, που μπέρδεψαν το ψέμα με την αλήθεια.

Καλημέρα, καλησπέρα, καληνύχτα παιδιά...


 ΥΓ. Το σκίτσο μου "Λευκό αγόρι στη νύχτα" είναι από τα τελευταία του μήνα Μάρτη.

Monday, March 22, 2010

ΤΟΙΣ πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν..."


1 ΤΟΙΣ πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν.
2 καιρὸς τοῦ τεκεῖν καὶ καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν, καιρὸς τοῦ φυτεῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκτῖλαι τὸ πεφυτευμένον,
3 καιρὸς τοῦ ἀποκτεῖναι καὶ καιρὸς τοῦ ἰάσασθαι, καιρὸς τοῦ καθελεῖν καὶ καιρὸς τοῦ οἰκοδομεῖν,
4 καιρὸς τοῦ κλαῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ γελάσαι, καιρὸς τοῦ κόψασθαι καὶ καιρὸς τοῦ ὀρχήσασθαι, 5 καιρὸς τοῦ βαλεῖν λίθους καὶ καιρὸς τοῦ συναγαγεῖν λίθους, καιρὸς τοῦ περιλαβεῖν καὶ καιρὸς τοῦ μακρυνθῆναι ἀπὸ περιλήψεως,
6 καιρὸς τοῦ ζητῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἀπολέσαι, καιρὸς τοῦ φυλάξαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκβαλεῖν,
7 καιρὸς τοῦ ρῆξαι καὶ καιρὸς τοῦ ράψαι, καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν,
8 καιρὸς τοῦ φιλῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ μισῆσαι, καιρὸς πολέμου καὶ καιρὸς εἰρήνης.
9 τίς περισσεία τοῦ ποιοῦντος ἐν οἷς αὐτὸς μοχθεῖ; 10 εἶδον σὺν πάντα τὸν περισπασμόν, ὃν ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τοῦ περισπᾶσθαι ἐν αὐτῷ.
11 σύμπαντα, ἃ ἐποίησε, καλὰ ἐν καιρῷ αὐτοῦ, καί γε σὺν τὸν αἰῶνα ἔδωκεν ἐν καρδίᾳ αὐτῶν, ὅπως μὴ εὕρῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ ποίημα, ὃ ἐποίησεν ὁ Θεὸς ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ μέχρι τέλους.

(Αγία Γραφή, Εκκλησιαστής, κεφ.γ΄)

Monday, March 15, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 33η: Το μεταίχμιο της ζωής μου)


Στέγνωσαν τα πλυμμένα ρούχα. Κάθομαι στο διθέσιο και διπλώνω όσα θα μπουν κατευθείαν στα συρτάρια και κάνω μια άλλη στίβα αυτά που θα σιδερωρούν. Με ξεχωριστή αφοσίωση ταιριάζω στο τέλος τις κάλτσες. Προσέχω τα μεγέθη, τα χρώματα, τρία διαφορετικά ροζ δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να τα μπερδέψω. Κάποτε τις άφηνα όπως όπως να τις πάρουν μόνα τους τα παιδιά. Δεν έμπαινα στον κόπο να ασχοληθώ και με τις κάλτσες τους.  Τώρα που τα παιδιά γίναν κοπέλες ολόκληρες και ξέρω πως ήδη άρχισαν να φεύγουν και να παίρνουν τον δρόμο τους, απολαμβάνω τη διαδικασία του ταιριάσματος που παλιότερα ήταν για μένα αγγαρεία. Πόσο ακόμα θα μπορώ να τα φροντίζω; Μάλον, για πολύ λίγο ακόμα.

Έπρεπε να φτάσω σ' αυτό "το πολύ λίγο ακόμα" για να καταλάβω την αξία και το νόημα αυτών των απλών καθημερινών κινήσεων στις οποίες αφιέρωσα είκοσι χρόνια της ζωής μου, συνήθως ανεπαρκώς και ημιτελώς. Τώρα σιδερώνω και τα εσώρουχα και τις πυτζάμες τους κι ας με μαλώνουν πως άδικα κουράζομαι και πως είναι περιττό. Ήδη τα τελευταία πέντε χρόνια καθώς οι ανάγκες της φροντίδας των κοριτσιών μειώθηκαν, στην προσπάθειά μου να αναπληρώσω το κενό, γέμισα δυο μπαλκόνια με περισσότερες από σαράντα γλάστρες που θα με έχουν ανάγκη. Εγώ, που παλιότερα ό,τι πράσινο έμπαινε στο σπίτι πέθαινε μέσα σε μία εβδομάδα γιατί το ξεχνούσα. Τις τελευταίες μέρες περνώντας έξω από ανθοπωλεία και φυτώρια τρέχουν τα σάλια  μου -όπως όταν ήμουν μικρή μπροστά στις σοκολάτες-, βλέποντας τα μικρά πολύχρωμα λουλούδια που περιμένω πώς και πώς να ανοίξει λίγο ακόμα ο καιρός για να τα φυτέψω στις ζαρντινιέρες μου.


Βράδιασε η Κυριακή και όλοι λείπουν. Άδειο το σπίτι. Σπάνιο φαινόμενο. Λέω άδειο και όχι ήσυχο, γιατί συνήθως είναι ήσυχο, αλλά γεμάτο με μια ησυχία γεμάτη παρουσίες των μελών της οικογένειας, δημιουργικές ανάσες που κάθεμιά κάθεται στο δωμάτιό της και εργάζεται πολλές ώρες τη μέρα.

Σήμερα όμως είναι άδειο όπως το σπίτι των γονιών μου που αφού μεγάλωσαν με κόπους και βάσανα πέντε παιδιά, έμειναν μόνοι καθώς φτερούγισαν όλα μακριά τους. Μέσα σ' έναν χρόνο παντρευτήκαμε οι τρεις πρώτοι. Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει: "Νόμιζα κι εγώ πως είχα πολλά παιδιά. Τι είχα; Έναν καναπέ παιδιά. Τι ήταν να κάνω άλλον ένα;" Μιλούσε για τον καναπέ της κουζίνας όπου ακόμα κι όταν μεγαλώσαμε μας χωρούσε όλους τον έναν καθισμένο πλάι στον άλλον.  Τότε γελούσα και περιέπαιζα τη λύπη της. Δεν καταλάβαινα. Αλλά, όπως λέει και η παροιμία, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

Δεν κάνεις βέβαια παιδιά για να έχεις συντροφιά. Τίποτα μάλλον δεν θα έπρεπε να κάνεις για να... Αν σου δοθούν τα παιδιά σου δίνονται, και τα θέλεις γιατί έτσι ολοκληρώνεται ένας κύκλος ζωής, μια αγάπη, μια σχέση. Από την πρώτη στιγμή ξέρεις πως έρχονται για να φύγουν και προσπαθείς, όσο μπορείς, να δυναμώσεις τα φτερά τους και να τα προστατέψεις από τους κινδύνους, ώστε μια μέρα να πετάξουν ψηλά, όσο πιο ψηλά γίνεται.

