Labels

Wednesday, October 3, 2018

Ταξιδιωτικό ημερολόγιο - 2η μέρα στο Μόντρεαλ




Το κρύο έχει δυναμώσει, η λεπτοϋφασμένη βροχούλα πέφτει δίχως σταματημό. Ντυνόμαστε καλά, φοράμε μποτάκια, μια ομπρέλα στο χέρι και ξεκινάμε. Ο φίλος κι αδερφός Πέρσης μουσικός, Kiya Tabassian, μας περιμένει στην είσοδο του ξενοδοχείου για να παραλάβει τον Κυριάκο, τον Δρόσο και τον Ηλία Ανδρεουλάκη που θα παίξει λύρα, να κάνουν την πρόβα τους μαζί με τους υπόλοιπους ξένους μουσικούς στον χώρο του φίλου μας. Την Τετάρτη θα δώσουν μια συναυλία στο Κεμπέκ και το Σάββατο μια στο Μόντρεαλ, με συνθέσεις του Κυριάκου, του Kiya, όπως και έργα της εποχής που έζησε ο μεγάλος ζωγράφος, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Ο λόγος του ταξιδιού μας είναι οι δύο αυτές συναυλίες κι εγώ έχω για μια ακόμα φορά τη μεγάλη τύχη να είμαι “η γλάστρα” της παρέας. Όποιος δεν υπήρξε ποτέ γλάστρα, δεν ξέρει τι χάνει….
Στη διαδρομή, ο φίλος αναφέρει τα ονόματα των δρόμων που διασχίζουμε. Σχεδόν όλα είναι ονόματα αγίων. Αγία Αικατερίνη, άγιος Λαυρέντιος άγιος Διονύσιος και πλήθος άλλα. Όταν πρωτοχτίστηκε το Μόντρεαλ υπήρχαν πάρα πολλές εκκλησίες, γιατί εργάστηκαν ιδιαίτερα οι ιεραπόστολοι στον Νέο Κόσμο. Λίγα χρόνια μετά, θα αρκούσε μια μόνο γενιά για να χαθούν σχεδόν όλες όχι σαν κτίρια, αλλά σαν εκκλησίες, καθώς μετατράπηκαν σε οικήματα που στέγασαν ινστιτούτα, μουσεία, σχολές κλπ. Το μόνο που έμεινε να θυμίζει τους ιεραποστόλους και την εποχή εκείνη, είναι τα ονόματα των δρόμων.
Φτάνουμε στον πανέμορφο χώρο που στεγάζει τον οργανισμό του Kiya, που σε ελεύθερη μετάφραση ονομάζεται “Κέντρο Μουσικών του Κόσμου” και εκεί αφήνω τους μουσικούς να κάνουν την πρόβα τους για να πάρω τους δρόμους. Ο κεντρικός είναι του αγίου Λαυρεντίου, αυτόν μου συστήνει ο φίλος μας, και τον ακούω. Πηγάίνω πάνω κάτω τόσες φορές που στο τέλος χάνω τον προσανατολισμό μου και δεν ξέρω ποιο είναι το πάνω και ποιο το κάτω. Θυμάμαι τον Κιγιά που μου είπε να μην πάω πολύ δεξιά γιατί εκεί τελειώνει η πόλη και δεν έχει τίποτα, οπότε αποφασίζω να φτάσω μέχρι το τέλος να βρω το τίποτα. Πραγματι φτάνω στο τίποτα, και καταλαβαίνω πως πρέπει να πάω αντίθετα και έτσι προσανατολίζομαι επιτέλους. Ο δρόμος είναι γεμάτος μικρές μπουτίκ, καφέ με γλάστρες καταπράσινες, μεγάλα καταστήματα επίπλων. Σταματώ μπροστά σε μια καλόγουστη βιτρίνα με πολύχρωμα ρούχα και μπαίνω. Τα ρούχα είναι ένα κι ένα. Κουβεντιάζουμε με την πωλήτρια