Labels

Friday, October 26, 2018

Τραγούδι του αγίου Δημητρίου


Τρίτου, αρχές του τέταρτου αιώνα, ο μεγάλος
Δημήτριος, λαοφιλής όσο κανένας άλλος,
έζησε και διέλαμψε μες τη Θεσσαλονίκη
επί Διοκλητιανού. Στην αθλοφόρα νίκη
του μαθητή του Νέστορα έναντι του Λυαίου
είχε αυτός μερίδιο σαν δάσκαλος του νέου.
Ήτανε γόνος χριστιανών και δάσκαλος της πίστης,
διέπρεπε στην αρετή ως του Κυριου μύστης
κι επιτελούσε θαύματα ενώ ακόμα ζούσε
Ήτανε στρατιωτικός γενναίος κι αγαπούσε
τόσο πολύ τον Κύριο κι όλα τα πλάσματά του
που δε σκιαζόταν θάνατο αν έβλεπε μπροστά του
Ο Μαξιμιανός, λοιπόν, στέλνει να τον συλλάβουν
μα βλέποντας την πίστη του, σαν κάρβουνα ανάβουν
αυτοί που την εχθρεύονται, και θένε να τους κάψουν
τους χριστιανούς και μες  στη γη ει δυνατόν να θάψουν
Στη φυλακή ο άγιος Δημήτρης μεταβαίνει
Από μια νίκη ο βασιλιάς καθώς στην πόλη μπαίνει
φέρνει μαζί του γίγαντα, τον παλαιστή Λυαίο
και μέσα στον ιππόδρομο τον οδηγεί. Τυχαίο
δεν είναι αυτό το γεγονός. Θέλει να προκαλέσει
να επιδείξει δύναμη και έτσι να μπορέσει
τη δόλια εξουσιά του να ισχυροποιήσει.
"Ποιος το μπορεί με εμένανε δα να μονομαχήσει;"
φωνάζει, κράζει, ο παλαιστής, κι οι θεατές σκιαγμένοι
στέκουν βουβοί και απορούν τι να τους περιμένει
Τότε πηγαίνει ο Νέστορας μες στο κελί του αγίου
"Δώσε μου την ευχούλα σου, εμέ του τρισαθλίου
Να δώσει ο Πανάγαθος δύναμη να νικήσω
το γίγαντα, διδάσκαλε, σαν ίσος μ' έναν ίσο"
Σταυρώνει τον Δημήτριος, φιλεί του το κεφάλι
"Και στον Λυαίο νικητής θα βγεις και όλοι οι άλλοι
θα απορήσουν έντρομοι, μα και θα μαρτυρήσεις
σ' όλο το στάδιο, Χριστό." Προφητικές οι ρήσεις
Τον χαιρετά ο Δημήτριος κι ο Νέστωρ γιγαντώνει
κι ας ήταν μια σταλλιά παιδί. Τον γίγαντα ζυγώνει
"Του Δημητρίου, Εσύ, Θεέ, βοηθησέ με τώρα"
φωνάζει και η πάλη τους αρχίζει. Κρατά ώρα
Βγαίνει ο Νέστωρ νικητής κι ο δυνατός νικιέται
Ο Μαξιμιανός λυσσά κι ο νους του, λες, χαλιέται
Στέλνει στρατιώτες στο κελί του αγίου και με λόγχες
λογχίζουνε το σώμα του. Αν βλέπαμε, οι κόγχες
το δάκρυ δε θα κράταγαν, μπροτά σε τόση φρίκη
που ο μεγαλομάρτυρας υπέστη σαν οι κρίκοι
από τις αλυσίδες έπλεαν ποτάμι μες στο αίμα
Το λείψανο παράτησαν, κι ο Λούπος ένα δέμα
τα ρουχαλάκια έκανε τα χιλιοματωμένα
μα και το δαχτυλίδι του που ο άγιος φορούσε
Στους πονεμένους πήγαινε, μ' αυτά θαυματουργούσε
Το 'μαθε ο Μαξιμιανός, τον αποκεφαλίζει
κι ο Λούπος τον Δημήτριο έτσι τον αντικρίζει
μες στην αγκάλη του Θεού και χαίρεται μαζί του
αφού απέβη μάρτυρας και γνήσιο παιδί του
Θεσσαλονίκης γίνεται ο μέγας Πολιούχος
ο άγιος Δημήτριος. Μετά συνδικαιούχος
μαζί του, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς ο μύστης
της νοεράς της προσευχής της άγιάς μας της πίστης 



Εμπνευσμένα από το Φθινοπωρινό Συναξάρι του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, τόμος Β ΄, Ακτή, Λευκωσία 2008 




No comments:

Post a Comment

Σχόλια