Ήμουν μικρό παιδί ακόμα. Οι συγγενείς από την μεριά της μαμάς από αριστεροί είχαν γίνει φανατικοί πασοκτσήδες, -κάτι που ευνοούσε ιδιαίτερα τις επιχειρήσεις τους. Όταν τους επισκεπτομασταν στις γιορτές τους, η αρχική ευθυμία της γιορτής κατέληγε πάντοτε σε καβγά καθώς οι δικοί μου ήταν αδιαπραγμάτευτοι δεξιοί. Τον καιρό εκείνο οι άνθρωποι έπαιρναν πολύ στα σοβαρά τα κόμματα και τις πολιτικές τους. Σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι γελούν μ' εκείνα τους τα καμώματα. Μόνο στα μάτια των παιδιών οι ακραίες εκείνες συμπεριφορές ήταν από τότε καμώματα ακατανόητα και δυσάρεστα μέσα στην ασάφειά τους.
Ανάμεσα στους συγγενείς ήταν και ο θείος Φανούρης. Αυτός όμως δεν ήταν αληθινός θείος μου μιας και στην πραγματικότητα καμία συγγένεια δεν είχα μαζί του. Νομίζω πως ήταν κουμπάρος κάποιου θείου μου, αλλά τον καιρό εκείνο όλοι οι άντρες ήταν για μας "θείοι" και όλες οι γυναίκες "θείες" αντίστοιχα. Όλοι έμοιαζαν πολύ μεγάλοι στα μικρά μας μάτια κι ας ήταν λίγο πάνω από τριάντα ή σαράντα. Σχεδόν για γέρους τους λογαριάζαμε. Τώρα όμως που το ξανασκέφτομαι ίσως ο θείος μου ο Φανούρης να ήταν ο μόνος πραγματικός μου θείος.
Είχε μέτριο ανάστημα, πάντα πολύ κομψά ντυμένος και συνήθως μ' ένα γκρι κουστούμι, άσπρο μπουζάτο πουκάμισο και γκρι μεταλιζέ γραβάτα. Είχε φαλάκρα και τα λίγα του μαλλιά ήταν πυκνά σγουρά και γκρίζα σαν το κουστούμι του, ενώ το μουστάκι του χαμογελούσε.
Ήμουν στ' αλήθεια πολύ μικρό παιδί ακόμα, ίσως έξι εφτά χρονών. Ο θείος ίσως να ήταν γύρω στα πενήντα, ίσως και πολύ λιγότερο.
Κάθε φορά που ξεκινούσαμε να πάμε σε μια γιορτή των συγγενών μου μ' έπιανε στεναχώρια γιατί ήξερα πως αργά ή γρήγορα η γιορτή θα κατέληγε σε καβγά. Είχα όμως και μια χαρά μεγάλη που νικούσε την στεναχώρια γιατί ήξερα επίσης πως εκεί θα συναντούσα τον θείο τον Φανούρη. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας άνθρωπος γελαστός. Πάντοτε γελαστός.
Τον θυμάμαι να κάνει συνέχεια πλάκες, να λέει ανέκδοτα, να τους πειράζει όλους, να διασκεδάζει όποιον τύχαινε να κάθεται δίπλα του. Μέχρι σήμερα και μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια δεν μπορώ ούτε για μια στιγμή να τον θυμηθώ σοβαρό, αγέλαστο ή κατηφή. Θα μπορούσα τώρα δα να τον ζωγραφίσω όπως ακριβώς ήτανε, -πράγμα σπάνιο για μένα που δεν διατηρώ μνήμες από την παιδική μου ηλικία-, και μόνο γελαστό θα μπορούσα να τον απεικονίσω. Ήταν ξεχωριστά ευκίνητος. Σχεδόν αεικίνητος. Ήτανε σκανδαλιάρης σαν μικρό αγόρι με δυο πανέξυπνα σκιστά μαύρα μάτια που άστραφταν από εξυπνάδα.