και μου εξηγεί πως τα σχέδια είναι της Κατερίνας κάτι. Παρατηρώ στο βάθος έναν χώρο με μεγάλα τραπέζια, ραπτομηχανές και υφάσματα και εκείνη τη στιγμή βγαίνει από κει η σχεδιάστρια. Είναι μια ωραία κοπέλα που σφίζει από ζωή, ξανθιά με πλεγμένα τα μαλλιά της κοτσίδια που φοράει τα ρούχα που σχεδιάζει, ένα κολάν με τυπωμένα πολύχρωμα λουλούδια κι ένα ροζ πλεχτό ζακετάκι που έχει στο κάτω μέρος ένα λουλούδι μέσα στην ύφανση. Τότε καταλαβαίνω πως όχι μόνο σχεδιάζει το κόψιμο του ρούχου, αλλά και τυπώνει στο ύφασμα το σχέδιό της. Μιλάει πολύ, μιλάει γρήγορα, γελάει μόνη της, δεν καταλαβαίνω γρι από τα γαλλικά της, αλλά γελάω κι εγώ. Όπως βγήκε σαν σίφουνας, έτσι και εξαφανίζεται. Για τα δικά μας δεδομένα είναι πολύ ακριβά όλα τα ρούχα, αλλά μεγαλύτερη χαρά και από την αγορά τους, είναι πάντα το ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι που κάνουν εμπνευσμένες δουλειές που μπορείς να τις χαρείς έστω κοιτώντας τες.
Επιστρέφω στο εργαστήρι του φίλου, τσιμπάμε ένα σάντουιτς και ξαναβγαίνω για να κατευθυνθώ σιγά σιγά προς το ξενοδοχείο. Παίρνω άλλον δρόμο που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακός από τον προηγούμενο. Τα καταστήματα είναι όλα φινετσάτα, οι βιτρίνες σαν μικρά μουσεία, αλλά μέσα δεν υπάρχουν πελάτες ούτε για δείγμα. Οι πωλήτριες περιμένουν όρθιες πίσω από τους πάγκους τους κάνοντας την υπομονή τους, οι τιμές είναι απλησίαστες, μπαίνω σε ένα ντελικατέσεν γιατί αποφασίζω να ψωνίσω για να μαγειρέψω το βραδινό μας στο δωμάτιο. Βρίσκω μια μικρή συσκευασία λάδι των 250 ml που κοστίζει 14 δολάρια, δηλαδή περίπου 10 ευρώ. Την άλλη φορά πρέπει να φέρουμε δώρο στον φίλο μας. λάδι από την Ελλάδα, σκέφτομαι.  Μακαρόνια, τόνος, σάλτσα. Αλάτι; Το απλό κοστίζει 1 δολλάριο, των Ιμαλαίων 11.  Λίγο παρπάνω βρίσκω το περίφημο Saq που έχει το μονοπώλιο των ποτών και ζητώ τη βοήθεια του νεαρού ταμία για ένα μπουκάλι κρασί. Μου προτείνει ένα κόκκινο Μερλό. Τώρα δε φοβόμαστε τίποτα, λέω. Φτάνω στη διασταύρωση και αναρωτιέμαι αν θα αναγνωρίσω το ταξί που θέλω να πάρω για το ξενοδοχείο. Σηκώνω το χέρι κι ο Θεός βοηθός, λέω. Σταματάει ένας καλός άνθρωπος και με παίρνει. Στη διαδρομή φωτογραφίζω εξαιρετικά γκράφιτι στους τοίχους και σπίτια. Έχει πάει 2.30 το μεσημέρι, αλλά κατεβαίνοντας δεν μπαίνω στο ξενοδοχίο. Περπατώ στη γειτονιά μας και στο δρόμο της αγίας Οικόγένιεας για να φωτογραφίσω από κοντά τα μικρά χαρακτηριστικά Μοντρεαλίτικα σπίτια. Διώροφα ή τριώροφα, που θαρρείς χτίστηκαν σχεδόν όλα ανά δύο, με μια σκάλα που στη πορεία χωρίζει για να οδηγήσει στο κάθε ένα σπίτι. Μου θυμίζουν πολύ της Νέας Ορλεάνης με τη διαφορά ότι εκείνα ήταν ξύλινα, ενώ αυτά είναι από τούβλο, πέτρα ή τσιμεντόλιθους.
