Περιδιαβαίνοντας το Μόντρεαλ σταματούμε μπροστά σε ένα πολυπρόσωπο γλυπτό και ο ελληνοκαναδός φίλος, μάς λέει πως θα αρκούσε αυτό για να εκφράσει όλη την ιστορία δημιουργίας της πόλης του, χωρίς λέξεις. Κάντε τον κύκλο του αγάλματος, συμβουλεύει. Κάνουμε τον κύκλο και έτσι όπως το παρατηρώ, σκέφτομαι πως αρχή του είναι το πίσω κομμάτι, η “ουρά” ας πω της σύνθεσης. Πως ξεκίνησαν με τόσα βάσανα και υποτυπώδη μέσα σε τόσο δύσκολες συνθήκες κάποτε οι άνθρωποι για να φτάσουν ως εδώ, πώς άλλοι πέθαιναν στον δρόμο από κακοχίες, άλλοι τρόμαζαν από επιθέσεις ιθαγενών, άλλοι χάνονταν, χωρίζονταν από τους αγαπημένους τους, μέχρι να φτάσουν, και να σταθούν στα πόδια τους αντικρίζοντας, επιτέλους, μια μέρα τη δική τους γη της επαγγελίας που εκφράζει η πρώτη σειρά της σύνθεσης με τα χαρούμενα πρόσωπα και τον άνθρωπο που δείχνει με το δάχτυλο αυτό το κάτι που υπόσχεται καλύτερη ζωή.
Καθώς συνεχίζουμε όμως το δρόμο μας, ο φίλος, μάς ρωτά αν καταλάβαμε τι είδαμε. Γνέφουμε καταφατικά δίχως να μιλούμε. Δεν ειμαι όμως ποτέ σίγουρη για το τι καταλαβαίνω και έτσι τον ρωτώ, αν το άγαλμα διαβάζεται από πίσω προς τα μπρος ή το ανάποδο. Μα φυσικά και διαβάζεται από μπρος προς τα πίσω, μου απαντά. Ξαφνιάζομαι αφάνταστα σαν να άκουσα το πιο παράδοξο πράγμα του κόσμου. Ούτε αραβίδα να ήμουν μαθημένη να διαβάζω τα βιβλία από το τέλος προς την αρχή. Δηλαδή; τον ρωτώ. Δηλαδή, μου λέει, έφτασαν εδώ, και όπως θα είδες ειχαν μια επιφανειακή χαρά στα πρόσωπά τους, κάτι σαν χαμόγελο, μια υποψία ελπίδας, αλλά με το καιρό τρόμαξαν, λαχτάρησαν, δέχθηκαν επιθέσεις από τον καιρό, την πείνα, την απάνθρωπη δουλειά μέχρι που στο τέλος άφησαν τα κοκκαλάκια τους…
Όσο ο φίλος ερμηνεύει το άγαλμα, τόσο περισσότερο εκπλήσσομαι. Όταν η περιγραφή τελειώνει, ασυναίσθητα δημιουργούνται μέσα μου αντιρρήσεις. Πολύ σοβαρές αντιρρήσεις. Σχεδόν δυσπιστώ, αν και ξέρω καλά πως, ότι ακούω δεν είναι προχειρολογίες. Αλλά πώς ένας άνρθωπος αφοσιωμένος στο παραμύθι να δεχθεί ένα τόσο φρικαλέο τέλος; Μπορεί; Δεν μπορεί. Μετά όμως το ξανασκέφτομαι και διαπιστώνω πως ορθώς διάβασα εγώ το γλυπτό κι ας το αντιμετώπισε αντίθετα ο καλλιτέχνης. Στη δική μας παράδοση, το παρόν μας φωτίζεται από το μέλλον, υπάρχει εξαιτίας του, ζούμε χάριν αυτού που θα ζήσουμε, η επουράνια Βασιλεία του Θεού ήρθε σε εμάς και πορευόμαστε εξαιτίας της στη ζωή μας ελπίζοντας πως και εκεί θα καταλήξουμε.