Μα σήμερα είναι άδειο το σπίτι. Πιο άδειο κι απ' το σπίτι των γονιών μου που κάθονται οι δυο τους παρέα. Είμαι τελείως μόνη. Μόνη από τις παρουσίες των ανθρώπων μου, όχι όμως και από τις αόρατες παρουσίες που ποτέ δεν εγκαταλείπουν το σπίτι και ποτέ κανέναν μας. Κι όμως πρέπει να αγαπήσω το σπίτι κι έτσι όπως είναι τώρα ακριβώς. Γι' αυτό γράφω. Το γράψιμο για μένα είναι μια προσπάθεια αγάπης. Τώρα έχω να αγαπήσω το κενό. Το άδειο.  Κι ακόμα, πρέπει να αγαπήσω και την επιστροφή. Γιατί μέχρι τώρα αγαπώ να φεύγω, αγαπώ να μένω, αλλά δεν αγαπώ καθόλου να επιστρέφω. Και μετά από το ταξίδι μου στη Βαρκελώνη, όπως μετά από κάθε ωραίο ταξίδι, μια λύπη κατακάθεται στο φλυτζάνι της ψυχής μου που παίρνει λίγες μέρες για να φύγει. Δεν έμαθα ακόμα να επιστρέφω. Δεν έμαθα να αποχαιρετώ. Καθόλου δεν έχω μάθει να μένω τελείως μόνη κι ας το ονειρεύτηκα πάμπολλες φορές σαν το πιο γλυκό αλλά συνάμα και το πλέον απατηλό όνειρο.

Πού θα πάει όμως; Θα τα μάθω κι αυτά, γιατί φαίνεται πως μέχρι να φύγουμε απ' αυτή τη ζωή θα πρέπει όλα να τα μάθουμε και να τα αγαπήσουμε όλα.

Σ' ένα ηλικιακό μεταίχμιο της ζωής μου, αυτής των σαράντα δύο χρόνων που είμαι σήμερα, πολλά αλλάζουν κι εγώ ίσως πιο γρήγορα απ' όλα. Αποχαιρετώ μαι δουλειά που έκανα για δεκαπέντε χρόνια, ένα όνομα που μέχρι πρότινος ήταν το υποκοριστικό του βαφτιστικού μου, δυο παιδιά που ενηλικιώνονται. Αποχαιρετώ την ασφάλεια και τις φαντασιώσεις της, τη φροντίδα και την κτητικότητά της, την ανταπόδοση και μαζί την αυταρέσκεια.  Καλωσορίζω το άγνωστο και ανοίκειο, το ανασφαλές και εκκρεμές, την βαθύτερη γνώση της ζωής και του εαυτού μου που επιτρέπει όλα τα ενδεχόμενα.

Μοιάζει με πήδημα στο κενό. Θέλει κουράγιο, πίστη, ελπίδα, ανοιχτή καρδιά έτοιμη να δεχθεί το θαύμα. Θα το παλέψω. Λίγο κονιάκ, ένα τσιγάρο, λέξεις απλές στο χαρτί και μια προσευχή. "Πιστεύω Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία". 


Sunday, March 14, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 32: Οι εκκρεμότητες)



Τον τελευταίο καιρό διακατέχομαι από μια αδήρρητη ανάγκη, πρωτοφανή για μένα, να τακτοποιήσω όλες τις εκκρεμότητες που με τα χρόνια συσσωρεύτηκαν στη ζωή μου. Υλικές, πνευματικές, συναισθηματικές, ψυχικές καταστάσεις που είτε αυτοβούλως είτε από κάποια συγκαιρία ή εξαιτίας άλλων έμειναν να αιωρούνται ημιτελείς στον εσωτερικό μου ορίζοντα σαν μισοκομμένες κλωστές στα κλαδιά ενός δέντρου. Καταστάσεις που όταν δεν ολοκληρώνουν τον κύκλο τους μένουν σαν αγκάθια στην ψυχή και με το πέρασμα του χρόνου γίνονται γαϊδουράγκαθα.

Όσο μεγαλώνω το χωράφι της ζωής  μου επεκτείνεται και μέσα στην αυξανόμενη έκτασή του συλλαμβάνω τον εαυτό μου να μην φτάνει να δει με σαφήνεια όλα όσα θα ήθελα να τακτοποιήσω, να καθαρίσω και να ξεριζώσω, προκειμένου να γίνει όλο γόνιμο και πάλι απ' άκρη σ' άκρη. Από μακριά τα γαϊδουράγκαθα φαίνονται τσουκνίδες, χορταράκια μικρά και ακίνδυνα. Δεν είναι όμως έτσι. Αν περπατήσω και πάω προς το βάθος του χωραφιού του χρόνου, την βλέπω την πραγματικότητα και τότε εκπλήσσομαι με το πόσα ψέμματα μπορώ να λέω στον εαυτό μου.

Οπωσδήποτε πολλές απ' αυτές τις εκκρεμόητητες τις έχω ήδη ξεχάσει. Η σκόνη του χρόνου ή της συνείδησης, τις έχει καλά σκεπάσει και θέλει σκάψιμο βαθύ για να έρθουν ξανά στο φως. Άλλες τις θυμάμαι με κάποια αμφιβολία και άλλες έρχονται και ξανάρχονατι στο προσκήνιο βρίσκοντας κάποιες αφορμές κι εγώ ακόμα αναβάλλω τη διευθέτησή τους. Όμως τώρα δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Θέλω πάση θυσία να καθαρίσω το χωράφι μου όλο. Να μη μείνει τίποτα μέσα του που δε θα το ωφελεί. Τα αγριόχορτα και τα ζιζάνια να φύγουν. Κατά έναν μυστήριο τρόπο η ζωή πάντα ανταποκρίνεται σε κάτι τέτοιεες ή παρόμοιες ευσεβείς επιθυμίες.

Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, για να πω ένα παράδειγμα, είχα αγοράσει κάποια οικολογικά χρώματα για να βάψω το σπίτι. Προφανώς κάποια χρήματα είχα πληρώσει και μετά δεν είχα άλλα, οπότε έμεινε ένα υπόλοιπο της τάξεως των πέντε χιλιάδων δραχμών. Δεν ήταν λίγα χρήματα αυτά τότε. Τα είχα αγοράσει από τον Ν. με τον οποίο συχνά βρισκόμασταν τότε στον ΜΥΛΟ, όπου δούλευε κι αυτός κι εγώ έκανα το θεατρικό παιχνίδι τις Κυριακές. Έφυγε ο Ν. ανοίγοντας το μαγαζί του με τα χρώματα, λίγο μετά έφυγα κι εγώ, αφού αποφάσισα πως μετά από τρία χρόνια έκλεισε πια ο κύκλος αυτός και δεν είχα να προσφέρω κάτι περισσότερο.

