Μια παρένθεση σ' ένα κείμενο έχει συνήθως χαρακτήρα αποσαφηνιστικό, επεξηγηματικό ή συμπληρωματικό. Είναι αυτο που δεν το βάζεις σε πρώτο πλάνο, αλλά κατά κάποιο τρόπο φωτίζει το πλάνο σου ή ίσως αποτελεί το φόντο του κι έτσι ανακεικνύεται καλύτερα αυτό που αποζητάς να πεις.
Κατά αντίστοιχο τρόπο λειτουργεί ένα ταξίδι και κυρίως ένα ταξίδι μικρής διάρκειας, μίας ή δύο ημερών, ακόμη και λίγων ωρών. Αυτή η φευγαλέα απόδραση από το οικείο, γνωστό, καθημερινό, από τη ρέγουλα του χρόνου. Φεύγω για να επιστρέψω. Αποσύρομαι για να επανέλθω. Μεταμορφωμένη, αλλοιομένη, μ' ένα καινούριο βλέμμα πάνω στο οικείο που όταν γίνει συνήθεια αποστεώνεται και σαπίζει, -αν δεν έχεις το χάρισμα της ταπείνωσης που δίνει νόημα στην επαναλαμβανόμενη στιγμή.
Η ανάγκη για φυσική ομορφιά καταλαμβάνει στη ζυγαριά της ζωής μου το ένα ζύγι. Τη διψώ όσο και την ανθρώπινη σχέση που βαραίνει στο άλλο.
Να πάω στο βουνό γι' αλλη μια φορά. Όχι στο γυμνό με τα φυλλοβόλα δέντρα που θα δω πάνω τους καθρεφτισμένη τη ψυχή μου και τον θάνατό της. Στο άλλο βουνό θέλω να πάω, με τα αειθαλή πλατάνια και πεύκα, τα τρεχούμενα νερά, τον ασίγαστο ψίθυρο της άνοιξης που μέσα στην καρδιά του χειμώνα, αν σ' όλη την πλάση σωπαίνει, εκεί ζει μυστικά και τραγουδά ακατάπαυστα τον νέο ερχομό της και την αντίρρησή της να παραιτηθει ακόμη και μια τέτοια εποχή. Γι' αυτό επιλέγω πάλι το Λουτράκι και το Πόζαρ.
Να ακουμπήσω τις σκέψεις μου θέλω στα ψηλότερα κλαδιά των δέντρων για να συνομιλήσουν με τα πουλιά. Να δω ποιες θα σταθούν επάξια σ' αυτή τη συνομιλία με τα φτερωτά και ποιες θα κατρακυλήσουν ανήμπορες στο χώμα, φύλλα νεκρά.
Να ξεπλύνω τα αισθήματά μου στα ορμητικά νερά του καταρράκτη για να φύγουν τα μικρά κι ευάλωτα στη ροή του νερού για τις μεγάλες θάλασσες. Να μείνουν όσα έχουν όγκο, βάρος, μέγεθος και παραμένουν άφοβα κι ακλώνητα στα ορμητικά ρεύματα των πειρασμών και των ψευδαισθήσεων.
Να παραδώσω το σώμα μου στην επιθετική ζεστασιά των ιαματικών υδάτων, μήπως και λυθούν οι κόμποι των μάταιων προσδοκιών του, οι μυικές συσπάσεις των πόνων του να χαϊδευτούν, η ερωτική του λαχτάρα να χορτάσει, για λίγο να καταπαύσει.
Να επιτρέψω την παρεμβολή αυτής της παρένθεσης στη ζωή μου, προκειμένου να την ξαναδώ με βλέμμα καθαρότερο.
Τι προσπαθώ να πω; Προσπαθώ να πω πως αγωνίζομαι να δω τη αλήθεια της ψυχής μου, της ζωής μου, των σχέσεων με τα αγαπημένα πρόσωπα. Αυτή είναι όλη μου η αγωνία: η αλήθεια και η ελευθερία της. Κατεξοχήςν δώρο της Χάριτος και μια κίνηση του ανθρώπου προς αυτήν. Το πρώτο δεν είναι στο χέρι μας. Μόνο να το ζητούμε μπορούμε. Η κίνηση όμως, ακόμα κι αν μέσα σε όλη μας την αδυναμία περιορίζεται μόνο στο αίτημα της δωρεάς, είναι δική μας υπόθεση.
