Labels

Saturday, February 21, 2009

Το παιδί της μιας ημέρας


Γυμνό παιδί διασχίζει την άμμο τρέχοντας και προχωρά ίσια στη θάλασσα. Στη θάλασσα τρέχει γυμνό κι ανάβει όλα της τα καντήλια, ένα ένα τα ναυάγια που αιώνες τώρα χώρεσε στους κόλπους της τους γαλάζιους και απέραντους.
Ψελλίζει τα ονόματα των ναυτικών που πήρε το κύμα, των προσφυγόπουλων, των γυναικών που αναζητούσαν καλύτερη ζωή, των παιδιών που δεν χόρτασαν παιχνίδι. Των γονέων, των αδελφών, των συζύγων, των παπούδων, των φίλων, των ερώτων όλων.
Ψελλίζει ένα ένα τα ονόματα των καραβιών, τις κουπαστές τους ονομάζει, τα πανιά και τα κατάρτια τους, τα σπασμένα κουπιά, τα τρύπια σωσίβια. Τίποτα δεν αφήνει αβάφτιστο το μικρό γυμνό παιδί.Τίποτα δεν λησμονεί να αναφέρει.
Κι όσο τρέχει πάνω στο νερό τόσο στο βήμα του το αερικό και στα λογάκια του τα αθώα και σοφά, ανάβουνε καντήλια οι μνήμες των ανθρώπων και των πραγμάτων που χάθηκαν, που κάποτε καταποντίστηκαν στην άγνωστη αγκαλιά των βυθών.
Κι ύστερα βουτά στα βάθη των ωκεανών να συναντήσει ό,τι δεν γνώρισε και ό,τι δεν άκουσε στις διηγήσεις των ψαράδων. Άφοβα βουτά χωρίς φιάλες οξυγόνου και βατραχοπέδιλα. Γυμνό βουτά όπως το γέννησε η μάνα του την πρώτη του την μέρα. Αυτήν που διάλεξε να βγει και να την τρέξει. Δεν ξέρουν από φόβο τα παιδιά. Έχουν φτερά, έχουνε λέπια και πτερύγια. Έχουνε βράγχια και καρδιά ψαριού, πουλιού και πεταλούδας. Σύννεφου και νερού, αέρα άπιαστου. 
Έξω από τον χρόνο και στην πιο μυστική του ουσία κάτοικοι, περνούν αστραπιαία από τους αιώνες και χαϊδεύουν το ανέγγιχτο. Χαμογελούν στις πέτρες, στα κοράλλια και στα φύκια και στο όνομα της αγνής αγάπης τους σώζουν το απειροελάχιστο μόριο της ύλης και του άυλου. Του έμψυχου και άψυχου.
Μια θάλασσα καντήλια άναψε σήμερα το μικρό γυμνό παιδί της μίας ημέρας. Κι άστραψε ο κόσμος φως από τον Άδη μέχρι τα ουράνια. Παρηγορήθηκαν τα απαρηγόρητα και χαμογέλασαν τα σπαραγμένα. Πρόσωπα ανθρώπων ζωντανών που πρόσφεραν την καρδιά τους λάδι να ανάψει το φυτίλι της πεθυμιάς τους το μικρό παιδί, αυτό της μιας ημέρας που την είπαν Ψυχοσάββατο. 
Καθώς η νύχτα πέφτει κι η μέρα ετούτη απομακρύνεται δειλά και ντροπαλά σα γυναίκα που ετέλεσε το χρέος της και σεμνά αποχωρεί να μην ακούσει τους αχρείαστους και κολακευτικούς επαίνους όσων δεν νιώθουν χρέος τι θα πει, το παιδί που διέσχισε και κατέβηκε στη θάλασσα του Άδη κι άναψε τα καντήλια του, δελφίνι ξεπετάγεται από το νερό, βγάζει φτερά χρυσά που ακόμα στάζουν αρμυρό νερό -που δεν είσαι σίγουρος αν είναι όντως της θάλασσας νερό ή δάκρυα όσων πίσω έμειναν για να θυμούνται-, κι ανεβαίνει ψηλά. Σκίζει με τρυφερότητα περίσσια το μαύρο, το κρύο, την απόσταση. Ξεπερνά το άγνωστο μυστήριο και πάει πίσω σπίτι του να αναπαυθεί στην βρεφική του κούνια. Σταυρώνει τα χεράκια, κλείνει τα λαμπερά του μάτια, τα χρυσά του το σκεπάζουν απαλά και αρχίζει να ονειρεύεται πως έφτασε η μέρα της γιορτής της πιο μεγάλης.
Της μέρας που κανείς δεν θα έχει μείνει πίσω να θρηνεί, λάδι να δίνει και φυτίλι, πρόσωπα να νοσταλγεί και χάδια κι αγκαλιές, χαμόγελα που φτεροκόπησαν.
Της μέρας που όλα θα είναι παρόν και όλοι ένα.
Καληνύχτα παιδί του Ψυχοσάββατου...
Σ' ευχαριστούμε...

4 comments:

  1. Πόσο γεμάτη είναι η μέρα αυτού του παιδιού!!!
    Τι όμορφη που είναι η ιστορία του!!!

    ReplyDelete
  2. Ναι, όμορφη, παράξενη και γεμάτη μυστήριο...
    Καλή βδομάδα φίλε μου!

    ReplyDelete
  3. Καλησπέρα Βασιλική...Έγραψες...

    ReplyDelete
  4. Αχ, Artanis, το γιατρικό μου κι η αρρώστια μου...
    Καλή μέρα, όλα καλά!

    ReplyDelete

Σχόλια