Αφού ολοκληρώνουμε την ωραία βόλτα, είναι πια προχωρημένο μεσημέρι και αποφασίζουμε να τσιμπήσουμε κάτι απλό. Η καλύτερη και πλέον ασφαλής λύση είναι βέβαια τα Λιβανέζικα. Μπαίνουμε σε μια είσοδο μετρό, αλλά όχι για να πάρουμε το ίδιο το μετρό. Κατεβαίνουμε με τις κυλιόμενες σκάλες στο πρώτο επίπεδο της πόλης που ζει κάτω από την πόλη. Υπάρχει κι άλλο επίπεδο παρακάτω. Ένα υπόγειο, θηριώδες σε μέγεθος, οικοδομικό συγκρότημα που συνδέεται με το υπέργειο, με τρόπο τέτοιον που πλήθος ανθρώπων τους μήνες που το κρύο είναι ανυπόφορο και απαγορευτικό, έχουν τη δυνατότητα να ζουν όπως ζουν και πάνω από το έδαφος τους υπόλοιπους μήνες. Πάρα πολλά συγκροτήματα έχουν ασανσέρ που σε βγάζει κατευθείαν στο -1 και στο -2 του Μόντρεαλ. Αυτό συμβαίνει με νοσοκομεία και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Στοές επί στοών, εμπορικά, εστιατόρια, υπηρεσίες, τα πάντα. Η ζωή δεν διακόπτεται με τίποτα, μπορείς να ζήσεις μια χαρά μη βγαίνοντας στην επιφάνεια του εδάφους για όσο το θελήσεις. Τα τραπέζια σχηματίζουν ατέλειωτες σειρές, τα πλήθη κάθονται και τρώνε, αν μου έλεγαν να το επναλάβω, θα το έβαζα στα πόδια προς άγνωστη κατεύθυνση. Ωστόσο, τα φελάφελ είναι εξαιρετικά, η εξυπηρέτηση γρήγορη, έχει κόσμο πολύ, αλλά όχι σαν την ουρά που σχηματίζεται από νεαρά γιαπωνεζάκια που περιμένουν να πάρουν μια μερίδα σούσι στο χέρι. Είναι κυριολεκτικά άπειρα.
Θα ξεκουραστούμε λίγο, μιας και το βραδάκι είναι η συναυλία του En Chordais και του Conastandinople αφιερωμένη στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο στη Salle Burgie.
Το θέατρο είναι κατάμεστο, ο κόσμος του θερμός από την πρώτη κιόλας νότα, το χειροκρότημα παρατεταμένο μετά πό κάθε κομμάτι και στο τέλος όρθιοι όλοι θα ξαναφέρουν τους μουσικούς στη σκηνή. Πριν αποχωρίσουμε για το Λιβανέζικο εστιατόριο για το αποχαιρετιστήριο δείπνο, ο Ελληνοκαναδός φίλος θα μου πει πως τα θαυμάσια βιτρώ στα παράθυρα του θεάτρου είναι του περίφημου Λούις Κόμφορτ Τίφανι. Ο Λούις Τίφανι (Louis Comfort Tiffany, 18 Φεβρουαρίου 1848 - 17 Ιανουαρίου 1933) ήταν Αμερικανός καλλιτέχνης και σχεδιαστής, ο οποίος είναι γνωστός για τα έργο του στην υαλουργία καθώς και στη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων. Θεωρείται ένας από τους πρωτεργάτες της Αρ Νουβό και οι ιδέες του σε συνδυασμό με πειράματα που έκανε για την επεξεργασία του γυαλιού ήταν πρωτοποριακές για την εποχή του. Σχεδίασε παράθυρα από επεξεργασμένο γυαλί, επιτραπέζιες λάμπες, γυάλινα μωσαϊκά, κεραμικά, κοσμήματα και έργα από μέταλλο. Περισσότερα για την ζωή και την τέχνη του μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λούις_Κόμφορτ_Τίφανι
Η Καναδέζα κυρία που κάθεται δίπλα μου, θα με ρωτήσει από πού είμαστε και κατόπιν θα συμπληρώσει με απέραντο θαυμασμό πως ο Δρόσος της θυμίζει τον Μέγα Αλέξανδρο! Στο μάλλον έκπληκτο βλέμμα μου, θα μου πει -εννοείται σε βαριά αγγλικά- Μα, ναι, του μοιάζει πολύ! Εγώ τον Μέγα Αλέξανδρο τον έχω δει!
No comments:
Post a Comment
Σχόλια