Όταν κάτι φεύγει, κάτι άλλο έρχεται.
Είναι σα νόμος της ζωής.
Ακόμα κι αν αυτό που έρχεται είναι το κενό.
Άκουσα την εξώπορτα ν' ανοίγει. Σηκώθηκα τρομαγμένη απ' το βαρύ κρεβάτι μου να δω ποιος είναι και είδα την πλάτη του καμπουριασμένη, τα μαλλιά λευκά, τρεμάμενα τα πόδια με δυσκολία τον κρατούσαν.
-Ήρθα να σε αποχαιρετίσω, μου είπε σχεδόν ράθυμα.
-Στο καλό να πας, του απάντησα και είχε μια σκληρότητα η φωνή μου ασυνήθιστη. Του χρόνου να είσαι πιο τρυφερός μαζί μου σε παρακαλώ.
-Μη μου θυμώνεις. Κακία μη μου κρατάς. Δεν είναι όλο το φταίξιμο δικό μου. Μερικά γεγονότα διαλέγουν από μόνα τους τη στιγμή τους. Εγώ δεν διάλεξα τίποτα...
-Όταν ήρθες ήσουν νέος και γεμάτος υποσχέσεις. Θα δουλέψουμε με δύναμη μου είχες πει, θα δημιουργήσουμε, θα γεννήσουμε παρέα. Δε λέω, όλα έτσι έγιναν ή περίπου έτσι. Μα για τα άλλα δεν μου είπες τίποτα. Καμία υπόνοια, προειδοποίηση καμιά. Ντρέπομαι για σένα. Αφού ήξερες...
-Ήξερα, είναι αλήθεια. Στην αγκαλιά μου κρατούσα δυο από τους αγαπημένους σου και έκανα το παν για να τους κρύψω, να μην τους δεις, να μην πονέσεις.
-Δεν έκανες όμως και το παν για να μου τους ξαναδώσεις πάλι πίσω. Άνοιξες την αγκαλιά σου και πέταξαν με τα φτερά που εσύ ο ίδιος τους έδωσες.
-Μα αφού εσύ καταλαβαίνεις, δεν καταλαβαίνεις; Δεν φτιάχνω εγώ τα φτερά των ανθρώπων. Μόνοι τους τα φτιάχνουν όταν φτάνουν ήδη να συνομιλούν και να συνεργάζονται με τα φτερωτά. Δεν ορίζω εγώ την αγκαλιά μου, δεν διαλέγω αυτούς που κουβαλώ. Ό,τι μου δοθεί κρατώ. Δεν απλώνω χέρι σε κανέναν. Μόνο κρατώ.
-Μα εμένα δεν με κράτησες.
-Σε κράτησα μικρή μου, δεν το ένιωσες; Σου έδωσα χίλια χρώματα να παρηγορηθείς και μουσικές για να χορεύεις.
-Λόγια όμως δεν είχα πια...
-Κάποτε δεν υπάρχουν λόγια κι ίσως δεν ήμουν εγώ που θα μπορούσα να σου τα δώσω τέτοιες ώρες. Κοίταξέ την, την βλέπεις; Αυτή θα σου τα δώσει. Θα σου χαρίσει ακόμα και την ηλικία την νέα, αυτήν που σου ταιριάζει, την πιο αθώα παιδική μαζί με μια τουλίπα κόκκινη.
Την είδα τότε την ωραία, την πάγκαλη Άνοιξη, θεά του έρωτα της πρώτης νιότης να μου χαμογελά γλυκά και να μου δίνει την τουλίπα.
Ναι, ήταν αυτή η τουλίπα που φύτεψα με τα χεράκια μου το φθινόπωρο ελπίζοντας πως μια μέρα θα γίνει λουλούδι που θα ευαγγελιστεί την άνοιξη.
Πήρα με συγκίνηση το άνθος, το κοίταξα βαθιά μες στα μωρουδιακά του μάτια και χαμογέλασα μετά από καιρό. Πάνω που ξεμάκραινε ο γέροντας με σκυμμένο το κεφάλι κι όλη τη θλίψη που αμείλικτα του έδωσα αντίο, τον πρόλαβα και του έβαλα στο γηρασμένο χέρι το ανήμπορο, το λουλουδάκι.
-Πάρε την τουλίπα μαζί σου να σου δείχνει τον δρόμο. Στα χέρια σου τα κρύα δεν θα μαραθεί και θα 'σαι εσύ που θα μου την προσφέρεις του χρόνου, έτσι για να φέρουμε τούμπα τον καιρό. Συγχώρεσέ με, Χειμώνα, του είπα. Σπλαχνίσου την σκληρότητά μου. Δεν ήξερα αλλοιώς να αντέχω. Έπρεπε κάπου να αποδώσω την ευθύνη των δυο θανάτων που έζησα στις μέρες σου, η φτωχή, σαν να 'φταιγαν οι μέρες σου που τα πουλιά μου γίναν μες στο καταχείμωνο αίφνης από κατοικίδια αποδημητικά. Με κράτησες κι ας μην κατάφερα να αποδεχθώ τις απώλειες. Με κράτησες όμως, είναι αλήθεια κι όσο μπορούσες με παρηγόρησες, το παραδέχομαι. Και τώρα όρθια ξανά, εδώ σ' αυτό το κατώφλι, υποδέχομαι την Άνοιξη. Εδώ στα μέσα της Σαρακοστής, και μες στο πλήθος λογισμών ανόητων, θλιβερών και απέλπιδων, όρθια πάλι. Ανάμεσα σε βέλη που χτυπούν όλες τις αχίλλειες πτέρνες μου που είναι πολλές, όρθια ακόμα, είμαι εδώ, παρ' όλα αυτά, ελπίζοντας πως θα 'ρθει η Ανάσταση που κι αυτήν εσύ την προετοίμασες αγαπημένε...
Αυτά του είπα και χάθηκε η σεβάσμια μορφή του μέσα στην ομίχλη και τη βροχή.
Έβαλα την Άνοιξη στο σαλόνι. Της πρόσφερα ροδάκινο κομπόστα και αρχίσαμε σαν από πάντα φιλενάδες να τα λέμε... Στην αγκαλιά της έγειρα κι έκλαψα πικρά μέχρι που αποκοιμήθηκα και τότε είδα στον ύπνο μου τόσα πολύχρωμα πουλιά που τ' άκουγα ολοζώντανα να κελαηδούν πάνω από τα δέντρα κι απ' τους εφτά ουρανούς πιο πάνω, και μέσα τους ξεχώρισα όλα τα δικά μου και τα πλέον αγαπημένα γιατί φορούσαν το καθένα στο μικρό του κεφαλάκι φωτοστέφανο κόκκινο που φανέρωνε στα μάτια μου τα διψασμένα, πως ο γερο-Χειμώνας είχε προφτάσει κιόλας και δίχως να του το ζητήσω, τους χάρισε από ένα πέταλο της κόκκινης τουλίπας μου μη μου περάσει από το νου πως γίνεται να με ξεχάσουν...