Labels

Monday, November 26, 2007

Το περιβόλι τ' ουρανού!




Χαρισμένο στον Άρη Δαβαράκη που σήμερα γιορτάζει!
Κι όταν γιορτάζει ο πολυαγαπημένος μου αδερφός, γιορτάζω κι εγώ!
Αυτή η ζωγραφιά είναι: "Το περιβόλι τ' ουρανού" που ζωγράφισαν τα παιδιά της Γ΄Δημοτικού στο 8ο Δημ. Σχολείο Συκεών Θεσ/νικης. Το περιβόλι που ονειρεύτηκα το βράδυ, πριν το δω το επόμενο πρωί, ζωγραφισμένο στον πίνακα της τάξης τους. Το τι γιορτάζει ο Άρης θα το γράψουμε μόλις το γράψει και ο ίδιος στο μπλογκ του. Το δωράκι αυτό, είναι, ας πούμε, ο προάγγελος της χαράς του...
Το τραγούδι είναι το "Στη μνήμη μιας παλιάς φωτογραφίας" από το cd "Μπαλάντες της οδού Αθηνάς" του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους του Άρη.

Wednesday, November 21, 2007

Γράμμα στον Γαλάζιο μου Μπαμπά.

Τι μεγάλος που είναι ο κόσμος Μπαμπά!
Ψηλός, μακρύς, τόσο πολύ φαρδύς…
Πώς να τον χωρέσουν τα μάτια μου; Όλο μου περισσεύει.
Κι οι άνθρωποι, Μπαμπά, είναι τόσο μεγάλοι! Απλώνουν το χέρι κι όλα τα φτάνουν. Ίσως γι’ αυτό να νομίζουν πως μπορούν εύκολα να φτάσουν και τον ουρανό.
Κι εγώ τόσο μικρός, Μπαμπά! Το μπόι μου όλο, φτάνει με το ζόρι ίσα με το γόνατό τους. Τα χέρια μου υψωμένα, ως τη μέση τους. Μόνο αν γονατίσουν μπροστά μου έρχεται κοντά μου το πρόσωπο και η καρδιά τους.
Κοντά μου το χώμα από το οποίο μ’ έφτιαξες και το νερό της βροχής που γονατίζει μέσα του. Η θάλασσα που όλα τα σηκώνει κι η άμμος που τα σβήνει όλα. Τα εφήμερα χόρτα, τα λουλούδια τα μικρά.
Τα δέντρα είναι κι αυτά μεγάλα σαν τους ανθρώπους και τους δράκους των παραμυθιών. Το ίδιο και τ’ αναρριχώμενα φυτά που νομίζουν σαν τους ανθρώπους πως γρήγορα θα φτάσουν ως τον ουρανό, αλλά σταματούν εκεί που σταματά ο τοίχος που τα στηρίζει.
Τι πολλά που είναι τα λόγια του κόσμου, Μπαμπά!
Μεγάλα λόγια κι ακατανόητα. Οι περισσότερες λέξεις, μου είναι άγνωστες κι ίσως γι’ αυτό και κρύες. Λίγες απ’ αυτές καταλαβαίνω κι είναι αυτές που με ζεσταίνουν σαν τα γλυκόλογα που ψιθυρίζονται στ’ αφτί. Καμιά φορά είναι τόσο δυνατές οι λέξεις, ηχούν τόσο βαριά, σαν το σώμα των μεγάλων. Τρομάζω από τη δύναμη και φεύγω από τα μέρη που πολλοί άνθρωποι μιλούν όλοι μαζί, σπρώχνονται, φωνάζουν και σηκώνουν τα χέρια ψηλά σαν τους δράκους που βγάζουν από το στόμα τους φωτιά. Ναι, φεύγω τρέχοντας και κρύβομαι στο δωμάτιό μου. Εκεί δεν έχω εγώ παιχνίδια σαν όλα τα άλλα παιδιά. Έχω μόνο χαρτιά, χρώματα, μολύβια κι ένα γαλάζιο φωτάκι πάντοτε αναμμένο. Αυτό που μου χάρισες μόλις γεννήθηκα. Είχες γράψει τότε ανεξίτηλα στην καρδιά μου:
‘Δεν θα είσαι μόνος ποτέ, αρκεί να φυλάξεις αυτό το γαλάζιο φως που είναι κομμάτι της ουσίας μου, αναμμένο. Τις νύχτες που θα φοβάσαι, να το κοιτάς στα μάτια μέχρι να γίνονται γαλάζια τα μάτια σου.’
Μου λένε να τρώω όλο μου το φαγητό, Μπαμπά, για να μεγαλώσω και έτσι εγώ τρώω όσο πιο λίγο γίνεται γιατί δεν θέλω να μεγαλώσω. Δεν θέλω να γίνω άνθρωπος μεγάλος σαν δράκος κι ύστερα να μην χωράω στην αγκαλιά σου. Αφού μου το είπες, πως στην αγκαλιά σου χωρούν μόνο τα παιδιά, χαζό είμαι να μεγαλώσω;