Στην αρχή δεν είχα τα λεφτά, μετά χαθήκαμε και με τον καιρό ξέχασα αυτό το χρέος. Στο πέρασμα αυτών των χρόνων ερχόταν κατά διαστήματα στο νου μου αυτή η εκκρεμότητα και σφιγγόταν η ψυχή μου, όλο έλεγα πως θα πάω να ξεχρεώσω και όλο κάτι συνέβαινε και δεν πήγαινα, με τον καιρό έφευγε απ' την ψυχή το σφίξιμο, η σκέψη περνούσε και την απόδιωχνα σαν ενοχλητική γειτόνισσα, μ' έπιανε τόση ντροπή που δεν το άντεχα. Η ενοχλητική γειτόνισσα μεταμορφώθηκε σιγά σιγά σε ευγενική και όλως φαντασιακή ευκτική: αχ, και να μπορούσα να πήγαινα...

Την δραχμή την αντικατέστησε το ευρώ, άντε να βρεις τώρα σε τι μεταφράζονται οι πέντε χιλιάδες που έχασαν ήδη την αξία τους... Αυτό θα πει η φράση, προφάσεις εν αμαρτίαις.

Ανεβαίνοντας με το λεωφορείο προς το σπίτι έβλεπα τελευταία το γωνιακό μαγαζί του Ν. με τα χρώματα. Είτε κοιτούσα είτε δεν κοιτούσα, μια λύπη μεγάλωνε στην καρδιά μου. Λύπη για την αδυναμία μου, την ατολμία μου, και δεν ξέρω τι άλλο. Αλλά όταν θέλεις κάτι πολύ, όπως εγώ τον τελευταίο καιρό, σου χαρίζεται.

Την περασμένη Τετάρτη ταξιδεύοντας για Αθήνα συνάντησα τον Ν. μέσα στο τρένο. Στα δικά μου μάτια φάνηκε ζωγραφισμένο στο μέτωπό του αμέσως το πεντοχίλιαρο που του χρωστούσα. Φτάσαμε μέχρι την Αθήνα κουβεντιάζοντας θερμά για όλα αυτά που κάναμε αυτά τα χρόνια καθένας μας. Ο ίδος δεν έκανε ούτε καν υπαινιγμό για το χρέος, ευγενικός όπως πάντα και εγκάρδιος. Άνθρπωος αριστερός, απ' αυτές τις πολύ όμορφες φάτσες που θα μπορούσαν να είναι πρώτες σε αφίσα του κόμματος, με μαύρο πυκνό μαλλί χτενισμένο προς τα πίσω, παχύ μουστάκι και ζεστά μαύρα μάτια. 

Φτάνονατας Λαμία, δεν άντεξα. Άπλωσα το δεξί μου χέρι, του έπιασα τον ώμο και του είπα: Αν θυμάμαι καλά, σου χρωστάω κάποια χρήματα. Χαμογέλασε και μου είπε: ναι, μου χρωστάς, αλλά από καιρό έχουν παραγραφεί, ξέχασέ το. Μπορώ να σου στείλω τουλάχιστον κάποια βιβλία μου, τον ρώτησα και δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Η κουβέντα συνέχισε, η ψυχή μου ανέπνευσε και τότε κατάλαβα τι αγκάθι αποτελούσε μέσα μου αυτή η εκκρεμότητα. Του το είπα και πάλι γέλασε.

Τώρα που το σκέφτομαι δεν θα του στείλω τα βιβλία. Θα πάω να του τα δώσω στο χέρι.

Ήταν παράδοξο αλλά μετά από την τακτοποίηση αυτής της εκκρεμότητας για την οποία ευθυνόμουν αποκλειστικά εγώ, μέχρι το βράδυ εκείνης της Τετάρτης τακτοποιήθηκαν άλλες δύο οι οποίες αντιθέτως είχαν γίνει από άλλους εις βάρος μου, αλλά κι εγώ είχα μέσα μου επιτρέψει να μεγαλώσει το αγκάθι της πικρίας προς αυτούς που κάποτε με αδίκησαν.

Έχω δρόμο πολύ μπροστά μου γιατί έχω να τακτοποιήσω πολλά ανάλογα αγκάθια που άφησα πίσω μου. Προσπαθώ κάθε μέρα να κάνω και κάτι. Λίγο λίγο κάτι θα καταφέρω, λέω, και έχει ο Θεός. Με τη βοήθειά Του, να καθαρίσει το χωράφι για να ξαναγεμίσει με άλλα, και πάλι απ' την αρχή...



Saturday, March 13, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 31: Ο βάτραχος και ο κυνηγός)



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βάτραχος που περνούσε τη μέρα του βουτώντας στα νερά μιας λίμνης. Δεν ήθελε και πολλά πολλά από τη ζωή. Να βουτά στη λίμνη, να βγαίνει στις όχθες της, να κάνει κουάξ κουάξ, του ήταν ήδη αρκετά.


Μια μέρα πέρασε από κει ένας κυνηγός που κυνηγούσε πέρδικες. Περπατούσε ώρα πολλή και πουθενά δεν είχε απαντήσει ούτε μία. Βλέπει, λοιπόν, το βάτραχο που καθόταν και λιαζόταν πάνω σε μια πέτρα και τον ρωτά: Βρε καλό μου βατραχάκι μήπως είδες πουθενά καμιά πέρδικα;

Σκέφτεται και ξανασκέφτεται ο βάτραχος τι πρέπει να απαντήσει. Βλέπετε η επανάληψη των ίδιων πάντα κινήσεων όλη μέρα στο νερό, με έναν μυστήριο τρόπο τον είχε κάνει σοφό.

Αν ήμουν πέρδικα, του λέει, καθόλου δε θα ήθελα ένας βάτραχος να μαρτυρήσει σ’ έναν κυνηγό πού κατοικώ για να με σκοτώσει.

Σκέφτεται και ξανασκέφτεται ο κυνηγός τι να απαντήσει στο βάτραχο. Βλέπετε η συνήθειά του να κυνηγάει κάθε μέρα πέρδικες τον είχε εξοικειώσει πολύ με το θάνατό τους, που στο κάτω κάτω γι’ αυτόν ήταν ζήτημα βιοποριστικό.

Κι εγώ αν ήμουν βάτραχος, του λέει στο τέλος, δε θα ήθελα καθόλου να μην υπάρχει ούτε ένας κυνηγός που θα με κυνηγήσει για να με σκοτώσει επειδή δεν τρώγομαι με τίποτα.

Ο βάτραχος βούτηξε στη λίμνη. Ήξερε πότε να παραιτείται. Ο κυνηγός συνέχισε το δρόμο του. Ήξερε πως αργά ή γρήγορα θα τις έβρισκε τις πέρδικες.

