Φωνές, φωνές. Άκου καρδιά μου, έτσι όπως μόνο
οι Άγιοι άκουαν. Ώστε το γιγάντιο κάλεσμα
τους σήκωνε απ' το χώμα. Όμως αυτοί οι απίθανοι,
έμεναν γονατιστοί κι ούτε που το πρόσεχαν.
Τόσο πολύ άκουαν. Όχι πως τώρα εσύ θε ν' άντεχες
τη φωνήτου Θεού, διόλου. Άκου όμως το Φύσημα
το ακατάπαυστο Μήνυμα το φτιαγμένο από Σιωπή.
Αυτό τώρα βουίζοντας απ' τους νέους εκείνους νεκρούς προς εσένα κυλά.
Όπου κι αν μπήκες, στις εκκλησιές της Ρώμης ή της Νάπολης,
μήπως δεν στράφηκε να σου μιλήσει ήρεμα η μοίρα τους;
Είτε κι έφερε πάνω της μεγαλόπρεπα για χάρη σου μια επιγραφή,
όπως πρόσφατα εκείνη την πλάκα στη Σάντα-Μαρία Φορμόζα.
Μα τι ζητούν αυτοί από μένα; Ήσυχα θα πρέπει του Άδικου
την εντύπωση ν' αποδιώξω, που πότε πότε την καθαρή
των πνευμάτων τους κίνηση εμποδίζει λιγάκι.
Βέβαια, είναι παράξενο να μην κατοικείς πια στη γη,
συνήθειες που μόλις έμαθες πλέον να μην εξασκείς,
να μη δίνεις πια το νόημα ενός ανθρώπινου μέλλοντος
σε ρόδα κι άλλα πράγματα, που σκόπιμα υπόσχονται κάτι.
Ό,τι ήσουν ανάμεσα σε χέρια αγωνίας ατέλειωτης
να μην είσαι πια κι ακόμη και το ίδιο σου το όνομα
να παρατάς σαν να ήταν ένα σπασμένο παιγνίδι.
Παράξενο να μην νιώθεις πια επιθυμίες. Παράξενο, όλα
όσα συνδέονταν με σένα, να τα θεωρείς ξελυμένα μες στον Χώρο
ν' ανεμίζουν. Και το να είσαι νεκρός είναι επίπονο κι όλο ζητά
να συμπληρωθεί, έτσι που να νιώθεις σιγά σιγά και μια στάλα
Αιωνιότητας. Μα όλοι οι ζωντανοί κάνουν το λάθος
με τόσο πείσμα παντού όρια να θέτουν.
Ενώ οι Άγγελοι, έχουν να πουν, συχνά μήτε που θα γνώριζαν
εάν ανάμεσα σε ζωντανούς ή σε νεκρούς βαδίζουν. Το αιώνιο ρεύμα
παρασύρει μαζί του όλες τις ηλικίες και στους δυο κόσμους
και μέσα στους δυο η βουή του τις σκεπάζει.
Τέλος, δεν μας έχουν πιια ανάγκη, όσοι πρόωρα έχουν φύγει.
Απαλά κανείς τα γήινα ξεσυνηθίζει, όπως ήρεμα μεγαλώνει
απ' της μάνας του το στήθος και τ' αφήνει. Όμως εμείς που τόσο
μεγάλα μυστικά έχουμε ανάγκη, απ' όπου τόσο συχνά με πένθος
πρόοσος ευλογημένη αναβλύζει, θα μπορούσαμε
να υπάρχουμε δίχως τους νεκρούς;
Είναι τάχα μάταιος ο θρύλος, πως με τον θρήνο για τον Λίνο,
τόλμησε η πρώτη Μουσική την ξεραμένη ακαμψία να διαπεράσει;
Πώς μέσα στον τρομαγμένο Χώρο, που ξάφνου την εγκατέλειπε για πάντα
εκείνος ο σχεδόν θεϊκός έφηβος, το Κενό για πρώτη του φορά
πήρε την δόνηση εκείνη,
που εμάς τώρα συνεπαίρνει και παρηγορεί και βοηθά;
Απόσπασμα από την Πρώτη Ελεγεία του Rilke, 'Οι ελεγείες του Ντουϊνο", μτφ. Δ.Γκότση, εκδ. Αρμός 2000.
Καλό μήνα, καλή Άνοιξη, αναπαυμένοι πάντα οι νεκροί μας κι άμποτε μια μέρα να συναντηθούμε πάλι όλοι μαζί στην μεγάλη γιορτή που πλησιάζει.
Χαρισμένο στον αγαπημένο μου σκηνοθέτη και φίλο αδερφικό, τον Θωδ Εσπίριτου που γιορτάζει αύριο τα γενέθλιά του. 'Ναι, πραγματικά οι Άνοίξεις σε χρειάζονταν. Και κάποια αστέρια σ' εμπιστεύονταν πως θα μπορέσεις να τα νιώσεις"....
Γιατί 'εμείς εκεί που αγαπάμε γινόμαστε αχνός'.... Rilke