Το Λουτράκι είναι ένα χωριό στην επαρχία Αλμωπίας, στο βόρειο τμήμα του Ν.Πέλλης, πάνω στο Καϊμακτσαλάν που στην απέναντι πλευρά του έχει το γνωστό χωριό του αγίου Αθανασίου, στο οποίο καταφεύγουν οι φίλοι του σκι όταν το όρος σκεπάζεται από χιόνι και το χιονοδρομικό του κέντρο προσφέρει αφιδώς αναψυχή στους εραστές του αθλήματος.
Το Λουτράκι όμως είναι ένα αληθινό χωριό σε αντιπαράθεση με αυτό του αγίου Αθανασίου που ειναι ψεύτικο: ανακαινισμένο και αναπτυσσόμενο, υποταγμένο στις βουλές των νεόπλουτων που καταφτάνουν ορδές τις λευκές μέρες του χειμώνα προκειμένου να είναι trendi και in.
Στο Λουτράκι κατοικούν ντόπιοι που αγαπούν τον τόπο τους περισσότερο από τα χρήματα που τους αφήνουν τα παρακείμενα λουτρά του Πόζαρ. Είναι ένα χωριό νοικοκυρεμένο, πεντακάθαρο, γεμάτο κήπους, περβάζια με γλάστρες, ανθρώπους καλοκάγαθους και προσηνείς. Καθώς τα γράφω αυτά σκέφτομαι πως το ένα χωριό με το άλλο έχουν μια βασική διαφορά που τραβά ανάμεσά τους μια κόκκινη διαχωριστική γραμμή χωρίζοντας το βουνό στα δύο. Στον άγ. Αθανάσιο πηγαίνουν άνθρωποι υγιείς, πλούσιοι και κατά κύριο λόγο νέοι. Στο Λουτράκι πηγαίνουν ασθενείς, συνήθως μεσαίας τάξης και κυρίως ηλικιωμένοι. Οι πρώτοι θέλουν να δαμάσουν, να επιδείξουν και να χαρούν την ομορφιά και τα πλούτη τους, οι δεύτεροι να απαλύνουν τη φθορά, να μειώσουν τις απώλειές της, να παρηγορήσουν την αρρώστια και τους πόνους της.
Βγαίνοντας από το χωριό και ανηφορίζοντας προς το βουνό, σε ελάχιστα λεπτά με το αμάξι φτάνεις στις πηγές του Πόζαρ. Μπορείς να πας στις κλειστές πισίνες, τις μικρές ατομικές ή τις ομαδικές μεγαλύτερες, αλλά μπορείς να ανηφορίσεις λίγο παραπάνω και να βουτήξεις στην ανοιχτή πισίνα που έχουν διαμορφώσει ακριβώς κάτω από τον ιαματικό καταρράκτη. Σε προηγούμενη επίσκεψη το θέαμα που αντίκρυσα ήταν ολότελα σουρρεαλιστικό. Μέσα στην καρδιά του βουνού έβλεπες παντού στα μπαλκόνια των σπιτιών και των ξενοδοχείων απλωμένες πετσέτες μπάνιου, στους δρόμους ανθρώπους με μπουρνούζια, σαγιονέρες και βρεγμάνα μαλλιά, ένα πλήθος που έχεις συνηθίσει να το βλέπει με ανάλογη περιβολή στην θάλασσα και στην παραλία όχι όμως και μέσα στα εκατοντάχρονα πλατάνια ενός τέτοιου βουνού.
