Την κοιλάδα του κόσμου την χωρίζει ένας μεγάλος ποταμός. Αυτός είναι που χωρίζει τον κόσμο στα δύο. Από τη μια ο καταπράσινος κι ανθισμένος. Από την άλλη ο καμένος. Αυτός στον οποίο κατοικώ. Μαζί μου οι απόκοσμοι, οι ασθενείς, οι ερημίτες, οι μοναχικοί αετοί. Όσοι δεν γύρισε κανείς να τους κοιτάξει.
Απέναντι, αστραποβολούν τα χρυσά, εκτυφλωτικά τα μετάξια, πολύχρωμες φωτοβολίδες θαμπώνουν το φως, μουσικές χαρούμενες, ξεφάντωμα, χορός, δυνατές φωνές, γιορτές ατελείωτες και βραβεία στους εξέχοντες, τους πιο λαμπερούς κι αστραφτερούς ποιητές, όσους ύμνησαν το φως και την ομορφιά, τη θάλασσα και τα κορίτσια. Όλοι γελούν ντυμένοι τα καλά τους, στολισμένοι, καλοσιδερωμένοι κι αψεγάδιαστοι. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, ερωτεύονται, δίνονται ακόρεστα ο ένας στον άλλον, ξενυχτούν πίνοντας δυνατά ποτά, καπνίζοντας ακριβά τσιγάρα, τρώγοντας εξαίσια φαγητά σε πορσελάνινα πιάτα, μέσα σε σάλες γυαλισμένες, βυθισμένοι σε αναπαυτικές πολυθρόνες. Αυτοί που ξέρουν να χαίρονται τη ζωή.
Μακριά απ’ τις σάλες και τις γιορτές, πολύ μακριά να μην τον βλέπουν, ο θάνατος, αφάνταστα διακοσμημένος με τα πιο σπάνια κι εξωτικά λουλούδια, φρεσκότατα άνθη διατηρημένα σε φορτηγά ψυγεία που τα μεταφέρουν απ’ όλες τις άκρες της γης.
Κι από δω, σιωπή. Σερνάμενα βήματα, άθλια ρούχα, πνιγμένα κλάματα, ορφανά παιδιά, χήρες, άρρωστοι, ανάπηροι, τυφλοί, πρόσωπα θλιμμένα μα φωτεινά, νανουρίσματα και μοιρολόγια. Χρώματα μουντά, χαμηλές φωνές, αποκαϊδια, πόλεμος, φτώχια. Ο θάνατος απλός, σιωπηλός, ελάχιστα στολισμένος με λίγα αγριολούλουδα, μέλισσες που βουϊζουν από πάνω του και λευκά περιστέρια.
Το πλήθος διασχίζουν ανώνυμοι ποιητές, αβράβευτοι, ανέκδοτοι, που δεν τους διάβασε κανείς,. Ανάμεσά τους κάποιοι που δεν έγραψαν ποτέ μη έχοντας χαρτί, μη γνωρίζοντας γραφή, ίσως ούτε να μιλούν καλά καλά, κοιτούν γεμάτοι απορία και θλίψη γύρω τους. Περπατούν ανάμεσα στα τραυματισμένα πλήθη χαμογελώντας γλυκά σε όλους αξεχώριστα κι αγγίζουν τους περαστικούς μ’ ένα χάδι που ζυγίζει όσο η αύρα. Τις νύχτες ξαγρυπνούν στα γόνατα κι όταν όλη η κοιλάδα του πόνου κοιμάται, αυτοί σηκώνουν τα χέρια στον κλειστό ουρανό και μ’ αυτά τα χέρια που ζυγίζουν όσο η αύρα διώχνουν τα σύννεφα, παραμερίζουν τ’ άστρα, χαϊδεύουν το μαύρο που δεν το χάϊδεψε ποτέ κανείς κι αυτό γλυκαίνεται, γαληνεύει, φωτίζεται και παραχωρεί τη θέση του ευγενικά και υποταχτικά σ’ ένα φως που δεν είναι ήλιος λαμπερός, ούτε χλωμό φεγγάρι, αλλά ένα φως στοργικό, γαλάζιο, ήσυχο, τόσο τρυφερό και χαρμόσυνο που κατεβαίνει από τον ουρανό στην κοιλάδα τρέχοντας σαν τα παιδιά που ροβολούν τον κατήφορο. Λαχανιάζει, ιδρώνει, γελά, βιάζεται να φτάσει και φτάνει. Φτάνει στα όνειρα των πονεμένων. Τους υπενθυμίζει πως είναι περαστικοί από τη θλίψη, λίγο ακόμα θα υπομείνουν, τους λέει, λίγο ακόμα θα δακρύσουν και δεν θ’ αργήσουν να πάνε στην αγκαλιά του την γελαστή για πάντα.
Κι έτσι, κάθε ξημέρωμα τους βρίσκει όλους πιο μαλακούς, κάθε αυγή πιο αδελφωμένους. Λιγότερο μόνους.
Κι εγώ που δεν είμαι ούτε ποιητής, ούτε ασθενής, ούτε ορφανός, μα μόνο μια σκιά που αγαπά να συντροφεύει τον πόνο, -όσο μπορεί μια σκιά να αγαπά και να συντροφεύει-, τις νύχτες κατεβαίνω πάντα στο ποτάμι της μεγάλης κοιλάδας. Δεν κοιτώ τον κόσμο πίσω μου ούτε αυτόν που φεγγοβολά απέναντι. Μόνο το νερό κοιτώ που κυλά ήσυχο και τις εικόνες των δύο κόσμων βλέπω που αντανακλώνται στα νερά του. Πώς ενώνονται βλέπω οι κόσμοι κι οι εικόνες τους. Πώς αναμιγνύονται οι φωτοβολίδες με το φως των κεριών, τα παλάτια με τα χαμόσπιτα, τα λαμπερά με τα θαμπά χρώματα. Πώς αντηχούν εκεί μέσα στη βαθιά του κοίτη, ακούω, τα τραγούδια της χαράς και τα μοιρολόγια, γιατί όλα φτάνουν εκεί κι όλα τα παίρνει το νερό και τα ταξιδεύει.