Μια ντουζίαν παιδιά μαζευόμασταν αμέσως τριγύρω του και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια. Δεν ήξερα τότε πόσο τον αγαπούσα.
Ποτέ δεν τον αγκάλιασα. Ποτέ δεν αλλάξαμε μια ιδιαίτερη κουβέντα οι δυο μας. Ήθελα όμως να είμαι συνέχεια δίπλα του, κοντά του. Ακόμα κι όταν μας άφηνε και πήγαινε να κάνει τα αστεία του στις παρέες των μεγάλων τα μάτια μου δεν ξεκολλούσαν από πάνω του. Με πολύ λίγους ανθρώπους μου συνέβαινε αυτό, από τότε μέχρι σήμερα. Φαίνεται πως ήμουν φτιαγμένη από μια αλλόκοτη ράτσα που ήθελε να απομακρύνεται από τους ανθρώπους ή να τους βλέπει από μακριά. Να στέκεται στο περιθώριο, στην άκρη της ζωής ακόμα κι όταν συχνά ήμουν το επίκεντρο.
Και ήμουν ακόμα μικρό παιδί όταν έπεσε σαν κεραυνός στο σπίτι η ειδηση πως ο θείος ο Φανούρης πέθανε από καρδιά. Αυτός ήταν ο πρώτος ακατανόητος θάνατος που βίωσα μιας και ήδη είχα χάσει όλους τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου. "Πώς γίνεται να πεθαίνει ένας γελαστός άνθρωπος που το μόνο που έκανε ήταν να δίνει σε όλους χαρά; Από τι πέθανε; Τι δεν άντεξε η καρδιά του, την χαρά;" Δεν το πίστεψα. Στην επόμενη γιορτή όμως ο θείος Φανούρης έλειπε και η γιορτή δεν ήταν πια γιορτή.
Κάθε χρόνο του αγίου Φανουρίου τον σκέφτομαι έντονα. Τώρα πια ξέρω πόσο τον αγαπούσα και πόσο τον αγαπώ. Τόσο πολύ τον αγαπούσα και τον αγαπώ που ενώ ξέρω καλά ποιος είναι ο άγιος Φανούριος, άμα κλείσω για λίγο τα μάτια το πρόσωπο του αγίου στην εικόνα του αλλάζει αστραπιαία και την θέση του παίρνει το πρόσωπο του θείου μου.
Τόσο πολύ τον αγαπούσα και τον αγαπώ που δεν ανήκει στο παρελθόν ούτε στο μέλλον. Είναι μέσα στο απόλυτο παρόν μου, εδώ μπροστά μου τώρα ακριβώς, χαμογελαστός όπως πάντα με όλη του την σάρκα, το γκρι του κουστούμι και το μαύρο σκαρπίνι του.
Τόσο πολύ, που μετά από τόσο καιρό απουσίας από αυτό εδώ το μπλογκάκι, ένα ολόκληρο καλοκαίρι για το οποίο κάτι θα όφειλα να πω, ή έστω να ξεκινήσω λογικά ευχόμενη ένα καλό φθινόπωρο και μια καλή χρονιά σε όλους σας, εγώ τώρα γράφω γι' αυτόν τον άνθρωπο.
Όμως φανείτε επιεικείς μαζί μου για να είμαι κι εγώ με τον εαυτό μου λιγότερο αυστηρή αφού η ζωή και η αγάπη δεν είναι υπόδουλες της λογικής.
Συχνά είναι άναρχες και οι δύο κι εκεί βρίσκεται η χάρη τους όλη.
Και αφού χθες ήταν του αγίου Φανουρίου και άρα και του θείου μου του Φανούρη και σήμερα του αγίου Μωυσή του Αιθίοπα που τελείως παράλογα κι αυτός από λήσταρχος έγινε ερημίτης χάριν μιας αγάπης μεγάλης, είπα κι εγώ να γράψω αυτά τα λόγια στη μνήμη του πλέον γενναιόδωρου αυτού ανθρώπου που δεν στέρησε κανέναν από τη δωρεά της χαράς και του γέλιου του.