Το πρωί της Κυριακής ίσα ίσα θα προλάβουμε το Δι’ ευχών στον μικρό ναό της αγίας Μαρκέλλας και της αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου. Κάθομαι σε μια καρέκλα της τελευταίας σιεράς μέχρι να φύγουν όλοι οι πιστοί. Ανασαίνω το λιβάνι, κοιτάζω τις φορητές εικόνες στους τοίχους της μακρόστενης σαν βαγόνι τρένου εκκλησίας και ακούω τις συζητήσεις των ενοριτών που περνούν από δίπλα μου. Καλωσορίσματα και αποχαιρετισμούς ανταλλάσσουν, μιας και άλλοι μόλις ήρθαν από την Ελλάδα κι άλλοι ετοιμάζονται να πάνε. “Ο άγιος την φύλαξε την Κέρκυρα”, λέει ένας ηλικιωμένος άρτι αφιχθείς από το νησί του σε έναν μεσήλικα. Αδειάζει ο ναός κι ο Κυριάκος βγαίνει στο δρόμο να περιμένει τον Κιγιά που θα έρθει να μας πάρει για έναν καφέ πριν φύγουμε. Κάθε φορά που αδειάζει ένας ναός, θυμάμαι τη γερόντισσα Γαβριηλία που συμβούλευε να μη φεύγουμε αμέσως από τον ναό μόλις τελειώνει η Λειτουργία, γιατί οι άγγελοι είναι ακόμα εκεί, μην τους αφήνουμε μόνους. Κάθομαι και ησυχάζω και το αφτί μου πιάνει χαμηλές φωνές πισω από το τέμπλο. Σηκώνομαι και πλησιάζω, στέκομαι στο δεξί αναλόγιο. Έχω τόσο ανάγκη να ακούσω δυο γράμματα και έτσι μένω εκεί και κατά κάποιον τρόπο “κρυφακούω” την κατάλυση του ιερέα και ευφορούμαι.
Βγαίνω κι εγώ έξω, ο Κιγιά καθυστερεί, ο ιερέας με τη σύζυγό του μας βλέπουν, μας πλησιάζουν αυθόρμητα και μας καλωσορίζουν σαν να μας γνωρίζουν και συνομιλούμε για λίγο. Η κοινή πατρίδα είναι ικανή συνθήκη για να έρχονται κοντά άγνωστοι άνθρωποι. Θα αποχαιρετίσουμε το Μόντρεαλ πίνοντας τον καφέ μας με τον Πέρση μουσικό φίλο μας και την πανέμορφη Κεμπεκουά σύζυγό του. Θα επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο για να πάρουμε τις αποσκευές μας και στη 1.00 θα δούμε τον ηλικιωμένο ελληνοαμερικάνο φίλο μας ιερέα με τον ανιψιό του. Θα μπούμε στο αυτοκίνητό τους για το δεύτερο κομμάτι του ταξιδιού μας στο Νιου Χάμςαιρ.
Δεν έχω συνειδητοποιήσει πως θα περάσουμε από τον Καναδά στην Αμερική. Εξάλλου, τίποτα στη φύση δεν προδίδει τον χωρισμό του κόσμου σε εθνικά κράτη. Η φύση παραμένει αδιαίρετη και στην προκειμένη περίπτωση σχεδόν εξουθενωτικά εντυπωσιακή. Σαν παλιό κρασί που δε χορταίνεις να το πίνεις και να σε μεθά, σαν πρώτο φιλί που δε θες να τελειώσει, ο καταιγισμός των πλέον θερμών χρωμάτων σε πολιορκεί και μέσα τους λιώνεις. Δε θα ξαναπώ κακή κουβέντα για το Φθινόπωρο, σκέφτομαι. Εδώ δικαιώνεται η βασιλεία της χάρης του κι εγώ γίνομαι ορκισμένος υποτακτικός του.
Τρεις ώρες θα διασχίσουμε το όνειρο. Τα σύνορα θα αποτελέσουν ένα αιφνιδιαστικό ξύπνημα. Αμερικανοί στρατιώτες ντυμένοι με σκούρες μπλε στολές, θα ελέγξουν τα διαβατήριά μας και θα μας πουν να περιμένουμε. Μας παραπέμπουν σε άλλο γραφείο. Θα τα ξαναδούν και θα αρχίσουν τις ερωτήσεις. Εστιάζουν, βέβαια, στο διαβατήριο του Κυριάκου που έχει σφραγίδες σχεδόν από όλον τον κόσμο. Αυτή όμως που τους προκαλεί το ενδιαφέρον ειναι του Μαρόκου. Γιατί πήγατε στη Φες και τι κάνατε, τον ρωτούν. Τους εξηγεί πως ως μουσικός ταξιδεύει σε διάφορες χώρες και πως στη Φες συμμετείχε σε εάν μεγάλο φεστιβάλ. Ο αστυνομικός δε θα αρκεστεί στην απάντηση. Θα χτυπήσει το όνομα του φεστιβάλ στην αναζήτησή του ίντερνετ για να βεβαιωθεί πως αυτό υπάρχει πράγματι. Μ’ αυτά και μ’ αυτά κάποτε μας επιτρέπουν την είσοδο. Οι φίλοι, μάς λένε πως κάποιοι ξένοι που τους κρατούν έτσι λίγο παραπάνω για έλεγχο, μπαίνουν τρομαγμένοι στα αυτοκίνητά τους και φεύγουν παρατώντας τα διαβατήριά τους. Κανείς δεν τους κυνηγάει απ’ τα ύνορα και νομίζουν πως γλύτωσαν. Στα πέντε χιλιόμετρα όμως τους περιμένει ένα περιπολικό.