Εσύ, Γαλάζιε μου Μπαμπά, είσαι ο μόνος μεγάλος που ξέρω, και μάλιστα ο πιο μεγάλος από όλους, που είσαι ταυτόχρονα και τόσο μικρός. Ίσως γιατί εσύ είσαι πάντοτε γονατιστός. Καθόλου δε σου φαίνεται που είσαι τόσο μεγάλος. Γι’ αυτό κι εγώ μόνο εσένα θέλω, μόνο την αγκαλιά σου αποζητώ.
Την έκανα πάλι σήμερα την αταξία μου, Μπαμπά. Σε είδα να χαμηλώνεις τα μάτια, να λιγοστεύει το πλατύ σου χαμόγελο. Όταν γίνεται αυτό, νιώθω πως ένας τοίχος υψώνεται ανάμεσά μας. Δεν σε βλέπω πια. Δεν σ’ ακούω. Ούτε το γαλάζιο μου φωτάκι αντέχω να βλέπω στο δωμάτιο.
Στην αρχή τα βάζω μαζί σου. Λέω πως εσύ έχτισες τον τοίχο. Εσύ έκλεισες και την πόρτα του δωματίου. Σου φωνάζω πως είμαι μικρός, δεν φτάνω το χερούλι της πόρτας να την ανοίξω. Κλαίγοντας σου φωνάζω πως εσύ είσαι δυνατός και μπορείς χωρίς εμένα, ενώ εγώ δεν μπορώ. Δεν απαντάς και νομίζω πως έφυγες από το σπίτι. Πως μ’ εγκατέλειψες για πάντα.
Αφού κουραστώ από το κλάμα, γονατίζω στο πάτωμα σαν τη βροχή στο χώμα, και παίρνω το μπλοκ μου. Αρχίζω να ζωγραφίζω ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι και βάζω ωραία χρώματα χαρούμενα. Κάνω ήλιους και φεγγάρια πιασμένα χέρι χέρι, χαρταετούς πολύχρωμους και πουλιά, πολλά πουλιά. Τίποτα απ’ αυτά δεν κάνω για μένα. Όλα για σένα τα κάνω. Για μένα κάνω μόνο τις αταξίες που μας χωρίζουν.
Μα λίγο λίγο, χρώμα το χρώμα γνωρίζω πως θα ξανάρθεις. Γραμμή την γραμμή μαθαίνω πως δεν έφυγες ποτέ απ’ το σαλόνι του κόσμου.
Ύστερα, πίσω από τις ζωγραφιές αρχίζω και γράφω παραμύθια γράμματα σαν κι αυτό. Τίποτα απ’ αυτά που γράφω δεν είναι για μένα ούτε για κανέναν από τους φίλους μου. Μόνο για σένα γράφω, Γαλάζιε μου Μπαμπά. Λέξη τη λέξη, κόμμα το κόμμα, ο τοίχος που η αταξία μου ύψωσε, διαλύεται σαν ομίχλη. Παράγραφο την παράγραφο, η πόρτα ανοίγει. Γίνεται μια ορθάνοιχτη πύλη και σε νιώθω τότε με την πλάτη μου, καθισμένον εκεί στην γαλάζια σου πολυθρόνα, να ξεφυλλίζεις τις εφημερίδες του κόσμου, ρίχνοντάς μου κλεφτές ματιές.
Κάνω πως δε σε βλέπω και γράφω μέχρι να εξαντληθώ. Μέχρι να φτάσω στο τέλος της διάλυσης της ομίχλης. Κι όταν τελειώσω πια, γυρνώ και σε κοιτώ. Εσύ που όλα τα γνωρίζεις, έχεις ήδη αφήσει τις εφημερίδες σου στην άκρη και με περιμένεις γονατιστός μ’ ορθάνοιχτα τα χέρια και μια χαρά που αστράφτει στο γλυκό σου πρόσωπο. Ορμώ στην αγκαλιά σου και με γεμίζεις χάδια και φιλιά. Σου δείχνω τις ζωγραφιές μου, τα παραμύθια μου, όλον μου τον δρόμο σου δείχνω που εσύ ήδη γνωρίζεις. Τον δρόμο της επιστροφής στην αγκαλιά σου. Γελάς γενναιόδωρα και με γεμίζεις βραβεία, μπράβο και εύγε ατελείωτα.
Στο τέλος σκύβεις και μου ψιθυρίζεις μυστικά στ’ αφτί:
‘Παιδί μου μικρό, κάνε όσες αταξίες θέλεις, μα, μη γίνεις ποτέ δράκος που βγάζει από το στόμα του φωτιά. Όσες αταξίες θέλεις κάνε παιδί μου αγαπημένο, μα επέστρεφε σε μένα με τις ζωγραφιές σου, τις λέξεις και τα χρώματα. Μη νομίζεις πως μόνο εσύ δεν αντέχεις μακριά μου. Ούτε εγώ μπορώ χωρίς εσένα. Όποτε θέλεις φεύγε, μα πάντα επέστρεφε.’
Με φιλάς στο μέτωπο απαλά, που ξέρεις καλά πόσο μ’ αρέσει, κι έτσι με παίρνει ο ύπνος μέσα στην γαλάζια σου αγκαλιά. Η νύχτα δεν είναι νύχτα πια. Κι εγώ όλο ονειρεύομαι πως ποτέ δεν ξαναφεύγω από την αγκαλιά σου.
Σ’ ευχαριστώ, Γαλάζιε μου Μπαμπά, που ακόμα δεν κουράστηκες να με περιμένεις, κι ακόμα, τόσο απέραντα να μ’ αγαπάς.

