Και μου είπε το Δέντρο:
Στάσου Διαβάτη. Εγώ να προχωρήσω δεν μπορώ. Στάσου να μ’ ακούσεις.
Και στάθηκα.
Σε διάλεξα ανάμεσα στους πολλούς, γιατί εσύ ξέρεις ν’ ακούς τα λόγια των ανθρώπων, των δέντρων, των πουλιών. Την γλώσσα του ανέμου ανασαίνεις και στης φωτιάς τη γλώσσα ξέρεις ν’ αγαπάς.
Σ’ ακούω Δέντρο, είπα.
Μεγάλωσα, Διαβάτη, σε τούτη την αυλή. Εδώ γεννήθηκα δίχως ποτέ να μάθω πούθε ήρθα, ποιο φύσημα μ’ έσπειρε εδώ.
Κανείς δε μου εξήγησε τις εποχές. Δε μου ‘μαθε να μεγαλώνω. Ούτε να προστατεύομαι.
Μόνο ο Καιρός παντοτινός μου δάσκαλος και σύντροφος παντοτινός…
Συνέχισε, Δέντρο, μη διστάζεις, σ’ ακούω.
Την πρώτη μου την Άνοιξη, Διαβάτη, τότε που πρώτη μου φορά έβγαλα φύλλα καταπράσινα και χυμούς πλημμύρισα, νόμιζα πως θα πρασινίζω πάντα. Πως η λάμψη των καινούριων φύλλων μου που άστραφταν τρυφερότατα στο φως του ήλιου και στης σελήνης το απαλότατο άγγιγμα, δεν θα ‘χε τελειωμό. Πως τα πολλά παιδιά μου που αχόρταγα ρουφούσαν απ’ τη γη γλυκούς χυμούς, το τέλος δε θα το γνώριζαν ποτέ. Στάθηκε στα κλαδιά μου τότε ένα πουλί. κι έπειτα κι άλλο κι άλλο. Μέρα και νύχτα τραγουδούσανε τον έρωτα και τη χαρά να ζεις ελεύθερα. Πάνω μου χτίσανε φωλιά κι η συντροφιά τους ήτανε για μένα αιώνια. Το καλοκαίρι μου το πρώτο το νόμιζα απέραντο σαν ουρανό. Όμως δεν ήταν. Με νιώθεις Διαβάτη;
Ήρθε αέρας κρύος. Ήρθε και δυνατός. Δεν είχα δύναμη ν’ αντισταθώ και νόμιζα, -ακόμη νόμιζα-, πως φταίει η ηλικία μου που ήμουν μικρό κι αδύναμο. Απροστάτευτο. Διαβάτη, νιώθεις;
Είδα στο χώμα τα παιδιά μου, τα δικά μου τα παιδιά κατάχλωμα ν’ αργοπεθαίνουν και δεν μπορούσα ούτε να τ’ αγγίξω. Ένα ένα τα παιδιά μου στο χώμα μετρούσα κι ήμουν παιδί. Ένα παιδί στην καρδιά του χειμώνα τρομαγμένο. Απορημένο μπροστά στη βία των καιρών. Και λευκό, στα τέλη εκείνου του Δεκέμβρη. Ένα παιδί δίχως παιδιά, δίχως πουλιά που πέταξαν μακριά να βρούνε άλλες αγκαλιές, θερμότερες απ’ τη δική μου, την κρύα κι άδεια.
Έκλαψα τότε πρώτη μου φορά κι ήταν το κλάμα μου βουβό. Κάτω από το λιγνό μου τον κορμό το κατάπινε μ’ απόλυτη εχεμύθεια το χώμα. Δεν ήξερα ακόμα πως το κλάμα εκείνο επέστρεφε στη γη το χρέος μου για τους χυμούς που τόσο γενναιόδωρα με είχε κεράσει. Τότε δεν ήξερα. Διαβάτη, νιώθεις;
Μα ήρθε γρήγορα η δεύτερη η Άνοιξη. Κι έγιναν πάλι τα δάκρυα χυμός. Λησμόνησα τον πόνο των σκληρών στιγμών. Άρχισα πάλι να χαμογελώ, ν’ ανθίζω δεύτερη φορά και δεν το πίστευα πως μπορώ ακόμα να γεννώ. Όχι, καθόλου δεν το πίστευα. Ένιωθα το κορμί μου να τεντώνεται, να ψηλώνει, πιο θαρραλέα να απλώνει τα κλαδιά, πιο σίγουρα να κρατά τα νιογέννητα παιδιά. Κι ήρθαν πουλιά κι άλλα πουλιά, πολλά πανέμορφα γλυκόλαλα πουλιά.
Κι έτσι τα χρόνια κύλισαν ρυάκι κι άλλοτε χείμαρρος, λίμνη, ποταμός.
Κάθε Φθινόπωρο μία ρωγμή στο σώμα μου. Κάθε Χειμώνας κι ένα αλλιώτικο μαστίγιο. Φύλλο και χωρισμός. Κάθε πουλί μια μνήμη. Και κάθε Άνοιξη νέα μου αρχή, ξανά. Το κάθε Καλοκαίρι βασιλική χαρά σ’ αυτόν τον κήπο σπίτι μου δίχως ντουβάρια και σκεπή. Με νιώθεις…
Συνέχισε γλυκό μου, εδώ είμαι, για σένα είμαι σήμερα.
