Labels

Monday, November 23, 2009

To Παραμύθι της Μουσικής -βιβλίο και cd- παρουσιάζονται στο ίδρυμα Θεοχαράκη, 27728 Νοεμβρίου 2009


 
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΝΕΥΡΟΚΟΠΛΗ

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
25-29 Νοεμβρίου 2009

Το Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β. & Μ. ΘΕΟΧΑΡΑΚΗ παρουσιάζει το βιβλίο ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ, που κυκλοφορεί από τον Εκδοτικό Οργανισμό Λιβάνη, καθώς και το ομώνυμο cd που κυκλοφορεί από τον πολιτιστικό οργανισμό Εν Χορδαίς.
Πρόκειται για ένα παραμύθι για την ομορφιά που εκφράζει η μουσική κάθε πολιτισμού και για τη δύναμή της να συμφιλιώσει τον κόσμο.
Ο συγκεκριμένος εκπαιδευτικός κύκλος περιλαμβάνει αφήγηση παραμυθιού με μουσική βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Βασιλικής Νευροκοπλή.

Η συγγραφέας θα αφηγηθεί το παραμύθι της, συνοδευόμενη, από την παράλληλη προβολή των εικόνων του βιβλίου του Νικόλα Ανδρικόπουλου, καθώς και από τις μουσικές συνθέσεις του Κυριάκου Καλαϊτζίδη, ο οποίος κάποια από τα μουσικά θέματα που συνέθεσε ειδικά για το παραμύθι θα τα παίξει στο ούτι, ενώ κάποια άλλα που εκτελούν το μουσικό συγκρότημα "Εν Χορδαίς" και μεγάλοι σολίστες - δεξιοτέχνες της Μεσογείου  θα ακουστούν από το ομότιτλο cd.
Η δραστηριότητα απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας 8-12 χρονών

Μια φορά κι έναν καιρό, στη Μαρώνεια της Θράκης γεννήθηκε η Θεοδώρα, ένα κορίτσι διαφορετικό από τα άλλα. Η διαφορετικότητά της ξεκινά από το γεγονός ότι είναι τυφλή. Αυτό όμως την κάνει να αντιλαμβάνεται και να αισθάνεται τον κόσμο με τρόπο μοναδικό, μέσα από τις άλλες αισθήσεις της και κυρίως μέσα από την ακοή. Έτσι αποκτά ιδιαίτερη σχέση με τους ήχους και τη σιωπή. Η σχέση της με τους ήχους την οδηγεί στην αγάπη για τη μουσική. Η σχέση της με τη σιωπή, με τον καιρό, την κάνει σοφή. Η φήμη της απλώνεται σε όλη την Ανατολή. Κάποτε έρχεται η ώρα να παντρευτεί. Μα η Θεοδώρα μόνο μουσικό μπορεί να πάρει. Κι αρχίζουν να καταφτάνουν μουσικοί από όλα τα μέρη του κόσμου. Η απόφαση είναι δύσκολη. Έχει μόνο τρεις μέρες και τρεις νύχτες να αποφασίσει…

Η Βασιλική Νευροκοπλή γεννήθηκε το 1968 στη Θεσσαλονίκη. Αποφοίτησε από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δασκάλων του ΑΠΘ, το Τμήμα Θεάτρου της ΑΣΚΤ του ΑΠΘ (υποκριτική-σκηνογραφία) και από τη μουσική σχολή παραδοσιακής και βυζαντινής μουσικής «Εν Χορδαίς» (θεωρία ανατολικής μουσικής και τραγούδι).
Το 2007 κυκλοφόρησε το παραμύθι Αν τ’ Αγαπάς Ξανάρχονται, από τις εκδόσεις Λιβάνη. (Βραβείο 2008 από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, ως βιβλίο προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας, και Βραβείο 2008 Παιδικού Εικονογραφημένου Βιβλίου από το περιοδικό Διαβάζω.)