Οι ζωγραφιές είναι παιδιών της Γ΄ τάξης του Δημοτικού σχολείου όπου εργάζομαι, από το μάθημα που κάνουμε μαζί, της ζωγραφικής.

Monday, November 12, 2007

Εν δυο τρία! Εν δυο τρία!



Έλα μικρό μου,
πέρνα το φτεράκι σου απ' τη μέση μου,
-λεπτή γραμμή του ορίζοντά μου
που ενώνει ουρανό και γη-.

Έλα μου, τώρα,που προσμένω μήνες τούτο το βαλσάκι να χορέψουμε,δυο βήματα να κάνουμε μπροστά κι ένα λίγο πιο πίσω,
βήμα το βήμα να διαβούμε όλη τη σάλα της ζωής χορεύοντας.
Έλα, χαρά μ ου,
ανάψανε τα φώτα, άρχισε η γιορτή!
Άσε τον κόσμο να κοιμάται περιμένοντας τα όνειρα.
Εμεις γεννάμε τα όνειρα
αγρυπνώντας μαγεμένοι απ' το αιώνιο φως.
Τη μέρα πίνουμε τον ήλιο
να ξεχειλίσει το φιλί μας τη φωτιά,
τη νύχτα πλέκουμε φωλιές τα δάχτυλα για πεφταστέρια,
να τα στρώσουμε φανάρια στα μονοπάτια της καρδιάς
όταν θά έρθουν μαύρα τα σκοτάδια.
Έλα, ακριβό μου, να χορέψουμε,
εγώ από δω κι εσύ από κει, τα δυο μας
πάνω απο την αποσταση, τις πίκρες και το θάνατο
που νόμιζε μπορεί να μας χωρίσει.
Αγαπούλα μου, έλα,
σβήνουν τα φώτα της γιορτής,
οι οργανοπαίχτες μάζεψαν τις νότες,
κι οι πόρτες κλείνουν με βαριά κλειδιά.
Μας βγάζουν έξω μάτια μου, τέλειωσε, λέει, ο χορός.
Νομίζυον πως μας μέλλει... Τι ξέρουν, άραγε, αυτοί;
Για μας η μουσική ειναι η αδιάκοπη πνοή μας.
Δεν έχει πόρτες ανοιχτές - κλειστές για μας,
αφού στους δρόμους γεννηθήκαμε
κι αυτούς ταχτήκαμε να περπατούμε.
Τους δρόμους που χρυσή κλωστή
υφαίνουν πόντο πόντο οι Κυριακές μας

Κράτα με, μικράκι μου,
χόρευε και γέλα με τ' αθώο γέλιο σου,
αυτό που τόσο γρήγορα χώνεψε μέσα του
τα δάκρυα του κόσμου,
χάιδεψε τη λύπη του, έπαιξε τους καημούς του βόλους...

Κράτα με, χόρευε και γέλα!
Γιορτάζεις σήμερα, αγγελάκο μου!
Τα χέρια μας και τα φτερά μας εκτινάχτηκαν,
αγκάλιασαν τον χρόνο, άυλο και ύλη, σώμα ψυχή.

Κράτα με, χόρευε και γέλα, να σ' ακούω πάντα!
Κάνε γιορτή την κάθε μέρα μου,
κάθε μου μέρα κάνε Κυριακή,
για να σου μοιάζει, μη σε λησμονώ...


Το κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του Θεολόγη-Μηνά που γιόρταζε χθες.
Οι φωτογραφίες είναι του Πορφύρη και τον ευχαριστώ θερμά.
Η μουσική το Οριένταλ βαλς του Κυριάκου Καλαϊτζίδη από το cd Εξορία, εκδ. Εν Χορδαίς, τον οποίο επίσης ευχαριστώ πολύ.