Ο βάτραχος έμεινε βάτραχος κι ο κυνηγός κυνηγός για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Μόνο καμιά φορά στον ύπνο τους, ο πρώτος ονειρευόταν πως βρίσκεται και γι’ αυτόν ένας κυνηγός που προσπαθεί να τον σκοτώσει για να τον φάει κι ο κυνηγός πως γινόταν βάτραχος που κανείς δε θα τον κυνηγούσε και θα του ήταν αρκετό να βουτά μέσα σε μια λίμνη και μόνο να κρώζει κουάξ κουάξ χωρίς να είναι αναγκασμένος να κυνηγάει πέρδικες…

Μόνο ένα μικρό περδικόπουλο καλά κρυμμένο μέσα σε μια φυλλωσιά κρυφακούγωντας τη συνομιλία τους, άλλαξε ζωή. Πέταξε μακριά, πολύ μακριά από κείνα τα μέρη και πήγε σε τόπους αδιάβατους για τους κυνηγούς, γιατί ξαφνικά κατάλαβε την αξία της…

..........
ΥΓ. Το παραμύθι γράφτηκε με αφορμή την παραγγελιά του Μπάμπη στο blog του aerapatera κι ένα παραμύθι άλλο μεξικάνικο που προηγουμένως ανέβασε εκεί η Ελένη. Και γι' αυτό ευχαριστώ και τους τρεις τους. Έτσι κλείνει ο μήνας των ασκήσεων εδάφους μ' ένα παραμύθι, σαν παραμύθι...

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 30η: Η επανάσταση)




Κάποτε κι εγώ επαναστατώ. Οι επαναστάσεις μου είναι μεγάλες. Τόσο μεγάλες όσο των μικρών παιδιών. 

Ένα βράδυ αποφασίζω να μην πλύνω τα δόντια μου. Η ικανοποίηση γι' αυτόν τον άθλο μου είναι βαθιά. Κάτι σαν νίκη κατά του συστήματος. Άλλοτε πέφτω να κοιμηθώ χωρίς πρώτα να ξεβαφτώ. Καθυστερώ μια μέρα και μια νύχτα ολόκληρη να μπω στη μπανιέρα. Καπνίζω σε μέρος που απαγορεύεται το κάπνισμα. Παριστάνω την άρρωστη για να μην πάω στη δουλειά. Δεν απαντώ στα εισερχομενα μέηλ. Δε βάζω τα πιάτα στο πλυντήριο. Δε σηκώνω το ακουστικό να κανονίσω μια δουλειά. Κάνω την κοιμισμένη για να μη μ' ενοχλήσει κανείς. Βγαινω στη γειτονιά με τις πυτζάμες κατατροπώνοντας το αξιοπρεπές profil μου.

Όλα αυτά κι ένα σωρό άλλα παρόμοια είναι πολύ σοβαρά πράγματα. Θα μπορούσα να τα υπερασπίσω με σθένος και ακράδαντα επιχειρήματα. Όπως κάθε επανάσταση έχουν κι οι δικές μου τους λόγους τους. Το ερώτημα δεν αφορά αυτούς τους λόγους. Αφορά το απέναντι σε ποιον γίνεται κάθε επανάσταση και τι ζητά να αποκαταστήσει. Τι θέλει να πει πίσω απ' αυτό που λέει, αν γίνεται για να γίνεται, αν γίνεται για να διαφυλάξει κατά βάθος όλα αυτά στα οποία φαινομενικά εναντιώνεται ή αν επιζητά μια όντως ανατροπή που θα βάλει τέλος σ' ένα βιβλίο ώστε να ξεκινήσει να γράφει επιτέλους ένα καινούριο.

Θαρρείς και το νέο βιβλίο δεν θα είναι πάλι από χαρτί, το χέρι που θα το γράψει δεν θα είναι ακριβώς αυτό που έγραψε και το προηγούμενο, οι κανόνες της γλώσσας το ίδιο αδησώπητα αναλλοίωτοι.

Και όμως, πάντα κάτι αλλάζει. Δεν πρόκειται για θεαματικές αλλαγές σαν αυτές που μέσα μου προσδοκώ. Τουναντίον, είναι μικρές, λεπτές, σχεδόν ανεπαίσθητες που αν δεν είσαι εξασκημένος στη μικρογραφία και τον μικρόκοσμο, όχι μόνο δε θα τις αντιληφθείς, αλλά απογοητευμένος θα μετανιώσεις πικρά που δαπάνησες τόση ενέργεια και κόπο στην πραγματοποίηση του οραματός σου.

Πάντα κάτι αλλάζει. Και μάλιστα αλλάζει είτε επαναστατείς είτε όχι. Είτε προχωράς είτε μένεις ακίνητος. Ξύπνιος αν είσαι ή κοιμάσαι. Στο ρεαλισμό ή στη φαντασίωση, πάντα κάτι αλλάζει. Συνήθως όμως όλα αλλάζουν αντίθετα ακριβώς απ' αυτό που προσδοκούσες. Γιατί η μεγαλύτερη και γνησιότερη επαναστάτρια είναι η ίδια η ζωή. Μας επιτρέπει συχνά να αυτενεργούμε, αλλά βαστά από πάνω σα μαριονετίστας έμπειρος τα σκοινιά μας, αφενός να μην τα θαλασσώσουμε και αφετέρου για να μας οδηγήσει και σε δρόμους που δεν υποψιαστήκαμε ποτέ. Μας επιτρέπει και μας δοκιμάζει. Χαλαρώνει και τεντώνει τα σκοινιά. Κάνει πως μας αγνοεί μα το άγρυπνο μάτι της δεν μας αφήνει ποτέ μόνους. Ευτυχώς...

Παραμένουμε συχνά αφελείς και τότε μας επιστρέφει την πραγματικότητα ανεστραμμένη. Ό,τι νομίζουμε πως στρέφεται εναντίον των άλλων στρέφεται κατά του εαυτού μας. Η αυτόχειρη κακοποίησή μας τραυματίζει καίρια τους άλλους. Ο επαναστάτης συχνά δεν υποφέρει τον εαυτό του. Ο υποτασσόμενος πολλές φορές αδιαφορεί πλήρως για τους άλλους. Όλα συμβαίνουν με τον ίδιο τρόπο που στα ονειρα οι άλλοι είναι σχεδόν πάντα ο εαυτός μας σε διάφορες εκδοχές.

Οι προσωπικές μου επαναστάσεις είναι μάλλον μια στάση. Μια προσπάθεια αλλαγής θέσης, βλέμματος, προσανατολισμού. Αποτελούν ίσως περισσότερο ανάπαυλα παρά δράση. Η δράση είναι μια έννοια που πάντα με εκνεύριζε. Ίσως γιατί θεωρείται εν γένει ένα εξωτερικό γεγονός ενώ η δική μου πραγματικότητα αφορά όλα όσα διαδραματίζονται κυρίως στον εσωτερικό μου κόσμο. Οι αληθινές δρασεις κατά τη γνώμη μου δεν ειναι ορατές στο γυμνό μάτι, αλλα αόρατες εσωτερικές διεργασίες.

Υπάρχουν δύο κατευθύνσεις πορείας. Η μία είναι ευθεία μπροστά. Η άλλη είναι προς τα επάνω. Η οριζόντια και η κατακόρυφη. Φαίνεται πως προτιμώ τη διασταύρωση των δύο. Πορεία προς τα μπροστά με διαρκή ενατένιση προς τα επάνω. Όταν επαναστατώ σταματώ προκειμένου να αντιληφθώ σε ποιο σημείο βρίσκομαι, ποιος είμαι, πού πάω. Αν παρά τη στάση μου δεν καταλάβω τίποτα γιατί με περικυκλώνει εντός μου ομίχλη ή σκοτάδι βαθύ, ξεκινώ πάλι εμπιστευόμενη στα σχοινιά από τα οποία κρέμομαι να με οδηγήσουν. 