Διαβάτη μου, μεγάλωσα. Πιστός μου σύντροφος παντοτινός στάθηκε μόνον ο καιρός. Κι είναι ξανά Φθινόπωρο, Διαβάτη… πάλι χρυσό χωρίζομαι τα φύλλα τα χρυσά μου… πάλι θρηνώ κι ας το γνωρίζω πως η Άνοιξη κοντεύει. Μα ως εδώ που έφτασα, στην ηλικία αυτή τη δύσκολη, τόση ζωή και τόσο θάνατο που χώρεσα, τόσο που τα χόρτασα τα δυο τους… πρώτη φορά Διαβάτη μου, απευθύνομαι σε άνθρωπο, -αν είσαι ολότελα άνθρωπος εσύ που νιώθεις τη δική μου γλώσσα. Σπάει η φωνή μου, ντρέπομαι να σου το πω, μα δεν μπορώ, θα σου το πω Διαβάτη…
Με κούρασαν οι εποχές Διαβάτη μου. Γέρασα πια. Δεν το παραπονούμαι κι ο Θεός το ξέρει. Μόνο που τώρα, τώρα μια χάρη θα ‘θελα παράξενη κι ίσως πρωτάκουστη στον κόσμο ετούτο.
Φύλαξε λίγα από τα χλωμά παιδιά μου μες στις χούφτες σου κι ελπίζω η γης να μου το συγχωρέσει που δεν θα της τα αφήσω όλα τούτη τη φορά. Κι όταν όλα θα κείτονται στο χώμα κι εγώ θα στέκομαι γυμνό, -γυμνό στην ηλικία μου δεν είμαι διόλου όμορφο, όλες μου οι φθορές σε δημόσια θέα ξεδιάντροπες, όλες οι μνήμες να χτυπιούνται πάλι από το κρύο, κι εγώ να ντρέπομαι αφόρητα-… Διαβάτη μου, μην αποστρέψεις τα μάτια σου από πάνω μου κι εσύ, τα ωραία καστανά σου μάτια… κοίταξε με όταν κανείς δεν θα κοιτά… χάιδεψε με όταν όλοι θα προσπερνούν ή θα γελούν με την κατάντια μου ειρωνικά καθώς αστόλιστο μες στις γιορτές εγώ θα στέκω… ίσως κι ένα απαλό φιλί, τι δώρο θα ‘τανε για μένα το αφίλητο… μήπως μια λέξη… τάχα πως λίγο μ’ αγαπάς… ακόμα κι άσχημο…
Έτσι… λιγάκι κόντρα στον καιρό η αγάπη σου να μαλακώσει τον αγώνα μου… τον πόνο μου, όχι που πονώ… που δεν αντέχω να πονώ…
Και πάλι αν θέλεις κι αν ίσως το μπορείς… αν δεν το θέλεις κι αν ίσως πάλι δεν μπορείς, φύγε Διαβάτη μου ακριβέ και ξέχασέ με… πες, δε με συνάντησες ποτέ… τόσο που με ξεκούρασες ακούγοντάς με… τόσο πολύ… Με νιώθεις;
Γονάτισα στο χώμα σιωπηλός, εγώ, ο αισθαντικός και μόνος. Τα ρούχα μου έβγαλα ανεπαίσθητα και ξάπλωσα. φόρεσα δέρμα μου τα χρυσωμένα φύλλα, μαλλιά μου, στήθος και καρδιά κι έτσι το φίλησα με το φιλί μου ολόκληρο. Αυτό, που ποτέ δεν έδωσα σε άνθρωπο κανένα. Και ψιθύρισα…
Δεν ξέρω ποια μοίρα Δέντρο και Διαβάτη μας ένωσε. Ξέρω όμως πως μας ένωσε για πάντα. Σ’ όλες τις εποχές, σε λύπες, σε χαρές για πάντα.
Μέσα στα λόγια, μέσα στη σιωπή και στο φιλί. Και στην απόσταση που ίσως κάποιες νύχτες μας τρομάξει. Μαζί θα τα παλέψουμε όλα κι ας γεράσουμε μαζί. Όλα θα τα αντέξουμε κι όλα μαζί θα τα χαρούμε.
Μαζί μια μέρα θα μας βρει η Αιώνια Άνοιξη που δεν αργεί αγαπημένο μου! Καθόλου δεν αργεί. Κοίτα ψηλά! Την βλέπεις; Ροβολά η πανέμορφη τον ουρανό ντυμένη βιολετί φουστάνι!
Κι από τότε, Δέντρο και Διαβάτης γίναμε ένα, στραμμένα έχοντας πάντα τα μάτια προς τον ουρανό.
Τόσο Ένα γίναμε που δεν γνωρίζουμε ως τα σήμερα ποιος Δέντρο είναι, ποιος Διαβάτης. Κι ούτε που μας νοιάζει. Είμαστε μαζί. Ένα Μαζί για Πάντα…