Monday, November 5, 2007

Και μου είπε το Δέντρο


Και μου είπε το Δέντρο:
Στάσου Διαβάτη. Εγώ να προχωρήσω δεν μπορώ. Στάσου να μ’ ακούσεις.
Και στάθηκα.
Σε διάλεξα ανάμεσα στους πολλούς, γιατί εσύ ξέρεις ν’ ακούς τα λόγια των ανθρώπων, των δέντρων, των πουλιών. Την γλώσσα του ανέμου ανασαίνεις και στης φωτιάς τη γλώσσα ξέρεις ν’ αγαπάς.
Σ’ ακούω Δέντρο, είπα.
Μεγάλωσα, Διαβάτη, σε τούτη την αυλή. Εδώ γεννήθηκα δίχως ποτέ να μάθω πούθε ήρθα, ποιο φύσημα μ’ έσπειρε εδώ.
Κανείς δε μου εξήγησε τις εποχές. Δε μου ‘μαθε να μεγαλώνω. Ούτε να προστατεύομαι.
Μόνο ο Καιρός παντοτινός μου δάσκαλος και σύντροφος παντοτινός…
Συνέχισε, Δέντρο, μη διστάζεις, σ’ ακούω.
Την πρώτη μου την Άνοιξη, Διαβάτη, τότε που πρώτη μου φορά έβγαλα φύλλα καταπράσινα και χυμούς πλημμύρισα, νόμιζα πως θα πρασινίζω πάντα. Πως η λάμψη των καινούριων φύλλων μου που άστραφταν τρυφερότατα στο φως του ήλιου και στης σελήνης το απαλότατο άγγιγμα, δεν θα ‘χε τελειωμό. Πως τα πολλά παιδιά μου που αχόρταγα ρουφούσαν απ’ τη γη γλυκούς χυμούς, το τέλος δε θα το γνώριζαν ποτέ. Στάθηκε στα κλαδιά μου τότε ένα πουλί. κι έπειτα κι άλλο κι άλλο. Μέρα και νύχτα τραγουδούσανε τον έρωτα και τη χαρά να ζεις ελεύθερα. Πάνω μου χτίσανε φωλιά κι η συντροφιά τους ήτανε για μένα αιώνια. Το καλοκαίρι μου το πρώτο το νόμιζα απέραντο σαν ουρανό. Όμως δεν ήταν. Με νιώθεις Διαβάτη;
Ήρθε αέρας κρύος. Ήρθε και δυνατός. Δεν είχα δύναμη ν’ αντισταθώ και νόμιζα, -ακόμη νόμιζα-, πως φταίει η ηλικία μου που ήμουν μικρό κι αδύναμο. Απροστάτευτο. Διαβάτη, νιώθεις;
Είδα στο χώμα τα παιδιά μου, τα δικά μου τα παιδιά κατάχλωμα ν’ αργοπεθαίνουν και δεν μπορούσα ούτε να τ’ αγγίξω. Ένα ένα τα παιδιά μου στο χώμα μετρούσα κι ήμουν παιδί. Ένα παιδί στην καρδιά του χειμώνα τρομαγμένο. Απορημένο μπροστά στη βία των καιρών. Και λευκό, στα τέλη εκείνου του Δεκέμβρη. Ένα παιδί δίχως παιδιά, δίχως πουλιά που πέταξαν μακριά να βρούνε άλλες αγκαλιές, θερμότερες απ’ τη δική μου, την κρύα κι άδεια.
Έκλαψα τότε πρώτη μου φορά κι ήταν το κλάμα μου βουβό. Κάτω από το λιγνό μου τον κορμό το κατάπινε μ’ απόλυτη εχεμύθεια το χώμα. Δεν ήξερα ακόμα πως το κλάμα εκείνο επέστρεφε στη γη το χρέος μου για τους χυμούς που τόσο γενναιόδωρα με είχε κεράσει. Τότε δεν ήξερα. Διαβάτη, νιώθεις;
Μα ήρθε γρήγορα η δεύτερη η Άνοιξη. Κι έγιναν πάλι τα δάκρυα χυμός. Λησμόνησα τον πόνο των σκληρών στιγμών. Άρχισα πάλι να χαμογελώ, ν’ ανθίζω δεύτερη φορά και δεν το πίστευα πως μπορώ ακόμα να γεννώ. Όχι, καθόλου δεν το πίστευα. Ένιωθα το κορμί μου να τεντώνεται, να ψηλώνει, πιο θαρραλέα να απλώνει τα κλαδιά, πιο σίγουρα να κρατά τα νιογέννητα παιδιά. Κι ήρθαν πουλιά κι άλλα πουλιά, πολλά πανέμορφα γλυκόλαλα πουλιά.
Κι έτσι τα χρόνια κύλισαν ρυάκι κι άλλοτε χείμαρρος, λίμνη, ποταμός.
Κάθε Φθινόπωρο μία ρωγμή στο σώμα μου. Κάθε Χειμώνας κι ένα αλλιώτικο μαστίγιο. Φύλλο και χωρισμός. Κάθε πουλί μια μνήμη. Και κάθε Άνοιξη νέα μου αρχή, ξανά. Το κάθε Καλοκαίρι βασιλική χαρά σ’ αυτόν τον κήπο σπίτι μου δίχως ντουβάρια και σκεπή. Με νιώθεις…