Χαμογελώ με την άγνοιά μου. Την ανεπάρκεια και την αδυναμία μου. Μου πήρε πολύ χρόνο να συνειδητοποιήσω πως είμαι άνθρωπος. Καλός, κακός, ταλαντούχος, ατάλαντος, σκληρός, τρυφερός, όρθιος, πεσμένος. Μερικές φορές όμως παραδίδομαι άνευ όρων στα σχοινιά που με κρατούν, χωρίς καμία αντίσταση, καμιά επανάσταση, καμία μα καμία αυτοπεποίθηση. Τότε τα σκοινιά με σηκώνουν πάνω απ' τη γη, λίγο πιο πάνω από τα δέντρα, ακόμα πιο ψηλά και απ' τα βουνά. Και τότε πετώ στους αιθέρες ακριβώς όπως ο Παύλος περπάτησε πάνω στη θάλασσα. Δε μένω πολύ εκεί, ακριβώς όπως ο Παύλος. Πέφτω, χτυπώ, ματώνω, πονάω. Μα ένα μυστικό έχει ήδη κατοικήσει στην καρδιά μου. Κι ύστερα η μόνη αληθινή επανάσταση που μπορώ πια να κάνω είναι να μην το λησμονήσω.

Thursday, March 11, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 29η: Χαιρέτα μου τη Βαρκελώνη)



Ένα εσπρεσσάκι κι ένα σκέτο κρουασάν για πρωϊνό, τα απολύτως απαραίτητα στη καινούρια μου λουλουδιασμένη τσάντα: η ξύλινη πινακιδα που βαστά τα Α4 χαρτιά στα οποία γράφω, το καπέλο, η χτένα, το βιβλίο που διαβάζω και τον αχώριστό σύντροφό μου, τον μεγενθυτικό φακό μου. Διαβατήριο, κόκκινα More και κινητό στο μικρό κόκκινο τσαντάκι που κάποτε μου έκανε δώρο η Αφροδίτη, παλιά και αξεπέραστη μπλόγκερ, μάλαμα καρδιά, καλή της ώρα όπου βρίσκεται, ό,τι κι αν κάνει. Είμαι έτοιμη να ξεκινήσω την ανάστροφη διαδρομή από το ξενοδοχείο προς το αεροδρόμιο. Την επαναλαμβάνω προφορικά, όπως ακριβώς παλιά έλεγα στη μαμά μου την πατριδογνωσία. Και οι πέντε περάσαμε από κείνο το τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας, όπου με υπομονή απέραντη μας άκουγε έναν έναν να της λέμε τα μαθήματα κι ας μην είχε τελειώσει η ίδια το Δημοτικό. Αυτή μας έμαθε γράμματα. Γιατί τα γράμματα έχουν νόημα αν τα απευθύνεις σε κάποιον. Αλλιώς είναι κύμβαλα αλλαλάζοντα...



"Να μη ξεχάσεις να πάρεις στο τέλος το λεωφορείο που πάει στο Τερμ.2. Μη μπερδευτείς και πας στο 1", είναι η τελευταία οδηγία, στην κοκκινοσκουφίτσα, που βεβαίως είναι ανυπάκουη, γιατί αλλιώς πως θα γινόταν το παραμύθι;

Μπαίνω στο μετρό. Τώρα δε μου χρειάζονται πια τα δάχτυλα για να μετρώ τις στάσεις. Ξεσκόλισα την α΄τάξη, είμαι στην β΄και είμαι άνετη. Το αφτί εξοικειώθηκε με τις προφορικές ανακοινώσεις σ' αυτή την τόσο μαλακή γλώσσα που το γκ το κάνει γ, το σ το μεταμορφώνει σε θ, το ντ σε δ. Κατεβαίνω στη στάση Verdugera- Βερδουγέρα, δηλ.-, μετά γραμμή 5 για τον Estasion, κατεβαίνω και βγάζω εισητήριο για το τρένο που θα με οδηγήσει στο τελικό λεωφορείο.



Μου λένε πως φεύγει από τη γραμμή 9 ή 10. Αναποφάσιστο το τρένο, σκέφτομαι. Κατεβαίνω μια σκάλα και αφού το τρένο έρχεται αμέσως στην 9, μπαίνω ωραία ωραία και κάθομαι. Κοιτάζω με θαυμασμό και χαίρομαι που είναι διώροφο. Κάθομαι αναπαυτικά στον κάτω όροφο και ξαφνικά νιώθω ένα αόρατο χέρι να μου δίνει μια σφαλιάρα στο σβέρκο και σα να μου λέει, βρε χαζό, ρώτα κιόλας, σε πειράζει; Ρωτώ τους διπλανούς μου και βλέπω την απορία ολοζώντανα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Αεροδρόμιο; Μα, όχι.... Πετάγομαι έξω λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες. Τότε κοιτώ τους φωτεινούς πίνακες που αναγγέλουν την άφιξη του τρένου για αεροδρόμιο στην άλλη γραμμή και ακόμα κοιτάζω έκθαμβη όλον τον κόσμο που έχει βαλίτσες να περιμένει εκεί. Πού θα πήγαινα άραγε αν δεν κατέβαινα; Να μια απορία που θα έχω να επιλύσω στο άλλο μου ταξίδι, όταν θα ξανάρθω.



Και περνάμε πάλι κάμπους, λαγκάδια, εργατικές πολυκατοικίες ώσπου φτάνουμε. Μπροστά μου ακριβώς το great green λεωφορείο, που όμως γράφει τερμ.1. Κανονικά πρέπει να περάσω την αερογέφυρα πάλι και να πάω στην 2, έλα όμως που κουράστηκα και βαριέμαι πάρα πολύ. Το αντιδραστικό ένστικτο της Κοκκινοσκουφίτσας ξαναχτυπά. Πειράζει δηλαδή να πάω στο 1; Θα βρω έναν τρόπο να αλλάξω εκεί, ας φτάσω επιτέλους στο αεροδρόμιο. Φτάνω στο αεροδρόμιο και βέβαια, παλιά μου τέχνη κόσκινο, ρωτώ την πρώτη οδοκαραρίστρια που βρίσκω μπροστά μου πώς μπορώ να πάω στο άλλο τερμ. Τα χάνει αυτή και σα να μου λέει πως δε γίνεται. Πάω να τα χάσω κι εγώ, αλλά λέω, πριν τα χάσω να πάω καλύτερα να ρωτήσω στις πληροφορίες, τους ανθρώπους με το λίγο πιο ανοιχτό λαχανί ρούχο από τα λεωφορεία.