INFO
Ωράριο Παραστάσεων:

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009 για σχολεία (10:00 και 11:30)

Και Σάββατο 28  Νοεμβρίου 2009 για ιδιώτες (16:00)

Διάρκεια προγράμματος: 60 λεπτά

Τιμές εισιτηρίων: 5 € για σχολεία, 12 € για ιδιώτες

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στο Αμφιθέατρο του Ιδρύματος Θεοχαράκη.
Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη
Βασιλίσσης Σοφίας 9 & Μέρλιν 1, 106 71, Αθήνα
T: 210-3611206,   F: 210-3611349

Ωράριο λειτουργίας Ιδρύματος:
Δευτέρα, Τετάρτη, Σάββατο, Κυριακή: 10:00-18:00
Πέμπτη, Παρασκευή: 10:00-22:00
Τρίτη: κλειστά

Με εκτίμηση,

Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη

Saturday, November 21, 2009

Ταξίδι στο Hong Kong: μέρος γ΄ - Η πόλη (χωρίς λόγια)

















ΥΓ. Τα λογάκια θα έρθουν στο δ΄ και τελευταίο μέρος, μετά το απαραίτητο διάλειμμα! Απολαύστε τις φωτογραφίες, γιατί τα μπατζάκια μας πήραν φωτιά και δεν υπάρχει χρόνος τώρα για περισσότερα... Θα καταλάβετε στη συνέχεια γιατί... Καλή βδομάδα!

Thursday, November 19, 2009

Διάλειμμα β΄: Απόδραση στο Πόζαρ



Μια παρένθεση σ' ένα κείμενο έχει συνήθως χαρακτήρα αποσαφηνιστικό, επεξηγηματικό ή συμπληρωματικό. Είναι αυτο που δεν το βάζεις σε πρώτο πλάνο, αλλά κατά κάποιο τρόπο φωτίζει το πλάνο σου ή ίσως αποτελεί το φόντο του κι έτσι ανακεικνύεται καλύτερα αυτό που αποζητάς να πεις. 
Κατά αντίστοιχο τρόπο λειτουργεί ένα ταξίδι και κυρίως ένα ταξίδι μικρής διάρκειας, μίας ή δύο ημερών, ακόμη και λίγων ωρών. Αυτή η φευγαλέα απόδραση από το οικείο, γνωστό, καθημερινό, από τη ρέγουλα του χρόνου.  Φεύγω για να επιστρέψω. Αποσύρομαι για να επανέλθω. Μεταμορφωμένη, αλλοιομένη, μ' ένα καινούριο βλέμμα πάνω στο οικείο που όταν γίνει συνήθεια αποστεώνεται και σαπίζει, -αν δεν έχεις το χάρισμα της ταπείνωσης που δίνει νόημα στην επαναλαμβανόμενη στιγμή.
Η ανάγκη για φυσική ομορφιά καταλαμβάνει στη ζυγαριά της ζωής μου το ένα ζύγι. Τη διψώ όσο και την ανθρώπινη σχέση που βαραίνει στο άλλο.
Να πάω στο βουνό γι' αλλη μια φορά. Όχι στο γυμνό με τα φυλλοβόλα δέντρα που θα δω πάνω τους καθρεφτισμένη τη ψυχή μου και τον θάνατό της. Στο άλλο βουνό θέλω να πάω, με τα αειθαλή πλατάνια και πεύκα, τα τρεχούμενα νερά, τον ασίγαστο ψίθυρο της άνοιξης που μέσα στην καρδιά του χειμώνα, αν σ' όλη την πλάση σωπαίνει, εκεί ζει μυστικά και τραγουδά ακατάπαυστα τον νέο ερχομό της και την αντίρρησή της να παραιτηθει ακόμη και μια τέτοια εποχή. Γι' αυτό επιλέγω πάλι το Λουτράκι και το Πόζαρ. 
Να ακουμπήσω τις σκέψεις μου θέλω στα ψηλότερα κλαδιά των δέντρων για να συνομιλήσουν με τα πουλιά. Να δω ποιες θα σταθούν επάξια σ' αυτή τη συνομιλία με τα φτερωτά και ποιες θα κατρακυλήσουν ανήμπορες στο χώμα, φύλλα νεκρά. 




Να ξεπλύνω τα αισθήματά μου στα ορμητικά νερά του καταρράκτη για να φύγουν τα μικρά κι ευάλωτα στη ροή του νερού για τις μεγάλες θάλασσες. Να μείνουν όσα έχουν όγκο, βάρος, μέγεθος και παραμένουν άφοβα κι ακλώνητα στα ορμητικά ρεύματα των πειρασμών και των ψευδαισθήσεων.
Να παραδώσω το σώμα μου στην επιθετική ζεστασιά των ιαματικών υδάτων, μήπως και λυθούν οι κόμποι των μάταιων προσδοκιών του, οι μυικές συσπάσεις των πόνων του να χαϊδευτούν, η ερωτική του λαχτάρα να χορτάσει, για λίγο να καταπαύσει.
Να επιτρέψω την παρεμβολή αυτής της παρένθεσης στη ζωή μου, προκειμένου να την ξαναδώ με βλέμμα καθαρότερο.