Η ανοικτή πισίνα δέχεται τα νερά του ιαματικού καταρράκτη ακριβώς δίπλα στα νερά του παγωμένου. Στην παρακάτω φωτογραφία εικονίζεται ο δεύτερος. Δεξιά του είναι ο πρώτος, αλλά δεν φαίνεται. Πολλοί, αφού βουτήξουν πρώτα στα ζεστά νερά που έχουν θερμοκρασία σώματος, πηγαίνουν και λούζονται δίπλα στα κρύα. Αυτοί είναι οι πολύ γενναίοι. Η μικρή πισίνα έχει ύψος πενήντα πόντων και ο πάτος της είναι στρωμένος με λεπτό άσπρο χαλικάκι. Το νερό έχει συνεχόμενη ροή και φεύγει από την άλλη άκρη της για να ενωθεί κατόπιν με το δίδυμο αδερφάκι του και να πάρουν μαζί τον δρόμο για τη θάλασσα. Σε άλλους ειναι αρκετό να ξαπλώνουν ή να μένουν καθισμένοι μέσα στο ζεστό νερό και να χαζολογούν, να κάνουν αστεία και να κουτσομπολεύουν αθώα, ενώ άλλοι επιδιώκουν όσο μπορούν συχνότερα να σταθούν όρθιοι ακριβώς κάτω από την ορμητική ροή του νερού για να επωφεληθούν από το φυσικό μασάζ στον αυχένα, την πλάτη, τη μέση, τα γόνατα. Είναι τέτοια η ορμή που όσο κι αν θέλεις δεν μπορείς να την αντέξεις για πολύ και ευχαρίστως παραχωρείς τη θέση σου στον επόμενο. Το νερό σε δέρνει άγρια, σε χτυπά όπως η μάνα σου όταν ήσουν παιδί με την παντόφλα, κοκκινίζεις και τσούζεις, τρέμεις ολόκληρος καθώς η δύναμη του παθιασμένου νερού σε έχει γυμνάσει όπως κάνει η δύναμη του αλόγου πάνω σου όταν κάνεις ιππασία.
Μα σήμερα δεν υπάρχει πουθενά ψυχή. Η εξωτερική πισίνα είναι γεμάτη πέτρες και χώματα, όλα λευκά, ίσως από το θειάφι, που κατέβασαν από το βουνό οι ραγδαίες βροχές των περασμένων ημερών. Είναι νύχτα. Κανένας υπάλληλος για να κόψει το συμβολικό εισιτήριο των δύο ευρώ. Λουόμενος κανείς. Ανηφορίζουμε λίγο παραπάνω και βρίσκουμε τις φυσικές γούρνες που αχνίζουν, φτιαγμένες από το άδολο χέρι της φύσης για να χωρούν ίσα ίσα δυο ανθρώπους. Η απόλυτη ησυχία ως απουσία κάθε ανθρώπινου ηχου ή μηχανικού θορύβου, τα αχνά φώτα των μακρινών προβολέων, ο ακόρεστος παφλασμός του νερού και οι ατμοί που ψύχονται καθώς βγαίνουν καθάριοι από το ζεστο΄νερό, συνθέτουν μια αληθινά μυθική ατμόσφαιρα.
Μπαίνουμε στη γούρνα και λίγο λίγο αφηνόμαστε στην αγκαλιά των στιλπνών βράχων που μας προσφέρουν γενναιόδωρα ασφάλεια και σταθερότητα ακλόνητη. Παραδινόμαστε ολότελα στην επιθετική αγάπη των ιαματικών νερών. Μέσα σε σαρανταπέντε λεπτά το σώμα έχει μαλακώσει, η ψυχή αλαφρώνει και γλυκαίνει, το άγχος το έχει παρασύρει πολύ μακριά το ρεύμα του ποταμού. Τα βάρη ταξιδεύουν μαζί με τις πέτρες, τα ξύλα, όσα είναι για να φύγουν.
Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο της κυρίας Αθηνάς. Μαζί με τον καφέ και την ζεστή σοκολάτα έρχονται μηλόπιτα και τρουφάκια από τα χρσά της χέρια. Τη βρίσκουμε να κάθεται στο σαλονάκι με κλειστή την τηλεόραση, πλέκοντας το πλεκτό της μέσα στην απόλυτη ησυχία και αυτάρκεια. Το επόμενο πρωί θα πάρουμε το μονοπάτι πάνω από τους καταρράκτες, θα ανεβούεμ το βουνό όσο βαστούν τα πόδια μας, θα δούμε από ψηλά το μεγαλείο της ομορφιάς, τα χρώματα του φθινοπώρου, τους καημούς και τις θλίψεις της ζωής. Θα αναπνεύσουμε την πρωινή δροσιά, θα φωτογραφίσουμε τις μνήμες και το παρόν μας. Θα καλημερίσουμε τη νέα μέρα, το νέο φως, το νέο οξυγόνο, τα παλιά και κουρασμένα φύλλα που πέφτουν, το νέο βλέμμα, την παρένθεση που φώτισε το κυρίως θέμα της καθημερινότητας και θα δώσουμε ένα ραντεβού ακαθόριστο σαν υπόσχεση να αγαπιόμαστε για πάντα.