Μου δείχνουν αυτοί που είναι το check in της Lufthansa. Μεγάλες ουρές, τις προσπερνάω να κάνω την ερώτηση. Και προς μεγάλη μου χαρά και έκπληξη η υπεύθυνη κυρία, μου λέει πως πολύ καλώς ήρθα εκεί, να περιμένω στην ουρά για να τσεκάρω. Ποτέ δεν ευχαριστήθηκα τόσο πολύ μια αναμονή σε ουρά, όσο αυτήν. Κοιτάζω το εισητήριό μου επιτέλους, -πάντα τα σωστά πράγματα τα κάνω στο τέλος, αφού πρώτα δοκιμάσω όλα τα άλλα και αυτοσχεδιάσω- και βλέπω πως όντως γράφει τερμ.1! Κοίτα τώρα να δεις μυστήρια που ειναι αυτή η ζωή...



Φτάνω στο gate, μπαίνω στο αεροπλάνο και πετάω για Μόναχο. Στη διαδρομή κάνω τα μαθήματά μου, γράφω τις ασκήσεις εδάφους μου στα 14.500 πόδια. Έχω τεσσεράμισι ώρες στο πανέμορφο αυτό αεροδρόμιο. Espresso deca, γερμανικό κουλούρι με χοντρό αλάτι και χάζι, χάζι, χάζι. Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου το περνώ στα φοβερά παιχνιδάδικα. Εδώ τα ωραιότερα του κόσμου. Αρκουδάκια χνουδωτά, παζλ, κουρδιστά παιχνίδια, μπίλιες, αυτοκόλλητα, επιτραπέζια μέχρι σαλιαρίστρες, κουδουνίστρες, όλα μαγικά όμορφα. Ούτε μωρά έχω να τους πάρω κάτι, ούτε για τον εαυτό μου ψωνίζω, ούτε τίποτα. Μπαίνω σ' αυτόν τον κόσμο και ονειρεύομαι. Αυτό είναι όλο, και δεν είναι λίγο. Μόνη μου γελώ κάθε φορά που βρίσκω κάτι που μου αρέσει. Όλα τα πειράζω, τα ανοίγω, τα χαϊδεύω, τα σκαλίζω σαν να ειναι όλα για μένα. Φεύγω, αλλά δεν αντέχω, ξαναεπιστρέφω και δίνω δέκα ευρώ για να αγοράσω ένα πορτοφολάκι τέλειο, που το δικό μου πια από καιρό χάλασε, που έχει επάνω ένα αρνάκι κι ένα λυκάκι!


Πόνεσαν τα πόδια μου τόσες ώρες. Βλέπω κάτι αναπαυτικούς καναπέδες και πάω να ξεκουραστώ. Στο ιδιόρρυθμο τραπέζι έχει οθόνη αφής και google earth. Ένας Ιταλός έχει πιάσει να βλέπει τους χάρτες και στην υπεύθυνη ωραιότατη γυναίκα που είναι υπεύθυνη δείχνει πού είναι το σπίτι του, πού ταξίδεψε κι ένα σωρό άλλα, ενώ εκείνη ολοφάνερα σκυλοβαριέται. Εγώ βάζω μέσα στο καινούριο μου γαλάζο-γκρι πορτοφόλι όλα μου τα χαρτάκια, τα λίγα χρήματα, την μικρή πλαστική εικονίτσα του αγίου Λουκά του Ρώσου που πια δεν αποχωρίζομαι. Κάρτες πιστωτικές δεν έχω, μια κάρτα Βασιλόπουλου και μία Φωκάς για τους πόντους που δίνουν με τα εκπτωτικά κουπόνια των αγορών.



Αφού τα συγυρίζω όλα μια χαρά αποφασίζω να ασχοληθώ λίγο με τον Ιταλό που είναι ξεφτέρι στον χειρισμό της οθόνης. Βρίσκει τη χαρά του. Μου ανοίγει χάρτες επί χαρτών, πάλι πού μένει, πάλι πού ταξίδεψε, είναι από το Ρίμινι και μου μιλά για τις ωραίες παραλίες του. Όταν του λέω πως είμαι από την Ελλάδα ξετρελαίνεαι, θέλω να μου τα πεις όλα, μου λέει. Τι να του πω; Περισότερο έχω ταξιδέψδει στην χώρα του παρά στην δική μου. Του δείχνω την αγαπημένη μου Χίο. Αυτός όμως θέλει την Σπάρτη. Φτάσαμε στα δύσκολα. Πρέπει να είναι στην Πελοπόννησο, λέω εγώ που ποτέ δεν πήρα ε΄ τάξη στο σχολείο γιατί είχε το μάθημα της γεωγραφίας κι εγώ από γεωγραφία όσο και από αστρονομία κατέχω, ίσως και λιγότερο. Γνωρίζω καλά μόνο τα μέρη στα οποία έχω ταξιδέψει. Διαθέτω μόνον βιωματική εμπειρία. Στης εγκυκλοπαιδική πάσχω αφόρητα. Ψάχνω, ψάχνω, πουθενά η Σπάρτη.... Απογοητεύεται ο Ιταλός, αλλά τι να κάνουμε; η ζωή έχει και τις απογοητεύσεις της...



Σηκώνομαι να πάω να κάνω ένα τσιγάρο γιατί ζαλίστηκα. Μου λέει πως θα με περιμένει, χαμογελώ και φεύγω. Δε σκοπεύω να γυρίσω. Σιγά σιγά θα πάω στην έξοδο. Θέλω να κάτσω να γράψω κι άμα θέλω να γράψω, αφήνω ακόμα κι έναν γλυκύτατο Ιταλό να συνεχίσει να παίζει μόνος του. Εξάλλου αργά ή γρήγορα θα βρει παρέα, δεν υπάρχει θέμα. Κάθομαι ήσυχα κι ωραία, απλώνω τα πόδια μου σε μια καρέκλα και γράφω. Επιστρέφω πια στο σπίτι μου μετά από δυόμισυ μέρες ταξίδι. 



Μέρες που κύλισαν σα βδομάδα, σα μήνας. Πλούσιες, απροσδόκητες, με ανθρώπους γύρω μου που μιλούν τραγουδώντας, που εκφράζονται φωνάζοντας και χειρονομώντας έντονα, παθιασμένοι και ευγενείς υπερασπιστές της πατρίδας τους. Άλλες λέξεις γέμισα, άλλες εικόνες, γεύσεις, αέρας αλλοιώτικος. Κι εγώ για μια ακόμη φορά, μια άλλη επιστρέφω.



Ήδη σκέφτομαι το επόμενο ταξίδι μου. Αρχίζω και συλλαμβάνω κάτι που μου δίνουν τα ταξίδια πια, και δε θέλω να το χάσω. Αυτό το νήμα κάπου με οδηγεί. Μπορώ στ' αλήθεια να τρώω κάθε μέρα φακές και μακαρόνια προκειμένου να μπορώ να ταξιδεύω. Υπάρχει τόση ομορφιά που ακόμα δεν έχω δει κι έχω ήδη δει τόση... Πρέπει να προλάβω να δω όση περισσότερη μπορώ. Μακάρι να την αξιωθώ και όπως και να 'χει, λέω χίλιες φορές δόξα τω Θεώ τόση πολλή που μέχρι σήμερα αξιώθηκα... Θεσσαλονίκη. Βροχή, κρύο, σπίτι ζεστό...