Τι προσπαθώ να πω; Προσπαθώ να πω πως αγωνίζομαι να δω τη αλήθεια της ψυχής μου, της ζωής μου, των σχέσεων με τα αγαπημένα πρόσωπα. Αυτή είναι όλη μου η αγωνία: η αλήθεια και η ελευθερία της. Κατεξοχήςν δώρο της Χάριτος και μια κίνηση του ανθρώπου προς αυτήν. Το πρώτο δεν είναι στο χέρι μας. Μόνο να το ζητούμε μπορούμε. Η κίνηση όμως, ακόμα κι αν μέσα σε όλη μας την αδυναμία περιορίζεται μόνο στο αίτημα της δωρεάς, είναι δική μας υπόθεση. 



Το Λουτράκι είναι ένα χωριό στην επαρχία Αλμωπίας, στο βόρειο τμήμα του Ν.Πέλλης, πάνω στο Καϊμακτσαλάν που στην απέναντι πλευρά του έχει το γνωστό χωριό του αγίου Αθανασίου, στο οποίο καταφεύγουν οι φίλοι του σκι όταν το όρος σκεπάζεται από χιόνι και το χιονοδρομικό του κέντρο προσφέρει αφιδώς αναψυχή στους εραστές του αθλήματος.
Το Λουτράκι όμως είναι ένα αληθινό χωριό σε αντιπαράθεση με αυτό του αγίου Αθανασίου που ειναι ψεύτικο: ανακαινισμένο και αναπτυσσόμενο, υποταγμένο στις βουλές των νεόπλουτων που καταφτάνουν ορδές τις λευκές μέρες του χειμώνα προκειμένου να είναι trendi και in.




Στο Λουτράκι κατοικούν ντόπιοι που αγαπούν τον τόπο τους περισσότερο από τα χρήματα που τους αφήνουν τα παρακείμενα λουτρά του Πόζαρ. Είναι ένα χωριό νοικοκυρεμένο, πεντακάθαρο, γεμάτο κήπους, περβάζια με γλάστρες, ανθρώπους καλοκάγαθους και προσηνείς. Καθώς τα γράφω αυτά σκέφτομαι πως το ένα χωριό με το άλλο έχουν μια βασική διαφορά που τραβά ανάμεσά τους μια κόκκινη διαχωριστική γραμμή χωρίζοντας το βουνό στα δύο. Στον άγ. Αθανάσιο πηγαίνουν άνθρωποι υγιείς, πλούσιοι και κατά κύριο λόγο νέοι. Στο Λουτράκι πηγαίνουν ασθενείς, συνήθως μεσαίας τάξης και κυρίως ηλικιωμένοι. Οι πρώτοι θέλουν να δαμάσουν, να επιδείξουν και να χαρούν την ομορφιά και τα πλούτη τους, οι δεύτεροι να απαλύνουν τη φθορά, να μειώσουν τις απώλειές της, να παρηγορήσουν την αρρώστια και τους πόνους της.



Βγαίνοντας από το χωριό και ανηφορίζοντας προς το βουνό, σε ελάχιστα λεπτά με το αμάξι φτάνεις στις πηγές του Πόζαρ. Μπορείς να πας στις κλειστές πισίνες, τις μικρές ατομικές ή τις ομαδικές μεγαλύτερες, αλλά μπορείς να ανηφορίσεις λίγο παραπάνω και να βουτήξεις στην ανοιχτή πισίνα που έχουν διαμορφώσει ακριβώς κάτω από τον ιαματικό καταρράκτη. Σε προηγούμενη επίσκεψη το θέαμα που αντίκρυσα ήταν ολότελα σουρρεαλιστικό. Μέσα στην καρδιά του βουνού έβλεπες παντού στα μπαλκόνια των σπιτιών και των ξενοδοχείων απλωμένες πετσέτες μπάνιου, στους δρόμους ανθρώπους με μπουρνούζια, σαγιονέρες και βρεγμάνα μαλλιά, ένα πλήθος που έχεις συνηθίσει να το βλέπει με ανάλογη περιβολή στην θάλασσα και στην παραλία όχι όμως και μέσα στα εκατοντάχρονα πλατάνια ενός τέτοιου βουνού. 