Συνέχισε γλυκό μου, εδώ είμαι, για σένα είμαι σήμερα.
Διαβάτη μου, μεγάλωσα. Πιστός μου σύντροφος παντοτινός στάθηκε μόνον ο καιρός. Κι είναι ξανά Φθινόπωρο, Διαβάτη… πάλι χρυσό χωρίζομαι τα φύλλα τα χρυσά μου… πάλι θρηνώ κι ας το γνωρίζω πως η Άνοιξη κοντεύει. Μα ως εδώ που έφτασα, στην ηλικία αυτή τη δύσκολη, τόση ζωή και τόσο θάνατο που χώρεσα, τόσο που τα χόρτασα τα δυο τους… πρώτη φορά Διαβάτη μου, απευθύνομαι σε άνθρωπο, -αν είσαι ολότελα άνθρωπος εσύ που νιώθεις τη δική μου γλώσσα. Σπάει η φωνή μου, ντρέπομαι να σου το πω, μα δεν μπορώ, θα σου το πω Διαβάτη…
Με κούρασαν οι εποχές Διαβάτη μου. Γέρασα πια. Δεν το παραπονούμαι κι ο Θεός το ξέρει. Μόνο που τώρα, τώρα μια χάρη θα ‘θελα παράξενη κι ίσως πρωτάκουστη στον κόσμο ετούτο.
Φύλαξε λίγα από τα χλωμά παιδιά μου μες στις χούφτες σου κι ελπίζω η γης να μου το συγχωρέσει που δεν θα της τα αφήσω όλα τούτη τη φορά. Κι όταν όλα θα κείτονται στο χώμα κι εγώ θα στέκομαι γυμνό, -γυμνό στην ηλικία μου δεν είμαι διόλου όμορφο, όλες μου οι φθορές σε δημόσια θέα ξεδιάντροπες, όλες οι μνήμες να χτυπιούνται πάλι από το κρύο, κι εγώ να ντρέπομαι αφόρητα-… Διαβάτη μου, μην αποστρέψεις τα μάτια σου από πάνω μου κι εσύ, τα ωραία καστανά σου μάτια… κοίταξε με όταν κανείς δεν θα κοιτά… χάιδεψε με όταν όλοι θα προσπερνούν ή θα γελούν με την κατάντια μου ειρωνικά καθώς αστόλιστο μες στις γιορτές εγώ θα στέκω… ίσως κι ένα απαλό φιλί, τι δώρο θα ‘τανε για μένα το αφίλητο… μήπως μια λέξη… τάχα πως λίγο μ’ αγαπάς… ακόμα κι άσχημο…
Έτσι… λιγάκι κόντρα στον καιρό η αγάπη σου να μαλακώσει τον αγώνα μου… τον πόνο μου, όχι που πονώ… που δεν αντέχω να πονώ…
Και πάλι αν θέλεις κι αν ίσως το μπορείς… αν δεν το θέλεις κι αν ίσως πάλι δεν μπορείς, φύγε Διαβάτη μου ακριβέ και ξέχασέ με… πες, δε με συνάντησες ποτέ… τόσο που με ξεκούρασες ακούγοντάς με… τόσο πολύ… Με νιώθεις;
Γονάτισα στο χώμα σιωπηλός, εγώ, ο αισθαντικός και μόνος. Τα ρούχα μου έβγαλα ανεπαίσθητα και ξάπλωσα. φόρεσα δέρμα μου τα χρυσωμένα φύλλα, μαλλιά μου, στήθος και καρδιά κι έτσι το φίλησα με το φιλί μου ολόκληρο. Αυτό, που ποτέ δεν έδωσα σε άνθρωπο κανένα. Και ψιθύρισα…
Δεν ξέρω ποια μοίρα Δέντρο και Διαβάτη μας ένωσε. Ξέρω όμως πως μας ένωσε για πάντα. Σ’ όλες τις εποχές, σε λύπες, σε χαρές για πάντα.
Μέσα στα λόγια, μέσα στη σιωπή και στο φιλί. Και στην απόσταση που ίσως κάποιες νύχτες μας τρομάξει. Μαζί θα τα παλέψουμε όλα κι ας γεράσουμε μαζί. Όλα θα τα αντέξουμε κι όλα μαζί θα τα χαρούμε.
Μαζί μια μέρα θα μας βρει η Αιώνια Άνοιξη που δεν αργεί αγαπημένο μου! Καθόλου δεν αργεί. Κοίτα ψηλά! Την βλέπεις; Ροβολά η πανέμορφη τον ουρανό ντυμένη βιολετί φουστάνι!
Κι από τότε, Δέντρο και Διαβάτης γίναμε ένα, στραμμένα έχοντας πάντα τα μάτια προς τον ουρανό.
Τόσο Ένα γίναμε που δεν γνωρίζουμε ως τα σήμερα ποιος Δέντρο είναι, ποιος Διαβάτης. Κι ούτε που μας νοιάζει. Είμαστε μαζί. Ένα Μαζί για Πάντα…