ΥΓ. Σ' αυτό το ποστ, επέλεξα να βάλω και σύγχρονα δείγματα αρχιτεκτονικής για να δούμε και την άλλη πλευρά της πόλης που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή και ευφάνταστη.

Wednesday, March 10, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 28η: Σάββατο στη Βαρκελώνη)




Ξυπνώ στις 2.30 τη νύχτα από ένα θόρυβο στο διπλανό δωμάτιο. Κι εγώ άμα ξυπνήσω τη νύχτα δεν ξανακοιμάμαι. Κουσούρι. Μέχρι να ξημερώσει γράφω δεκάδες σελίδες. Όχι στο χαρτί. Μέσα μου τις γράφω. Αυτή είναι μια αλλαγή που μου συμβαίνει τον τελευταίο καιρό. Άλλοτε θα βυθιζόμουν σε σκέψεις, σε φαντασιωσεις, θα κολλούσε σε κάτι αδιέξοδο. Τελευταία νιώθω πως ξεγλιστρώ λίγο έξω από την αυταρέσκεια των αισθημάτων μου. Τώρα η σκέψη και το αίσθημά μου κατευθύνονται ολοένα και περισσοτερο στο κανάλι της γραφής, είτε γράφω, είτε όχι. Η απελευθερωτική αυτη διαδικασία με οδηγεί σε μεγαλύτερη παρατηρητικότητα αφενός, ανοιχτή επικοινωνία με τα ζωή αφετέρου, μιας μορφής εμβάθυνσης που παρηγορεί την ψυχή μου και με οδηγεί με πιο γρήγορα αλλά πιο ασφαλή και σταθερά βήματα στο δρόμο που μου δόθηκε κι έχω να διανύσω. Με άλλα λόγια ο εαυτός μου πλέον βγαίνει εκτός εαυτού κι έτσι μ' έναν τρόπο σώζεται από τον εαυτό του. Κάνουμε το πρωί μια βόλτα στην παλιά πόλη που μου φαίνεται πάρα πολύ οικεία μιας και θυμίζει πολύ Βενετία.



Από την plazza Katalunia παίρνω ύστερα μόνη μου το λεωφορείο 24 για να πάω στο περίφημο πάρκο, -που για τα δικά μας μέτρα είναι ένα βουνό, δάσος ολόκληρο,- το Gu El, που σχεδίασε ο παιδκός μου φίλος κι έχει μέσα κατοικίες που έχει κατασκευάσει καθώς και γλυπτά του.
Λέγοντας στην οδηγό πού θέλω να κατέβω, ένας κύριος δίπλα μου, μού λέει στα αγγλικά πως θα κατέβει κι αυτός εκεί και θα μου κάνει νόημα. Μετά από μισή ώρα διαδρομή ανηφορίζουμε προς το βουνό. Ο κύριος με το σκουλαρίκι κάτω από τα χείλη αριστερά, μου κάνει νόημα και κατεβαίνουμε. Άλλη μια φορά ο άγγελός μου, μού κάνει αέρα με τα φτερά του και δροσίζομαι.



Στεκόμαστε στην είσοδο και ο κύριος μου διαβάζει τα βασικότερα από τις πληροφορίες που γράφει ένας πίνακας. Μου εξηγεί τι διαδρομές μπορώ να ακολουθήσω. Εκεί τον χάνω λίγο, γιατί η δυσλεξία μου χτυπά την αχίλλειο πτέρνα του προσανατολισμού μου. Δεν ανησυχώ. Οι δρόμοι μας χωρίζουν και αρχίζω να ανηφορίζω. Μπροστά στους πρώτους κίονες που συναντώ συγκινούμαι για μια ακόμη φορά με τον Gaudi. Αυτό είναι το καταφύγιο και το υπόστεγο των παιδικών μας ονείρων, οι λαβύρινθοι των κρυμμένων μας θησαυρών και όλη η θαλπωρή του χώματος. 



Κίτρινες μαργαρίτες λάμπουν στη σκιά ενός κατακίτρινου δέντρου. Περπατώ αργά, ανασαίνω βαθιά, θαυμάζω ήσυχα τα ποικίλλα είδη και αρώματα των σχίνων και των δέντρων, αυτής της έκρυθμης βλάστησης που οδηγεί μυριάδες ανθρώπους να χαρούν και να χαθούν στην αγκαλιά της. Αφήνω τον πλατύ δρόμο που περπατούν οι πολλοί και παίρνω μικρά στενά μονοπάτια να μείνω μόνη όπως επιθυμώ.



Δεν παίρνω είδηση για πότε βρίσκομαι σε μια συνοικία έξω από το δάσος, έξω από το πάρκο που τίποτα δεν το διαχωρίζει από το χωριό. Κατηφορίζω λίγο λίγο περιμετρικά των τελευταίων δέντρων μέχρι που βρίσκω μια παρέα αθλητών που κάνουν ζέσταμα και τους ρωτώ. Δεν καταλαβαίνουν τι ρωτώ, δεν καταλαβαίνω τι μου απαντούν, είμαστε όλοι ευχαριστημένοι και περισσότερο εγώ που το ωραίο αγόρι μου επιτρέπει να φωτογραφίσω την πλάτη του με το θαυμάσιο τατουάζ του με το δέντρο της ζωής.



Συνεχίζω τον δρόμο μου βέβαιη πια πως δε χάνομαι με τίποτα, σχεδόν αμέριμνη. Σκαρφαλώνω σαν κατσίκι κάτι κατσάβραχα από ένα άνοιγμα και να που πάλι είμαι μέσα στον παράδεισο.



Δυο κορίτσια παίζουν σαντούρια. Λίγο παρακάτω ένας άλλος μουσικός παιζει αναγεννησιακό λαούτο και πιο πέρα ακούω ένα ακορντεόν. Οι μουσικές γεμίζουν τον αέρα και το αρωματικό οξυγόνο γίνεται πιο επιθετικά ερωτικό. Τα πουλιά κελαηδούνε ξέφρενα. Δεν ξέρουν σε ποιον απ' όλους να κρατήσουν το ίσο. Φτάνω σ' ένα από τα πανέμορφα σπίτια που σχεδίασε ο Gaudi και το φωτογραφίζω. Είναι και μουσείο, αλλά δεν μπαίνω μέσα. Μερικά πράγματα τα αφήνω για την επόμενη φορά. Να έχω κάτι να περιμένω, να έχω λόγους να ξανάρθω.



Το σπιτι με οβάλ παράθυρα, μπαλκόνια σκαλιστά, κήπο με αγάλματα του αρχιτέκτονα, χρώματα ζεστά σαν την ανάσα παιδιού που κοιμάται. Ό,τι δικό του βλέπω αισθάνομαι πως λειτουργεί μέσα μου αποφρακτικά. Ξεκλειδώνει πόρτες δωματίων μου που κάποτε λυσσασμένοι πειρατές μέσα τους συσώρευσαν και σφράγισαν θησαυρούς λεηλατώντας με, κι εγώ από τότε δεν τα πλησίασα φοβούμενη το φάντασμά τους. Θεραπεύονται παλιά μου τραύματα. Μου χαρίζεται μια πρωτόγνωρη δύναμη και τόλμη. Γενναιότητα, είναι η σωστή λέξη.
 