Η ανοικτή πισίνα δέχεται τα νερά του ιαματικού καταρράκτη ακριβώς δίπλα στα νερά του παγωμένου. Στην παρακάτω φωτογραφία εικονίζεται ο δεύτερος. Δεξιά του είναι ο πρώτος, αλλά δεν φαίνεται. Πολλοί, αφού βουτήξουν πρώτα στα ζεστά νερά που έχουν θερμοκρασία σώματος, πηγαίνουν και λούζονται δίπλα στα κρύα. Αυτοί είναι οι πολύ γενναίοι. Η μικρή πισίνα έχει ύψος πενήντα πόντων και ο πάτος της είναι στρωμένος με λεπτό άσπρο χαλικάκι. Το νερό έχει συνεχόμενη ροή και φεύγει από την άλλη άκρη της για να ενωθεί κατόπιν με το δίδυμο αδερφάκι του και να πάρουν μαζί τον δρόμο για τη θάλασσα. Σε άλλους ειναι αρκετό να ξαπλώνουν ή να μένουν καθισμένοι μέσα στο ζεστό νερό και να χαζολογούν, να κάνουν αστεία και να κουτσομπολεύουν αθώα, ενώ άλλοι επιδιώκουν όσο μπορούν συχνότερα να σταθούν όρθιοι ακριβώς κάτω από την ορμητική ροή του νερού για να επωφεληθούν από το φυσικό μασάζ στον αυχένα, την πλάτη, τη μέση, τα γόνατα. Είναι τέτοια η ορμή που όσο κι αν θέλεις δεν μπορείς να την αντέξεις για πολύ και ευχαρίστως παραχωρείς τη θέση σου στον επόμενο. Το νερό σε δέρνει άγρια, σε χτυπά όπως η μάνα σου όταν ήσουν παιδί με την παντόφλα, κοκκινίζεις και τσούζεις, τρέμεις ολόκληρος καθώς η δύναμη του παθιασμένου νερού σε έχει γυμνάσει όπως κάνει η δύναμη του αλόγου πάνω σου όταν κάνεις ιππασία.



Μα σήμερα δεν υπάρχει πουθενά ψυχή. Η εξωτερική πισίνα είναι γεμάτη πέτρες και χώματα, όλα λευκά, ίσως από το θειάφι, που κατέβασαν από το βουνό οι ραγδαίες βροχές των περασμένων ημερών. Είναι νύχτα. Κανένας υπάλληλος για να κόψει το συμβολικό εισιτήριο των δύο ευρώ. Λουόμενος κανείς. Ανηφορίζουμε λίγο παραπάνω και βρίσκουμε τις φυσικές γούρνες που αχνίζουν, φτιαγμένες από το άδολο χέρι της φύσης για να χωρούν ίσα ίσα δυο ανθρώπους. Η απόλυτη ησυχία ως απουσία κάθε ανθρώπινου ηχου ή μηχανικού θορύβου, τα αχνά φώτα των μακρινών προβολέων, ο ακόρεστος παφλασμός του νερού και οι ατμοί που ψύχονται καθώς βγαίνουν καθάριοι από το ζεστο΄νερό, συνθέτουν μια αληθινά μυθική ατμόσφαιρα.



Μπαίνουμε στη γούρνα και λίγο λίγο αφηνόμαστε στην αγκαλιά των στιλπνών βράχων που μας προσφέρουν γενναιόδωρα ασφάλεια και σταθερότητα ακλόνητη. Παραδινόμαστε ολότελα στην επιθετική αγάπη των ιαματικών νερών. Μέσα σε σαρανταπέντε λεπτά το σώμα έχει μαλακώσει, η ψυχή αλαφρώνει και γλυκαίνει, το άγχος το έχει παρασύρει πολύ μακριά το ρεύμα του ποταμού. Τα βάρη ταξιδεύουν μαζί με τις πέτρες, τα ξύλα, όσα είναι για να φύγουν.



Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο της κυρίας Αθηνάς. Μαζί με τον καφέ και την ζεστή σοκολάτα έρχονται μηλόπιτα και τρουφάκια από τα χρσά της χέρια. Τη βρίσκουμε να κάθεται στο σαλονάκι με κλειστή την τηλεόραση, πλέκοντας το πλεκτό της μέσα στην απόλυτη ησυχία και αυτάρκεια. Το επόμενο πρωί θα πάρουμε το μονοπάτι πάνω από τους καταρράκτες, θα ανεβούεμ το βουνό όσο βαστούν τα πόδια μας, θα δούμε από ψηλά το μεγαλείο της ομορφιάς, τα χρώματα του φθινοπώρου, τους καημούς και τις θλίψεις της ζωής. Θα αναπνεύσουμε την πρωινή δροσιά, θα φωτογραφίσουμε τις μνήμες και το παρόν μας. Θα καλημερίσουμε τη νέα μέρα, το νέο φως, το νέο οξυγόνο, τα παλιά και κουρασμένα φύλλα που πέφτουν, το νέο βλέμμα, την παρένθεση που φώτισε το κυρίως θέμα της καθημερινότητας και θα δώσουμε ένα ραντεβού ακαθόριστο σαν υπόσχεση να αγαπιόμαστε για πάντα.