Friday, November 2, 2007

Τρεις μέρες στο Παρίσι. Γ΄ μέρος: Η Κυριακή..



Χτυπώντας την πιστωτική σου κάρτα στο μηχάνημα που έχει κάθε πιάτσα ποδηλάτων μπορείς να έχεις κι εσύ ένα από τα δημοτικά ποδήλατα με ένα ευρώ την ώρα και το πρώτο μισάωρο δωρεάν. Για τους μόνιμους κατοίκους υπάρχουν μηνιαίες και ετήσιες συνδρομές πολύ συμφέρουσες. Με τα χιλιάδες ποδήλατα που διέθεσε ο Δήμος ύστερα από πολλή προσεκτική και πολύμηνη μελέτη του οδικού δικτύου, κατάφερε να μειώσει στο μισό τα αυτοκίνητα στο κέντρο του Παρισιού. Το μέτρο το αγκάλιασαν τόσο θερμά οι Γάλλοι που τώρα θα φτιάξουν κι άλλες πιάτσες, θα προσθέσουν κι άλλα ποδήλατα, γιατί... δεν τους φτάνουν! Αυτό το μέτρο, δεν ανακούφισε απλώς την πόλη από το έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα και τα καυσαέρια. Έδωσε μια ολότελα διαφορετική ποιότητα ζωής στους ανθρώπους, ποιότητα κίνησης και αναπνοής. Άλλη βίωση του χρόνου που σου επιτρέπει να αισθάνεσαι το σώμα σου, να κοιτάς γύρω σου, να σταματάς και να ξεκινάς αναλόγως τη στιγμή που έχεις να αδράξεις. Να αναπνέεις τον καιρό και να σε χαίρεται. Γιατί όπως λέει κι ο φίλος μου, ο ζωγράφος, δεν διαλέγουμε τον συντομότερο δρόμο, διαλέγουμε τον ωραιότερο!
Η Κυριακή θα ξεκινήσει πάνω στο ποδήλατο από το 5ο διαμέρισμα και το Καρτιέ Λατέν προς το 16ο ένα από τα πλουσιότερα και αριστοκρατικότερα του Παρισιούό, όπου βρίσκεται ο Ορθόδοξος ναός του αγίου Στεφάνου.


Σταυροειδής με τρούλο και μεγάλος, ευρύχωρος ναός, κατάμεστος από ευλαβείς πιστούς. Ο διάκονος είναι στον άμβωνα και διαβάζει το Ευαγγέλιο στα Γαλλικά. Το άκουσμα είναι ολότελα παράδοξο στ’ αφτιά. Πιθανότατα προηγήθηκε η ελληνική του ανάγνωση, γιατί οι περισσότερες ευχές που ακολουθούν είναι στην γλώσσα μας. Μα συμβαίνουν κι άλλα παράδοξα. Μπροστά στην Ωραία Πύλη έχουν βγάλει ένα ορθογώνιο τραπέζι και οι τρεις ιερείς εκεί λειτουργούν και όχι μέσα στο Ιερό. Η ακολουθία είναι παράξενη κι αυτή, ευχές αναλυτικές, λόγια που δεν τα γνωρίζω και τα ακούω για πρώτη φορά. Πρέπει να τελειώσει η ακολουθία για να συνειδητοποιήσω πως αυτή δεν είναι η λειτουργία του Ιωάννη του Χρισοστόμου που συνήθως ακούμε, αλλά του Ιακώβου του Αδελφοθέου που ψάλλεται μια φορά τον χρόνο στην γιορτή του. Αν και η γιορτή του αγίου είναι τις προσεχείς ημέρες, διάλεξαν να την τελέσουν την Κυριακή αυτή. Είναι μεγάλη ακολουθία και καταλαβαίνεις πως είναι πολύ καρδιακή, αν και λίγο πιο αρχάρια ίσως ως προς την ποιητική της αφαίρεση, αυτήν που έχουμε συνηθίσει. Αυτά βέβαια είναι αυθαίρετες απόψεις δικές μου και ουδόλως εμπεριστατωμένες. Ας μην ληφθούν σοβαρά υπόψη.
Ο κόσμος είναι ποικίλος, από πολύ σικ μέχρι φτωχόκοσμος, αλλά ο αέρας αποπνέει μια ενοριακή ενότητα κι αυτό δεν εξηγείται, μόνο το αισθάνεσαι. Ένα μικρό αγόρι γύρω στα πέντε δίπλα μου φοράει στο πρόσωπο μάσκα, απ’ αυτές που φορούν οι χειρουργοί. Την ξέρω καλά αυτήν την μάσκα. Την φορούσε κι ο Κωστής μετά τις χημειοθεραπείες και ντρεπόταν πάρα πολύ όταν έβγαινε μ’ αυτήν έξω. Δεν ήθελε να τον κοιτά κανείς. Ο μικρός πλησιάζει στο Δισκοπότηρο. Είναι η μόνη στιγμή που θα βγάλει για λίγο την μάσκα. Να μεταλάβει το Σώμα και Αίμα του Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων. Θα την ξαναβάλει αμέσως μετά. Κανένα ξένο μικρόβιο δεν θα τη διαπεράσει. Η μανούλα του ακολουθεί πίσω του σιωπηλά. Η πιάτσα των ποδηλάτων είναι κοντά στο ναό και τώρα πάλι στο δρόμο!