Κάποτε αναρωτιέμαι πού τα πάει όλα αυτά και κάποτε σταματώ ν’ αναρωτιέμαι. Κάποτε πάλι μπερδεύομαι και δεν ξέρω σε ποια από τις δύο όχθες ξαγρυπνώ και ποιον από τους δύο κόσμους αγαπώ.
Μα όταν κατεβαίνει το γαλάζιο φως έρχεται κι αυτό στο ποτάμι. Φωτίζει τις εικόνες, και τις ενοποιεί αρμονικά μέσα στο ρευστό. Σηκώνω τότε τα μάτια μου και κοιτώ τον κόσμο απέναντι. Το γλυκό φως λούζει την θαυμάσια πολιτεία μπροστά μου απαράλλαχτα όπως και την άλλη. Γενναιόδωρο το βλέπω να μη λυπάται τη στοργή και την παρηγοριά του ούτε σ’ αυτούς που χαίρονται τη ζωή με φωνασκίες και γιορτές κάποτε ανήθικες. Εισχωρεί και στα δικά τους όνειρα και το ακούω, γιατί όλες οι φωνές δυνατές κι απόκρυφες φτάνουν στο ποτάμι, το ακούω να τους μιλά με τις ίδιες λέξεις, να τους υπενθυμίζει τα ίδια πράγματα.
Στέκομαι τότε εκστατικός μπροστά στο θαύμα. Σηκώνομαι και με πόδια γυμνά μπαίνω μέσα στο νερό που είναι ζεστό σαν να ’ρχεται από μια ζεστή πηγή. Μέσα στο γαλάζιο φως μπαίνω και μέσα στο γαλάζιο νερό εκστατικός μπαίνω. Ακίνητος με χέρια σταυρωμένα βαφτίζομαι στο όνομα αυτής της άπειρης αγάπης που ενώνει τους δύο κόσμους, τις χαρές και τις λύπες τους, τους βραβευμένους και τους αβράβευτους ποιητές, τους θανάτους τους.
Φωτίζομαι τότε. Βλέπω με βουρκωμένα μάτια πως ο ποταμός αυτός που χρόνια πίστευα πως χώριζε τους δύο κόσμους, τους ενώνει μυστικά, υπόγεια και ίσως εν αγνοία τους. Τους οδηγεί, τώρα το βλέπω καθαρά, να εξατμισθούν μαζί σ’ εκείνο το αειθαλές γαλάζιο που όλους τους χωρά, όλους τους περιμένει κι όλους ποθεί να τους σφίξει στην αγκαλιά του.
Μα τη στιγμή που λυτρωμένος πια ετοιμάζομαι να βγω στην αγαπημένη όχθη, τη στιγμή που ετοιμάζομαι να βγάλω το σκιερό μου πόδι που τώρα είναι λίγο λιγότερο σκιερό από πριν, κι ενώ τα μάτια είναι στεγνά, τα μαύρα μάτια μου που τώρα είναι λίγο λιγότερο μαύρα από πριν, αυτήν ακριβώς τη στιγμή δεν βλέπω μπροστά μου την γνωστή μου πολιτεία με τα χαμόσπιτα. Γυρίζω από την άλλη πλευρά και κοιτώ απέναντι. Καμία πολιτεία μ’ αρχοντόσπιτα δεν προβάλλει. Αποσβολωμένος γονατίζω στο νερό. Έκθαμβος χαμηλώνω άθελά μου τα μάτια. Οι δυο πολιτείες είναι εκεί. Κυλούν αδιατάραχτες κι ενωμένες. Παίρνω νερό και λούζομαι. Λούζομαι με φωτοβολίδες και κεριά, χρυσά και τσίγκους, χαμομήλια και τριαντάφυλλα. Λούζομαι αχόρταγα ώσπου φωτίζομαι για δεύτερη φορά.
Ο κόσμος όλος ήτανε πάντα μέσα στο ποτάμι. Πάντοτε εκεί μέσα κυλούσε και πήγαινε. Και ήταν πάντα ένας. Καθώς κοιτώ στο νερό τα μάτια μου βλέπω. Και μες στα μάτια μου τον κόσμο να ζωντανεύει και να προχωρά.
Ήμουν, εγώ, λοιπόν, που είχα χωρίσει τον κόσμο και όχι το ποτάμι. Εγώ ήμουν που τόσο καιρό στεκόμουν έξω από το ποτάμι. Έξω από τον κόσμο. Έξω από το γαλάζιο. Και όλα όσα νόμιζα πως βλέπω ήταν φαντάσματα του νου μιας σκιάς. Ήμουν εγώ η σκιά του πόνου που ούτε πόνος ήταν ούτε τη χαρά μπορούσε ν’ αγαπήσει σαν σκιά που ήταν.
Ξαπλώνω στο ποτάμι και προσεύχομαι. Ζητώ απ’ το απέραντο γαλάζιο, αν δεν μπορεί να με κάνει άνθρωπο, τουλάχιστον να με ενώσει με τον κόσμο ολόκληρο σαν σκιά. Και η προσευχή μου αμέσως εισακούεται.
Τώρα, κυλώ κι εγώ ήσυχα μέσα στον αληθινό κόσμο και το μόνο που προσδοκώ είναι να έρθει η πολυπόθητη στιγμή που θα βαφτιστώ για τρίτη και τελευταία φορά.