Πίνω ένα ποτήρι κρασί και ξεκουράζομαι λίγο. Όταν σηκώνομαι κάνω το καφεδάκι μου και βγάινω στο μπαλκόνι. Κόπασε η βροχούλα. Το μάτι μου, βέβαια, πέφτει αμέσως στο κατάνθιστο μπαλκόνι του γείτονα. Τον βλέπω αραγμένο στην κόκκινη καρέκλα του με τα χέρια σταυρωμένα. Φοράει το κοντομάνικο μακό μπλουζάκι και το σορτσάκι που φορούσε και το πρωί. Εγώ την ίδα ώρα είμαι με το κασκόλ και το παλτό μου. Λεβεντιά ο γέρος κι εγώ βουρυρόπαιδο, σκέφτομαι. Κάθεται τόσο απλά και χαίρεται τόσο όμορφα τον Παράδεισό του. Η εικόνα αυτή, έτσι όπως είναι ακίνητος, με πηγαίνει και σε φέρετρο με νεκρό. Είναι η πρώτη φορά που σκέφτομαι πόσο μοιάζει η ζωή με το θάνατο. Σαν δίδυμες αδερφές είναι. Ϊσως και σιαμαίες. Ελπίζω πως ο άνθρωπος αυτός δεν είναι μόνος. Δεν θέλω να έιναι μόνος. Τον ακούω που μιλάει, δεν τον κοιτώ, να μην τον ενοχλήσω. Μιλάει στο τηλέφωνο απ’ ότι αντιλαμβάνομαι. Έχει φίλους, λοιπόν. Ωραία! Πόσο θέλω να του πω ότι είναι υπέροχο το μπαλκονάκι του, αλλά δεν το λέω, ντρέπομαι. 
Λίγο αργότερα θα έρθει ο Κυριάκος, θα βγούμε μια ωραία βόλτα στη γειτονιά μας και μετά θα μαγείρεψω σπαγγέτι με τόνο και θα φάμε παρέα με τον Ηλία, μιας και ο Δρόσος έχει έναν μαθητή που τον έχει προσκαλέσει στο σπίτι του.
Θα πέσω για ύπνο στις 11.00, αλλά θα ξυπνήσω στις 2.00 από πόνο στη μέση. Λογικό είναι, αλλαγή κρεβατιού, κούραση, υγραδία. Όχι, όμως, δεν το δέχομαι. Πρροσπαθώ να ξανακοιμηθώ. Τα κουτσοκαταφέρνω και ξυνπνάω στις 5.30, μια χαρά, κάνω τον καφέ μου και βγαίνω στο μπαλκόνι. Ο γείτονας έχει φως στο δικό του. Ο Παράδεισός του δεν μένει ούτε στιγμή χωρίς φως. Είναι δυνατόν να μην έχει φως ο Παράδεισος; Γράφω και γράφω και γράφω και έτσι έχει ήδη ξημερώσει. Παράδεισος και το γράψιμο. Φέρνει το φως μέσα στη νύχτα. Τα σύννεφα σκεπάζουν τους πάνω ορόφους των ουρανοξυστών, το βουνό παίζει κρυφτό και κανείς δεν το βρίσκει, ο γείτονας ακόμα κοιμάται. Σε τρεις ώρες αναχωρούμε για το Κεμπέκ, δική μας δέκα το πρωί, δική σας πέντε το απόγευμα. Κεμπέκ! Ο δεύτερος ομορφότερος τόπος που έχω βρεθεί, μετά το Μπελάτζιο στη λίμνη Κόμο. Με την ευχή του Θεού και των ανθρώπων του … 




















No comments:

Post a Comment

Σχόλια