Η Παναγία των Παρισίων, η
Notre Dam, υψώνεται μεγαλεπήβολα κι εγώ δεν έχω μυαλό να τη βγάλω μια φωτογραφία. Ο δρόμος που περνά από μπροστά της οδηγεί σε μια ακριβή περιοχή με πλωτά σπίτια κι ένα σύγχρονο πάρκο με γλυπτά που συγκεντρώνονται ερασιτέχνες ζωγράφοι. Institute France, Μουσείο Ντορσέιγ, Ποντ Νεφ, Ποντ Νταλμά, Λούβρο, Πλατεία Δημοκρατίας.
Από την
Rue de Rivoli θα κατευθυνθούμε στο Πομπιντού. Το πολιτιστικό αυτό κέντρο που μοιάζει με εργοστάσιο του στυλ χάι-τεκ και αποτελεί σύμβολο της δημοκρατίας της κουλτούρας. Καταμεσής του κέντρου της πόλης στην Δεξιά Όχθη.
Εγώ όμως δεν ξεκίνησα γι αυτό, αν και θα ήθελα να δω τουλάχιστον την εξαιρετική συλλογή από Ματίς που διαθέτει. Προέχει ο ρουμάνος γλύπτης, ο Κωνσταντίν Μπρανκούζι που άφησε την χώρα του κι έφτασε με τα πόδια στο Παρίσι για να δουλέψει εκεί. Καθέτως προς το Πομπιντού, εκεί στην πλατεία όπου οι άνθρωποι λιάζονται ξαπλωμένοι στο πλακόστρωτο, έχουν στήσει με προκάτ, -τιμώντας τον ξεχωριστά-, το εργαστήριό του όπως ήταν ακριβώς και η είσοδος στο κοινό είναι ελεύθερη. Μπαίνω και είμαι μόνη, -το καλύτερό μου!

Όλα του τα εφγαλεία, οι κατασκευές, τα γλυπτά του, το κρεβάτι του, η σκάλα του, οι τροχαλίες του, ο φούρνος που έψηνε… όλα όλα εκεί ολοζώντανα…

Πάλι πάνω στο ποδήλατο με κατεύθυνση την περιοχή Μαρέ για το μουσείο Πικάσο. Είναι ο δεύτερος που θέλω οπωσδήποτε να δω ξανά από κοντά. Η πρώτη μας συνάντηση ήταν κάποια χρόνια πριν στο Irene Sofia της Μαδρίτης, μπροστά στην Γκουέρνικα. Δώσαμε τότε υπόσχεση πως αργά ή γρήγορα θα ξανανταμώσουμε.
Τα τελευταία 15 χρόνια η περιοχή έχει ολότελα μεταμορφωθεί. Ήταν εντελώς παρηκμασμένη και τώρα έχουν αναστηλώσει πολλά από τα ιστορικά της κτίρια σαν κι αυτό που έγινε μουσείο Πικάσο. Τώρα φιλοξενεί αποκλειστικά μια περιοδική έκθεση με μελέτες του για τον κυβισμό και κάποια από τα πρώτα κυβιστικά του έργα. Αυτό θα πει μουσείο ζωντανό. Δεν διστάζει να κατεβάσει όλους του πίνακες για να ανεβάσει μια περιοδική έκθεση που θα φωτίσει αλλιώς την δουλειά του καλλιτέχνη.


Αυτού του μοναδικού, του τρομερού ανθρώπου που άλλαξε το ρου της ιστορίας της τέχνης. Γιατί κατάλαβε, συνέλαβε και φανέρωσε πως το έργο δεν έχει μία όψη και μάλιστα αυτήν που αντιγράφει την πραγματική. Είναι τρισδιάστατο και φέρει και εσωτερικές όψεις μέσα του που οφείλουμε να φανερώσουμε. Βήμα βήμα προς τον κυβισμό και όταν πια τον σχηματίζει φαίνεται να μην τον ενδιαφέρει πια. Προχωράει παρακάτω. Τα γλυπτά του είναι για μένα μια άλλη αποκάλυψη. Πρώτη μου φορά τα βλέπω και δυσκολεύομαι να τα αποχωριστώ.
Στο αίθριο του μουσείου το καφεδάκι θα βοηθήσει να καταλαγιάσουν τα αισθήματα, τα συναισθήματα, οι εντυπώσεις και όλες οι συγκινήσεις. Είναι εκεί και η κατσίκα του Πικάσο που εκτίθεται άφοβα σε όλους τους καιρούς. Δεν μασάει τίποτα!