Wednesday, November 11, 2009

Ταξίδι στο Hong Kong: μέρος β΄





















Είσοδος στο Air Bus 340 – 60. Σε όλο το αεροσκάφος δεν 
υπάρχει μία θέση κενή. Οι 380 θέσεις του είναι γεμάτες 
ανθρώπους από διάφορα μέρη του πλανήτη. Η μεσαία σειρά 
ανά τετράδες και εκατέρωθεν ανά δυάδες. Πρώτη θέση και 
κρεβάτια, τη δεύτερη με μεγάλη ανάκληση των καθισμάτων




-το μουσικό συγκρότημα Εν Χορδαίς και οι συνοδοί του-, 
αντίστοιχη με τα καθίσματα των λεωφορείων των Κτελ. Αν 
εξαιρέσεις την μικρή οθόνη που έχεις μπροστά σου και την 
μεγάλη ποικιλία ταινιών που σου προσφέρονται στα αγγλικά, 
τίποτα άλλο δεν σου θυμίζει πως βρίσκεσαι μέσα σ’ ένα τεράστιο
 αεροπλάνο που θα ίπταται για δώδεκα ώρες πάνω από τον μισό
 πλανήτη. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως όντως ένα 
αεροπλάνο μπορεί και πετάει και ακόμη πιο σκληρά προσπαθώ 
να τον πείσω πως μπορεί και το κάνει για δώδεκα 
ώρες. Πως το τεπόζιτό του είναι τόσο μεγάλο, ώστε να χωρά 
την ποσότητα της βενζίνης που απαιτείται και δεν θα μείνει πάνω 
στα σύννεφα από την έλλειψή της. Πάντα μου φαίνεται 
παράλογο το να πετά ένα αεροπλάνο. Στην παραμικρή δόνηση 
η θέα ενός επικείμενου θανάτου προβάλλει αμείλικτη μπροστά 
μου. Η ρευστότητα και ματαιότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων
 καταλαμβάνουν διαστάσεις φρικιαστικές. Κάνω ό, τι μπορώ 
για να μην το σκέφτομαι. Το καταχωνιάζω, δηλαδή, στο 
υποσυνείδητο κι έτσι νομίζω πως απαλλάσσομαι των φόβων 
και της βλακείας μου. 







Ιμαλάια: Ένα σοκολατένιο, βελούδινο, πτυχωτό ύφασμα 
πασπαλισμένο στις κορφές του άχνες το χιόνι ψιλοκοσκινισμένες. 
Θα μπορούσες να τα πεις και κέικ αραδιασμένα στη σειρά ή 
χωνεμένα το ένα στο άλλο, ανακατωμένα επιδέξια από χέρι 
έμπειρου ζαχαροπλάστη. Παραμιλώ από την ομορφιά, ξυπνώ 
τους φίλους του γκρουπ που κάθονται πίσω και μπροστά μας και
 βγάζουμε φωτογραφίες με τα κινητά.
Σε 43 λεπτά θα προσγειωθούμε, λέει. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις. 
Προσωπικά διατηρώ τις αμφιβολίες μου. Βλέπω στην οθόνη μου 
τον χάρτη όπου η κυκλική γη έχει ξετυλιχθεί σαν αιγυπτιακός  
πάπυρος για να διαβάζουμε την πορεία του ταξιδιού. Πάνω στο 
γεωφυσικό πρασινωπό χρώμα διαγράφεται μια κόκκινη καμπύλη 
γραμμή, η πορεία του αεροπλάνου, λίγο πιο πάνω απ’ το μάτι της
Αφρικής, που προχωρά δεξιά, σαν τονισμένο φρύδι. Ο επόμενος 
χάρτης δείχνει το μέρος της γης όπου είναι μέρα κι αυτό που 
είναι 