Στο λεωφορείο επιστρέφοντας ξανασυναντώ τον κύριο που έρχεται δίπλα μου να καθίσει. Μου λέει πως ζει στο Λονδίνο, αλλά η οικογένειά του είναι στη Βαρκελώνη. Μου τονίζει πως ο ίδιος μεγάλωσε σε μια πόλη... πού να την ξέρω εγώ... τη Γρανάδα. Του λέω πως ήμουν στη Γρανάδα πριν εννιά χρόνια και του μιλώ για τα παλάτια της. Τον ρωτώ πού είναι η στάση που θέλω για να πάρω το μετρό, μου απαντά πως την περάσαμε. Δεν τον πολυπιστεύω και ξαφνικά χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί, πετάγομαι και κατεβαίνω. Εντελώς απορημένη βλέπω πως είμαι εκεί ακριβώς που ήθελα.



Πηγαίνω κοντά στο ξενοδοχείο σ' ένα ισπανικό εστιατόριο και παίρνω πακέτο πατάτες τηγανιτές χοντροκομμένες και γλυκές και ψωμάκια φρυγανισμένα με τριμμένη ντομάτα επάνω, μια χαρακτηριστική Καταλονική λιχουδιά. Θέλω να φάω στο ξενοδοχείο, να απλώσω τα πόδια μου στο κρεβάτι, να πιω λίγο κρασί με την ησυχία μου και να φέρω στο νου μου όλα αυτά τα αριστουργήματα που γεύτηκα. Τίποτα δε θέλω να πάει χαμένο.



Να τα γράψω όλα θέλω. Να ξαναδώ τις φωτογραφίες του πάρκου που τράβηξα, τα γλυπτά, τις καμπύλες, τα χρώματα. Την ανάσα του μεγάλου ασκητικού καλλιτέχνη να ανασάνω και πάλι. Του ανθρώπου που σφράγισε για πάντα μια ολόκληρη πόλη.

Γεννήθηκε στην πόλη Ρέους στις 25 Ιουνίου του 1852. Ο πατέρας του ήταν σιδεράς σαν τον παππού μου. Φτωχόπαιδο ήταν, λαϊκής καταγωγής και ασθενικός.



Έπασχε από μικρός από μια ρευματοειδή πάθηση που του απαγόρευε να βγαίνει στο δρόμο και να παίζει με τα παιδιά και τον ανάγκαζε να μένει κλεισμένος και να ονειροπολεί. Πρέπει να ονειρεύτηκε πάρα πολύ για να καταφέρει να φτιάξει τέτοια και τόσα αριστουργήματα. Οι γιατροί του συνέστησαν απόλυτη χορτοφαγία και καθημερινούς περιπάτους. Έτσι έμαθε από νέος να κάνει τις βόλτες του στον ναό του Αγίου Φιλίππου όπου πήγαινε και προσευχόταν.



Για να τελειώσει την αρχιτεκτονική δούλευε να βγάλει τα προς το ζην. Όταν την τελείωσε και άρχισε να βγάζει λεφτά, παρ' όλο που οι περισσότεροι τον είχαν για τρελό, αυτός κουρευόταν στον καλύτερο κουρέα της πόλης, τον Ωντανάρ ζητώντας να δώσει στα γένια του μια γκρίζα απόχρωση και αγόραζε τα καπέλα του από το πιο μοδάτο καπελάδικο της εποχής τον "Αρνώ". Μόνο παπούτσια φορούσε μεταχειρισμένα πάντοτε. Τα καινούρια τον χτυπούσαν και γι' αυτό τα έδινε πρώτα στον αδερφό του να τα φορέσει για να τα μαλακώσει και μετά τα έπαιρνε ο ίδιος.



Αποτραβήχθηκε γρήγορα από τους κοσμικούς κύκλους γιατί κατάλαβε πως δεν του ταίριαζαν. Παρέμεινε ένας Καταλονός που ποτέ δε μίλησε άλλη γλώσσα. Αγαπούσε τους φτωχούς κι ένιωθε μια βαθιά συγγένεια μαζί τους. Πέθανε στις 12 Ιουνίου του 1926. 

Βλέπονατας στους δρόμους το έργο του ακόμα και σήμερα νομίζεις πως βλέπεις την αρχιτεκτονική του μέλλοντος και όχι του παρελθόντος. Όπως φαίνεται και στην παρακάτω φωτογραφία, δεν υπάρχει πουθενά συμμετρία. Τα σπάει όλα και δομεί ένα ολόκληρο σύμπαν δικό του. Ένα σύμπαν ονειρικό.



Το βράδυ το συνέδριο κλείνει με μια συναυλία του Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ. Πρώτη φορά τον παρακολουθώ και απογοητεύομαι. Αυτό που μου προκαλεί λύπη είναι το πώς πουλάει το θρησκευτικό του αίσθημα. Το ξεπούλημα είναι ολοφάνερο. Όλη η σκηνική παρουσά και ο ήχος είναι σαν να βρέθηκα ξαφνικά σε μια ντισκοτέκ. Σηκώνομαι να φύγω γιατί δε θέλω να χαλαστώ περισσότερο. Δε θέλω να χάσω την ομορφιά που όλη τη μέρα μ' έχει κατακυριεύσει. Στο κάτω κάτω τι με νοιάζει εμένα; Καθένας τραβά το δρόμο του σ' αυτή τη ζωή. Δε μπορούμε να είμαστε με όλους. Ο Τουρκοαιγύπτιος ας κάνει όπως καταλαβαίνει κι εγώ αντιστοίχως.

Πηγαίνουμε για φαγητό πλάι στη θάλασσα και τρώμε μια θαυμάσια παέλια με γαρίδες και μύδια. Σε λίγο έρχονται δυο φίλοι μας μουσικοί που συμμετείχαν στη συναυλία και περνάμε ζάχαρη γελώντας και μιλώντας για το πώς ξαφνικά ανταμώσαμε στη Βαρκελώνη χωρίς να το ξέρουμε εκ των προτέρων.




Αύριο ξημερώνει Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως κι εγώ θα ξεκινήσω μόνη όπως ήρθα το δρόμο της επιστροφής.



Φεύγω γεμάτη. Αλλοιωμένη την καλή αλλοίωση και χαρούμενη. Λίγο πιο έμπειρη, λίγο πιο ανοιχτή. Γεμάτη πίστη και ελπίδα πως η χάρη του Θεού όταν αγγίζει τον άνθρωπο, αυτός γεννά ομορφιά και καλοσύνη. Ναι, φεύγω λίγο πιο άνθρωπος και με έναν ακόμα φίλο στην καρδιά μου που ελπίζω πως μια μέρα θα συναντήσω εκεί πάνω στα ψηλά και θα έχουμε πολλά να πούμε για όλα αυτά που έφτιαξε εδώ και μ' άφησε να αγγίξω για να αποτυπωθούν βαθιά στο είναι μου...