Λίγο πιο πέρα ένα άλλο ιστορικό κτίριο με τα Εθνικά Αρχεία του Κράτους που γεμίζουν ράφια 350 χιλιομέτρων, εκφράζοντας με τον καλύτερο τρόπο την γαλλική γραφειοκρατία.
Οι μικροί δρόμοι γεμάτοι κουκλίστικες μικρές μπουτίκ που εντυπωσιάζουν, όχι μόνο για την εκλεκτή ποιότητα των ρούχων τους, αλλά και για την σπάνιας φινέτσας αισθητική των βιτρινών τους και του εσωτερικού τους διάκοσμου. Πρώτη φορά μπαίνω σε μαγαζιά, όχι για να δω ρούχα, αλλά για να θαυμάσω το πώς τα έχουν βαλμένα μαζί με τα αξεσουάρ τους.
Στο τέρμα του δρόμου η Plas de Vosges. Τρώω το ωραιότερο εκλαίρ της ζωής μου! Τόσο ωραίο που θα ξαναπάω την επόμενη μέρα εκει αποκλειστικά γι’ αυτό! Στην πλατεία αυτή επέλεξαν να κατοικήσουν σε μέγαρα και έξοχα διαμερίσματα, Πριγκίπισσες, δούκισσες, επίσημες ερωμένες, ο Ρισελιέ, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Γκωτιέ και πρόσφατα ο Φράνσις Μπέικον και ο γνωστός αρχιτέκτονας του Πομπιντού Ρίτσαρντ Ρότζερς. Τριάντα έξι σπίτια με προσόψεις από κόκκινο τούβλο και πέτρα, αψιδωτά ισόγεια και κεκλυμένες στέγες που έχουν στο κέντρο τους ένα πάρκο με συντριβάνι και πλατάνια σε απόλυτη γεωμετρική παράταξη, χαρακτηριστικό της γαλλικής αρχιτεκτονικής των κήπων. Και αυτό το πάρκο οφείλεται στην σπουδαία γυναίκα, την Αικατερίνη των Μεδίκων. Στην θέση του πάρκου υπήρχε ένα παλάτι που αυτή το γκρέμισε γιατί σ’ αυτό δολοφόνησαν τον άντρα της τον Ερρίκο τον Β΄.


Προχωρούμε προς την Όπερα του Λαού, στη Βαστίλη. Την Όπερα που άφησε πίσω του ο Μιτεράν, σε σχεδιασμό του Καρλος Οτ, το 1990.
Πίσω από την Όπερα υπάρχει ένα παραμυθένιο μονοπάτι, άγνωστο σε πολλούς τουρίστες. Είναι ο ‘πράσινος χείμαρρος’. Παλιά ήταν οι γραμμές του τρένου που γρήγορα έμειναν αχρησιμοποίητες αφήνοντας στην θέση τους έναν σκουπιδότοπο. Αυτός ο σκουπιδότοπος έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα έξοχο μονοπάτι δάσους για ενάμισι χιλιόμετρο και ύψος 8μ. από τον δρόμο, όπου μπορείς να κάνεις την βόλτα σου μέσα σε μεγάλη ποικιλία φυτών, από τριανταφυλλιές μέχρι μπαμπού και φτέρες. Κάτω από αυτό το μονοπάτι οι παλιές και παρατημένες αποθήκες του παλιού σταθμού έχουν μετατραπεί σε εξέχουσες πειραματικές γκαλερί με μεγάλες βιτρίνες και αψίδες. Αυτή, η πριν 15 χρόνια, καθαρά εργατική περιοχή γεμάτη εργαστήρια τεχνητών, έχει γεμίσει ζωγράφους που αναζητούσαν μεγάλους χώρους και μετέτρεψαν τους βιομηχανικούς χώρους σε στούντιο και ευρύχωρα σπίτια. Αυτούς ακολούθησαν οι γκαλερί.

Η Κυριακή θα κλείσει γευστικά με Γαλλική κουζίνα σ’ ένα εστιατόριο κοντά στο Χρηματιστήριο. Τα γαλλικά εστιατόρια διαφέρουν από τις γνωστές μπρανσερί ως προς το ότι εκεί τρως διθέτοντας περισσότερο χρόνο. Το περιβάλλον είναι ανεπιτήδευτα αρχοντικό με μια απλότητα αριστοκρατική. Τραπέζια ροτόντες και τα ανάλογα σκεύη για κάθε έδεσμα. Διαλέγω πάντα κάτι που δεν έχω ξαναφάει, ακούγοντας προσεκτικά τις λέξεις. Αν οι λέξεις διεγείρουν την φαντασία μου, τότε σίγουρα θα μου αρέσει και το φαγητό. Έτσι, διαλέγω σαλιγκάρια με πέστο και σκόρδο για πρώτο πιάτο που σερβίρονται σε μεταλλικό πιάτο με αντίστοιχες θήκες και ειδικό εξάρτημα με τα οποία τα πιάνεις με το αριστρό σου χέρι για να σταθεροποιηθούν. Το δεύτερο πιάτο είναι φιλετάκια κοτόπουλου με μανιτάρια, πιο γνωστή γεύση στον ουρανίσκο, αλλά κι αυτή εκλεκτά ιδιόμορφη και λεπτή. Το γλυκό, κάτι σαν μιλφέιγ με αγριοκέρασα. Το ωραίο Γαλλικό κρασί που διαλέγει ο Γιάννης είναι το σωστό και το γεύμα αποτελεί μια άξια καληνύχτα στην ωραιότητα.
Το φιλί θα το πάρει μετά την καληνύχτα, σε μια Μπρανσερί πίνοντας Αρμανιάκ και καπνίζοντας ανάλογα πουράκια.
Κάποτε η Ιθάκη ενδέχεται να σου δώσει και την ίδια την Ιθάκη! Και να είναι επιτέλους Ένα: Ταξίδι και Ιθάκη, μαζί!


Η μουσική είναι του Smith Hopkinson, του εξαιρετικού σολίστα στο αναγεννησιακό λαούτο που θα έχουμε την τιμή να απολαύσουμε στις 15 και 16 του Νοέμβρη στο Ϊδρυμα Θεοχαράκη.