Είμαστε πολύ κοντά στο Bangong και στο Tokyo. Ώρα 4:15μμ. 
τοπική, -54ο F, 37.000 πόδια. Σε τριάντα εφτά λεπτά 
προσγειωνόμαστε. Βλέπω στο χάρτη λίγο πιο χαμηλά τη 
Σιγκαπούρη. Τη Σαγκάη βορειοανατολικά. Από το παράθυρο 
τώρα δεν φαίνεται τίποτα: ήλιος τρελός που στο εκτυφλωτικό 
του φως όλα σβήνονται. Σιγά σιγά πρέπει να προσπαθήσω να 
βάλω τα πρησμένα μου πόδια στα Camperakia μου.
Ώρα 16.38μμ., 0,15 λεπτά για να προσγειωθούμε, 742Km/h, -5ο C
20000 πόδια, την τελευταία στιγμή χαλάει η ωραία γραμμή του 
φρυδιού και στραβώνει προς τα κάτω σαν από χέρι παιδικό 
που κάτι το τρόμαξε και δεν μπόρεσε να ελέγξει το χέρι του. 
Από κάτω μας μια θάλασσα διαφορετική. Σταχτιά, πηχτή σα 
λάδι, ήσυχη σαν μετά από εξομολόγηση: Ειρηνικός ωκεανός. Δεν 
είναι τέλειο όνομα; Αν ήμουν Ινδιάνος και άνδρας, πολύ θα μου 
άρεσε να μου δώσουν αυτό το όνομα: Ειρηνικός Ωκεανός. Πώς 
σε λένε, να με ρωτάνε κι εγώ ν’ απαντώ όλο καμάρι: 
Ειρηνικό Ωκεανό! Και να είμαι...











Το μπαρ δεν είναι πια αυτό που ήταν. Έγινε "πολύ" μπαρ και 
δεν μας ταιριάζει, τουλάχιστον όπως είμαστε στην παρούσα 
φάση. Σερβίρει βέβαια κρασί αλλά από την πρώτη του Ιούλη 
έχει απαγορευτεί το κάπνισμα. Φεύγουμε σφαίρα για το roof 
garden να δοκιμάσουμε εκεί την τύχη μας. Προς μεγάλη μας
 απογοήτευση μας λένε τα γκαρσόνια πως εκεί μπορούμε να 
καπνίσουμε όχι όμως και να πιούμε κρασί, διότι έκλεισε το 
μπαρ πριν από πέντε λεπτά. Έχουμε ξαπλώσει στις σεσλόγκ, 
μπροστά μας αστράφτει μια πισίνα, οι κορυφές των 
ουρανοξυστών ξεχωρίζουν, παντού γύρω φώτα και φοίνικες, 
κτίρια γυάλινα, φωτεινές επιγραφές, ώσπου επαναστατώ. 
Σηκώνομαι γιατί διψώ αφόρητα για κρασί και δεν το χωράει 
ο νους μου πως δεν μπορούν να μας σερβίρουν ένα ποτήρι κρασί. 
Βλέπω τέσσερα πέντε γκαρσόνια, διαλέγω τον έναν και του 
εξηγώ από πού ήρθαμε μόλις, ποιοι είμαστε, γιατί είμαστε εκεί 
και τον παρακαλώ θερμά να μην μας αγνοήσει. Αφού μου εξηγεί 
πως δεν γίνεται τίποτα και φεύγω απογοητευμένη, μετά από λίγο 
έρχεται και μας ζητά συγνώμη. Φεύγει και τα νεύρα κοντεύουν 
να γίνουν τσατάλια. Δεν το δέχομαι. Δεν περνούν δύο λεπτά 
και μας φέρνει ένα κόκκινο εξαιρετικό και πανάκριβο κρασί 
με τρία ποτήρια που άφησε η τελευταία παρέα, μας ξαναζητά 
συγνώμη και μας το κερνάει. Αστράφτουμε από χαρά και 
ανακούφιση. Επιτέλους χαλαρώνουμε και απολαμβάνουμε 
τη νύχτα. Όταν ετοιμαζόμαστε να φύγουμε δεν τον βλέπουμε 
πουθενά για να τον ευχαριστήσουμε πάλι. Ο Κυριάκος παίρνει 
μια χαρτοπετσέτα και ζητά από τον αδερφό του που γράφει 































Ένα μαξιλάρι ψηλό κι ένα χαμηλό. Λεπτό παπλωματάκι. 
Κλιματισμός στο φουλ, σχεδόν κατάψυξη το δωμάτιο. Το 
κλείνουμε αισιοδοξώντας πως θα ξυπνήσουμε μετά από εφτά 
οχτώ ώρες; Εσύ είσαι που το λες;