Η κίνηση προς τα σύνορα ήταν τόσο μεγάλη που έχουμε καθυστερήσει με κίνδυνο ο ανιψιός του ιερέα να χάσει την πτήση του για Νέα Υόρκη. Σε είκοσι λεπτά όμως φτάνουμε στο αεροδρόμιο και τον αποχαιρετούμε. Ειναι κι αυτό το παλικάρι σαν ένας από τους πολλούς που ταξιδεύουν κάθέ βδομάδα Νέα Υόρκη, δουλεύοντας για μεγάλες πολυεθνικές για δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε ώρες τη μέρα, και επιστρέφουν στο σπίτι που διατηρούν στο πολύ πιο ανθρώπινο Μόντρεαλ το Σαββατοκύριακο.
Ο ιερέας παίρνει το τιμόνι, είναι νωρίς το απόγευμα και λέμε να σταματήσουμε κάπου στο δρόμο να τσιμπήσουμε κάτι. Είναι ένα απ’ αυτά τα μαγαζιά που βλέπουμε στις ταινίες. Με το που μπαίνω, σκιάζομαι. Επικρατεί τόση φασαρία, άγριες φωνές, γέλια τρανταχτά σαν από θηρία, που από την ταραχή μου δεν ξέρω τι να κάνω και πού να πάω. Παράλληλοι πάγκοι πάνω στους οποίους υπάρχουν μερίδες φαγητών και μπύρες, καθισμένοι άνδρες και γυναίκες καθένας μόνος του, αλλά σαν μια καλή παρέα ξένων, κοιτάζουν τις οθόνες των τηλεοράσεων που κρέμονται πάνω απ’ το κεφάλι τους. Είναι Κυριακή απόγευμα και παρακολουθούν τους προκριματικούς αγώνες ποδόοφαίρου. Σχολιάζουν, παθιάζονται, γελούν, βρίζουν και όλες οι εκφράσεις τους έχουν μια ακραία ένταση, σαν αντιδραστικό ξέσπασμα σε μια επιβεβλημένη διασκέδαση απ’ την οποία δεν μπορούν να ξεφύσουν. Τηγανητές πατάτες με γαρίδες, πράσινη σαλάτα και κόκα κόλα. Έτσι, για να νιώσουμε στο μεδούλι μας το Αmerica Dream.
Η νύχτα μας πιάνει στο δρόμο. Σταματούμε στη μέση του πουθενά για έναν καφέ στο χέρι. Μαι ηλικιωμένη γυναίκα που ψωνίζει, καταλαβαίνοντας πως είμαστε Έλληνες, μας λέει πως στο γυμνάσιο έκανε αρχαία ελληνικά και για να μας το αποδείξει αρχίζει και κλίνει το ρήμα “λύω”.
Πάίρνουμε τον καφέ μας σε ένα τεράστιο χάρτινο κύπελλο και πηγαίνουμε πισω από το μαγαζί δίπλα στο ποτάμι. Σπάνια σε ένα ταξίδι για δουλειά έχουμε την πολυτέλεια να κλέψουμε λίγες μέρες για να χαρούμε έναν τόπο, φίλους και την φιλοξενία τους. Φαίνεται όμως πως στην παρούσα περίπτωση, τίποτα δεν μπορούσε να αντισταθεί στην καλοσύνη του ογδοντάχρονου ιερέως και την Αβραμιαία φιλοξενία που θα μας χαρίσει για μια εβδομάδα. Όταν φτάνουμε στο σπίτι του, στο περίφημο Νιού Χάμσαϊρ, είναι νύχτα με ψιλόβροχο και αρκετή ψύχρα. Θα μας περιγράψει τη λίμνη που βρίσκεται στο βάθος, τη γειτονιά των είκοσι σπιτιών που αποτελούν τον οικισμό και τα βουνά που τον περιτριγυρίζουν. Τίποτα απ’ αυτά δε θα δούμε μέσα στο σκοτάδι. Θα σκαρφαλώσουμε στο ψηλό κρεβάτι για να κοιμηθούμε βαθιά και το πρωί θα ξετυλιχθεί στα μάτια μας το θαύμα της ομορφιάς που ο Θεός γενναιόδωρα χάρισε σ’ αυτόν τον τόπο.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια